Πώς βιώνουν οι ντόπιοι το καλοκαίρι στο νησί τους
Η αυξημένη κίνηση στους κάποτε ήσυχους δρόμους, η αλλοίωση του φυσικού τοπίου και η πίεση στις ήδη ανεπαρκείς υποδομές, όπως η υγεία και οι μεταφορές, συνθέτουν μια διαφορετική, λιγότερο ειδυλλιακή πραγματικότητα για τους κατοίκους.
- 7 ΙΟΥΝ 2025
Καθώς ανοίγει η αυλαία της καλοκαιρινής περιόδου, τα ελληνικά νησιά φορούν τα γιορτινά τους για να υποδεχθούν το κύμα των επισκεπτών που καταφτάνει. Η τουριστική κίνηση αυξάνεται ραγδαία, μεταμορφώνοντας τον νησιωτικό ρυθμό: ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, εστιατόρια, καφέ, μπαρ και εμπορικά καταστήματα ζουν μέρες οικονομικής άνθησης. Ο τουρισμός φέρνει μαζί του ευκαιρίες ανάπτυξης και πολιτισμικής ώσμωσης.
Ωστόσο, η ανεξέλεγκτη τουριστική έκρηξη συχνά υπερβαίνει τις δυνατότητες των προορισμών, επιβαρύνοντας το περιβάλλον, αλλοιώνοντας την αυθεντική εμπειρία και – κυρίως – επηρεάζοντας την καθημερινότητα των ντόπιων. Η αυξημένη κίνηση στους κάποτε ήσυχους δρόμους, η αλλοίωση του φυσικού τοπίου και η πίεση στις ήδη ανεπαρκείς υποδομές, όπως η υγεία και οι μεταφορές, συνθέτουν μια διαφορετική, λιγότερο ειδυλλιακή πραγματικότητα για τους κατοίκους. Για εκείνους, το καλοκαίρι δεν είναι πάντα εποχή ανεμελιάς – είναι μια περίοδος προκλήσεων, έντασης και αναπροσαρμογής.
Γέννημα – θρέμμα της Μυκόνου, η 76χρονη Ανεζώ, θυμάται ότι το νησί ήταν ανέκαθεν κοσμοπολίτικος προορισμός. «Ήταν ήσυχο, καθαρό και φιλόξενο και γι΄αυτό αναπτύχθηκε. Ο κόσμος εδώ είναι καλός αλλά έχει μεγαλώσει πια το νησί, έχουν χτιστεί ξενοδοχειακές μονάδες, υπάρχουν τα καλά και τα κακά». Το σπίτι της είναι μέσα στο κέντρο, κάτι που προσωπικά την ευχαριστεί, αλλά δεν είναι λίγοι, όπως λέει, αυτοί που παραπονιούνται για τη φασαρία.
Πιστεύει ωστόσο ότι στο πέρασμα του χρόνου, οι ντόπιοι απέκτησαν πολλές και καλές ανέσεις – από την εκπαίδευση και τις εξωσχολικές δραστηριότητες των παιδιών μέχρι ιδιώτες γιατρούς. «Το Κέντρο Υγείας είναι επίσης πολύ καλό, μπορείς να κάνεις αξονική και αιμοκάθαρση. Θα έλεγα ότι για μένα η ανάπτυξη ήταν καλή και ότι εμείς οι κάτοικοι, διατηρούμε τις αρχές μας».
Στην Τήνο, η Ελένη εργάζεται 23 χρόνια σε ζαχαροπλαστείο και βρίσκεται καθημερινά στην πρώτη γραμμή, κάτι που φαίνεται να απολαμβάνει. «Το καλοκαίρι φέρνει σίγουρα ζωή και όμορφες στιγμές, αλλά και πολύ στρες. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, οι επισκέπτες φαίνεται να κουβαλούν μαζί τους την πίεση της πόλης. Είναι σαν να μην μπορούν να χαλαρώσουν – κι αυτό το μεταφέρουν. Για εμάς πάντως η καλύτερη περίοδος είναι ο Σεπτέμβριος. Τότε ευχαριστιέσαι τη θάλασσα».
