LIFE

Στο Μπενσουσάν Χαν ο χρόνος και τα όνειρα διαστέλλονται

Δύο αιώνες μετά, το παλαιότερο σωζόμενο εβραϊκό χάνι της Θεσσαλονίκης έχει εξελιχθεί σε έναν πυρήνα τέχνης και πολιτισμού.

Από την ανοιχτή πόρτα φαίνεται μία ξύλινη στριφογυριστή σκάλα στο ημίφως. Κάτι σε τραβάει να περάσεις το κατώφλι και να αρχίσεις να ανεβαίνεις προς τα πάνω, σχεδόν σαν υπνωτισμένος. Ο πρώτος όροφος, ένα οκτάγωνο με θολωτή στέγη απλώνεται μπροστά σου.

Το πέρασμα του χρόνου – δύο αιώνες για την ακρίβεια – είναι εμφανές τόσο στο εξωτερικό του κτιρίου όσο και στο εσωτερικό. Το Μπενσουσάν Χαν ( Bensousan Han) είναι το παλαιότερο σωζόμενο εβραϊκό χάνι στη Θεσσαλονίκη, ένα μέρος όπου ο χρόνος και τα όνειρα διαστέλλονται.

Στην οδό Εδέσσης στα Άνω Λαδάδικα, δίπλα στην πλατεία Εμπορίου, λίγο πιο πάνω από το εβραϊκό μουσείο της Θεσσαλονίκης και απέναντι από το σύγχρονο hub – all day μαγαζί Ύψιλον, το Μπενσουσάν Χαν (Bensousan Han) στέκει αγέρωχο μετά από δύο αιώνες ύπαρξης, σαν μία γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το σήμερα.

Στην πρόσοψη του διατηρητέου κτιρίου, τα περίτεχνα, κορινθιακού τύπου κιονόκρανα συνομιλούν αρμονικά με τις λιτές αψίδες πάνω από τα παραθυρόφυλλα – δείγμα του αρχιτεκτονικού εκλεκτικισμού που επικράτησε στη Θεσσαλονίκη κατά το τέλος του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τα ιστορικά έγγραφα, τα θεμέλια και το ισόγειο του Μπενσουσάν Χαν υπήρχαν ήδη από το 1810 και ακολούθησε η ανέγερση της ανωδομής ώστε να λειτουργήσει ως πανδοχείο/χάνι.

Ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου και του ακινήτου ήταν ο Σαμουήλ Μπενσουσάν, σεφαραδίτης έμπορος εκείνης της εποχής και γι’ αυτό επικράτησε η ονομασία «Μπενσουσάν Χαν», δηλαδή το Χάνι του Μπενσουσάν. Στον υπόγειο χώρο κατέβαζαν τα εμπορεύματα για φύλαξη. Μάλιστα χρησιμοποιούσαν το χειροκίνητο ανωβατόριο που λειτουργεί ακόμα.

Το ισόγειο του κτιρίου ήταν ο στάβλος για τα υποζύγια και ο επάνω όροφος περιλάμβανε τα υπνοδωμάτια του πανδοχείου όπου κοιμόταν οι έμποροι και οι ταξιδιώτες εκείνου του καιρού: δε νοίκιαζες δωμάτιο στα πανδοχεία, νοίκιαζες κλίνη/κρεβάτι. Ήταν σύνηθες τότε να κοιμούνται άγνωστοι άνθρωποι μαζί, στο ίδιο δωμάτιο.

Μπενσουσάν Χαν

Περισσότερο από έναν αιώνα μετά την ανέγερση του Μπενσουσάν Χαν, το 1930 οι απόγονοι του Σαμουήλ Μπενσουσάν πούλησαν όλο το ακίνητο σε έναν μεγαλέμπορο της Θεσσαλονίκης και το κτίριο άλλαξε πολλές φορές τρόπο χρήσης. Κατά καιρούς στέγασε καταστήματα με υφάσματα, μπαχαρικά, αποικιακά είδη και ψιλικά και αργότερα δικηγορικά και συμβολαιογραφικά γραφεία. Η τελευταία γνωστή χρήση του ήταν τις δεκαετίες 1970 και 1980 όταν στον επάνω όροφο υπήρχαν τελωνειακά γραφεία και στο ισόγειο τα περίφημα για την εποχή μπαχαρικά “Billys”.

Το 2009, η εταιρεία διακόσμησης Μη Με Λησμόνει νοίκιασε το κτίριο από τους τρέχοντες ιδιοκτήτες-κληρονόμους που το έχουν στην κατοχή τους τα τελευταία εκατό χρόνια, με σκοπό να το χρησιμοποιήσει αρχικά ως αποθηκευτικό χώρο για ογκώδη σκηνικά και θεατρικά αντικείμενα.

