24Media Creative Team
ΚΑΠΟΥ ΟΠΑ

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας δεν αντέχει να βλέπει τη θρηνωδία του MasterChef

Η πιο μποέμ φυσιογνωμία της πόλης είναι εξοργισμένη με το reality μαγειρικής και κυρίως με τον σεφ Κουτσόπουλο.

Στο πριβέ μπαρ-ρεστοράν του Φερνάντο η μπιμπόπ τζαζ συνοδεύει την ενοχική επιθυμία μου να αποπλανηθώ από την εντυπωσιακή ξανθιά τσιχλόφουσκα που κάθεται απέναντι μου. Με μια αμετάκλητη μελαγχολία στο βλέμμα, παριστάνει ότι κοιτάζει το μενού όσο την πλησιάζω και δήθεν ξαφνιάζεται όταν της ζητώ να μοιραστούμε το στρογγυλό τραπέζι και τις ματαιώσεις μας. Δέχεται και υποχωρεί, πάντοτε με τη θεατράλε στατικότητα που αρμόζει στα θηλυκά του τύπου της.

Ο σερβιτόρος, ένα πλάσμα του δάσους, ένα φελινικό σύμβολο του έρωτα και της γονιμότητας, δεν αργεί να μας εντοπίσει. Γεμίζει και ξαναγεμίζει τα ποτήρια μας με κόκκινο κρασί και εγκαταλείψεις, όσο εμείς κομπάζουμε για τον τελικό νικητή σε αυτό το ερωτικό μπραντεφέρ που μόλις ξεκινήσαμε.

Τη λένε Σάντρα. Της αρέσει το ιλουστρασιόν μελόδραμα, συναρπάζεται εύκολα απ’ το απροσδόκητο και κάθε Κυριακή παίζει ιταλιάνικα τραγούδια στο μαντολίνο της. Είναι 26 χρονών και ατίθαση. Το όνειρό της είναι να δει από κοντά το μπεργκμανικό βόρειο σέλας και να βουτήξει στο ελεγχόμενο χάος μιας λεηλασίας. Καταλαβαίνεις…

Παραγγέλνουμε και οι δύο ταρτάρ αβοκάντο με γαρίδες, κατόπιν της εγκωμιαστικής σύστασης του μαιτρ, αλλά η πρώτη μπουκιά με εξαγριώνει. Καλώ τον σεφ, μία γκροτέσκο παζολινική φυσιογνωμία και μόλις αντιλαμβάνεται ποιον έχει μπροστά του, απολογείται πριν καν ανοίξω το στόμα μου. Η Σάντρα συγκλονίζεται. Παρακολουθώ τα χέρια της καθώς αυτονομούνται απ’ το υπόλοιπο κορμί της και γραπώνουν το σαμπανιζέ μεταξωτό πουκάμισό μου, με τις διαθέσεις ενός κτήνους.

«Ξέρεις ποιος ήταν αυτός;», με ρωτάει παλινδρομώντας μέσα σε έναν αισθησιακό πυρετό. «Κάποιος που απέτυχε να με ικανοποιήσει», της απαντώ. «Και αυτό είναι ό, τι χρειάζεται να γνωρίζω». Σαστίζει. Υπονομεύω κάθε ερώτησή της και την αφοπλίζω. «Είναι φιναλίστ του περσινού MasterChef», μου αποκρίνεται σαν να λέει το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου. Αλλά εμένα δεν με αφορά αυτός ο κόσμος.

κωνσταντινος τζουμας

Έχω ακούσει ξανά για αυτήν την τηλεοπτική θρηνωδία, αλλά ποτέ απ’ τα χείλη ενός πλάσματος που ετοιμάζομαι να του χαρίσω γενναιόδωρους οργασμούς και ολόισιες πλαγιοδρομήσεις. Σηκώνομαι απ’ το τραπέζι και τη χαιρετώ βιαστικά. Άσε μας καημένη. Εγώ θέλω άλλα πράγματα πιο φευγάτα, πιο αβαν γκαρντ, πιο τζαζέ. Καταλαβαίνεις.

Τυλίγομαι μέσα σε κασκόλ και καταπιεσμένες στύσεις και περπατώ χαζεύοντας φιγούρες της νύχτας και αποστασιοποιημένες υπάρξεις. Το θλιβερό πιάτο του φιναλίστ του MasterChef έχει αφήσει μια στιλπνή γεύση στο στόμα μου, ούτε ο καπνός ούτε το αλκοόλ του επόμενου μπαρ καταφέρνουν να τη σβήσουν. Μα ποιος τους έμαθε να μαγειρεύουν έτσι; Ήταν όνειρο αυτή η μπαναλαρία; Συνέβη στα αλήθεια;

Στο σκοτεινή σκηνή του μυαλού μου η κουβέντα έχει ανάψει. Μοναδικός θεατής στην αυτοσχέδια πρόζα μου, ο Λεωνίδας Κουτσόπουλος, αναγκασμένος να υποστεί τον μονόλογό μου καθώς ως πλάσμα της φαντασίας μου δεν του επιτρέπω επ’ ουδενί να πάρει τον λόγο.

Εξηγώ ότι η γαστρονομία χρειάζεται την αρτιστίκ αργοσχολία, τη διάφανη απάθεια και τον σίγουρο μετεωρισμό της αβεβαιότητας και όχι προκάτ υστερίες και χουλιγκανικές αναρριχήσεις σε λεωφορεία. Στα μαδριλένικα μπιστρό οι σεφ λειτουργούν σε άλλες συχνότητες, πιάνουν άλλα μήκη κύματος δεν είναι τώρα η αισθητική του μέτριου. Το ωμό εκεί δεν έχει θέση εκτός κι αν μιλάμε για φλερτ ή ρεαλισμό και το πιάτο απευθύνεται στον φάρυγγα πάντα με δυσνόητους υπαινιγμούς, σαν εραστής που λατρεύει τον πληθυντικό στις πολύ ιδιωτικές στιγμές.

Παίζω στο γήπεδό μου και κερδίζω. Ο καημένος ο Λεό δείχνει να μην κατανοεί ούτε μία λέξη από την παρλάτα μου και αποχωρεί ηττημένος, ψελλίζοντας ζόρικα συνθήματα για την πλατεία και τους δραγουμάνους του ΠΟΚ. Ένας σελιλόιντ ζογκλέρ που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη φάρσα και στο μαύρο θέατρο της Πράγας. Τον συμπαθώ, αλλά δεν με αφορά.

Παρεξηγήσεις, επαναπροσδιορισμοί, σύγχυση… Η ζωή συνεχίζεται πάντα στη διαπασών μέσα από ντελιριακές πλαστοπροσωπίες, αποκρύψεις και ξαφνικές αποκαλύψεις, δεν μπορεί να περιμένει, φεύγει μπροστά και η μητρόπολη ακολουθεί με τα φώτα κόκκινα και εμάς πίσω από το βολάν της. Δεν έχω καθόλου χρόνο για τις τηλεοπτικές μασκαράτες του υγρού μεσονυκτίου. Καταλαβαίνεις.

*Το κείμενο προφανώς δεν έχει γραφτεί από τον Κωνσταντίνο Τζούμα.