Την ίδια αίσθηση έχει και η Άννα, επίσης κάτοικος του νησιού: «Από τον Μάρτιο κιόλας, ξεκινάει ο αναβρασμός. Το νησί “ξυπνά”, αλλά όσο περνάει ο καιρός, η πίεση μεγαλώνει. Περιμένουμε να έρθει κόσμος να αλλάξει λίγο η μονοτονία και σίγουρα είναι ανάγκη επιβίωσης αλλά κάπου στα μέσα Ιουλίου η κατάσταση αρχίζει να γίνεται κουραστική. Αυτό που με θυμώνει είναι η νευρικότητα που επικρατεί και από τις δύο μεριές – επισκέπτες και ντόπιοι.
Οι μεν γιατί έχουν μάθει σε ρυθμούς τρελούς και να κάνουν όσα πιο πολλά γίνεται μέσα σε 10 μέρες, πράγμα αδύνατον. Οι δε να εξυπηρετήσουμε όλους. Πλέον, δεν μπορείς να πας στο σούπερ μάρκετ, να βρεις πάρκινγκ, να φας χωρίς κράτηση ή να πας σε οργανωμένη παραλία αν δεν έχεις κρατήσει ομπρέλα. Αυτά δεν γίνονταν ποτέ εδώ. Το θέμα της υγείας είναι επίσης σημαντικό αλλά πώς να εξυπηρετήσεις όταν δεν υπάρχουν καν τα βασικά».
Στη Ζάκυνθο, όπου η τουριστική περίοδος έχει πια επεκταθεί από τον Μάιο μέχρι και τον Σεπτέμβρη, ο οινολόγος Παναγιώτης Τσιλιμίγκρας, που διοργανώνει οινικές περιηγήσεις και γευσιγνωσίες, τονίζει τον ψυχικό αντίκτυπο που έχει η εποχικότητα στους κατοίκους. «Οι τρεις στους τέσσερις έχουν εισόδημα που εξαρτάται από τον τουρισμό. Είναι λογικό να ανυπομονούν για τη σεζόν, αλλά δεν βλέπουν πάντα πόσο τους εξαντλεί. Το καλοκαίρι κουβαλά προσδοκία, ελπίδα, αλλά και απώλεια σταθερότητας. Κάθε χρόνο οι ρυθμοί γίνονται όλο και πιο έντονοι, και όλα κινούνται γύρω από το “πόσα έβγαλες”».
Παράλληλα με την οικονομική εξάρτηση, υπάρχει και η κατάρρευση βασικών υποδομών. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι αυτό της υγείας. Ο ίδιος τονίζει επίσης ότι την ανάγκη για βελτίωση των υποδομών, είτε πρόκειται για το οδικό δίκτυο είτε για το νοσοκομείο. «Ήταν Οκτώβριος, δηλαδή εκτός τουριστικής σεζόν, όταν είχε ο πατέρας μου ένα ατύχημα και χρειάστηκε να κάνει αντιτετανικό ορό και ήταν σε έλλειψη στο νοσοκομείο. Έπρεπε να ψάξει σε 2-3 φαρμακεία για να βρει τελικά. Αυτό νομίζω είναι ένα δείγμα από μόνο του της κατάστασης».
Η Δήμητρα Σαλωνικιώτου, νοσηλεύτρια με εμπειρία 33 ετών στο νησί της Τήνου και πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων Μονάδων Υγείας Κυκλάδων, είναι ξεκάθαρη: «Η δημόσια υγεία είναι υπό κατάρρευση, καθώς υπάρχει έλλειψη σε βασικές ειδικότητες γιατρών και νοσηλευτικό προσωπικό. Λείπουν παθολόγοι, γενικοί γιατροί, οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί και σε επιμέρους ειδικότητες, αλλά και νοσηλευτικό προσωπικό. Τα Κέντρα Υγείας λειτουργούν όλο το 24ωρο με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να εξουθενώνονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παραίτηση του γιατρού στην Ίο, όπου υπάρχουν μόνο τρεις νοσηλευτές και τρία άτομα στο ΕΚΑΒ, για να καλύψουν το 24ώρο».
