Eurokinissi
ΕΓΚΛΗΜΑ

“Τη χτύπησα και τη βίασα γιατί προσέβαλε τον ανδρισμό μου”

15 χρόνια από την άγρια δολοφονία μίας μητέρας στην Πάτμο με 12 μαχαιριές.

Μέσα απ’ το σπίτι φτάνει μία ηρεμία που τον ανησυχεί. Ο άντρας θα σπρώξει τη μισάνοιχτη πόρτα. Στην κουζίνα τα πράγματα θα μοιάζουν σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Θα προχωρήσει προς το υπνοδωμάτιο κι εκεί, θα έρθει αντιμέτωπος με ένα θέαμα, το οποίο δεν θα καταφέρει αν το αντέξει για περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα. Θα τρέξει έξω απ’ το σπίτι -“σαν τρελός” όπως θα πει αργότερα- και θα κατευθυνθεί προς μία νεοαναγειρόμενη οικοδομή. Θα πάρει το κινητό δύο εργατών, που εκείνοι την ώρα θα τον κοιτάνε σαστισμένοι, και θα τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Θα τους εξηγήσει ακριβώς τι είδε. Το σώμα μία άτυχης γυναίκας εντελώς γυμνό, κουλουριασμένο σε εμβρυακή στάση, μελανό και κόκκινο, με τα ξανθά μαλλιά να είναι βαμμένα από το αίμα που λίμναζε τριγύρω της.

 

Ο Θεόδωρος Μανιώτης βρέθηκε στο σπίτι της 52χρονης, παρακινημένος από τη δική του γυναίκα που ανησυχούσε. Η 52χρονη δούλευε στο κατάστημά της συζύγου του κι εκεί τη μέρα δεν είχε εμφανιστεί ούτε απαντούσε στις επίμονες κλήσεις της. Το όνομά της ήταν Ελένη Κοντοπούλου και χρειάστηκαν σχεδόν 45 μέρες μέχρι να εξιχνιαστεί η δολοφονία της.

Η γυναίκα ζούσε στη Θεσσαλονίκη αλλά μετά το διαζύγιό της, αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στην Πάτμο. Τα τρία παιδιά της είχαν πλέον ενηλικιωθεί, και τώρα θεώρησε ότι ήταν πια η κατάλληλη στιγμή να φύγει από την πόλη. Αγόρασε ένα μικρό σπίτι σε απομονωμένο σημείο του οικισμού της Σκάλας στην τοποθεσία Άγιος Βλάσης, άνοιξε ένα δικό της μαγαζάκι, δεν πήγε καλά, το έκλεισε και στη συνέχεια έπιασε δουλειά σε ένα άλλο κατάστημα με τουριστικά είδη. Το βράδυ όμως της 19ης Ιουλίου του 2005 το όνειρό της θα έμενε στη μέση και η ίδια θα έπεφτε νεκρή μετά από δεκάδες χτυπήματα στο κεφάλι, αλλά και 12 μαχαιριές στο σώμα της.

Ένα δαχτυλικό αποτύπωμα στο ψυγείο, κάποια αποτσίγαρα της μάρκας του εν τέλει δολοφόνου και οι μαρτυρίες ανθρώπων ότι τον είχαν δει την προηγούμενη ημέρα μαζί με το θύμα, θα τον δέσουν χειροπόδαρα. Ο 24χρονος Ευριπίδης Ζαφειρίου, θα προσαχθεί και μετά από τρεις ώρες ανάκρισης, θα πέσει σε αντιφάσεις και θα ομολογήσει. Και μέσα απ’ τα δικά του λόγια θα γίνει γνωστό, ό,τι ακριβώς συνέβη τη μοιραία ημέρα.

“Είχα γνωρίσει την Ελένη τρία χρόνια νωρίτερα, όταν πήγα στο σπίτι της ως υδραυλικός”, θα πει. “Μετά είχαμε μόνο ένα ‘γεια’ στο δρόμο. Εκείνη την ημέρα, το μεσημέρι πήγα για μπάνιο και έτυχε να έρθει και αυτή όταν ήμουν στην παραλία. Πιάσαμε την κουβέντα και επιχείρησα να της θυμίσω ποιος ήμουν. Συζητήσαμε αρκετά για διάφορα θέματα, κολυμπήσαμε και μαζί και πάνω στην κουβέντα της ζήτησα να βρεθούμε ερωτικά. Εκείνη αρνήθηκε, χρησιμοποιώντας βαριές εκφράσεις, πρόσβαλε τον ανδρισμό μου.

