Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
ΠΡΟΣΩΠΑ

Ο Άκης Καπράνος, ο Ηλίας Φραγκούλης και το σινεμά που τους «καίει»

Για τους πολύπειρους σινεκριτικούς και ιθύνοντες των κινηματογραφικών διοργανώσεων “Midnight Express” και “Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι”, τίποτα δε συγκρίνεται με την ικανοποίηση που παίρνουν από μία γεμάτη αίθουσα συγκινημένων θεατών εξαιτίας μιας ταινίας που οι ίδιοι τους έχουν με κόπο πείσει να δουν.

Ο μεν Άκης Καπράνος είναι ο ιθύνων νους του Midnight Express, «μιας κινηματογραφικής λέσχης λίγο διαφορετικής από τις άλλες που αφορά μεταμεσονύχτιες προβολές», τα Σαββατόβραδα, στο Ααβόρα το χειμώνα και στη Ριβιέρα το καλοκαίρι. 

Ο δε Ηλίας Φραγκούλης του Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι που από τις 14 ως τις 20 Ιουλίου, επίσης στη Ριβιέρα, για ενδέκατη χρονιά «δίνει ραντεβού με το κοινό της Αθήνας που αναπολεί τη γνήσια ψυχαγωγία του θερινού σινεμά μέσα από έργα τα οποία πρόσθεσαν ουσιαστικό νόημα στην έννοια της κινηματογραφικής παιδείας».

Αμφότεροι ως πολύπειροι κριτικοί κινηματογράφου -τους διαβάζουμε σε Ναυτεμπορική και freecinema.gr αντίστοιχα- εξηγούν στο OneMan ότι τίποτα δε συγκρίνεται με την ικανοποίηση που παίρνουν από μία γεμάτη αίθουσα συγκινημένων θεατών εξαιτίας μιας ταινίας που οι ίδιοι τους έχουν με κόπο πείσει να δουν, σε μια προβολή που οι ίδιοι έχουν διοργανώσει.

Και, σε πείσμα των streaming καιρών, παραμένουν αισιόδοξοι ότι ο κινηματογράφος (η τέχνη και η αίθουσα) δε θα χαθεί. Η σωτηρία του όμως δεν θα οφείλεται -τουλάχιστον όχι αποκλειστικά- στη σαρωτική δημοφιλία κάποιων ηρώων με κολάν, μπέρτες και υπερδυνάμεις που «θέτουν και το ζήτημα της παγκοσμίου ηθικής» και «αν τολμήσεις να γράψεις ότι αυτό που βλέπεις δεν είναι καλό, την έβαψες!».

 

Ηλίας Φραγκούλης: Όταν ξεκίνησα το φεστιβάλ, ο κόσμος κατανάλωνε όλο και περισσότερες καινούργιες μαλακίες που βγαίνουν από τη διανομή το καλοκαίρι

Κύριοι, πώς θα περιγράφατε με απλά ελληνικά τις κινηματογραφικές διοργανώσεις σας σε κάποιον που δεν έχει βρεθεί σε καμία από τις προβολές μέχρι σήμερα;
Ηλίας Φραγκούλης: Το “Ξαφνικά φέτος το καλοκαίρι” είναι ένα πρόγραμμα ταινιών που διαρκεί μία εβδομάδα σε ένα θερινό της Αθήνας. Η αρχική πρόθεση ήταν να πάρει μία μορφή roadshow, κάθε χρόνο να μετακομίζει, με σκοπό να φέρει τον κόσμο πιο κοντά σε μια κατάσταση που ζούσαμε πριν από δεκαετίες στο κέντρο, με τα προγράμματα επαναλήψεων που υπήρχαν τότε – αφιερώματα σε σκηνοθέτες ή είδη. Έτσι έμαθα κινηματογράφο. Από τα θερινά που πήγαινα τέσσερις φορές την εβδομάδα, από την κινηματογραφική λέσχη του Μπακογιαννόπουλου στην ΕΡΤ και από τις μηνιαίες προβολές της Ταινιοθήκης στο Έμπασσυ στο Κολωνάκι.

Όταν ξεκίνησα το φεστιβάλ, ο κόσμος κατανάλωνε όλο και περισσότερες καινούργιες μαλακίες που βγαίνουν από τη διανομή το καλοκαίρι. Άδειασμα ραφιών το αποκαλώ. Ήθελα να τους φέρω σε επαφή με παλιούς library τίτλους ρεπερτορίου για να καταλάβουν τι είναι ο κινηματογράφος. Αυτό θέλω: να βλέπουν παλιό κινηματογράφο -έχω μια εμμονή με ταινίες από το ’40 και το ’50-, ταινίες όμως όχι τόσο γνωστές όσο η Casablanca που αξίζει να τις ανακαλύψουν. Το αρχικό πλάνο περί roadshow δεν ευοδώθηκε. Από τη δεύτερη κιόλας χρονιά δεν έβρισκα θερινά ελεύθερα για μία εβδομάδα χωρίς να τα σπάσουν με τα γραφεία διανομής. Τα τελευταία χρόνια έχω ρίξει άγκυρα στη Ριβιέρα, μου ταιριάζει πολύ, η Πέγκυ (σ.σ. Πέγκυ Ρίγγα, ιδιοκτήτρια των κινηματογράφων Ριβιέρα, Βοξ και Ααβόρα) είναι εξίσου «τρελή». Άσε που είναι συγκινητικό για μένα. Σε αυτό το σινεμά, όταν ήμουν νέος, είδα ταινίες που σήμερα τις προβάλλω.

Άκης Καπράνος: Το Mignight Express προέκυψε από ένα συνδυασμό πραγμάτων. Είχα τις αναμνήσεις από τις παλιές μεταμεσονύχτιες προβολές στην Αθήνα στο Άλφαβιλ και αλλού. Ταξιδεύοντας έξω είδα ότι υπάρχει και μια άλλη κουλτούρα γύρω από αυτές, ενώ εδώ ήμασταν λίγο του χαβαλέ. Παρατήρησα πχ αφιερώματα σε ταινίες των 80s με βαθύ αποτύπωμα στην ποπ κουλτούρα, τις οποίες εδώ οι κριτικοί ψιλοσνόμπαραν. Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα έπρεπε να δω το Predator ή το Κόναν ο Βάρβαρος στη μεγάλη οθόνη, ταινίες που αγάπησα στο VHS και η γενιά μου αλλά και οι νεότερες δεν τις είχαν δει ποτέ σε σινεμά.