Στην Τήνο, από τον Οκτώβριο είναι κλειστά το μικροβιολογικό και το ακτινολογικό καθώς κάνουν ενεργειακές αναβαθμίσεις, οπότε οι κάτοικοι στρέφονται σε ιδιωτικές δομές. Στη Μήλο, υπάρχουν μόλις τρεις νοσηλευτές και τρία άτομα προσωπικό του ασθενοφόρου. Κι όμως, αυτά τα κέντρα πρέπει να εξυπηρετούν δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες μέσα στο καλοκαίρι. Ακόμα και στη Σύρο όπου μεταφέρονται τα βαριά περιστατικά, οι ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό είναι τραγικές.
Το πρόβλημα επιδεινώνεται από την ακρίβεια στη στέγαση. Οι γιατροί, όταν καλούνται να μετακινηθούν σε νησιωτικές μονάδες, συχνά δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο κόστος: «Ένας γιατρός δεν μπορεί να έρθει με 700 ευρώ ενοίκιο. Τώρα βέβαια ο δήμος Τήνου δίνει επίδομα 400 ευρώ, οπότε θα προστεθεί και αυτό στην προκήρυξη».
Ο Βασίλης, πρώην τραπεζικός υπάλληλος, από τη Λέρο δίνει μια πιο αισιόδοξη νότα, αλλά με προειδοποιήσεις. «Με εξαίρεση ίσως τον Αύγουστο, οι υπόλοιποι μήνες της τουριστικής σεζόν δίνουν και σε εμάς τους ντόπιους όλα εκείνα που χαρακτηρίζουν το “ελληνικό καλοκαίρι” με μια αίσθηση ισορροπίας που αφήνει και τους επισκέπτες και εμάς ικανοποιημένους. Αυτό ίσως είναι και το σημείο κλειδί για τη σταθερά καλή εικόνα και τα μικρά και όχι αλματώδη, βήματα ανόδου, που καταγράφουν τα τουριστικά μεγέθη του νησιού. Θα έλεγε κανείς, ότι με κάποιον τρόπο, μας επιλέγουν επισκέπτες με προφίλ που ταιριάζει στη φυσιογνωμία του νησιού.Υπάρχουν άλλωστε ανά την επικράτεια και ειδικά στα νησιά μας, πάρα πολλές επιλογές που καλύπτουν όλα τα γούστα».
Δεν λείπει, ωστόσο, η ανησυχία για τις παγίδες του υπερτουρισμού. «Η ανησυχία που αφορά τους κινδύνους από το κυνήγι των μεγεθών και των ρεκόρ είναι δικαιολογημένη, καθώς πλέον υπάρχουν τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα παραδείγματα προορισμών που κέρδισαν μεν το στοίχημα των αριθμών και της οικονομικής ευημερίας, έχασαν δε σε άλλα, όπως ποιότητα ζωής, περιβάλλον, κοινωνική συνοχή. Η αλήθεια είναι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεις το σημείο καμπής και να κάνεις τις απαραίτητες ρυθμίσεις εκ των προτέρων, τόσο σε τοπικό όσο και εθνικό επίπεδο.
Η μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό, αλλά και οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς, μας φέρνουν συνήθως προ τετελεσμένων, όταν η ζημιά σε μεγάλο βαθμό έχει επέλθει. Η Λέρος βέβαια, δεν είναι σε κάθε περίπτωση κοντά σε ένα τέτοιο σημείο καμπής, και γι αυτό έχουμε την πολυτέλεια να πορευτούμε με αξιοποίηση των θετικών πρακτικών και αποφυγή όλων όσων αποδεδειγμένα έχουν οδηγήσει σε προβλήματα άλλους προορισμούς».
