Ανδρέας Σιμόπουλος
ΜΠΑΡ

50 Χρόνια Galaxy. 50 Μαθήματα Ζωής.

Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για το εμβληματικό αθηναϊκό στέκι, ένα αχρονικό, πολύτιμο τοπόσημο όπου όλα χαλαρώνουν και χάνονται μέσα σε μια γλυκιά απόφαση του να μεγαλώσουν οι διάρκειες. Ο ιθύνων νους του, Γιάννης Αλαμπάνος, σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση στο OneMan.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

«“Ποτόν, ὦ παρηγόρησις τῶν φρένων” όπως έγραψε ο ποιητής. Δείτε την παρακάτω φωτογραφία. Εκ πρώτης όψεως, δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε την ώρα, ούτε την εποχή. Αλλά αν το σκεφτείς λίγο, θα αντιληφθείς ότι η εποχή είναι εποχή Galaxy Bar και η ώρα είναι και αυτή ώρα Galaxy Bar. Όπως πάντα».

Τα παραπάνω αποτελούν την κατακλείδα της λεζάντας μιας φωτογραφίας που κάποιος τράβηξε καθισμένος μάλλον στο πρώτο από τα οχτώ, παραταγμένα και ακλόνητα μπροστά στην πολύμετρη ξύλινη μπάρα, σκαμπό, ακουμπώντας τους αγκώνες του στο «χιλιοτραγουδισμένο» δερμάτινο μαξιλάρι που απλώνεται από την αρχή ως το τέλος της και κοιτάζοντας προς τα έξω. Αυτό που απεικονίζεται δηλαδή είναι ένα ξύλινο λαμπατέρ με σκούρο κίτρινο φως, το λογότυπο του μαγαζιού ανάποδα πάνω στην τζαμαρία και μια σταλιά από τη στοά Λαιμού, απέναντι από το άγαλμα του έφιππου Κολοκοτρώνη στο κέντρο της Αθήνας.

Είναι μία από τις λίγες -σε αντίθεση με τις εκατοντάδες χάρτινες που στριμώχνονται στις προθήκες του wall of fame εκατέρωθεν του μεγάλου καθρέφτη- που έχουν ανέβει στη σελίδα του Galaxy στο Facebook μέχρι σήμερα, αρχής γενομένης από τον Οκτώβριο του 2018.

Τότε δηλαδή που «σοκαρισμένοι» και αμήχανοι οι θαμώνες του συνειδητοποίησαν ότι ο «ναός», η «πρεσβεία», το «απάγκιο», το «δεύτερο σπίτι» (και άλλα τέτοια βαρύγδουπα που ξεστομίζουν όσοι νιώθουν ειλικρινά και βαθιά υποχρεωμένοι απέναντι στο στέκι τους, πόσο μάλλον όταν αυτό αποτελεί θεσμό, για ό,τι -και δεν εννοώ το αλκοόλ- τους έχει προσφέρει μέσα στα χρόνια) θα καταλάμβανε πια χώρο και στο timeline εκτός από τη ζωή τους και -απορώντας για το ποιος ποστάρει, μήπως το ίδιο το μπαρ;!- έσπευσαν φυσικά να κάνουν like.

Είναι, αν το σκεφτείς λίγο, ακριβώς οι δύο τελευταίες φράσεις που συμπυκνώνουν όλη την ουσία αυτού του μπαρ -και όλων των μπαρ σαν αυτό, σε ολόκληρο τον κόσμο- που αποτελεί έναν τόπο αχρονικό, όπου «όλα χαλαρώνουν και χάνονται μέσα σε μια γλυκιά απόφαση του να μεγαλώσουν οι διάρκειες», όπως έγραφε ο Χρήστος Βακαλόπουλος για την αγαπημένη του εποχή. Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, μεσημέρι ή βράδυ, εδώ -αν εξαιρέσεις ότι όταν η ώρα είναι περασμένη, το Galaxy έχει περισσότερο κόσμο, που όταν κάνει κρύο φοράει παλτό- δεν αλλάζει ποτέ τίποτα.

Βρέξει χιονίσει θα σε καλωσορίσουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Θα σε οδηγήσουν στη θέση σου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Θα σε σερβίρουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Θα σε κεράσουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Θα σε αποχαιρετήσουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Ακόμη όμως και για ένα τέτοιο «αχρονικό» στέκι οι 50 περιστροφές γύρω από τον ήλιο αποκτούν μια ιδιαίτερη βαρύτητα, κάτι που γνωρίζουν πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι άνθρωποι του Galaxy και πρώτος ανάμεσά τους ο επικεφαλής Γιάννης Αλαμπάνος, ο «κύριος Γιάννης», που τον Φλεβάρη του ’72, μαζί με τον εκλιπόντα πια αδερφό του, σέρβιραν τους πρώτους πελάτες του δικού τους μπαρ.