Άκης Καπράνος: Ούτε εγώ ούτε ο Ηλίας έχουμε κάποιο ΕΣΠΑ πίσω μας, δεν μας επιχορηγεί κανείς.

ΗΦ: Οι μεταμεσονύχτιες προβολές πριν από το Mignight Express στα 70s-80s είχαν ένα χαρακτήρα γαλαρίας. O κόσμος περίμενε να δει σχεδόν αποκλειστικά horror και να κάνει χαβαλέ. Παίζονταν κυρίως b-movies σε άθλιες κόπιες, οι θεατές φώναζαν συνθήματα, έχω δει μέχρι και να πετάνε άνθρωπο από τον εξώστη στην πλατεία, γίνονταν καφρίλες. Ο Άκης δεν το έκανε όμως για την καφρίλα.

ΑΚ: Από τις προβολές τόσο του Ηλία όσο και τις δικές μου φαίνεται ότι υπάρχει ένας κόσμος που θέλει να ανακαλύψει τις επιλογές μας.

Ένας κόσμος που σας εμπιστεύεται. Πόσο κοστοβόρο είναι όλο αυτό που κάνετε;
ΑΚ: Ούτε εγώ ούτε ο Ηλίας έχουμε κάποιο ΕΣΠΑ πίσω μας, δεν μας επιχορηγεί κανείς.

ΗΦ: Επιχορηγήσεις; Ας γελάσω. Για οχτώ χρόνια πλήρωνα τα πάντα από την τσέπη μου. Προφανώς η κάθε ταινία έχει ένα συγκεκριμένο κόστος ενοικίασης για τα δικαιώματα προβολής. Ευτυχώς έχουμε και οι δύο έχουμε από ένα σπόνσορα που καλύπτει ένα ποσοστό των εξόδων.

ΑΚ: Τα υπόλοιπα βγαίνουν από τον κόσμο που μας στηρίζει.

Μετά από τόσα χρόνια ως κριτικοί κινηματογράφου αλλά και ως διοργανωτές προβολών, έχετε καταλήξει ποιο από τα δύο σενάρια ισχύει τελικά; Το κοινό παίρνει αυτό που θέλει ή μαθαίνει να θέλει αυτό που του δίνεις;
ΗΦ: Ο Άκης είναι πιο εύκολο να παίξει πχ το Suspiria του Argento, ταιριάζει περισσότερο στο κοινό των μεταμεσονύχτιων προβολών. Εμένα με ακολουθεί ένα πιο adult κοινό που περιμένει να δει ταινίες του ’40 και του ’50. Αν τις έπαιζε ο Άκης, δεν θα είχε κόσμο. Μέχρι και εγώ αγωνιώ σε κάποιες προβολές. Επιμένω όμως να μην παίζω «εύκολες» λύσεις. Θα βάλω απλά κάποιες για να προστατέψω εμπορικά τη διοργάνωση και τον κινηματογράφο. Γιατί δεν τον νοικιάζουμε, παίρνει και η Ριβιέρα ρίσκο. Αν παίζουμε συνέχεια ταινίες που κάνουν 20 εισιτήρια ενώ την ίδια στιγμή θα μπορούσε να παίζει τα “Μαγνητικά πεδία” που κάνουν 300, θα μας έλεγαν: «Παιδιά, ωραίο αυτό που κάνετε, αλλά μπαίνουμε μέσα».

ΑΚ: Άρα πηγαίνετε σπίτια σας. Όταν παίζεις πιο δύσκολες ταινίες, πρέπει να δημιουργείς ένα word of mouth. Το Freaks του Tod Browning, μια ταινία του ’32, χρειάστηκε μία αλυσίδα από Facebook posts ώστε να πειστεί ο κόσμος να έρθει. Παρεμπιπτόντως φέτος θα προσπαθήσω να βάλω το κοινό και λίγο στον κόσμο του spaghetti western παίζοντας το Compañeros.

ΗΦ: Παλιότερα είχα παίξει στο Άνεσις το Harvey του Henry Koster με τον James Stewart, μία από τις δέκα πιο αγαπημένες μου ταινίες, ένα αριστούργημα που δεν το ξέρει ο κόσμος. Ήταν το 1/3 της αίθουσας γεμάτο. Μετά από κάποια χρόνια με επιμονή και πολλά posts το ξανάβαλα στη Ριβιέρα και γέμισε. Μερικές φορές δηλαδή πρέπει να πάρεις τον κόσμο από το χεράκι. Η ικανοποίηση είναι όταν χειροκροτάνε και σου λένε «ευχαριστώ που μου έμαθες αυτή την ταινία».

ΑΚ: Ένα φιξάκι μου είναι να κοιτάζω τον κόσμο σε σκηνές που ξέρω ότι θα τον «χτυπήσει νταλίκα». Ή να τους βλέπω όταν βγαίνουν από την αίθουσα, αφού η ταινία τους έχει «ρημάξει», τους έχει αφήσει ένα αποτύπωμα που δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή. Είναι κάτι που μου αρέσει να το κάνω και με ελληνικές ταινίες. Πέρυσι ξεκίνησα με τους Απέναντι. Το σινεμά γέμισε από κόσμο που κατά πλειοψηφία δεν είχε δει την ταινία. Ήρθαν και ο Πανουσόπουλος και η Λιβανού, είδαν συγκινημένοι την ταινία μαζί με το κοινό. Εγώ και ο Ηλίας καλύπτουμε ένα κενό, το οποίο καλώς ή κακώς υπάρχει. Αν δεν γίνονταν αυτά τα δύο πράγματα, δεν νομίζω ότι θα ανακάλυπταν εύκολα αυτές τις ταινίες με άλλο τρόπο οι σινεφίλ της Αθήνας.

ΗΦ: Νομίζω ότι οι σινεφίλ στην Αθήνα είναι ένας μύθος…

Ηλίας Φραγκούλης: Αναλογικά με τον πληθυσμό της πόλης μοιάζουμε underground και εναλλακτικοί χωρίς να πουλάμε κάτι τέτοιο.

Ο κόσμος που μαζεύουν οι δικές σας προβολές δεν είναι απόδειξη ότι υπάρχουν;
ΗΦ: Το γεγονός ότι σε μία προβολή μαζεύονται από 100 ως 300 άτομα, δε διορθώνει την κατάσταση. Δεν βοηθάνε και τα media ιδιαίτερα, ακόμη και συνάδελφοί μας μπορεί να μη γράψουν καν ότι υπάρχει η τάδε εκδήλωση. Υπάρχει μια in your face φθονερή συμπεριφορά.