Όσο για την υγεία, η άποψή του έχει ενδιαφέρον. «Το θέμα της υγείας δεν θα έλεγα ότι στην περίπτωσή μας σχετίζεται ή ότι επιβαρύνεται από την αύξηση των επισκεπτών, κυρίως λόγω του ότι η αναλογία των επισκεπτών προς τους κατοίκους δεν είναι δραματικά μεγάλη. Θα έλεγα μάλιστα ότι τους θερινούς μήνες, καθώς η συχνότητα και η πυκνότητα των δρομολογίων αυξάνονται, αυξάνονται και οι επιλογές και το αίσθημα αποκλεισμού υποχωρεί. Αυτό δεν αναιρεί, βέβαια, το πάγιο αίτημά μας για αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων των νησιών και ανάλογη στήριξη». Όπως λέει, «ο τουρισμός προσθέτει έναν επιπλέον λόγο, καθώς είναι ευθύνη μας να καλύπτουμε και τη δική τους ανάγκη για ασφάλεια».
Η καλοκαιρινή περίοδος στη Χίο δεν θυμίζει τις τυπικές εικόνες των «τουριστικών νησιών». Όπως περιγράφει ο Κώστας Πλακωτάρης, συνδημιουργός της Kiss the Earth, «την καλοκαιρινή περίοδο, η Χίος γεμίζει περισσότερο με επισκέπτες από την Τουρκία ή Χιώτες του εξωτερικού. Νομίζω ότι δεν είμαστε νησί που θα επιλέξουν οι νέοι για ξέφρενο γλέντι. Θα έλεγα ότι οι επισκέπτες μας έρχονται περισσότερο για να ανακαλύψουν τα χωριά, τη μαστίχα ή κάποια από τις πολλές ανοργάνωτες παραλίες που έχουμε».
Ο ίδιος θεωρεί ότι η ταυτότητα της Χίου είναι βαθιά ριζωμένη και δύσκολα αλλοιώνεται: «Πιστεύω ότι είναι τόσο έντονος ο ναυτικός χαρακτήρας και η ύπαρξη της μαστίχας που είναι πολύ δύσκολο να χάσει το ύφος του το νησί. Μάλλον ο επισκέπτης πρέπει να πει ότι θα κάνω ό,τι κάνουν οι ντόπιοι και να χαθεί στα στενά του Κάμπου, στα μαστιχοχώρια και να γίνει ένα με τους χωριανούς στα πανηγύρια μας που είναι αυθεντικά».
Αναγνωρίζει όμως πως η στροφή στον τουρισμό επιφέρει σταδιακές πιέσεις σε βασικούς τομείς, όπως η στέγαση: «Η Χίος είναι ένα νησί που ποτέ δεν βασίστηκε στον τουρισμό καθώς οι ντόπιοι είχαν εισοδήματα από τη δουλειά στη θάλασσα ή στη μαστίχα. Μόνο τα τελευταία χρόνια υπάρχει η τάση να φτιάχνονται τουριστικά καταλύματα και σίγουρα υπάρχει η τάση να προτιμάται η βραχυχρόνια μίσθωση. Υπάρχει και εδώ η δυσκολία στη στέγαση των γιατρών και των εκπαιδευτικών, αλλά σίγουρα όχι τόσο έντονα όσο είναι στις Κυκλάδες. Θα έπρεπε η πολιτεία να προνοεί πριν καλέσει κάποιον να εργαστεί σε αυτή την άκρη του χάρτη».
Η καθημερινότητα των ντόπιων προσαρμόζεται αναγκαστικά στην εποχική συνθήκη: «Στη Χίο σταδιακά φτιάχνουμε τα στέκια μας όπου μας φωνάζουν με το μικρό μας και ξέρουν τι πίνουμε. Δε θα σου κρύψω ότι την περίοδο του καλοκαιριού που ανεβαίνει η δουλειά μας και η κούραση, είναι ενοχλητικό να αποφεύγεις τις παραλίες ή τα μαγαζιά που πήγαινες και τώρα γεμίζουν ασφυκτικά».
