© iStock
ΥΓΕΙΑ

Το αρχαίο ελληνικό δημητριακό που βοηθά το πεπτικό σύστημα

Υψηλή διατροφική αξία, ελάχιστες παρεμβάσεις από την ανθρώπινη βιοτεχνολογία.

Ο Ιούλιος Καίσαρας αφού κατέκτησε τη Γαλατία βρέθηκε στην Αίγυπτο όπου είχε έναν σύντομο ερωτικό δεσμό με την Κλεοπάτρα. Είδε και έζησε πολλά στη μυστηριώδη -ακόμη τότε- αφρικανική χώρα, έχοντας πολλές ιστορίες να διηγηθεί κατά την επιστροφή μου. Εκτός, όμως, από τις προσωπικές του εμπειρίες έφερε και κάτι άλλο μαζί: ένα τρόφιμο με ιδιαίτερη γεύση, τεράστια διατροφική αξία και παράλληλα πολύ εύκολο στην πέψη.

Αυτή είναι η μία θεωρία πίσω από τη ζέα, το δημητριακό που φαίνεται να άλλαξε τις διατροφικές συνήθειες της ύστερης Αρχαιότητας. Ή μήπως όχι μόνο της ύστερης; Στον Όμηρο συναντάμε τη λέξη «ζείδωρον» ενώ και σε κείμενα της κλασικής περιόδου βρίσκουμε έναν κόκκο που ονομάζεται «ζέα» ή «ζεία». 

Μάλιστα, η αρχαιολογία ίσως αναγάγει τη χρήση του σε ακόμα πιο παλιά, προϊστορικά χρόνια: έχουν βρεθεί κόκκοι (εικάζεται ότι ίσως ανήκουν σε μία ευρύτερη κατηγορία σιτηρών, η οποία εμπεριέχει και τη ζέα) ηλικίας 12.000 ετών σε περιοχές της Μικράς Ασίας.

Επανερχόμενοι όμως σε ιστορικά χρόνια, βλέπουμε ότι ήταν γνωστό στους Αρχαίους Έλληνες. Πιο συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι Αιγύπτιοι έδειχναν προτίμηση σε αυτήν σε σχέση με το σιτάρι, οι Αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι τη χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν ένα είδος χυλού, ενώ ο θρύλος θέλει τον Μέγα Αλέξανδρο να την καταναλώνει με σκοπό να διατηρήσει τη δύναμή του.

Οι ιστορίες και οι αναφορές που τη συνδέουν με τους αρχαίους πρόγονους είναι άπειρες, ενώ όλα δείχνουν ότι και σημερινά τοπόσημα απηχούν τη διάδοσή της: το μεσαιωνικό λιμάνι του Πειραιά, αυτό που γνωρίζουμε ως Μαρίνα Ζέας, ίσως τελικά οφείλει σε αυτήν το όνομά της.

Παρόλα αυτά, όλα δείχνουν ότι χάθηκε για αιώνες από τη διατροφή των ελληνικών περιοχών. Τώρα επιστρέφει δριμύτερη. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;

Τι ακριβώς είναι και τι προσφέρει

ζέα © o Zura Narimanishvili / Unsplash

Η ζέα είναι πιο γνωστή και ως δίκοκο σιτάρι στο ευρύ κοινό. Είναι δεδομένο ότι έχει υψηλότερη διατροφική αξία από το κλασικό σιτάρι, καθώς είναι πλουσιότερη σε πρωτεΐνη. Οι διαφορές δεν είναι τεράστιες αλλά σίγουρα δεν είναι και αμελητέες. Έτσι, επανήλθε από τη διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων στη διατροφή του σήμερα, αν και η τιμή της παραμένει ακόμα αρκετά υψηλή.

Τα προτερήματά της όμως δε σταματούν εκεί, αφού διαθέτει περισσότερο ασβέστιο, ένα στοιχείο πολύ σημαντικό για το σκελετικό σύστημα του ανθρώπου. Επίσης, στις εποχές που ζούμε, η αρχαιότητα και η μέχρι πρότινος σπανιότητα της ζέας είναι σημαντική και για έναν ακόμη λόγο: έχει δεχθεί ελάχιστες παρεμβάσεις από την ανθρώπινη βιοτεχνολογία.

Το στοιχείο, όμως, που την έκανε ξανά δημοφιλή είναι μάλλον άλλο. Οι διαλυτές φυτικές ίνες που εμπεριέχει ενισχύουν τη λειτουργία του εντέρου και γενικά του πεπτικού συστήματος, ενώ υπάρχουν και ενδείξεις -οι οποίες όμως ελέγχονται ακόμα- ότι ίσως προστατεύει και την καρδιά. 

Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι το αλεύρι της ζέας είναι χρήσιμο τόσο για όσους πάσχουν από ζαχαρώδη διαβήτη (καθώς ο χαμηλός γλυκαιμικός του δείκτης βοηθά το σώμα να επεξεργαστεί σταδιακά και με καλύτερο αποτέλεσμα τα σάκχαρα) αλλά και όσους έχουν δυσανεξία στη γλουτένη, αφού το δίκοκο στάρι περιέχει ναι μεν γλουτένη αλλά σε πολύ μικρότερες ποσότητες.

Παρόλα αυτά εδώ υπάρχει μία σημαντική λεπτομέρεια: όσοι έχουν διαγνωσμένη αλλεργία στη γλουτένη ή κοιλιοκάκη και πάλι δε θα πρέπει να καταναλώνουν αλεύρι ζέας. Σε κάθε περίπτωση, αν πάσχετε από κάποια διατροφική διαταραχή θα πρέπει πρώτα να συμβουλευτείτε έναν διατροφολόγο ή τον γιατρό σας πριν αρχίσετε τα πειράματα.