ΑΚ: Για να το αποφύγω αυτό δεν έχω στείλει ποτέ μου δελτίο Τύπου σε έντυπο ή site. Το concept μου ήταν αυτό το πράγμα να ανακαλυφθεί από τον κόσμο, από κάτω, υπόγεια. Για μένα το Midnight Express λειτουργεί σε ένα παράδρομο, κάτι σαν συμμορία.

ΗΦ: Το δικό σου κοινό προσεγγίζεται από το Facebook, ενώ τους adult πρέπει να τους βρω μέσα από τα media. Είναι ένας κόσμος που βλέπει ακόμη το listing του Αθηνοράματος για να βγει έξω, ο κόσμος του «αν δεν το δω στην εφημερίδα, δεν υπάρχει». Τα πρώτα χρόνια πολλοί τέτοιοι δεν ήξεραν καν ότι υπήρχε το Ξαφνικά. Μαθαίνουν μετά τι ταινίες έχω παίξει και κλαίνε. Είχα τη Ζυράννα Ζατέλη στο The Last Picture Show να μου λέει: «έχω συγκλονιστεί, μπορείς να παίζεις την ταινία κάθε χρόνο;»

Λειτουργούν αυτές οι δύο διοργανώσεις, έστω στον βαθμό που τους αναλογεί σε μια πόλη των πέντε εκατομμυρίων, σαν μικρές σωσίβιες λέμβοι του σκεπτικού ότι το σινεμά αποτελεί μια ολοκληρωμένη πρόταση εξόδου;
ΑΚ: Ειδικά σε αυτή τη συγκυρία οι θερινοί κινηματογράφοι, αλλά και οι χειμερινοί από τη νέα σεζόν, πρέπει να ξεχάσουν πώς δούλευαν τα τελευταία χρόνια. Το στιλ να σε αναλαμβάνει ένα γραφείο διανομής επειδή σε έχει ανακαινίσει κιόλας (συμβαίνει μερικές φορές) και να επιβάλλει το πρόγραμμα, είναι καταστροφικό. Έχει τελειώσει η εποχή που άνοιγαν τα θερινά και κάθε βράδυ έμπαιναν μέσα 200 άτομα. Επίσης, οι αιθουσάρχες πρέπει να αντιλαμβάνονται το κοινό τους. Κάθε περιοχή έχει το δικό της. Διανομείς και αιθουσάρχες πρέπει να συνεννοούνται για να μη γίνεται μπάχαλο και προσπαθεί ο ένας να βγάλει το μάτι άλλου. Γι’ αυτό εγώ και ο Ηλίας επιμένουμε στη Ριβιέρα. Έψαχνα χρόνια να βρω σινεμά, έτρωγα συνέχεια πόρτα, μόνο η Πέγκυ μου είπε «έλα εδώ και κάνε ό,τι θες».

ΗΦ: Αναλογικά με τον πληθυσμό της πόλης μοιάζουμε underground και εναλλακτικοί χωρίς να πουλάμε κάτι τέτοιο. Δηλαδή δεν μπορεί να παίζω εγώ μια ταινία με σταρ του Hollywood από την κλασική περίοδο των στούντιο και να εμφανίζομαι ως εναλλακτικός. Δεν είμαι καθόλου εναλλακτικός, mainstream είμαι. Απλά θέλω να πείσω θεατές να ξαναδούν ή να μάθουν παλιές ταινίες εκεί που πρέπει να τις δουν και να μη βυθίζονται στον κόσμο της πλατφόρμας. Μα με ρωτάνε μερικές φορές: «Πολύ ωραίο αυτό που παίζεις, θα το βρω στο Netflix»; Δεν θα ήταν όμως λύση να γίνουν περισσότερα Midnight Express ή Ξαφνικά…, εκτός κι αν δουλεύονταν όπως τα δικά μας, δηλαδή όχι από μία καθαρά εμπορική σκοπιά που θα έριχνε την ποιότητα, οπότε θα προέκυπτε προκύψει μία «τραβεστί» εκδοχή των δικών μας προσπαθειών που πολλαπλασιασμένη θα δημιουργούσε μπάχαλο που ίσως να κατέστρεφε και εμάς.

ΑΚ: Παρά το ότι και τώρα ουσιαστικά δεν είναι κάτι προσοδοφόρο για εμάς, δεν έχουμε κέρδος.

ΗΦ: Ποιο κέρδος; Δεν έχω καν ισοφαρίσει τα λεφτά που έχω δώσει τόσα χρόνια.

Άρα γιατί το κάνετε; Μόνο για να βλέπετε με μεγάλη παρέα τις ταινίες που σας αρέσουν;
ΗΦ: Είναι σαν να μου λες γιατί κάνω αυτή τη δουλειά. Είμαι κριτικός κινηματογράφου. Γουστάρω να γράφω για ταινίες, να κάνω κάποιους ανθρώπους να θέλουν να δουν κάτι που εγώ θεωρώ ότι είναι σωστό να δουν.

ΑΚ: Ερχόμενος στο ταξί έπαιζε ένα ελληνικό τραγούδι. Κάποια στιγμή η τραγουδίστρια είπε: «Μήπως είναι μάταιο». Εγώ άκουσα «μήπως σινεμά». Κατάλαβες; Το σινεμά είναι αυτό που μας απασχολεί, αυτό που μας καίει. Κάνω τη δουλειά του κριτικού πολλά χρόνια. Όταν έκανα την πρώτη προβολή του Midnight Express με αφορμή τον θάνατο του David Bowie και γέμισε η Ααβόρα, ήταν η πρώτη φορά που είπα στον εαυτό μου: Ρε συ, έκανες κάτι καλό σήμερα. Και μια κειμενάρα να γράψεις μια στο τόσο, δεν είναι το ίδιο. Αυτό που παίρνεις πίσω από μία αίθουσα ανθρώπων που τους δονεί, τους συγκινεί, τους έχει συνταράξει η ταινία που έχεις επιλέξει, δε συγκρίνεται.