Η πραγματική επαφή του Στυλιανού Ντοκούζ, ο οποίος αποτελεί ουσιαστικά τη «φωνή» του Μπενσουσάν Χαν, έγινε το 2012 όταν βρέθηκε ως περφόρμερ στην παράσταση Φόβος – μια παράσταση βασισμένη σε έργα του Edgar Allan Poe. «Απλώς το ερωτεύτηκα. Και η ατμόσφαιρα του έργου συνδέθηκε με αυτήν του κτιρίου, είχε απόηχο στον καλλιτεχνικό κόσμο κι έτσι άρχισε να έχει ζήτηση» θυμάται ο Στυλιανός.

Ως απόφοιτος της Δραματικής Σχολής το 2013, έλκεται από όλες τις τέχνες, πιστεύοντας πώς η καθεμία έχει κάτι να δώσει στην άλλη. Ως οργανωτής και curator του Μπενσουσάν Χαν, φροντίζει για το πρόγραμμα των πολιτιστικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, είναι υπεύθυνος για τις περιηγήσεις και αποτελεί ουσιαστικά το πρόσωπο αυτού του εμβληματικού κτιρίου. «Είμαι το φάντασμα του Μπενσουσάν» λέει γελώντας.

Το Μπενσουσάν Χαν έχει καταφέρει να εδραιωθεί στο κοινό ως χώρος τέχνης και φιλοξενίας πολιτιστικών εκδηλώσεων και δημιουργεί έναν πυρήνα όξυνσης και εξέλιξης για την καλλιτεχνική και εικαστική αντίληψη των επισκεπτών του. Αλλά και ως μνημείο της πόλης δίνει τη δυνατότητα στον κόσμο να κάνει ένα ταξίδι στον χρόνο και τη μνήμη ακόμα και με μια σύντομη περιήγηση στα δωμάτια του παλιού πανδοχείου.

Η εσωτερική αρχιτεκτονική του κτιρίου δίνει τη δυνατότητα για δίκαιη κατανομή των δράσεων και των εκδηλώσεων στους χώρους του. Στη Μαγική Σοφίτα φιλοξενούνται σεμινάρια, εργαστήρια και ομιλίες. Στην Κατακόμβη πιο ατμοσφαιρικές βραδιές με προβολές και εκθέσεις. Στον επάνω όροφο θεατρικές παραστάσεις και περφόρμανς.

Όλα τα δωμάτια του ορόφου συνδέονται μεταξύ τους και με το κεντρικό τζαμωτό αίθριο με μεγάλες πόρτες, δημιουργώντας την αίσθηση του ενιαίου χώρου και δίνοντας την εντύπωση ότι το κτίριο μεταβάλλεται διαρκώς καθώς οι επισκέπτες το διασχίζουν. Την επιμέλεια της εσωτερικής διακόσμησης την έχει αναλάβει η Μη Με Λησμόνει, με σεβασμό στην ατμόσφαιρα και την ενέργεια του κτιρίου.

«Το κτήριο είναι διατηρητέο, αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Πολιτισμού και την Εφορία Νεότερων Μνημείων και δεν γίνονται παρεμβάσεις εκτός αν γίνει ειδική μελέτη, κατατεθεί και πάρει έγκριση. Προβήκαμε μόνο σε εργασίες συντήρησης, τύπου στεγανοποίησης και σταθεροποίησης για να είναι ασφαλές. Είναι το παλαιότερο σωζόμενο πανδοχείο της Θεσσαλονίκης, διότι άλλαξε χρήση και λειτουργία το 1930 με αποτέλεσμα να συνεχίσει να συντηρείται και να χρησιμοποιείται, γι΄αυτό και σώθηκε. Η Θεσσαλονίκη είχε πολλά χάνια και κάπου στα μέσα του 1800 έφτασε στο πικ με 70 πανδοχεία, περισσότερα εδώ γύρω. κοντά στο λιμάνι και στις εξόδους της πόλης. Μετά το 1930, τα περισσότερα από αυτά δεν είχαν πια αρκετή ζήτηση κι έτσι εγκαταλείφθηκαν και κατέρρευσαν» εξηγεί ο Στυλιανός.

Πάνω από το υπόγειο που κάποτε υπήρχε το κελάρι, βρίσκονταν οι στάβλοι. Σήμερα, έχουν αξιοποιηθεί και μετατραπεί σε μία σύγχρονη γκαλερί. Δε χρειάζεται να είναι κάποιος φίλα προσκείμενος με την πολιτιστική και καλλιτεχνική δραστηριότητα για να συγκινηθεί από το Μπενσουσάν.  Αρκεί να περιηγηθείς στους χώρους του και να τους νιώσεις να μιλούν μέσα στην απόλυτη σιωπή.