«Υπάρχουν αυτοί που τους αρέσει ο τρόπος που σερβίρουμε, το ντεκόρ του μαγαζιού, η μουσική που παίζει σε χαμηλή ένταση για να μπορείς να μιλάς με τους διπλανούς σου. Υπάρχουν και οι άλλοι» λέει σήμερα.

Διάλεξε ζωή.

Εδώ είναι όλα μελετημένα. Το ύψος της μπάρας, το μαξιλαράκι που είναι πολύ βασικό, ο περιβάλλων χώρος, η απόσταση της καρέκλας, η σιδερένια μπάρα για να ακουμπάνε τα πόδια σου.

Πώς ξεκίνησαν όλα

Εμείς εδώ στο Galaxy έχουμε μαγαζί με άποψη. Έτσι είναι.

Είμαι γεννημένος το 1947. Όταν άνοιξε το Galaxy ήμουν 25. Κι εγώ κι ο αδερφός μου είχαμε περάσει από διάφορα ξενοδοχεία και τουριστικές σχολές, δεν ήμασταν δηλαδή ξεκάρφωτοι που απλά αποφάσισαν να ανοίξουν ένα μπαρ. Κάναμε ήδη τη δουλειά αυτή, είχαμε επαφή με πολύ κόσμο εδώ στα πέριξ του Συντάγματος. Τέλος πάντων, είχαμε κάποια χρήματα στην άκρη, βάλαμε και μερικά γραμμάτια και βάλαμε μπροστά αυτό που θέλαμε, ένα μπαρ με καφέ και σνακ, για να μπορεί ο άλλος να πιει αλλά και να φάει κάτι.

Ανοίξαμε το 1972 στη Σταδίου 5 και μετά από 17 χρόνια φύγαμε. Σηκώσαμε το μαγαζί όπως ήταν και το φέραμε εδώ στη στοά. Οι ίδιοι μάστορες που μας το είχαν φτιάξει, το σήκωσαν όλο, βάλανε τα πράγματα σε μια τάξη, ήρθε ένα τεράστιο φορτηγό, το φορτώσαμε, μπήκαμε με το φορτηγό μέσα στη στοά, βγάλαμε τα πράγματα και σιγά σιγά το ξαναφτιάξαμε, όπως ήταν πριν. Έχω κρεμασμένη και μια φωτογραφία του παλιού μαγαζιού, όπως μπαίνεις αριστερά, τραβηγμένη το 1978. Την έκανα μεγέθυνση για να υπάρχει και το στίγμα του παρελθόντος εδώ μέσα.

Όλοι οι πελάτες μας ακολούθησαν όταν αλλάξαμε χώρο, περίμεναν πώς και πώς να ξανανοίξουμε. Φτιάχναμε το νέο μαγαζί δύο μήνες περίπου. Οι πελάτες που είχαν δουλειές εδώ γύρω, περνούσαν μια βόλτα, έβλεπαν τα μαστόρια και τους βάζαμε ένα στο όρθιο, χωρίς μπαρ χωρίς τίποτα, για να μαλακώσει ο πόνος τους. Άλλα χρόνια τότε. Είχαν το στέκι τους όλοι αυτοί και τους έλειπε. Άμα έχεις μάθει κάπου και μετά το χάσεις, χάνεις τα νερά σου. Αυτό που σου άρεσε δεν το βρίσκεις αλλού. Θα πας και αλλού, θα γυρίσεις εδώ κι εκεί, αλλά κάτι θα σου λείπει. Θα σου λείπει το στέκι σου.

Είχαμε δουλειά από την αρχή, από το πρώτο μαγαζί. Μάλιστα θυμάμαι ένα πελάτη – δεν ξέρω αν ζει ακόμη – που όποτε ερχόταν και δεν έβρισκε θέση στο μπαρ και καθόταν όρθιος, έλεγε συνέχεια «τρόλεϊ, τρόλεϊ». Μακάρι να ζει ο άνθρωπος. Είχε πολύ χιούμορ. Όπως όλοι της παλιάς φρουράς, κι ας έλεγαν καμιά κουβέντα παραπάνω μεταξύ τους, δεν παρεξηγούνταν.

Ανοίγαμε από την αρχή νωρίς το πρωί. Είχαμε μοιρασμένες τις βάρδιες. Δηλαδή το πρωί ερχόταν ο αδερφός μου ο Τζίμης και άνοιγε από τις 10. Νωρίς έρχονταν για να πιουν καφέ οι πρωινοί. Βέβαια στις 10 δεν είναι ακριβώς πρωί. Στις 8 είναι πρωί. Μετά τον καφέ, όταν πάει 11 η ώρα μπορεί να έλεγαν: «Θα μας βάλεις από ένα;». Κάπως έτσι γινόταν. Έρχονταν και ζευγάρια, να φάνε κανένα τοστ, να μιλήσουν, ήσυχα πράγματα. Τα πρωινά είναι άλλος ο κόσμος από το βράδυ.