ΗΦ: Δεν είμαστε άνθρωποι που έχουμε κάνει ένα πράγμα για να το βλέπουμε εξ αποστάσεως ή να ρωτάμε τηλεφωνικά πόσα εισιτήρια κόψαμε. Είμαστε κάθε βράδυ εκεί. Θέλω να έχω την επαφή με τον κόσμο, να βλέπω τις αντιδράσεις του, να καταλαβαίνω, ακόμη και να τους μπήξω ένα μαχαίρι στο κόκαλο προλογίζοντας μια ταινία λέγοντας τους ότι πρέπει να προστατέψουν σινεμά σαν τη Ριβιέρα, γιατί αν δεν υπήρχε, θα χάναμε μία αυλή και στη θέση της θα χτιζόταν μια πολυκατοικία. Όλα τα σινεμά του κέντρου της Αθήνας υπάρχουν όχι εξαιτίας της αγάπης του κοινού, αλλά ενός νομοσχεδίου της Μερκούρη που τα κρίνει διατηρητέα.

ΑΚ: Τα golden boys των μεσιτικών τρίβουν τα χεράκια τους αυτή την περίοδο, μετά από τις καραντίνες και την επικράτηση του streaming. Όμως ακόμη κι αυτό το νομοσχέδιο της Μερκούρη μερικές φορές δε βοηθάει. Υπάρχει πχ στον Πειραιά ένα υπέροχο θερινό, το Φαντάζιο, που ανήκει στον Άγιο Σπυρίδωνα και το έχει περιφράξει. Περιμένουν να ρημάξει το κτίριο για να μπουκάρουν, γιατί διατηρητέο θεωρείται το κτίσμα, τίποτε άλλο.

ΗΦ: Πάντως η επαφή με τον κόσμο είναι που μετράει. Εξαιτίας αυτής της επαφής έχει τύχει να κλάψω στο σινεμά. Ελπίζω να μην ακούγομαι μελό και τέτοιες παπαριές.

ΑΚ: Σε ένα πρόλογο του Midnight είχα πει το εξής: Αν είσαι σκηνοθέτης, η ταινία σου βγει σε πλατφόρμα και λάβεις χιλιάδες mails που σου λένε πόσο γαμάτη είναι, δε θα ξέρεις τι ταινία έχεις κάνει παρά μόνο αν τη δεις σε αίθουσα με κόσμο. Εκεί αντιλαμβάνεσαι τι πραγματικά συμβαίνει. Πηγαίνεις σινεμά για να κάτσεις δίπλα σε έναν άγνωστο, να ενωθείτε με κάτι πιο μεγάλο από εσάς. Το σινεμά είναι ενέργεια και ενσυναίσθηση. Δεν το αγαπάμε μόνο γιατί μας αρέσουν κάποιοι σκηνοθέτες ή ταινίες. Το αγαπάμε για αυτό που συμβαίνει στην κινηματογραφική αίθουσα, γι’ αυτή τη θρησκευτική έκσταση.

Θα αντέξει σε βάθος χρόνου η κινηματογραφική αίθουσα;
ΑΚ: Δεν πιστεύω ότι θα χαθεί.

ΗΦ: Όσοι κινηματογράφοι κι αν κλείσουν, κάποια μόδα θα τους επαναφέρει. Όπως συνέβη για παράδειγμα με τα βινύλια. Καλώς ή κακώς οι μόδες επιτρέπουν σε κάποια πράγματα να παραμένουν ζωντανά. Σκέψου τι έγινε με την Kate Bush μόλις ακούστηκε το “Running up that hill” στο Stranger Things.

Άκης Καπράνος: Πρέπει και οι αιθουσάρχες να αντιληφθούν ότι τα πράγματα αλλάζουν.

Άρα λέτε ότι το streaming δε θα σκοτώσει τον κινηματογράφο και μάλλον δε θα σκοτώσει ούτε την κινηματογραφική αίθουσα.
ΑΚ: Πρέπει και οι αιθουσάρχες να αντιληφθούν ότι τα πράγματα αλλάζουν. Αν μείνουν κολλημένοι στο παλαιότερο μοντέλο, δεν θα επιβιώσουν. Πρέπει να αφουγκραστούν και να προσαρμοστούν. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι έγκειται στο πώς όλη αυτή η ιστορία με το streaming επηρεάζει το ίδιο το σινεμά. Επειδή οι ταινίες γυρίζονται γρήγορα και είναι πάρα πολλές, μοιάζουν σαν να γυρίζονται έτσι ώστε να «διαβάζονται» γρήγορα. Δεν υπάρχει αυτό που λέμε «κάτω κείμενο».

ΗΦ: Προσωπικά δε με χαλάει να βλέπει ο κόσμος ταινίες και στην τηλεόρασή του. Αλλά να βλέπεις ταινίες που αξίζουν και όχι μισερά σκουπίδια ή ταινίες που ξέρεις ότι σύντομα θα βγουν στις αίθουσες. Το κακό στο σπίτι δεν είναι το streaming αλλά ο τρόπος που βλέπεις. Είσαι στο κινητό και ποστάρεις στο Facebook. Έτσι όμως δε βλέπεις ταινία.

ΑΚ: Το θέμα της πειρατείας, αν τα στούντιο ήθελαν να το τελειώσουν, θα το είχαν κάνει σε 5 λεπτά. Νομίζω ότι θέλουν να υπάρχει σε κάποιο βαθμό αυτή η αιμορραγία. Λειτουργεί και προς την κατεύθυνση κατάργησης του μεσάζοντα, που είναι η αίθουσα. Έτσι επωφελούνται τα στούντιο στις πλατφόρμες, όλα τα λεφτά καταλήγουν στην τσέπη τους. Το ότι υπάρχει σινεμά σήμερα και τα στούντιο δεν το έχουν εντελώς σκοτώσει, οφείλεται στην Ασία. Το σινεμά εκεί είναι λαϊκή διασκέδαση. Είναι πολλά τα λεφτά για τους Αμερικανούς.

Η κριτική έχει δύναμη το 2022;
ΑΚ: Όχι, εγώ δεν πιστεύω ότι έχει.

ΗΦ: Θα συμφωνήσω σε ένα μεγάλο βαθμό, αλλά θα πω, όσο εγωιστικό και ν’ ακούγεται, στ’ αρχίδια μου, υπάρχω εγώ.

ΑΚ: Κι εγώ φτύνω αίμα για τις κριτικές που γράφω τώρα στη Ναυτεμπορική. Θα μελετήσω τι πραγματεύεται κάθε ταινία και τι κρύβεται πίσω της, δεν θα ξεπετάξω ένα κείμενο σε στυλ ωραία φωτογραφία με βραβείο στη Βενετία κλπ.

