Pharao / Instagram
ΠΟΛΗ

FOMO και νέα μαγαζιά, γιατί ταλαιπωρούμαστε ακόμα;

Αρκεί το άνοιγμα ενός νέου μαγαζιού στην πόλη, για να νιώσουμε δέσμιοι της κοινωνικής ζωής όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από το Instagram.

Ο όρος FOMO (Fear of missing out) μπήκε στο λεξικό της Οξφόρδης το 2013 αλλά έχει κάνει την εμφάνισή του από το 2003, για να περιγράψει ένα φαινόμενο που παρατηρείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο φόβος του ότι χάνουμε κάτι εξελίσσεται σε μια καταναγκαστική συμπεριφορά για να διατηρήσουμε αυτές τις κοινωνικές συνδέσεις.

Θα έλεγε κανείς ότι έχοντας μπει αισίως (;) στο 2023, η λέξη θα είχε χάσει τη βαρύτητα της. Πρακτικά, δε χρησιμοποιούμε το FOMO όσο τα προηγούμενα χρόνια, αλλά ουσιαστικά φαίνεται ότι δεν το ξεπεράσαμε ποτέ. Αρκεί το άνοιγμα ενός νέου μαγαζιού στην πόλη, για να νιώσουμε δέσμιοι της κοινωνικής ζωής όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από το Instagram.

Δύο διαφορετικά περιστατικά με έκαναν να σκεφτώ αν έχουμε καταφέρει τελικά να κάνουμε κάποια βήματα προς την απελευθέρωσή μας από το to see and be seen ή αν όλα αυτά τα self-care μάντρα είναι τόσο άχρηστα όσο τα resolutions της πρωτοχρονιάς.

Στο opening ενός μαγαζιού που όλοι μιλάνε γι΄αυτό θέλουμε να είμαστε όλοι εκεί. Όσοι δεν είμαστε, εκτοξεύουμε με ευκολία «κατηγορώ» στα social media για το μπλαζέ μαγαζί που δε σηκώνει τηλέφωνα και δεν απαντάει στα μηνύματά μας, γιατί θέλει να μας φέρει μέχρι την πόρτα και να σχηματίζεται ουρά.

Όσοι τα καταφέρνουμε πάλι, είμαστε διατεθειμένοι να περιμένουμε στωικά μέχρι να μας τοποθετήσουν σε ένα όχι και τόσο καλό πόστο (εκεί που δε θα μας δουν ούτε θα τους δούμε) ή να μας πουν ότι δεν μπορούν να μας εξυπηρετήσουν. Και θα βγάλουμε μια φωτογραφία ένα καλύτερο – από το δικό μας – κάδρο με φαγητό και ποτό που δεν έχουμε παραγγείλει εμείς.

Το FΟMO είναι ένα σχετικά νέο ψυχολογικό φαινόμενο. Κι αυτό, γιατί σήμερα περισσότερο από ποτέ, οι άνθρωποι εκτίθενται σε πολλές λεπτομέρειες σχετικά με το τι κάνουν οι άλλοι και έρχονται αντιμέτωποι με τη συνεχή αβεβαιότητα για το αν κάνουν αρκετά ή αν βρίσκονται εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται όσον αφορά τη ζωή τους. Η ανάγκη του να ανήκουμε κάπου και ο φόβος του κοινωνικού αποκλεισμού συνδέονται με το εν λόγω φαινόμενο, σημειώνει μια σχετική μελέτη.

Μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, υπάρχει η συνεχής επίγνωση του τι μπορεί να χάνει κάποιος από άποψη διασκέδασης, κάτι που ο ερευνητής της παραπάνω μελέτης διατυπώνει ως εξής: «δημιουργεί στρεβλές αντιλήψεις για τις επεξεργασμένες ζωές των άλλων».

Στο πρακτικό κομμάτι τώρα του θέματος, όταν πρόκειται για καινούργια μαγαζιά, είναι καλό να δίνουμε χρόνο για να βρουν τα πατήματά τους, άρα να μας εξυπηρετήσουν καλύτερα – από την κράτηση μέχρι το φαγητό.

Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να κάνουμε πιο εποικοδομητική κριτική (καλό είναι αρχικά στους άμεσα ενδιαφερόμενους) και να καταλήξουμε όντως στο αν μας ταιριάζει το στυλ του. Για να το πούμε απλά, δεν μπορεί να ανοίγει ένα μαγαζί, να θέλουν να το επισκεφτούν όλοι ταυτόχρονα και να περιμένουν μια μοναδική εμπειρία εξυπηρέτησης, εκτός κι αν μιλάμε για κάποιον ξενοδοχειακό όμιλο.

Όσο για τις φωτογραφίες που επιλέγουμε να τραβήξουμε, τα κρασιά που δεν ήπιαμε, το φαγητό που δε φάγαμε, τους ανθρώπους που δεν ξέρουμε, αυτό εναπόκειται στη διάθεση του καθενός για το τι θέλει τελικά να δείξει μέσα από τα social media του. Ίσως όμως να είναι πιο απελευθερωτικό να δείχνουμε κάτι περισσότερο δικό μας.