FATHERHOOD

Οικογενειακές σειρές, η κατάρα του ‘τηλεφίλ’ μπαμπά

Ποιος να το περίμενε ότι είναι όντως φτιαγμένες για να τις βλέπει όλη η οικογένεια μαζί... Και ότι επίσης, προκαλούν πλύση πατρικού εγκεφάλου.

Mέχρι που έφυγε για το Αμέρικα η Βασούλα, η μέρα μου τελείωνε με Μουρμούρα. Κάτι που τρωγόταν. Εδώ και κάποιους μήνες, όμως, το μενού περιλαμβάνει τουλάχιστον δυο επεισόδια από το ‘Σόι σου’. Σε καθημερινή βάση. Ανελλιπώς και αδιαλείπτως.

Με σαφή, πάντα, προτίμηση σε όποιο από τα δυο επεισόδια της εβδομάδας παίζει η βου-που Αλεξάνδρα που, για κάποιο λόγο, έχει στο σπιτικό μου μεγαλύτερο σουξέ από την πιο λαϊκή νοικοκυρά Χαρούλα.

Εννοείται πως έχουμε ήδη ‘ανακαλύψει’ τα αγαπημένα μας επεισόδια. Αυτά που βλέπουμε στο repeat. Αυτά που έχω φτάσει να μάθω τους διαλόγους καλύτερα και από το βιβλίο κοινωνιολογίας όταν έδινα πανελλήνιες (εντάξει, δεν τα έχει γράψει και ο Aaron Sorkin -εκεί παίζει να την είχα μια δυσκολία)

Εννοείται πως η κόρη μου είναι μόλις πεντέμιση και έχει ήδη κερδίσει πανηγυρικά τον πόλεμο του οικογενειακού τηλε-κοντρόλ. Με συγχωρείς Al, δεν κατάφερα να ακολουθήσω το τρανό παράδειγμά σου. Το χέρι μου δεν μπαίνει πια μέσα στο παντελόνι μου και ο σκληρός μου (δίσκος) είναι ασφυκτικά γεμάτος με δεκάδες επεισόδια από Modern Family, Vikings, Better Call Saul και καμία δεκαριά ακόμη σειρές που δεν προλαβαίνω με τίποτα να δω (σ.σ. μετά το ‘Σόι σου’ το μενού περιλαμβάνει δόντια, παραμύθι και ύπνο-άντε μετά να βρω κουράγιο).

Προσοχή. Δεν έχω κάτι εναντίον του ‘Το Σόι σου’. Είναι απλώς η πρώτη οικογενειακή σειρά που έχω υποχρεωθεί να δω ως οικογένεια. Και, η αλήθεια είναι, ότι μου έχει πέσει λίγο βαρύ το ‘γιουβετσάκι’. Ειδικά αν σκεφτείς ότι απέχω από την ελληνική τηλεόραση εδώ και χρόνια.

Ειδικότερα, αν σκεφτείς ότι απέχω εξίσου, στην πραγματικότητα, και από ότι μυρίζει νεοελληνικό σόι. Ότι δηλαδή ούτε έχω μεγαλώσει με Κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια (εδώ ούτε τις καθημερινές δεν τρώγαμε μαζί), ούτε -ως μοναχοπαίδι- έχω τόσους συγγενείς ώστε, και να ήθελα, να μπορούσα να γεμίσω ένα πειστικά.

Η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσα η μικρή να ήταν λίγο μεγαλύτερη και να μπορούσαμε να βλέπουμε μαζί Modern Family, Middle, Fresh off the Boat ή σχεδόν οποιαδήποτε άλλη καλή (επίσης καλοφτιαγμένη, πολυεπίπεδη, έξυπνη, διαχρονική) αμερικάνικη οικογενειακή σειρά.