ΗΦ: Δημιούργησα ένα site για να σώσω αυτό που λέει ο Άκης. Άνοιξα το freecinema.gr με αποκλειστική ελπίδα να ανασύρω την πεθαμένη και χαμένη αξία της κριτικής κινηματογράφου στην Ελλάδα. Αν ρωτήσεις σήμερα τον κόσμο να σου πει ποιοι είναι κριτικοί κινηματογράφου, θα σου πουν κάποιους γιατί μπορεί να τους ξέρουν εξαιτίας μιας πιο επεισοδιακής παρουσίας στα media και γενικά από πράγματα πέραν αυτού που είναι πραγματικά η δουλειά τους.

Ηλίας Φραγκούλης: Στην εβδομαδιαία παρουσίαση κριτικής για υποψήφιους μελλοντικούς θεατές γράφεις αλλιώς. Προσπαθείς να κατευθύνεις.

Ποια εφόδια πρέπει να έχει κάποιος για να γίνει κριτικός κινηματογράφου;
ΗΦ: Προφανώς βοηθάει να έχεις δει εκατοντάδες χιλιάδες ταινίες. Πρώτα απ’ όλα όμως πρέπει να έχεις επαφή με το γράψιμο. Εγώ είχα μια ροπή προς το γράψιμο από πολύ μικρός και ταυτόχρονα αγαπούσα εξωφρενικά τον κινηματογράφο.

ΑΚ: Μια μεγάλη διαφωνία που έχουμε με τον Ηλία είναι η εξής: Εγώ θεωρώ πως η κριτική έχει λόγο ύπαρξης για τον αναγνώστη αφού δει την ταινία. Κατά τη γνώμη μου οι κριτικές θα έπρεπε να δημοσιεύονται τη Δευτέρα, όχι την Πέμπτη.

ΗΦ: Είμαι εντελώς αντίθετος. Θεωρώ ότι έχει σημασία να προετοιμάσεις τον θεατή, να τον καθοδηγήσεις σωστά. Μετά θα μπορούσες να γράψεις κάτι πέρα από οδηγό. Στην εβδομαδιαία παρουσίαση κριτικής για υποψήφιους μελλοντικούς θεατές γράφεις αλλιώς. Προσπαθείς να κατευθύνεις.

Είναι όλες οι ταινίες καλές για αυτό που είναι;
ΑΚ: Το θέμα είναι μια ταινία να μην είναι ανέντιμη ως προς τις προθέσεις της. Να μη λέει ότι είναι κάτι και τελικά να είναι κάτι άλλο εκ της κατασκευής της. Όταν ας πούμε μιλάς για την ανθρώπινη ταπεινότητα και η κάμερα σε κοιτάζει από πάνω σαν να είσαι μυρμήγκι, υπάρχει ζήτημα. Σημαίνει ότι δεν είναι ταπεινός αυτός που γύρισε την ταινία.

Να το πω με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: είναι και το La notte του Antonioni ή κάποιου άλλου ιερού τέρατος και κάτι σαν το Βασικά καλησπέρα σας καλά για αυτό που είναι;
ΑΚ: Ή αν μια ταινία του Scorsese είναι απαραίτητα καλύτερη από μία των αδερφών Farrelly, αυτό ρωτάς.

ΗΦ: Πρέπει όλα να κρίνονται σύμφωνα με το είδος τους. Στην τελική σήμερα θεωρώ τις περισσότερες ταινίες του Antonioni ξεπερασμένες. Μιλούσαν για συγκεκριμένους ανθρώπους που στην εποχή τους βίωναν συγκεκριμένες κοινωνικές, υπαρξιακές καταστάσεις. Επίσης είχε μια κινηματογραφική γλώσσα που σήμερα μπορεί να κάνει ένα θεατή να κλωτσήσει.

ΑΚ: Η Έκλειψη πάντως που είναι η αγαπημένη μου ταινία του, μού φαίνεται μοντέρνα και καίρια ακόμη και σήμερα. Τι σημαίνει ότι θα κλωτσήσει ο θεατής;

ΗΦ: Σημαίνει ότι δεν μπορεί να την παρακολουθήσει ούτε σαν ρυθμό, ούτε σαν φιλμική γλώσσα, ούτε σαν τίποτα.

ΑΚ: Να μπορέσει!

ΗΦ: Πριν χρόνια που έκανα το πρόγραμμα στο ΚΠΙΣΝ, είχα βάλει το Σαμποτέρ του Hitchcock, ένα εκπληκτικό θρίλερ κατασκοπείας. Στη μισή ώρα ένα νεαρό ζευγάρι έφυγε. Πιστεύω όχι γιατί δεν τους άρεσε, αλλά δεν μπορούσαν να μπουν στη γλώσσα της. Στενοχωρήθηκα αλλά κατανόησα. Παρεμπιπτόντως έχω πρόβλημα με τους περισσότερους συναδέλφους μου που λειτουργούν με ένα copy/paste κατηγοριοποίησης των φεστιβαλικών δήθεν art-house τίτλων. Όλοι γράφουν τα ίδια, χωρίς προσωπικότητα στο κείμενο, μια οποιαδήποτε διαφωνία, κάτι που να το διαβάσω και να πω ότι αυτό το έγραψε ο τάδε.

ΑΚ: Χαίρομαι που αυτή την περίοδο δεν έχω αστεράκια στα κείμενα μου – άλλο ένα σημείο διαφωνίας με τον Ηλία. Για μένα είναι ένας από τους καρκίνους της δουλειάς μας. Θέλω ο κόσμος να διαβάζει το κείμενο. Από κει και πέρα, φυσικά πρέπει να υπάρχει υποκειμενικότητα σε μια κριτική.

Άκης Καπράνος: Μια ταινία που λάτρεψα είναι το Holy Motors του Leos Carax

Μόνο οι «κουλτουριάρικες» ταινίες πάνε μπροστά την τέχνη του σινεμά;
ΗΦ: Όχι αποκλειστικά. Το πρόσφατο Τα πάντα όλα δεν είναι «κουλτουριάρικη» ταινία. Μπορεί να λειτουργήσει με κάθε είδος κοινού. Έχει τόσα επίπεδα ανάγνωσης που κανονικά θα έπρεπε να ανήκει στο art-house κύκλωμα, το οποίο όμως δεν θα μπορούσε ποτέ να δεχθεί μια τέτοια ταινία.