Τώρα πια ανοίγουμε στις 4μμ. Μετά από πολλά χρόνια δηλαδή αναγκαστήκαμε να κλείσουμε την πρωινή βάρδια. Την κρατούσε ο αδερφός μου που πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια. Μέσα σε αυτά τα χρόνια «φύγανε» και οι πολύ παλιοί. Πέθαναν δηλαδή. Μη νομίζεις, συνέχεια «φεύγει» κόσμος. Τα τελευταία χρόνια κατά τις 10 έρχονταν τρεις-τέσσερις πελάτες. Πιο μετά, το μεσημέρι, έρχονταν άλλοι τρεις-τέσσερις. Αυτοί ήταν. Δεν συνέφερε, έπρεπε να απαλλαγούμε από την πρωινή βάρδια. Ρίξαμε το βάρος στη βραδινή. Είμαστε πιο συγκεντρωμένοι. Δεν είμαστε απλωμένοι και κουρασμένοι. Μπορούμε και δουλεύουμε καλύτερα τώρα. Φύρα είχε καταλήξει η πρωινή βάρδια. Μην κοιτάς που παλιά έρχονταν πολλοί και διάφοροι το πρωί. Ξέρεις ότι ερχόταν μέχρι και ο μακαρίτης ο Παπούλιας; Από το παλιό μαγαζί ακόμη. Αλλά ας μην πιάσουμε τους πολιτικούς. Αν πω ότι έρχονται της ΝΔ, θα μας πούνε νεοδημοκράτες. Αν πω ότι έρχονται του ΠΑΣΟΚ, θα μας πουν πασοκτζήδες. Άσ’ το καλύτερα. Το Galaxy είναι υπεράνω κομμάτων. Πάμε παρακάτω.

Εδώ είναι όλα μελετημένα

Το μπαρ στο Galaxy είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να βρίσκεις αμέσως το ποτό που θες, με μια ματιά. Έρχονται καμιά φορά ξένοι και χαζεύουν τις ετικέτες έτσι όπως είναι τοποθετημένες. Γενικά, περισσότερη κατανάλωση γίνεται σε ουίσκι, βότκα και τζιν. Και μετά όλα τα άλλα.

Δεν είναι εύκολο πράγμα να στηθεί σωστά μια μπάρα. Εδώ είναι όλα μελετημένα. Το ύψος της μπάρας, το μαξιλαράκι που είναι πολύ βασικό, ο περιβάλλων χώρος, η απόσταση της καρέκλας, η σιδερένια μπάρα για να ακουμπάνε τα πόδια σου… Είναι μία συνταγή που αν πετύχει, είναι ό,τι καλύτερο για τον πελάτη, για να περάσει την ώρα του ξεκούραστα. Όπως ξέρεις κιόλας οι δικές μας οι καρέκλες έχουν πλάτη, για να ακουμπάς και να ξεκουράζεσαι. Επίσης οι καρέκλες δεν μετακινούνται, είναι σταθερές, για να κάθεται ο άλλος και να έχει την ησυχία του. Μερικοί νέοι επειδή έχουν συνηθίσει από άλλα μπαρ, έρχονται εδώ και προσπαθούν να τις μετακινήσουν. Το έχεις δει κι εσύ. «Παιδιά οι καρέκλες δεν μεταφέρονται, μόνο περιστρέφονται», πάω και τους λέω ευγενικά. Επίσης η καρέκλα πρέπει να κοιτάζει προς το μπαρ, όχι να είσαι γυρισμένος και να απλώνεις τα πόδια, να μη μπορεί να περάσει ο κόσμος. Είναι θέματα παιδείας αυτά.

Έχω δώσει τη ζωή μου σε αυτή την ιστορία. Έχω μελετήσει τι θα πει μπαρ και πελάτης. Ξέρω πού θα βάλω το ποτό και πού θα βάλω το νεράκι, για να το σηκώσει εύκολα ο πελάτης και να το ρίξει στο ουίσκι χωρίς να μπερδευτεί, χωρίς να χυθεί έξω είτε το ποτό είτε το νερό. Όλα πρέπει να είναι στα σωστά σημεία, στις σωστές μεριές, για να τα φτάνεις χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να πέσει το ένα πάνω στο άλλο και να σου χαλάσει το κέφι.

Βάζουμε πάντα σουβέρ. Γιατί τα βάζουμε; Το ποτήρι ιδρώνει, το νερό κατεβαίνει προς τα κάτω και το σουβέρ το κρατάει. Αν βάλεις σκέτο το ποτήρι πάνω στο μπαρ, θα μείνει ιδρωμένο και δεν θα το νιώθεις ωραία στο χέρι σου. Αυτός είναι ο λόγος, δεν γίνεται για ομορφιά. Δεν ξέρω τι κάνουν σε άλλα μαγαζιά, αλλά εμείς δεν μπορούμε να δουλέψουμε χωρίς σουβέρ.

