ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Το τέλειο παστίτσιο του αρχιτέκτονα Κάρολου Μιχαηλίδη

Ο Food Architect, όπως είναι γνωστός, συνδυάζει την αρχιτεκτονική με το φαγητό, συμμετέχει ενεργά στην πρώτη ελληνική πλατφόρμα shared kitchen και νιώθει σαν να παίζουμε όλοι σε ένα ατελείωτο επεισόδιο του Ρετιρέ.

Ο Food Architect, όπως είναι γνωστός, συνδυάζει την αρχιτεκτονική με το φαγητό, συμμετέχει ενεργά στην πρώτη ελληνική πλατφόρμα shared kitchen και νιώθει σαν να παίζουμε όλοι σε ένα ατελείωτο επεισόδιο του Ρετιρέ.

Έχοντας περάσει τα παιδικά του χρόνια σε μία ανακαινισμένη αγροικία του 18ου αιώνα, μέσα στη φύση, στον Κιπαρισσώνα Φθιώτιδας, ο Κάρολος Μιχαηλίδης έμαθε από νωρίς να σέβεται την πρώτη ύλη και το φαγητό. Όταν έφυγε για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Bath, η μητέρα του τού έδωσε έναν Τσελεμεντέ. Εκεί βασίστηκε για να φτιάξει μόνος του πια ως φοιτητής παστίτσιο για πρώτη φορά, με μοναδικό σκεύος μια κατσαρόλα Ikea.

Πολλά μεσολάβησαν από τότε. Ο αρχιτέκτονας που γοητευόταν ανέκαθεν από το φαγητό αναζήτησε τρόπους για να εξετάσει δύο διαφορετικούς κόσμους. Μελέτησε σε πολλά project του τη σχέση μεταξύ μαγειρικής και σχεδιασμού και πώς το φαγητό και ο χώρος συνδέονται και μπορούν να αλληλεπιδράσουν. Η πτυχιακή του εργασία ήταν μια σχολή μαγειρικής που είχε μέσα κήπους για καλλιέργεια, ένα εστιατόριο και μια αγορά. Χάρη σε αυτό, ανακάλυψε πολλά πράγματα για τον κύκλο του φαγητού: από την παραγωγή της πρώτης ύλης, τη συλλογή, την επεξεργασία, το μαγείρεμα και τέλος την κατανάλωση.

«Κατά την άποψη μου η αρχιτεκτονική και η μαγειρική έχουν άμεση σύνδεση και βασίζονται στην ολιστική συμμετοχή των αισθήσεων αλλά και των συναισθημάτων. Στο βιβλίο του Gastrophysics: the new science of Eating o Charles Spence μιλάει για την επιστήμη πίσω από κάθε γεύμα και πώς οι ήχοι, οι εικόνες, η θερμοκρασία, ο αριθμός των ατόμων, το φως, όλα επηρεάζουν την αίσθηση της γεύσης και πως η απόλαυση του φαγητού βρίσκεται κυρίως στο μυαλό».

Από εκείνο το πρώτο παστίτσιο το 2007 μέχρι σήμερα, ο Κάρολος Μιχαηλίδης έχει μαγειρέψει σε διάφορα μέρη και για διαφορετικούς ανθρώπους, έχει γράψει κι έχει μιλήσει για το φαγητό, έχει διαγωνιστεί γύρω από αυτό στην τηλεόραση, το έχει φωτογραφίσει, έχει κάνει styling κι έχει σχεδιάσει με γνώμονα το φαγητό. Το θεωρεί πλέον κομμάτι του και σκέφτεται πάντα πώς θα το πάει ένα βήμα παραπέρα και ύστερα από τόσους πειραματισμούς και εμπειρίες να εμβαθύνει σε αυτήν τη σχέση.

Γνωστός πια ως The Food Architect, αφήνει τη δουλειά του να μιλήσει για τον ίδιο. Μοιράζεται συνταγές στο blog του και συμμετέχει ενεργά ως φωτογράφος, food stylist και content creator στο Wecook. Η ελληνική πλατφόρμα δίνει έμπνευση και ώθηση σε νέους σεφ και μάγειρες για να ξεκινήσουν τη δική τους μικρο-επιχείρηση μέσα από το μοντέλο του shared kitchen, σε ένα ανεξάρτητο και δίκαιο περιβάλλον χωρίς ιεραρχίες.