ΑΚ: Γιατί η ταινία έχει μία «ελαφράδα».

ΗΦ: Έχει κάτι καινούργιο, μία αναρχία που αναζητώ. Όπως το Men που οι περισσότεροι το έθαψαν. Το βρήκα καταπληκτικό. Είναι σινεμά που σε κάνει να θέλεις να κουβεντιάσεις μετά, θίγει πράγματα.

ΑΚ: Μια ταινία που λάτρεψα είναι το Holy Motors του Leos Carax. Κατάλαβα πολλά όταν έφυγε από τις Κάννες χωρίς ούτε ένα βραβείο. Η φεστιβαλική καλλιτεχνική ελευθερία του δημιουργού δεν είναι πραγματική ελευθερία. Η κάθε ταινία έχει τη συνταγή της. Όπως έχουν συνταγές τα blockbuster του Michael Bay, έτσι κι εγώ αν ήμουν Ευρωπαίος σκηνοθέτης και ήθελα να πάει η ταινία μου σε ένα μεγάλο φεστιβάλ, θα ήξερα ότι είναι τέσσερα-πέντε θεματάκια που αν τα πιάσω με συγκεκριμένο τρόπο θα μπω στο διαγωνιστικό.

ΗΦ: Κάτι ακόμη για την κριτική: Δεν μπορείς να ζητάς από έναν «απλό» θεατή τα πάντα, να έχει τις γνώσεις ή τη ματιά σου. Μπορείς όμως σιγά-σιγά να τον πάρεις από το χεράκι και να προσπαθήσεις να του δείξεις πράγματα που ακόμη κι αν τον τσατίσουν θα τον φέρουν αντιμέτωπο με κάτι καινούριο. Πολλές τέτοιες εμπειρίες μπορεί να του διαφοροποιήσουν την οπτική και το γούστο.

Το Top Gun σας άρεσε;
ΑΚ: Πολύ! Πέρασα υπέροχα.

ΗΦ: Πάρα πολύ, του έβαλα 3,5 αστεράκια. Αν δεν υπήρχε αυτή η ευκολία με το κλεμμένο αεροπλάνο στο τέλος, θα μου άρεσε ακόμη περισσότερο. Το παλιό πάντως που το ξαναείδα, δεν βλέπεται.

Θα σώσει ο Tom Cruise τις κινηματογραφικές αίθουσες;
ΗΦ: Μακάρι! Από τότε που βγήκε η ιστορία με τη Σαϊεντολογία, το κοινό άρχισε να κλωτσάει στο άκουσμα του ονόματός του. Ενώ πέρα από τα γνωστά franchise πάντα έβγαζε καλές ταινίες, κάποιες -σαν το Oblivion και το Edge of Tomorrow– έκαναν πολύ λιγότερα εισιτήρια από όσα θα έπρεπε.

ΑΚ: Τον γουστάρω πολύ. Και μιλάμε για έναν ηθοποιό που τον έχουν επιλέξει ως πρωταγωνιστή οι μεγαλύτεροι σκηνοθέτες, από τον Paul Thomas Anderson μέχρι τον Kubrick.

Είναι μάλλον ο τελευταίος σταρ τέτοιου μεγέθους για τον οποίο μπορεί να πει κανείς: πάω να δω τη νέα ταινία του Tom Cruise, και όχι το νέο “Spiderman” – όποιος κι αν πρωταγωνιστεί.
ΑΚ: Χίλιες φορές ο χειρότερος Tom Cruise από την καλύτερη ταινία της Marvel. Προσωπικά τις απεχθάνομαι. Θέτουν και αυτό το ζήτημα της παγκοσμίου ηθικής, ότι ρε παιδί μου εμείς θα ορίσουμε τι είναι καλό και κακό, οι -όλως τυχαίως- Αμερικανοί σούπερ ήρωες θα θεσπίσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού. Και έχεις αυτό το τοξικό fanbase γύρω από αυτές τις ταινίες. Περιμένουν από τον κριτικό να είναι ο τελευταίος κρίκος σε μία αλυσίδα ποιοτικού ελέγχου.

ΗΦ: Αν τολμήσεις να γράψεις ότι αυτό που βλέπεις δεν είναι καλό, την έβαψες! Δεν ακολουθείς την πραγματικότητα, είσαι αλλού, είσαι ο «κουλτούρα να φύγουμε»… Ειλικρινά δεν αντέχω άλλο αυτές τις ταινίες. Δεν μπορώ να βλέπω άλλο τους σούπερ ήρωες με τις σούπερ δυνατότητες που σώζουν τον πλανήτη από τον σούπερ κακό.

Δε σώζουν όμως έστω την παρτίδα των εισιτηρίων;
ΗΦ: Όχι, καθόλου. Επειδή βγαίνουν τέσσερις τέτοιες ταινίες που ξεσκίζουν το χρόνο; Σώζουν ένα ποσοστό από τα σπασμένα.

Δε θα ήταν χειρότερο για την κινηματογραφική βιομηχανία αν δεν υπήρχαν;
ΑΚ: Θα είχε βρει κάτι άλλο να ξεζουμίσει η βιομηχανία. Υπάρχει και μια αρνητική διάσταση σε όλο αυτό. Στα 90s το Δαμάζοντας τα κύματα έκανε 300.000 εισιτήρια. Σήμερα αυτή η ταινία δε θα έκανε ούτε 20.000. Δηλαδή κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις.

ΗΦ: Από την άλλη υπάρχουν κομιξάδικες ταινίες που κάνουν τη διαφορά. Δε θα πω το Joker που προφανώς έφευγε πολύ από την κουλτούρα του κόμικ και μου άρεσε πάρα πολύ. Υπάρχει και το παράδειγμα του Batman. Δηλαδή υπάρχει χώρος να γίνει κάτι λίγο διαφορετικό.

ΑΚ: Οι ταινίες που έκανε ο Tim Burton, είναι ταινίες Burton, δεν είναι ταινίες Batman. Αυτό τις κάνει ξεχωριστές. Σήμερα το fanbase δε θέλει ταινίες με υπογραφή. Στις ταινίες της Marvel, ας μη γελιόμαστε, δεκαπέντε κοιλαράδες executives γύρω από ένα τραπέζι δίνουν στο σκηνοθέτη οδηγίες σε post-it και τέλος.