Το βράδυ βγήκα και ήπια πολύ. Κάπνισα και δύο τσιγαριλίκια και μέσα στη θολούρα μου θυμήθηκα τα λόγια της. Ξεκίνησα για το σπίτι της, θέλοντας να αποκαταστήσω τον εγωισμό μου, έστω και με το ζόρι. Ήταν κάτι που δεν μπορούσα να σταματήσω. Άφησα το μηχανάκι μου λίγο μακρύτερα από το σπίτι της, στο σπίτι Γάλλων που κτίζεται και έφθασα με τα πόδια έξω από την πόρτα της. Κάπνισα ένα τσιγάρο και πέταξα το αποτσίγαρο. Είδα ότι ένα παράθυρο ήταν ανοικτό. Με ένα ξύλο έσκισα τη σήτα και μπήκα μέσα. Μπαίνοντας μέσα προχώρησα στην κουζίνα και στη συνέχεια στο υπνοδωμάτιο όπου κοιμόταν.Την ξύπνησα λέγοντάς της ότι ‘ήρθα να τελειώσουμε την πρόταση που σου έκανα το μεσημέρι’.

Έβαλα τα πόδια μου για να την ακινητοποιήσω. Αυτή φώναζε βοήθεια και όσο φώναζε τόσο θόλωνα εγώ. Τότε της έσκασα μία μπουνιά με όση δύναμη είχα, την κατέβασα στο πάτωμα και μετά έκανα τη δουλειά που έπρεπε να γίνει με το ζόρι. Με τις φωνές της σηκώθηκα να φύγω, τρόμαξα. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά που υπάρχουν μεταξύ των δύο δωματίων με άρπαξε από το πουκάμισο. Μπροστά μου βρισκόταν ο νεροχύτης και δίπλα ένας πλάστης, τον οποίο πήρα. Την χτυπάω και εφόσον βλέπω ότι δεν έγινε τίποτα, τη χτυπάω πολλές φορές στο κεφάλι, οπότε και έπεσε κάτω. Στη συνέχεια την άφησα και βγήκα έξω, πήρα το μηχανάκι από εκεί που το είχα αφήσει, έχοντας μαζί μου μία μαύρη γυναικεία τσάντα που βρήκα πάνω στο τραπέζι (σ.σ. περιείχε και το κινητό της 52χρονης) και τον πλάστη τα οποία και πέταξα στη θάλασσα για να μην αφήσω ίχνη. Μετά πήγα σε ερημική παραλία όπου έκανα μπάνιο με τα ρούχα για να ξεπλύνω τα αίματα που είχα πάνω μου, αλλά και επειδή ένιωθα βρώμικος μετά από όλα αυτά. Επέστρεψα σπίτι μου όπου κοιμήθηκα μέχρι το απόγευμα. Όταν βγήκα έξω πληροφορήθηκα ότι την βρήκαν νεκρή. Ήξερα ότι είχα πάει σπίτι της, την είχα βιάσει και τη χτύπησα, όχι όμως κι ότι τη σκότωσα”.

Η δίκη του Ευριπίδη Ζαφειρίου θα γίνει τον Νοέμβριο του 2006 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ρόδου. Ο πατέρας του, ράκος, θα προσπαθήσει να ελαφρύνει τη θέση του, καταθέτοντας ότι ο γιός του αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα εξαιτίας ενός τροχαίου ατυχήματος που είχε στην ηλικία των τεσσάρων ετών. Ο γιος του έπινε αρκετά τα τελευταία τρία χρόνια, θα πει, γεγονός που αποτελούσε και την αιτία μεγάλων καβγάδων ανάμεσά τους. Παράλληλα με το αλκοόλ, το είχε ρίξει και στην ινδική κάνναβη.

Στην απολογία του ο κατηγορούμενος θα ρίξει το φταίξιμο στο θύμα, θα πει ότι όλα έγιναν επειδή η Κοντοπούλου προσέβαλε τον ανδρισμό του με πολύ σκληρές εκφράσεις. Επανέλαβε ότι δεν ήθελε να την σκοτώσει, “μόνο να τη βιάσει” και μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι δεν ήταν αυτός που τη μαχαίρωσε. Ήταν κάποιος άλλος, άγνωστος ακόμη, που την αποτελείωσε. Δεν έπεισε -προφανώς- κανέναν.

Ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του, χωρίς κανένα ελαφρυντικό:

“Παρ όλη την οποιαδήποτε καλή θέληση, οιουδήποτε εισαγγελέα της έδρας αλλά και εμένα προσωπικά, δεν μπορώ να βρω για τον κατηγορούμενο ούτε ένα ελαφρυντικό. Και δεν μπορώ διότι το έγκλημα είναι αποτρόπαιο, στυγερό και επίσης οποιαδήποτε αναζήτηση ελαφρυντικού προσκρούει στη μετέπειτα συμπεριφορά και διαγωγή του δράστη, ο οποίος φροντίζει με επιμέλεια να συσκοτίζει την αποτρόπαια πράξη του”.

Ο Ευριπίδης Ζαφειρίου καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας και 10 ετών για το βιασμό της 52χρονης, ποινή που δεν άλλαξε σε δεύτερο βαθμό, τον Ιανουάριο του 2009.