«Δημιουργούμε μια ανοιχτή, ζωντανή κοινότητα επαγγελματιών και μη, οι οποίοι μαγειρεύουν δίπλα-δίπλα σε πλήρως εξοπλισμένες κουζίνες, ενώ εμείς παρέχουμε όλη την απαραίτητη υποστήριξη για να απογειώσουν τη μικρο- επιχείρησή τους. Έτσι, μπορούν να αφοσιωθούν αποκλειστικά στη δημιουργία των πιάτων τους και του εξειδικευμένου μενού τους και να προσφέρουν καθημερινά, νόστιμα γεύματα φτιαγμένα με φαντασία και αγάπη».

Στο τέλος του μήνα ολοκληρώνει μία σειρά από μαθήματα μαγειρικής στο ξενοδοχείο Selina στο κέντρο της Αθήνας, ενώ στον λίγο χρόνο που περισσεύει οργανώνει και μερικά private dinners. Παράλληλα ετοιμάζεται να ξεκινήσει δύο αρχιτεκτονικά projects.

Πιστεύει πως το φαγητό πρέπει να σου προσφέρει μια εμπειρία. Να σου ξυπνάει μνήμες και να σου δημιουργεί εικόνες και συναισθήματα. Για τον ίδιο, τα φαγητά που τον συνδέουν με τη γιαγιά μου είναι κι αυτά που έχουν μία ιδιαίτερη ιστορία. Θυμάται το κοτόπουλο μιλανέζα που έφτιαχνε.

«Όταν ήμουν 9-10 χρονών και είχε καλεσμένους για φαγητό σπίτι της και τα είχε όλα ετοιμάσει στην εντέλεια. Εκεί που γύρναγε τη φόρμα με το ρύζι, της πέφτει όλο πάνω στην κουζίνα και ανάμεσα στον φούρνο και την πιάνει πανικός. Θυμάμαι καθόμουν και το μάζευα με τα χέρια και γελάμε ακόμα με αυτή την ιστορία. Όπως και μια σαλάτα που φτιάχνει με κοτόπουλο, καλαμπόκι, ανανά, μαγιονέζα και ταμπάσκο».

«Αλλά υπάρχουν διάφορες αναμνήσεις που τις έχω συνδέσει με το φαγητό και αντιπροσωπεύουν μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μια συναισθηματική κατάσταση, και κάνουν τη μνήμη αυτής της στιγμής πολύ πιο ζωντανή. Τον παππού μου τον Γιάννη, τον θυμάμαι από την πάστα φλώρα του και τη σάλτσα ντομάτας, μια παλιά σχέση από τη σούπα καρότο, και μια παλιά φίλη από τη συνταγή για apple crumble. Δεν είναι τυχαίο πως όποιον και να ρωτήσεις για το φαγητό θα έχει πάντα να σου πει μια ιστορία σχετικά με τη γιαγιά ή τον παππού της οικογενείας. Αυτή η σύνδεση με το παρελθόν».

Στην Αθήνα του αρέσουν όλα και τίποτα. Βρίσκει ότι είναι μία πόλη ενδιαφέρουσα για τον ίδιο και νιώθει σαν να παίζουμε όλοι σε ένα ατελείωτο επεισόδιο του Ρετιρέ. «Μέσα στο απέραντο εργοτάξιο που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια, μου αρέσει η ευκολία που έχει σε αρκετά πράγματα και που δε χρειάζεται να έχεις πρόγραμμα. Μου αρέσει που είναι πολύπλοκη και συνδυάζει πολλά στοιχεία, μπορείς να είσαι μέσα στη βουή της πόλης αλλά εύκολα να βρεις ησυχία να κρυφτείς».

Δεν ξεχωρίζει αγαπημένο μαγαζί, όπως ούτε φαγητό. Του αρέσει να δοκιμάζει, δε βαριέται εύκολα να τρώει τα ίδια και δεν είναι καθόλου δύσκολος πελάτης. Δηλώνει πανευτυχής αν μαγειρεύει κάποιος άλλος και πάντα ενθουσιασμένος όταν βρίσκεται γύρω από το φαγητό. Προτάσεις για μέρη δεν του αρέσει να δίνει, προτιμά να ανακαλύψει κάποιος τυχαία ή να τον βγάλει ο δρόμος του και όχι να ακολουθήσει τις τάσεις.