ΗΦ: Το σινεμά δεν σώζεται από αυτές τις ταινίες γιατί το κοινό που τις βλέπει δεν πάει να δει κάτι άλλο. Είναι σαν τους ηλικιωμένους που πηγαίνουν σινεμά μια φορά την πενταετία και βλέπουν την Ευτυχία, τον Τιτανικό, τους 300 ή τις ταινίες του Παπακαλιάτη. Όχι ότι είναι κακά όλα αυτά.

ΑΚ: Ο Παπακαλιάτης είναι ο πρώτος σκηνοθέτης που έδειξε το θέμα της Χρυσής Αυγής στο ελληνικό σινεμά.

ΗΦ: Είναι πολλά παραδείγματα ταινιών του λεγόμενου «ποιοτικού ελληνικού κινηματογράφου» που έχουν προσπαθήσει να πουλήσουν την ατζέντα της κοινωνίας, του ξεπεσμού, του ρατσισμού, της ναζιστικοποίησης τόσο διδακτικά και «φάτο στη μούρη». Χίλιες φορές να το κάνει ο Παπακαλιάτης που προσεγγίζει ένα μαζικό κοινό 600.000 εισιτηρίων, μερίδα του οποίου κοινού υποστηρίζει κιόλας τέτοια πράγματα και θα φάει σφαλιάρα βλέποντας τα στην οθόνη, παρά να δει τη δηθενιά ενός σαλονάτου του κέντρου της Αθήνας, του Παγκρατίου, της Κυψελάρας, που έγραψε ένα σενάριο χωρίς να έχει ιδέα πώς είναι αυτά τα πράγματα, εγκρίθηκε επειδή έχει φίλους στο ΕΚΚ, έχει και μια παραγωγό που θα του βγάλει κάτι λεφτά από Γαλλία-Γερμανία και θα ξεπετάξει την ταινία με την ελπίδα να πάει σε κάνα φεστιβάλ, δηλαδή να παίξει στο δέκατο παράλληλο πρόγραμμα και να έρθει μετά εδώ να μου πει: «Κοιτά, πούλησα το κοινωνικό πρόβλημα της χώρας μας έξω». Αρχίδια πούλησες.

Ο ιστορικός του μέλλοντος πώς θα περιγράψει την τωρινή κατάσταση στο ελληνικό σινεμά;
ΑΚ: Πιστεύω ότι κάνουμε 20-30 ταινίες το χρόνο και οι 2-3 είναι πραγματικά καλές. Αυτό ως αναλογία δεν το έχει κανένα άλλο σινεμά. Δεν είναι κακή η κατάσταση. Έχει δημιουργηθεί μια ωραία τάση: οι ελληνικές ταινίες τραβάνε κόσμο στα θερινά. Το Digger, η Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς, το Πρόστιμο, φέτος τα Μαγνητικά Πεδία. Έχει ενδιαφέρον ότι ο κόσμος νοιάζεται να ακούσει κάποιον να του μιλάει στη γλώσσα του. Ελπίζω να μην καταστραφεί αυτό το χαρτί από διανομείς που πιστεύουν ότι η ελληνική ταινία είναι η χήνα με τα χρυσά αυγά οπότε θα βγάζουν ό,τι μαλακιάρα υπάρχει στα γραφεία τους.

ΗΦ: Διαφωνώ σε ένα βαθμό. Ναι, υπάρχουν κάποιες καλές ελληνικές, αλλά δεν έρχονται σε επαφή με τεράστιο κοινό. Όλες αυτές που είπαμε κάνουν από 1000 ως 30.000 εισιτήρια. Το Πρόστιμο του Μπόγρη έφτασε γύρω στα 15. Ο Οικονομίδης με την Μπαλάντα έκανε τα περισσότερα εισιτήρια στην καριέρα του, προσεγγίζοντας τα 30000.

Υπάρχει σε αυτή τη συγκυρία κάποια κοινή αισθητική ή θεματική βάση στο ελληνικό σινεμά;
ΗΦ: Νομίζω όχι. Μακάρι να μην ξανασκάσει κάτι σαν το weird wave. Καλό δεν έκανε. Δημιούργησε μόνο μια μικρή κλίκα σκηνοθετών που δημιουργούσαν κόπιες «παράξενων» ταινιών για να πάνε στα φεστιβάλ.

ΑΚ: Όπως έγινε με τον Αγγελόπουλο στα 80s. Φάγαμε πολύ άκυρη “weird-ίλα”.

ΗΦ: Πρέπει να ξεχωρίζουμε δυο-τρεις ταινίες το χρόνο, να τις δείχνουμε με όσα δάχτυλα μπορούμε και να φωνάζουμε: παιδιά αυτή η ταινία αξίζει, ξυπνήστε, βοηθήστε. Γιατί αν πάει καλά μπορεί να κινητοποιηθεί ένας παραγωγός, να βρει έναν άλλο σκηνοθέτη που θα μπορούσε να γυρίσει κάτι αντίστοιχου κύρους και να δημιουργηθεί μία υγιής μάζα νέων ανθρώπων στο ελληνικό σινεμά. Δυστυχώς οι περισσότεροι από τους συναδέλφους μας λόγω δημοσίων σχέσεων τσουβαλιάζουν τα πάντα με ίδιο αριθμό αστεριών. Όλες οι ελληνικές ταινίες είναι από δύο αστεράκια και πάνω. Όλες είναι ενδιαφέρουσες. Πώς θα εμπιστευθεί ο αναγνώστης τον κριτικό; Πώς θα ξεχωρίσει την ταινία που είναι πραγματικά καλή;

Ποιος είναι αυτή τη στιγμή ο σημαντικότερος Έλληνας σκηνοθέτης;
ΗΦ: Τι ρωτάς τώρα…

ΑΚ: Τον Λάνθιμο θα πει.

ΗΦ: Φυσικά ο Γιώργος Λάνθιμος. Δεν τον πήρε κανείς από το χεράκι, ούτε χρησιμοποίησε μέσον για να κάνει αυτά που έκανε. Έβλεπα εξαρχής κάτι πολύ καλό στη δουλειά του, τον στήριζα από την Κινέτα όταν στη Θεσσαλονίκη όλοι όσοι είχαν πάει στη δημοσιογραφική, με έβλεπαν να πηγαίνω το απόγευμα και μου έλεγαν: «Μαλάκα, μην το δεις, είναι τέρας». Δεν θα μου πουν δηλαδή εμένα για Λάνθιμο οι άνθρωποι που πετούσαν για Κάννες τη χρονιά του Κυνόδοντα ενώ οι διανομείς έλεγαν μέσα στο αεροπλάνο: «Τι μαλάκες είναι αυτοί, δεν μπορούν να κάνουν μια νορμάλ ταινία».