Υπάρχουν αυτοί που τους αρέσει ο τρόπος που σερβίρουμε, το ντεκόρ του μαγαζιού, η μουσική που παίζει σε χαμηλή ένταση για να μπορείς να μιλάς με τους διπλανούς σου. Υπάρχουν και οι άλλοι.

Τι σημαίνει «παιδεία μπαρ»;

Είχα κάποτε πελάτη ένα μαέστρο, Θεός σχωρέστον, έναν ωραίο άνθρωπο, σπουδαγμένο στη Βιέννη, που αν ερχόταν καμιά φορά κι έβλεπε νεολαία, εκνευριζόταν λίγο, γιατί ήταν πιο μεγάλος, είχε και στο μυαλό του αυτά που έβλεπε στο εξωτερικό, ήθελε να σέβεται τους συμπότες του και να τον σέβονται κι εκείνοι. Απευθυνόταν λοιπόν σε μένα, για να ακούνε οι άλλοι, κι έλεγε: «Παιδεία μπαρ έχεις παιδί μου; Από μπαρ ξέρεις;»

Φυσικά και υπάρχει παιδεία μπαρ. Έχει σημασία πώς θα παραγγείλεις, τι θα πιεις, πώς θα καθίσεις, πώς θα φερθείς στους διπλανούς σου. Είναι θέματα αγωγής όλα αυτά. Όπως και η ένταση της φωνής σου. Σε μπαρ είμαστε βέβαια, καμιά φορά δεν πειράζει να ανέβουν λίγο τα ντεσιμπέλ, συμβαίνουν αυτά άμα πιεις. Αν χρειαστεί θα πάμε με τρόπο να καλμάρουμε τα πνεύματα. Παλιά μπορεί να συνέβαινε καμιά περίεργη ιστορία, να δημιουργούνταν μια στο τόσο μικρές εντάσεις. Τώρα πια πάρα πολύ σπάνια.

Η παιδεία μπαρ μαθαίνεται σιγά σιγά. Βοηθάμε κι εμείς με τον τρόπο μας. Μια φορά ήταν ένα ζευγάρι εδώ. Κάποια στιγμή μου έκαναν νόημα και πήγα κοντά τους, και μου είπε η κοπέλα: «είστε καταπληκτικός μπάρμαν». «Έχετε ξανάρθει εδώ παιδιά;» ρώτησα. «Ναι, πολλές φορές. Σήμερα θέλαμε να σας το πούμε», είπαν. Τους ευχαρίστησα και τους χαιρέτησα.

Δεν μπαίνεις σε ένα μαγαζί και κάνεις ό,τι θέλεις. Δεν είναι θέμα εντολών. Ένα μαγαζί όμως έχει κανόνες. Έχει αρχές. Θες να είσαι μέσα στον κόσμο του Galaxy; Πρέπει να σεβαστείς αυτούς τους κανόνες: Η καλή συμπεριφορά του πελάτη, να αγαπάει το χώρο, να προσέχει τον διπλανό του, να μην υπάρχει κανένα θέμα είτε είναι γυναίκα είτε είναι άντρας, να υπάρχει σεβασμός. Δεν μπορεί να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει. Όπως σου φέρεται το μαγαζί, πρέπει να φέρεσαι κι εσύ.

Καλός πελάτης είναι αυτός που έχει καθαρή άποψή του για το τι θέλει ακριβώς και δεν κουράζει το προσωπικό. Φυσικά είναι ευγενής και με τον τρόπο του υποχρεώνει τον μπάρμαν να του φέρεται ακόμα καλύτερα.

Όταν έχουμε ευχέρεια κινήσεων, θα κεράσουμε όλους τους πελάτες κάτι. Τουλάχιστον ένα σφηνάκι. Εκτός πια κι αν πνίγεσαι στη δουλειά και δεν προλαβαίνεις καλά-καλά να σερβίρεις αυτόν που σου έχει παραγγείλει ποτό.

Καλός πότης δεν είναι αυτός που ντε και καλά πίνει πολύ. Καλός πότης είναι αυτός έχει καλή συμπεριφορά, ανεξαρτήτως του πόσο πίνει. Ας πιει όσο θέλει. Μπορεί να πίνει ένα-δύο ποτά. Μπορεί άλλος να πίνει πέντε. Δεν έχει σημασία αυτό. Δηλαδή τι; Καλός πελάτης είναι μόνο αυτός που καταναλώνει πολύ; Ο άλλος που πίνει ένα και δύο, δεν είναι καλός πελάτης;

Στους παλιούς πελάτες είχα τον τρόπο μου να πω ότι δεν τραβάει άλλο, χωρίς να παρεξηγηθούν. Όταν έβλεπα ότι παρασύρονταν και κουράζονταν, πήγαινα κι έλεγα: «Κοίταξε, μην πιεις καλύτερα άλλο, τα ‘χουμε πιει, τα ‘χούμε πει, περνάμε καλά, τι άλλο θέλουμε;».

