© George Vitsaras / SOOC
BUZZ

Τι ακριβώς προσφέρει μια πρόβλεψη για σεισμό 8,5 ρίχτερ, κύριε Συνολάκη;

Εκκωφαντικό κρότο έκανε η εκτίμηση του Κώστα Συνολάκη για ενδεχόμενο ενός πανίσχυρου σεισμού στη χώρα, τη στιγμή που δεν υπήρξε κάποιο νέο «εύρημα» να παρουσιάσει, παρά γενικές θεωρίες.

Τη στιγμή που καθηγητές γεωλογίας και σεισμολόγοι, καλεσμένοι σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές μετά τον φονικό σεισμό στην νοτιοανατολική Τουρκία, έχουν προβεί σε ψύχραιμες δηλώσεις με προσοχή στον τρόπο που εκφράζονται για να μην σπείρουν πανικό, εξηγώντας πχ ότι οι τεκτονικές πλάκες είναι διαφορετικές και ενδεχόμενο για σεισμό-ντόμινο σε εμάς δεν υφίσταται (τουλάχιστον, όχι άμεσα), το πιο αρμόδιο άτομο επί της Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών βάσει θέσης, πρόεδρος της επιτροπής για την Αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής που συστάθηκε επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο Κώστας Συνολάκης πέταξε on air με ευκολία τη «βόμβα»:

«Κοιτάζοντας τη γεωλογική ιστορία της χώρας», όπως δήλωσε αρχικά στο Open και έπειτα στον Νίκο Χατζηνικολάου, «διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε κοντά σε έναν ισχυρό σεισμό που θα μπορούσε δυνητικά να δώσει μέχρι 8,5 Ρίχτερ».

Για τον ισχυρισμό αυτόν επικαλέστηκε το γεγονός ότι αντίστοιχος σεισμός καταγράφηκε το 365 μ.Χ. στην ανατολική Κρήτη, έπειτα το 1303 και δεδομένου ότι σύμφωνα με διεθνείς μελέτες η επαναληψιμότητα σε σεισμούς τέτοιας τάξης κυμαίνεται στα 600-800 χρόνια, είμαστε κοντά στον επόμενο».

Δηλαδή, η πρόβλεψη δε σχετίζεται με τον τωρινό σεισμό στην Τουρκία και δεν προσδιορίζεται παρά σε πολύ αδρές γραμμές, για τα επόμενα 100, ίσως και 200 χρόνια. Θα μπορούσε να ακουστεί πέρσι ή και του χρόνου.

Αλλά στην προκειμένη συγκυρία που εκφράστηκε, ενώ έχουν μέρες ακόμη μπροστά τους τα σωστικά συνεργεία στη γείτονα χώρα, ανασύροντας πτώματα κάτω από τα συντρίμμια (πάνω από 18.000 ο τραγικός απολογισμός σήμερα), το μόνο που έχει να επιφέρει μια τέτοια δήλωση είναι το αίσθημα φόβου, ανασφάλειας, αβεβαιότητας.

Η απάντηση των σεισμολόγων

Σε άμεσο χρόνο, παρενέβη από τη συχνότητα της ΕΡΤ ο καθηγητή Σεισμολογίας από το ΑΠΘ, Μανώλη Σκορδίλη, για να ακυρώσει την εκτίμηση: «Δεν έχει επιστημονική βάση αυτή η πρόβλεψη: Απόδειξη είναι ότι δεν έχουμε ιστορικά ή ενόργανα στοιχεία που να δείχνουν ότι στην Τουρκία προηγήθηκε κάποιος αντίστοιχος σεισμός στο παρελθόν, το οποίο δε σημαίνει ότι δεν έχει ξανασυμβεί, αλλά ότι συνέβη πολύ, πολύ παλαιότερα. Τέτοιοι σεισμοί έχουν πολύ πιο μεγάλες περιόδους επανάληψης».

«Θα προσπαθήσω να είμαι όσο γίνεται ρεαλιστής και ξεκάθαρος», συνέχισε ο ίδιος, «στην Ελλάδα, λόγω υψηλού επιπέδου σεισμικότητας, περιμένουμε τουλάχιστον έναν σεισμό πάνω από 6 κάθε χρόνο […] Το 2022 δεν είδαμε κανένα σεισμό (σ.σ. άρα δεν υπήρξε εκτόνωσης της μετακίνησης των πλακών) κι αυτό πιθανότατα μας λέει ότι ενδεχομένως μέσα στο 2023 να έχουμε σεισμό πάνω από 6 ρίχτερ. Αυτό δε σημαίνει ότι έχουμε ενδείξεις για τα μεγέθη των 7 ή 8 ρίχτερ που ακούστηκαν».

Εντωμεταξύ, η διαφορά ακόμη και δεκαδικών μονάδων δεν είναι αμελητέα. Όπως απάντησε στο OneMan ο ομότιμος καθηγητής του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ, Γεώργιος Πενέλης, «κάθε επιπλέον μονάδα στην εν λόγω κλίμακα οδηγεί σε 33 φορές μεγαλύτερη έκλυση ενέργειας». Και εξίσου μεγάλη σημασία για το επίπεδο καταστροφής ενός σεισμού έχει η τοποθεσία που βρίσκεται το ρήγμα: στην περίπτωση του Εγκέλαδου στην Τουρκία ενεργοποιήθηκε το ρήγμα της ανατολικής Ανατολίας που βρίσκεται σε στεριά, ενώ τα εγχώρια ρήγματα που επηρεάζονται αλυσιδωτά και μακροπρόθεσμα από αυτόν είναι στη θάλασσα, άρα απορροφώνται πολύ περισσότερο οι δονήσεις μέχρι να φτάσουν στις κατοικήσιμες περιοχές.

Κατά συνέπεια, διαβάζοντας τις απόψεις καθηγητών τεκτονικής γεωλογίας που έχουν δημοσιευθεί τις τελευταίες μέρες, τα μεγάλα ρήγματα της ευρύτερης περιοχής πράγματι έχουν μια δυναμική σχέση αλλά, εφόσον δεν εκδηλώθηκαν ήδη μετασεισμοί σε ελληνικό χώρο (όπως είχε συμβεί στον σεισμό του 1999), η σύνδεση είναι πολύ πιο μακρινή και θα αποτυπωθεί σε βάθος χρόνων. Προς το παρόν, είναι αδύνατο να προβλεφθεί ο τρόπος εκτόνωσης αυτής της ορμής κάτω από τα στρώματα της Γης.

Γι’ αυτό και θα ήταν προτιμότερο να λείπουν γενικολογίες, οι οποίες εν απουσία δεδομένων καλλιεργούν το αίσθημα της καταστροφής, ειδικά αν εκστομίζονται από άτομα που είναι αρμόδια για τη στρατηγική διαχείριση αυτής.