FATHERHOOD

Όταν ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειά

Το ΟΝΕΜΑΝ αποφάσισε να βάλει τους πατέρες στο παιχνίδι και, μέσα από τη στήλη Onedad, να τελειώσει το παραμύθι του “μάνα είναι μόνο μία”.

Δεν έχει σημασία αν είσαι απλά στο γραφείο, στην Νάξο για το ΣΚ ή νεο-γκασταρμπάιτερ στο Μόναχο. Εδώ η ουσία είναι ότι λείπεις. Του λείπεις (του παιδιού). Στο λέει. Και σε τσακίζει.

 

Αυτό, προφανώς, είναι το πως ξεκινά το διαχρονικό Cat’s in the Craddle του Harry Chapin (υπάρχει και σε πιο punk εκδοχή, από Ugly Kid Joe, για όσους τους κάνει υπερβολικά ‘μελό’ στην original εκδοχή).

Ένα τραγούδι το οποίο, ως ‘Αμερικανάκι’, με κάνει και κλαίω κάθε φορά που το ακούω (Αν, πάντως, υπάρχει αντίστοιχη ελληνική εκδοχή παρακαλώ ενημερώστε με. Έχω ‘κάβα’ δάκρυα).

 

Ένα τραγούδι που τελειώνει με το γιο να μεγαλώνει και, όπως συμβαίνει συνήθως στην ‘το κάρμα είναι μεγάλη σκύλα’ ζωή, να καταλήγει να μην έχει χρόνο εκείνος για τον πατέρα του.

Όπως δεν είχα χρόνο εγώ (παρότι μοναχοπαίδι) για τον δικό μου, τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του που, λόγω ασθενειών, δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι.

Όπως δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ με την κηδεία του (το έκανα ‘πάσα’ στην 75χρονη μάνα μου).

Όπως, το χειρότερο από όλα, όταν ήρθε η ώρα να κάνουμε την εκταφή, δεν είχα χρόνο να είμαι εγώ αυτός που θα πήγαινε στο νεκροταφείο να ασχοληθεί με το τι θα γίνουν τα κοκκαλά του (το έκανα ‘πάσα’ σε μια φίλη της μάνας μου, που ούτε ξέρω ποια ήταν ή πως την λένε).

Εκείνος, όμως, είχε πάντα χρόνο για μένα. Ήταν καλός πατέρας. Το μόνο στο οποίο του έμοιασα; Ότι, όταν λείπω για ταξίδι, πάντα φέρνω δώρο πίσω μου. Το λάθος δώρο, πάντως δώρο.

Προφανώς, συνάδελφε πατέρα, οι τύψεις μου δεν σε αφορούν. Αυτό που, ωστόσο, σε αφορά είναι το πως νιώθεις κάθε φορά που το παιδί σε παίρνει τηλέφωνο και σε ρωτάει γιατί δεν είσαι εκεί.

Γιατί δεν είσαι εκεί να παίξεις. Γιατί δεν είσαι εκεί να το δεις στην σχολική του παράσταση. Γιατί δεν είσαι εκεί να του διαβάσεις το ‘τελετουργικό’ παραμύθι πριν πέσει για ύπνο. Γιατί δεν είσαι εκεί μέσα στη νύχτα για να το προστατέψεις από τα κακά όνειρα.

Πως νιώθεις όταν πρέπει να του εξηγήσεις πως ο λόγος που δεν είσαι είναι εκείνο. Ότι είσαι στο γραφείο ως τα ξημερώματα ή, για να δικαιώσουμε τον τίτλο, σε ταξίδι για δουλειές, προκειμένου να είναι εκείνο καλά. Προκειμένου να έχει γάλα (στη χειρότερη περίπτωση) ή 150 κούκλες (στην καλύτερη).

Πως νιώθεις, δηλαδή, όταν του λες ψέματα. Γιατί, μεταξύ μας, ψέματα του λες. Στη θεωρία, θέλεις να είσαι εκεί. Στη θεωρία, θέλεις να είσαι παρών.

Στην πράξη δεν σε χαλάει και πολύ το να είσαι στην δουλειά. Δεν σε χαλάει να τρώει την κούραση του ‘έλα να παίξουμε’ η σύζυγος, η νταντά ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάποια γιαγιά που αντέχει να μεγαλώσει ακόμη ένα παιδί.

Άσε που, επίσης μεταξύ μας, σου αρέσει το να του λείπεις. Σε κάνει να αισθάνεσαι πιο σημαντικός. Σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δικαιώνεις τον πανάρχαιο ρόλο του άντρα-προστάτη/κυνηγού/προμηθευτή.

Αν και, αυτό, εννοείται πως δεν το παραδέχεσαι. Ούτε καν στους κολλητούς σου. Ούτε καν στον ίδιο σου τον εαυτό.

Ναι, ναι, το ξέρω. Εσύ είσαι ανώτερος άνθρωπος. Δεν σκέφτεσαι ποτέ έτσι. Ένας ο Ξανθόπουλος και δεύτερος εσύ. Αρσενικό παλιάς κοπής που λένε. ΟΚ, μιλάω τότε για όλους τους άλλους πέρα από εσένα.

Όπως και να’ χει, το ‘Μου λείπεις μπαμπά’ είναι κάτι που, όσο άψογος μπαμπάς και αν είσαι, το έχεις ακούσει. Και το δέχομαι ότι, σε πρώτο επίπεδο, σε κάνει να νιώθεις χάλια. Σε κάνει να αμφισβητείς το πως και το γιατί ξοδεύεις έτσι το λιγοστό χρόνο που έχεις πάνω σε αυτό τον πλανήτη πριν σε φάνε τα σκουλήκια.

Ξέρεις όμως τι είναι απείρως χειρότερο; Το να σε πάρει τηλέφωνο και, για πρώτη φορά στη μικρή ζωή της (σ.σ. η δικιά μου κόρη είναι 4 1/2), να σου πει ‘Δεν πειράζει μπαμπά. Μια χαρά είμαστε. Τα λέμε όταν γυρίσεις’. Αυτό που μου συνέβη πριν δέκα μόλις λεπτά.

Είπαμε, το κάρμα είναι μεγάλη σκύλα. Και μόλις μου έχωσε ένα μπουκέτο που μόνο ‘ανοιξιάτικο’ δεν ήταν.