Το θέμα είναι να πιεις ένα ουίσκι όταν έχεις τη σωστή διάθεση. Όχι γιατί πιστεύεις ότι πρέπει να πιεις.

Έχει τύχει να έρθει κάποιος που δεν γνωρίζω, να κάθεται στο μπαρ, να του έχει συμβεί κάτι, και να θέλει να μου πει τον πόνο του, γιατί κάποιος πέθανε ή χώρισε.

Εντιμότατοι συμπότες

Είναι κάποιοι παλιοί πελάτες μόνιμοι εδώ. Όσοι υπάρχουν ακόμη δηλαδή, γιατί μην ξεχνάς ότι εμείς είχαμε πελατεία από το 1972. Έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε. Όσοι ήταν ήδη μεγάλοι, έχουν…χαιρετήσει.

Έχουμε πελάτες που έχουν φέρει τα παιδιά τους, και μετά έρχονται μόνα τους. Έχουμε πελάτες νέα παιδιά που φέρνουν τους γονείς τους και μάλιστα έχει συμβεί να μου τους γνωρίσουν. Χαίρομαι ιδιαίτερα.

Όταν έρχεται νεολαία, βλέπουν κάτι στο Galaxy που δεν το έχουν συνηθίσει. Όσοι συμπαθούν τα κλασικά στοιχεία, μπαίνουν, ρωτάνε κάποια πράγματα και αμέσως φωτογραφίζουν. Να φωτογραφίζετε, τους λέω, αλλά όχι ανθρώπους και φυσιογνωμίες. Κάνω δηλαδή συστάσεις. Όπου χρειάζεται να επέμβω, το κάνω πάντα με ευγένεια.

Από το Galaxy έχουν περάσει και συνεχίζουν να περνάνε άνθρωποι από όλες τις τάξεις. Ανέκαθεν βέβαια ήταν στέκι δημοσιογράφων, γιατί παλιά ήταν εδώ δίπλα οι Λαμπράκηδες, έτσι ξεκίνησε η τάση. Και ο μακαρίτης ο Λέων Καραπαναγιώτης ερχόταν με τη γυναίκα και τα κορίτσια του. Ο Λαμπράκης, μάλιστα, ένα μεσημέρι είχε έρθει για να τον συναντήσει. Ήταν άλλη εποχή, όσο υπήρχε ακόμη το συγκρότημα Λαμπράκη εδώ (σ.σ. στην παραπλήσια Χρήστου Λαδά), τα πράγματα ήταν ακόμη πολύ καλά. Μετά ο ιστός της περιοχής χάθηκε, άλλαξαν πολλά πράγματα, έφυγαν οι εφημερίδες, έκλεισαν μαγαζιά και έγιναν φαστφουντάδικα ή τράπεζες, άλλαξε όλο το κλίμα του κέντρου. Χάθηκαν τα στέκια.

Θυμάμαι έναν ναυτικό, Πέτρο τον λέγανε, Θεός σχωρέστον, που ήταν ασυρματιστής. Μαρκόνηδες τους λέγανε τότε. Πήρε σύνταξη το ’78. Τον είχα πελάτη από το ’72, σχεδόν από την πρώτη μέρα που ανοίξαμε. Ερχόταν συνέχεια από τον Πειραιά, ντυμένος με κοστούμι, καλοχτενισμένος, ξυρισμένος, αν τον έβλεπες δηλαδή αποκλείεται να πήγαινε το μυαλό σου ότι ήταν στα καράβια. Τι να πρωτοθυμηθώ. Μπορώ να ξεκινήσω από τον Πέτρο και να ξετυλίξω ένα κουβάρι. Για αυτούς που είναι ακόμη ζωντανοί, αποφεύγουμε όμως να μιλάμε πολύ. Ο καθένας μπορεί να το μετρήσει όπως θέλει.

Χάσαμε τις προάλλες και τον Κώστα τον Γκοτζαμάνη. Υπέροχος άνθρωπος, σπουδαίος ψυχίατρος, καλός μας φίλος. Θεός σχωρέστον. Νομίζω ότι θα ανοίξει ξαφνικά η πόρτα και θα μπει στο μαγαζί. Τα ίδια έλεγα πριν χρόνια με τον Νίκο τον Τριανταφυλλίδη. Ήταν φίλος μου ο Νίκος. Και όχι μόνο δικός μου, όλοι τον αγαπούσαν εδώ. Ήταν καλό παιδί. Τι καλό, δηλαδή, εξαιρετικός ήταν. Θεός σχωρέστον. Έφυγε νέος. Ερχόταν πολλά χρόνια. Από τα 18-19 του, στο παλιό μαγαζί. Γι’ αυτό σου λέω ότι ήμασταν φίλοι. Ένα βράδυ είχε φέρει και τον σκηνοθέτη τον Καουρισμάκι, σε αυτό το μαγαζί. Το αγαπούσε πολύ το Galaxy ο Νίκος.