Ωστόσο, όπως λέει, το νησί έχει εναλλακτικές: «Ευτυχώς όμως έχουμε ένα δεύτερο οπλοστάσιο από δραστηριότητες που το φέρνουμε μπροστά σε περίπτωση ανάγκης. Κάποιος θα μαγευτεί αν ανακαλύψει αυτό που λέγεται δυτική Χίος. Παράλληλα, οι φίλοι μας στην Κινηματογραφική Λέσχη Χίου κάνουν εβδομαδιαίες προβολές στο κτήμα Περιβόλι όπου βλέπεις ταινίες ανάμεσα στις πορτοκαλιές, ενώ στα νότια υπάρχει και το φοβερό Σινέ-Προφήτης που προβάλλει ταινίες καθημερινά. Η Χίος είναι ένα νησί που προσφέρεται για εξερεύνηση της φύσης και της ιστορίας της».
Και κλείνει με μια πρόταση προς τους επισκέπτες που ταξιδεύουν με διάθεση ουσιαστικής εμπειρίας: «Θα πρότεινα στους επισκέπτες να κάνουν αυτό που αρέσει σε εμένα να κάνω όταν πηγαίνω σε έναν τόπο. Παίρνω μαζί μου φεύγοντας προϊόντα που φτιάχνονται εκεί γιατί έτσι επαναφέρω συνεχώς τις γεύσεις και τις μνήμες όταν επιστρέφω στη βάση μου».
Η καθημερινότητα αυτή, όμως, δεν είναι ίδια για όλα τα νησιά. Η Ανάφη, με μόλις 150 μόνιμους κατοίκους, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Εκεί, όπως εξηγεί η Έφη Καλογεροπούλου, ιδιοκτήτρια του εστιατορίου Μαργαρίτα και του κλαμπ Μάντρες, οι κάτοικοι έχουν βρει έναν ρυθμό συνύπαρξης με τον τουρισμό: «Το καλοκαίρι μάς δίνει πνοή – όχι μόνο οικονομική, αλλά και κοινωνική. Μας αναζωογονεί. Το νησί γεμίζει φωνές, μουσικές, κουβέντες. Παρατηρούμε τι φοράνε οι επισκέπτες, τι λένε, τι τρώνε, και συζητάμε πώς θα βελτιώσουμε το νησί τον χειμώνα». Όμως και εκεί, η πολυπραγμοσύνη δεν είναι επιλογή, αλλά ανάγκη. Οι ντόπιοι κάνουν πολλαπλές δουλειές για να ανταπεξέλθουν, σε μια εύθραυστη ισορροπία.
Και τελικά, αυτό είναι το πιο ενδεικτικό στοιχείο της νησιωτικής πραγματικότητας: η εύθραυστη ισορροπία. Ανάμεσα στην ανάγκη για τουρισμό και στη φθορά που μπορεί να προκαλέσει. Ανάμεσα στην προσφορά υπηρεσιών και στο δικαίωμα των κατοίκων για αξιοπρεπή ζωή. Ανάμεσα στο κέρδος και στην εξάντληση.
Η Nicoletta Barbata, που έζησε οκτώ χρόνια σε Ανάφη, Σύρο και Σαντορίνη, το περιγράφει με απλότητα και ακρίβεια: «Το νησί δεν είναι λούνα παρκ. Οι ντόπιοι μένουν όταν οι επισκέπτες φεύγουν. Και όταν μείνει ένα μόνο δρομολόγιο την εβδομάδα, όταν οι τιμές στα μαγαζιά δεν πέφτουν και όταν η υποδομή δεν υπάρχει, αυτοί οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν. Και έχουν τις ίδιες ανάγκες με έναν άνθρωπο στην Αθήνα, αν όχι περισσότερες».
Κάθε καλοκαίρι, τα φώτα πέφτουν στα νησιά. Όμως μόλις σβήσουν, οι νησιώτες μένουν μόνοι τους με τις υποδομές, τα προβλήματα, τις ελλείψεις – και, πολλές φορές, με την αίσθηση ότι το νησί τους δεν τους ανήκει πια. Το ζήτημα δεν είναι αν χρειαζόμαστε τον τουρισμό. Είναι πώς να τον διαχειριστούμε με σεβασμό, όχι μόνο για τους επισκέπτες, αλλά και για εκείνους που κρατούν τα νησιά ζωντανά τον υπόλοιπο χρόνο.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.