Αυτά που συμβαίνουν εκεί, για κάποιο υπαρξιακό λόγο, που προφανώς έχει να κάνει με το ότι με αυτές μεγάλωσα (ναι, είμαι ντιπ ‘αλλοτριωμένος’ από τον Αμερικάνικο τηλεοπτικό ‘ιμπεριαλισμό’) μου φαίνονται πιο ‘οικεία’ από το να βλέπω τις νύφες να κουτσομπολεύουν την πεθερά στην κουζίνα, τους γιους να είναι ή γκομενοι ή μαμάκηδες και τον χασάπη πατέρα να παίζει τάβλι (σ.σ. έχω να παίξει από το λύκειο) ή να είναι εσαεί έτοιμος να βάλει μια μπριζόλα να ψήνεται στα κάρβουνα.

Σόρι, αλλά αυτή η πραγματικότητα μου είναι ξένη. Και το να βλέπω την κόρη μου να απολαμβάνει να την βλέπει, με ξεπερνά. Και με φοβίζει.

Ήδη, πχ., με ρώτησε γιατί δεν πάμε ποτέ για Κυριακάτικο φαγητό στη μάνα μου (σ.σ. απάντηση: είναι χήρα, 80 ετών και δεν ξέρει να μαγειρεύει), ποιος είναι ο μπατζανάκης μου (δεν ξέρω καν τι είναι αυτό-αλήθεια, χρειάστηκε να το ψάξω) και γιατί δεν έχουμε συγγενείς από το χωριό (σ.σ. απάντηση: το ‘χωριό’ μας είναι η Δραπετσώνα. Άσε που όλοι έχουν πεθάνει πια).

Με αλλά λόγια βλέπει φανατικά μια σειρά που υποτίθεται ότι αντανακλά την ελληνική πραγματικότητα. Κάτι που, φαντάζομαι, ότι σε κάποιο βαθμό ισχύει. Μια πραγματικότητα η οποία, ωστόσο, δεν έχει σχέση με τη δική μας οικογενειακή (πάντα με την εξαίρεση τα τραπέζια της θείας Ροζαλίας στην Αργυρούπολη-εκεί όντως μαζεύεται πλήθος). Και που, κακά τα ψέματα, παρά το κεντρικό μήνυμα ότι η οικογένεια είναι το Α και το Ω, δεν με εκφράζει.

Από την άλλη δεν μου πάει καρδιά/ δεν με παίρνει να απαιτήσω να αλλάξει το κανάλι. Της αρέσει να την βλέπουμε όλοι μαζί. Και μου αρέσει να την βλέπω να χασκογελάει όταν μου αναλύει ποια πονηριά πάει να κάνει η Αλεξάνδρα ή τι θα συμβεί μετά. Ούτε, παρότι είμαι ‘αμερικανάκι’, μου αρέσει να το γυρίσουμε στο ‘κάθε μέλος της οικογένειας έχει τη δική του οθόνη’

Μοναδική ελπίδα στον ορίζοντα ότι, τις τελευταίες μέρες, έχει αρχίσει να μας ζητάει να της βάζουμε να βλέπει Αλίκη Βουγιουκλάκη. Δυστυχώς μόνο έγχρωμες ταινίες, αφού θεωρεί τις μαυρόασπρες ‘χαλασμένες’.

Για να είμαι ειλικρινής, πάνε 20 χρόνια από την τελευταία φορά που έχω να δω ελληνική ταινία. Και ούτε αυτές αντανακλούν την πραγματικότητα που ζούμε. Είναι, ωστόσο, τόσο απίστευτα καλοφτιαγμένες που με ευχαριστεί και με συγκινεί το ότι έχει διάθεση να τις δει.

Άσε που μιλάμε για ένα κομμάτι σύγχρονης ιστορίας που, επιπλέον, θα την βοηθήσει να καταλάβει πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα τότε και πόσο προνομιούχα είναι η ίδια και η γενιά της (επίσης πόσο δύσκολα μπορούν να γίνουν τα πράγματα πάλι-αλλά αυτό δεν είναι κάτι που θέλω να σκέφτομαι).