«Το αντιλαμβάνομαι σαν ένα ζωντανό οργανισμό που έχει τις χαρές και τις ανάγκες του και που θέλει με έναν τρόπο να επανακατοικηθεί, να επαναχρησιμοποιηθεί για να παραμείνει ζωντανό».

«Η δύναμη του κτιρίου είναι ακριβώς η μνήμη, η ιστορία και η φθορά του, που είναι σε πολύ φανερό βαθμό. Όλα του τα αρχιτεκτονικά στοιχεία στα πιο πολλά σημεία είναι σχεδόν γυμνά, τα σίδερα, οι πέτρες, τα τούβλα και είναι σαν το κτιριο από μόνο του να αφηγείται την ίδια του την ιστορία. Με την απλή περιήγηση που κάνω εγώ σε όλα τα επίπεδα του κτιρίου, όλοι οι άνθρωποι κάπως συνδέονται, συγκινούνται, κάτι τους θυμίζει, κάτι τους δένει με το παρελθόν, με το σπίτι της γιαγιάς τους, με την πρόσφατη ιστορία της Θεσσαλονίκης, με την παλαιότερη λόγω της εβραϊκής ιστορίας, όλα αυτά τα στοιχεία μαζί στοιχειοθετούν ένα περιβάλλον το οποίο έχει πολύ δυνατό φορτίο».

Όταν το Μπενσουσάν Χαν λειτουργούσε ακόμα ως πανδοχείο, υπήρχε πιο κάτω το θαλάσσιο τοίχος που περιστοίχιζε την πόλη και ήταν πολύ κοντά στην περιοχή που λέγεται πλέον Λαδάδικα, με αποτέλεσμα αυτό το κομμάτι της πόλης να είχε μία μεσαιωνική αύρα.

Μπενσουσάν Χαν

«Δεν ήταν ακόμα εδώ το ιστορικό κέντρο της πόλης, ήταν το δυτικό κομμάτι, το λίγο πιο διαβόητο αν θέλεις. Οι άνθρωποι ερχόντουσαν για λίγο, να πάρουν την ανάσα τους και την επόμενη ημέρα ξαμολιόνταν στο ιστορικό κέντρο και έκαναν τις συναλλαγές τους και το εμπόριό τους. Το 1880 που έριξαν το τοίχος και ως γνωστόν με τα μπάζα του έκαναν την επέκταση και έγινε όλη η παραλιακή, άρχισε και η περιοχή να εντάσσεται στο ιστορικό κέντρο της πόλης και να γίνει εδώ το πιο εμπορικό σημείο της τότε. Καθόλου τυχαίο ότι η πλατεία εδώ δίπλα λέγεται Εμπορίου».

Η εταιρεία Μη Με Λησμόνει, που δανείζεται το όνομά της από το χαρακτηριστικό μπλε λουλουδάκι με την ποιητική ονομασία, έχει ανοίξει ένα σημαντικό καλλιτεχνικό και πολιτιστικό διάλογο με την πόλη μέσα με τον τρόπο που αντιμετωπίζει το Μπενσουσάν. Μία από τις συνεργασίες τους μάλιστα ήταν και με την ισραηλιτική κοινότητα της Θεσσαλονίκης σε εκδηλώσεις που είχαν αυτή την ιστορική γραμμή, είτε με παραστάσεις από Εβραίους συγγραφείς είτε με εκθέσεις που αφορούσαν το Ολοκαύτωμα.

Τα social media του Μπενσουσάν Χαν ανατροφοδοτούνται συνέχεια με τις επερχόμενες εκδηλώσεις ενώ πρόσφατα άνοιξε κι ένα κανάλι στο YouTube με την ονομασία Rehabitate (επανακατοικώντας) ώστε να προσφέρει σε όσους δεν μπορούν να το επισκεφτούν, μία εικόνα για το τι συμβαίνει στον χώρο.

«Είχα έρθει ανυποψίαστος για το τι θα βρω εδώ» θυμάται ο Στυλιανός. «Δεν το βλέπω σαν άψυχο κτιριο. Το αντιλαμβάνομαι σαν ένα ζωντανό οργανισμό που έχει τις χαρές και τις ανάγκες του και που θέλει με έναν τρόπο να επανακατοικηθεί, να επαναχρησιμοποιηθεί για να παραμείνει ζωντανό. Πιστεύω μάλιστα ότι επειδή ήταν για πολλά χρόνια τόπος φιλοξενίας και ξεκούρασης για τους ανθρώπους, αυτή του η ενέργεια κυριαρχεί. Όταν περνάς την πόρτα του είναι σαν να σου λέει Καλώς Όρισες».

Οι φωτογραφίες είναι μία ευγενική παραχώρηση της εταιρείας Μη Με Λησμόνει.