ΑΚ: Είναι σίγουρα ο σημαντικότερος σε επίπεδο industry. Κάποιες ταινίες του μου αρέσουν πάρα πολύ -ήμασταν και συμμαθητές στη Σχολή Σταυράκου- αλλά αν με ρωτήσεις ποιος είναι ο αγαπημένος μου εν ζωή, αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε Οικονομίδη και Γραμματικό. Μάλλον αγαπώ τις ταινίες του Νίκου πιο πολύ, μου έχουν μιλήσει πιο βαθιά και μου λείπει τρομερά το σινεμά του σήμερα. Θα ήθελα να βλέπω περισσότερο Γραμματικό και λιγότερες κόπιες Λάνθιμου.

Ηλίας Φραγκούλης: Χάρη στον Κυνόδοντα και τη Στρέλλα σε ένα πολύ καλό timing υπήρξε ενδιαφέρον για το ελληνικό σινεμά.

Στον βαθμό που του αναλογεί είναι σήμερα υπολογίσιμη δύναμη στο εξωτερικό το ελληνικό σινεμά;
ΗΦ: Τώρα πια ναι. Στα φεστιβάλ άλλωστε ψάχνουν κατά διαστήματα χώρες που δεν έχουν παίξει πολύ.

ΑΚ: Και δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Η οικονομική κρίση έκανε το ελληνικό σινεμά να μοιάζει με εξωτικό φρούτο, όπως ήταν το ιρανικό παλιότερα.

ΗΦ: Χάρη στον Κυνόδοντα και τη Στρέλλα σε ένα πολύ καλό timing υπήρξε ενδιαφέρον για το ελληνικό σινεμά. Το οποίο δεν μεταφράστηκε ακριβώς σε καλές ταινίες, γιατί πολλοί σκηνοθέτες εκμεταλλεύτηκαν το ρεύμα, ανέβηκαν σε αυτό το wave, τελικά όμως δεν πήγαν πουθενά.

Έχει τύχει μετά από χρόνια να αλλάξετε εντελώς γνώμη για μια ταινία;
ΑΚ: Ίσως να υπήρξα αυστηρός με το Dreamers του Bertolucci. Το είχα ψιλοθάψει. Οι πολιτικές αγκυλώσεις που είχα με την ταινία τότε, τώρα έχουν λειανθεί κάπως. Γενικά όλο αυτό έχει να κάνει με το πώς αλλάζει το σινεμά αλλά κυρίως με το πώς αλλάζεις εσύ.

ΗΦ: Ίσως μετά από δέκα χρόνια να υπάρχει μια μικρή πιθανότητα μια ταινία να έχει χάσει λίγη από την αξία της. Συμβαίνουν όμως αυτά. Μερικές ταινίες γερνάνε μαζί μας. Ή γερνάνε ακόμη περισσότερο. Υπάρχουν άλλες που τις βλέπεις κάθε λίγα χρόνια και ανακαλύπτεις εντελώς νέα πράγματα. Αυτό μου συμβαίνει με το Harvey. Στην αρχή μου είχε φανεί σουρεαλιστική κωμωδία. Μετά την έκτη φορά έκλαιγα με το σενάριο.

ΑΚ: Ένα τέτοιο παράδειγμα για μένα είναι το φινάλε στους Εντιμότατους φίλους μου. Όταν το πρωτοείδα, γελούσα με τα καλαμπούρια, δεν μπορούσα να συλλάβω την τραγικότητα αυτών των ανθρώπων που χλεύαζαν το θάνατο μέσα από την καφρίλα και τη φάρσα. Δεν μπορούσα να αισθανθώ το impact του φινάλε στα 20 μου. Παρεμπιπτόντως, ο σκηνοθέτης Mario Monicelli είχε ένα παρόμοιο θάνατο. Στα 95 του, με απόλυτη διαύγεια σκέψης, πήγε στο νοσοκομείο, του είπαν ότι έχει καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο, χαιρέτησε τους γιατρούς και πήδηξε από το παράθυρο. Είχε δηλαδή ένα θάνατο σε απόλυτη συνέπεια με το σινεμά που έκανε. Ξέρεις ότι δεν σε κορόιδεψε ποτέ αυτός ο άνθρωπος.

ΗΦ: Εγώ σήμερα κλαίω με το Ferris Bueller’s Day Off. Το είχα δει πρώτη φορά πιτσιρικάς σε ένα θερινό της γειτονιάς μου. Πολλά χρόνια αργότερα έγραψα ότι είναι καλύτερη ταινία από το Κουρδιστό πορτοκάλι. Αλήθεια θεωρώ ότι είναι σημαντικότερο νεανικό φιλμ γιατί περνάει μηνύματα πιο αναρχικά σε ένα πιο μαζικό κοινό. Την περίοδο που πέθανε ο John Hughes το πέτυχα στην τηλεόραση και έβαλα τα κλάματα. Σκέφτηκα: Μαλάκα, είσαι αυτό που φοβάται ο Ferris ότι θα γίνει όταν μεγαλώσει.

ΑΚ: Κάτι ανάλογο μου συνέβη με την πατρότητα. Όταν η κόρη μου ήταν έξι μηνών, έβαλα στο home cinema να δούμε Λούκι Λουκ και ακόμη πονάει το σαγόνι μου από την εξής σκέψη: Μαλάκα, έγινες αυτός που σε πήγαινε κάποτε στο σινεμά.

ΗΦ: Όλα αυτά φαίνονται στα κείμενά μας. Η προσωπικότητα ενός κριτικού, το πόσο εκτίθεται μέσα από ένα κείμενο, αυτό κάνει τη διαφορά.

ΑΚ: Η έκθεση. Αυτό ακριβώς.

ΙΝFO

Ξαφνικά φέτος το καλοκαίρι, του Ηλία Φραγκούλη. Από τις 14 ως τις 20 Ιουλίου στη Ριβιέρα. Περισσότερες πληροφορίες: freecinema.gr
Midnight Express, του Άκη Καπράνου. Κάθε Σάββατο μετά τα μεσάνυχτα στη Ριβιέρα. Περισσότερες πληροφορίες: @MidnightExpress