Έχει τύχει να έρθει κάποιος που δεν γνωρίζω, να κάθεται στο μπαρ, να του έχει συμβεί κάτι, και να θέλει να μου πει τον πόνο του, γιατί κάποιος πέθανε ή χώρισε. Θέλει απλώς να μιλήσει. Κυρίως όμως αυτό συμβαίνει με παλιούς πελάτες, με τους οποίους είμαστε φίλοι πια, συζητάμε.

Ο κόσμος στο Galaxy ανανεώνεται συνέχεια, είναι καλό αυτό. Όμως φεύγουν οι παλιοί και αυτό είναι πόνος, είναι στενοχώρια μεγάλη. Η παλιά φρουρά τελειώνει σιγά σιγά. Τώρα εσύ και η παρέα σου θα γίνετε η παλιά φρουρά. Τόσα χρόνια γνωριζόμαστε πια. Γι’ αυτό και είχα άνεση να σου τηλεφωνήσω όταν χάσαμε τον αδερφό μου τον Τζίμη.

Αν βλέπεις τακτικά εδώ έναν συμπότη, μετά τον αναζητάς τις μέρες που δεν τον βρίσκεις. Ενδιαφέρεσαι αν είναι καλά. Είναι σαν όλοι όσοι έρχονται στο Galaxy, να γίνονται μέλη της ίδιας κοινότητας, ακόμη και χωρίς να γνωρίζονται.

Χαμογελάστε στην ιστορία

Η ιστορία με τις φωτογραφίες ξεκίνησε από σύμπτωση. Στο παλιό μαγαζί δεν βγάζαμε. Τότε είχα μια Ελληνοαμερικανίδα πελάτισσα, καλή της ώρα αν ζει, ερχόταν κάθε χρόνο στο Galaxy, δηλαδή όποτε ήταν στην Ελλάδα. Μια φορά είχε φέρει μια μηχανή Kodak, έβγαζε φωτογραφίες, και πριν φύγει μου είπε: «Γιάννη τη θες;». Έτσι την πήρα, κι άρχισα δοκιμαστικά, μια δυο τρεις, το είδα σαν καλή ιδέα. Μου άρεσε να βγάζω τον φίλο πελάτη, αν ήθελε φυσικά. Ποτέ δεν έβγαλα χωρίς να ρωτήσω. Ειδικά σήμερα που όλοι τραβάνε φωτογραφίες με πρόσωπα χωρίς να ρωτάνε, δεν μου φαίνεται σωστό.

Στην αρχή είχαμε πελάτες που μας έστελναν κάρτες από τα ταξίδια τους στο εξωτερικό. Εκεί που έχουμε τώρα τις φωτογραφίες, ήταν κάρτες. Τις έχω ακόμη. Ποια να σου πρωτοδείξω; Να, δες τι μας έγραψε σε αυτή, που μας είχε στείλει μια πελάτισσα που ζούσε στο Γκέτεμποργκ: «Το χάος είναι μια παρτιτούρα που πάνω του γράφεται η πραγματικότητα».

Όταν τελείωσα το πρώτο φιλμ, κάτι ήθελα να κάνω με τις εικόνες, για να τις δει ο κόσμος. Έτσι άρχισα να βγάζω τις κάρτες και να βάζω φωτογραφίες. Έχω τραβήξει πολλές. Τις αλλάζω μια στο τόσο στις θέσεις τους. Ειδικά μερικοί παλιοί, τακτικοί πελάτες, θέλουν να τις βλέπουν. Το ζητάει ο κόσμος, μερικοί το βλέπουν σαν τίτλο τιμής να μπει η φωτογραφία τους στον τοίχο. Προσπαθώ, όμως, να είμαι προσεκτικός.

Θυμάμαι πότε τραβήχτηκε κάθε φωτογραφία. Τουλάχιστον όσες έχω τραβήξει εγώ. Θυμάμαι για παράδειγμα ότι τη μέρα που τραβήχτηκε η φωτογραφία που βάλανε μετά στο εξώφυλλο τα Διάφανα Κρίνα, ήταν εδώ ο αδερφός μου, ο Τζίμης.

Έχω καιρό να τραβήξω φωτογραφίες, δεν έρχομαι κιόλας κάθε μέρα. Τραβάνε όλη την ώρα και οι πελάτες με τα κινητά. Όχι ότι μας ενδιαφέρει αυτό, τι κάνουμε εμείς έχει σημασία. Εγώ άμα έρθει ο Θεοδόσης που είναι παλιός φίλος και πελάτης μπορεί να ρωτήσω: Να βγάλουμε μια φωτογραφία; Αυτή η φωτογραφία που βγάζουμε εμείς θα μπει εδώ συν τω χρόνω, όλες τις κρατάω, έχω τρία-τέσσερα άλμπουμ. Δεν έβγαζα όμως ποτέ για πλάκα. Υπάρχει κάποιος λόγος που βγαίνουν αυτές οι φωτογραφίες, πρέπει να γίνει μια προεργασία.

