© AP Photo/Misper Apawu
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η τέχνη του δρόμου ανθίζει στη Δυτική Αφρική

Σε αντίθεση με τη Δύση, στη Σενεγάλη το γκράφιτι δεν γεννήθηκε ως αντίδραση, αλλά ως εργαλείο κοινωνικής αλλαγής. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, τα murals εξαπλώνονται σε όλη τη Δυτική Αφρική.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: © AP PHOTO/MISPER APAWU

Είναι γνωστό ότι πατρίδα του γκράφιτι, τουλάχιστον στη σύγχρονη μορφή του, αποτέλεσε η Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1960. Οι σημερινοί καλλιτέχνες των εντυπωσιακών murals που ομορφαίνουν τη Δυτική Αφρική, βέβαια, δεν αναγνωρίζουν της ρίζες της τέχνης τους στις ταγκιές στο Μπρονξ και το Μπρούκλιν, αλλά στους ακτιβιστές ενός κινήματος που έδρασε στη Σενεγάλη, στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Σε μία εποχή έντονης κρίσης τότε, είχε εμφανιστεί το κίνημα Set-Setal – μια φράση που μεταφράζεται σε «να είσαι καθαρός, κάνε τον χώρο καθαρό». Είχε περάσει μια δεκαετία σφοδρής αστικοποίησης για τη Σενεγάλη (από περίπου 400.000 κατοίκους το 1970 έφτασε να μετρά πάνω από 1 εκατ. στα τέλη του ’80), κατά την οποία κατέρρευσε παράλληλα η οικονομία και ολόκληρες νέες συνοικίες παρέμεναν αφημένες στο έλεος, χωρίς καθόλου υποδομές. Δρόμοι και παραλίες είχαν μεταμορφωθεί σε απέραντες χωματερές, απειλώντας τη δημόσια υγεία.

Σε μια αυθόρμητη κίνηση αντίδρασης απέναντι στην παραμέληση της Πολιτείας και τη ρύπανση, λοιπόν, η νέα γενιά συσπειρώθηκε και οργάνωσε δράσεις στην πρωτεύουσα της χώρας, την Ντακάρ. Πήραν τον δημόσιο χώρο στα χέρια τους.

Σε αυτό το πλαίσιο, εμφανίστηκαν και οι πρώτες τοιχογραφίες στα εδάφη της Δυτικής Αφρικής. Όπως τεκμηριώνεται στο σχετικό ακαδημαϊκό κείμενο της Leslie W. Rabine (These Walls Belong to Everybody: The Graffiti Art Movement in Dakar), εκείνες οι πρώτες τοιχογραφίες αποτύπωναν κατά βάση διάφορες μορφές θρησκευτικών ηγετών είτε μετέφεραν μηνύματα καθαριότητας και δημόσιας υγείας, προς ευαισθητοποίηση του κόσμου.

Έτσι, είναι ενδιαφέρον ότι το γκράφιτι σε αυτή τη μεριά του πλανήτη δεν γεννήθηκε σαν στοιχείο παραβατικής συμπεριφοράς (όπως συνέβη στη Δύση), αλλά αντίθετα σαν ένα εργαλείο για κοινωνική αλλαγή.

Τέσσερις δεκαετίες από εκείνη την εποχή, πολλά έχουν αλλάξει στη μακρινή Σενεγάλη, ανάμεσα στα οποία και η διάχυση της street art: φιλοξενούνται μεγάλα φεστιβάλ street art με καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο, υλοποιούνται έργα με άδεια από την Πολιτεία (κάτι το οποίο ως γνωστόν εξασφαλίζει εντυπωσιακών διαστάσεων murals, όπως το πελώριο έργο μήκους 2,6 χλμ. στο στρατόπεδο Κασέρν Σάμπα Ντιερί Ντιάλο στην Ντακάρ) και γενικά όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες πιάνουν σπρέι στα χέρια για να ομορφύνουν την πόλη τους.

Ένας από τους καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς είναι και ο Σενεγαλέζος Omar Diaw, τον οποίον συνάντησε το Associated Press στη Γουινέα.

Ζωγραφίζει σε τοίχους από τη δεκαετία του 2000, αλλά μετακόμισε στη γειτονική Γουινέα το 2018, όταν (σε αντίθεση με την πατρίδα του) «το γκράφιτι ήταν ακόμη σχεδόν ανύπαρκτο και θεωρούταν βανδαλισμός». Εκείνος ήταν ο πρώτος ο οποίος έφερε στην πρωτεύουσα Κονάκρι την τέχνη των μεγάλων murals και πλέον του αναγνωρίζεται ότι την καθιέρωσε. Έχει μετατρέψει την πόλη σε μια υπαίθρια πινακοθήκη, όπως παρατηρούμε από τις εντυπωσιακές τοιχογραφίες στις φωτογραφίες του πρακτορείου.

Υπογράφοντας με το ψευδώνυμο Chimère (δηλαδή, χίμαιρα), φτιάχνει μεγάλης κλίμακας έργα με δυναμικά χρώματα και ποικίλη θεματολογία: έχει αναλάβει εκστρατείες ευαισθητοποίησης για την πανδημία, εκφράζει συχνά σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα όπως η μετανάστευση, αποτυπώνει πορτρέτα μουσικών από τη Δυτική Αφρική, ηγέτες ή και σύμβολα ανεξαρτησίας. Εκφράζει έτσι όψεις της αφρικανικής ταυτότητας, όψεις του παρόντος ή του παρελθόντος.

Δείχνει έτσι κάτι πολύ σημαντικό: ότι τα murals δεν είναι απλώς για να ομορφαίνουν τους τοίχους – οφείλουν να εκφράζουν πρώτα και κύρια την ψυχή εκείνων που την παρατηρούν καθημερινά.