Μου λέει μια φορά ένας πελάτης, καινούργιος σχετικά: «Εμάς δεν θα μας βγάλεις φωτογραφία;». Παιδιά, τους λέω, δεν ήρθε η ώρα σας ακόμη. Να παλιώσετε λιγάκι και μετά. Ήρθατε σήμερα και θέλετε κιόλας φωτογραφία; Οι άνθρωποι στις φωτογραφίες έχουν περάσει χρόνια ολόκληρα στο Galaxy. Έχει ένα ιδιαίτερο νόημα αυτή η φωτογραφία. Είναι όμως και της στιγμής αυτό το θέμα. Εξαρτάται από το τι κουβέντα κάνουμε, αν συμβαίνει κάτι ευχάριστο, αν έχουμε χρόνο…

Καλός πότης δεν είναι αυτός που ντε και καλά πίνει πολύ. Καλός πότης είναι αυτός έχει καλή συμπεριφορά, ανεξαρτήτως του πόσο πίνει.

Άκαπνες νύχτες

Γκρίνιαζε ο κόσμος τον πρώτο καιρό με την απαγόρευση του καπνίσματος, τελικά όμως συνήλθαμε όλοι, μπήκαμε στη θέση μας. Δεν ήταν κακό που μας το απαγόρευσαν. Αν και ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκα, κι ας μην το βάζω στο στόμα μου. Δεν με ενοχλούσε που κάπνιζαν οι πελάτες. Αυτή είναι η δουλειά μου, την ξέρω καλά.

Θυμάσαι τι γινόταν στην αρχή; Έβγαινε όμως ο κόσμος να καπνίσει στα δυο τραπέζια που βάλαμε στη στοά και οι θέσεις μέσα έμεναν πιασμένες. Πολλοί κάθονταν και έξω και μέσα. Ερχόταν κάποιος άλλος και δεν έβρισκε θέση στο μαγαζί. Έπρεπε να κάνουμε κάτι. Πήγαμε λοιπόν με τον γιο μου, τον Κώστα, να πάρουμε περισσότερα τραπέζια. Πήγα, τα είδα, τα δοκίμασα, βρήκα αυτά που ταιριάζουν στο μαγαζί. Τι, έτσι; Γουρούνι στο σακί θα πάρουμε;

Δεν έχουμε παράπονο. Και μέσα στην πανδημία έρχεται ο κόσμος. Γίνονται κάποια δημοσιεύματα, είναι και η κίνηση που κάναμε με τα τραπέζια έξω, στη στοά. Όλα, μπορείς να πεις, γίνονται με κάποιο σκοπό και για κάποιο λόγο. Το θέμα είναι μέσα στις δυνατότητες που έχουμε, να μπορούμε να εξυπηρετούμε τον κόσμο καλά.

Πρέπει να είσαι πάντα ευγενής και με χαμόγελο. Το καλύτερο φάρμακο είναι το χαμόγελο. Σε όλες τις δουλειές. Αλλά στη δική μας, υπάρχει ένας λόγος παραπάνω. Το χαμόγελο γιατρεύει.

Μια σοφή παροιμία για το τέλος

Πότε πέρασαν 50 χρόνια; Σαν χθες θυμάμαι που ανοίξαμε το ’72. Ένα χρόνο πριν το Πολυτεχνείο. Αυτό κι αν το θυμάμαι. Ανοιχτά ήμασταν. «Tα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» ήταν εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι ότι πριν έρθω στο μαγαζί είχα πάει μέχρι την Κλαυθμώνος. Γεμάτος ο τόπος αστυνομικούς και αύρες. Ήρθα στο μαγαζί, ήταν ήδη κάποιοι πελάτες μέσα και ξαφνικά είδαμε κόσμο να τρέχει. Βγήκα έξω και κατέβασα τα ρολά ως τη μέση. Σε κάποια φάση έρχεται ένα μπουλούκι, πέντε-έξι παιδιά. Μπαίνουν μέσα, κατεβάζω το ρολό ως κάτω και κλείνω την πόρτα. Ήρθαν απ’ έξω και τους έψαχναν. Ο χαμός γινόταν. Μετά από καιρό -το θυμάμαι και συγκινούμαι Θεοδόση- δύο από τα παιδιά ήρθαν στο μαγαζί για να μας ευχαριστήσουν. Ήταν ο αδερφός μου τότε. «Σας ευχαριστούμε που μας προφυλάξατε» του είπαν.

Τώρα πια έρχομαι στο μαγαζί τρεις μέρες: Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο. Καμιά φορά και Τετάρτη. Έρχομαι και βοηθάω. Έχουν αναλάβει το μπαρ ο Κώστας και ο Στέλιος, ετοιμάζουν τα κοκτέιλ, τα ποτά, όλα αυτά. Εγώ ετοιμάζω τα κουζινικά, τα τοστ και τα φαγώσιμα. Δεν προλαβαίνουν να τα κάνουν όλα μόνα τους τα παιδιά, ειδικά τις μέρες που έχει κίνηση. «Φτιάξε ένα τοστ», «φτιάξε ένα χοιρινό», «φτιάξε το ‘να, φτιάξε τ’ άλλο», χρειάζεται άλλο ένα χέρι. Στα ποτά όμως δεν χρειάζομαι. Τα ξέρουν απ’ έξω. Είναι οι καλύτεροι μπάρμαν. Ο ένας καλύτερος απ’ τον άλλο.

Είναι πάρα πολύ κουραστική δουλειά. Ο πελάτης σε βλέπει να χαμογελάς, να σερβίρεις και δεν ξέρει τι δουλειά ρίχνει ο μπάρμαν. Τι κούραση περνάει τόσες ώρες. Ή τι μπορεί να ακούει γιατί κάποιος θα πιει λίγο παραπάνω και θα πει καμιά κουβέντα. Να τα λέμε κι αυτά καμιά φορά. Σου χαλάει η διάθεση και ψάχνεις τον τρόπο να επιστρέψεις στην πρότερη κατάσταση.

Χρειάζεται επιμονή και υπομονή. Και να έχεις καλή διάθεση. Ακόμη κι αν δεν έχεις όμως, να φροντίζεις να είσαι πάντα με το χαμόγελο. Καμιά φορά κουράζεσαι, αλλά όταν βλέπεις τον πελάτη το ξεχνάς. «Καλώς τον Θεοδόση! Τι γίνεται;» λες και αμέσως περνάνε τα προηγούμενα που μπορεί να είχες.

Πρέπει να είσαι πάντα ευγενής και με χαμόγελο. Το καλύτερο φάρμακο είναι το χαμόγελο. Σε όλες τις δουλειές. Αλλά στη δική μας, υπάρχει ένας λόγος παραπάνω. Το χαμόγελο γιατρεύει. Έρχεται ο πελάτης στενοχωρημένος, πας εσύ και του μιλάς: «Καλησπέρα σας κύριε Θεοδόση, πώς είστε; Τι κάνετε;» Αμέσως αλλάζει λίγο η διάθεση του, ό,τι πρόβλημα κι αν έχει, είτε χώρισε, είτε έφυγε από τη δουλειά του. Τον βλέπεις ότι μαλακώνει. Και μόλις πιει το πρώτο ουισκάκι, είναι καλύτερα.

Καλά είναι που έχω δώσει τη σκυτάλη, αλλά μη νομίζεις, όποτε έρχομαι, είναι σαν να δουλεύω από μέσα. Καμιά φορά μου έρχεται να πω στα παιδιά να κάνουν κάτι, να τους δώσω οδηγίες, αλλά κρατιέμαι. Μην πεις κουβέντα, όμως σκέφτομαι, βγες έξω, άσ’ τους να κάνουν τη δουλειά. Γιατί όταν τρέχεις κι έχεις τον άλλο να σου κάνει παρατηρήσεις, δικαιολογημένα θα πεις από μέσα σου: «άσε μας καημένε τώρα, μη μας ζαλίζεις εδώ πέρα».

Μετά από τόσα χρόνια, τι να κάνω; Με πιάνει η συνείδηση του επαγγέλματος. Θέλω αμέσως να σηκωθώ, να χαιρετήσω τους πελάτες, να τους περιποιηθώ. Είναι 50 ολόκληρα χρόνια αυτή η ιστορία. Τι συζητάμε, τώρα, εντάξει.

Η δουλειά αυτή θέλει γερά πόδια, γερή μέση, γερά τα πάντα. Εμείς οι μεγάλοι δεν είμαστε σαν τους νέους. Έχουμε όμως την πείρα.

Πιστεύω ότι είναι πολύ σωστή η παροιμία που λέει «καλή ζωή και κακή διαθήκη».

Εγώ συνήθως πίνω ουίσκι. Σκέτο. Με νερό.

Ο μπάρμαν προς το τέλος της βάρδιας πρέπει να πιει και αυτός κάτι με την άνεσή του. Μέχρι τότε είναι καλό να έχει λίγο τη γεύση στο στόμα, ένα ουισκάκι δηλαδή σιγά-σιγά σε όλη τη βάρδια κάνει καλό. Όταν τελειώσεις, μπορείς να πιεις και δύο. Δηλαδή ένα συν δύο, κατάλαβες;