Ανδρέας Σιμόπουλος
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μάριε Σαραντίδη, πώς βρίζει ένας μπασοβαρύτονος στο Σπιρτόκουτο;

Ο λυρικός τραγουδιστής, που έχει εμφανιστεί μεταξύ άλλων στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και σε αίθουσες όπερας της Γερμανίας, προσγειώνεται στη σκηνή της Στέγης για το Σπιρτόκουτο: The Musical.

Στο block party της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του Οκτωβρίου και μετέτρεψε τη γειτονιά του Νέου Κόσμου σε μία μεγάλη μουσική και χορευτική σκηνή, υπήρχε μία φράση που αναβόσβηνε κάποια στιγμή στην πρόσοψη του κτιρίου της Στέγης επί του παραδρόμου της Λεωφόρου Συγγρού. «Φτιάξ’ το το μπουρδέλο σου». 

Πολλοί αναρωτήθηκαν βλέποντάς την, «τι φάση, ρε παιδιά;». Η φάση ήταν ότι η Στέγη σε ένα μήνα και κάτι θα έφερνε στην Κεντρική Σκηνή της μία από τις πολυαναμενόμενες παραστάσεις της φετινής σεζόν, ένα μιούζικαλ-έκπληξη, μία παραγωγή που ήταν ήδη talk of the town: τη μουσικοθεατρική μεταφορά του θρυλικού Σπιρτόκουτου του Γιάννη Οικονομίδη

Και ναι, η αμίμητη στιχομυθία της αρχής της ταινίας για το air-condition, μεταξύ του Δημήτρη (Ερρίκος Λίτσης) και του Γιώργου (Κώστας Ξυκομηνός), που δροσίζονται χρησιμοποιώντας περιοδικά για βεντάλιες στην καυτή Αθήνα του Αυγούστου, θα ακουστεί ξανά δυνατά και θα μας οδηγήσει ευλόγως σε συνειρμούς/παραλληλισμούς για την ελληνική κοινωνία του σήμερα: «Φτιάξ’ το το μπουρδέλο σου, να πούμε, φτιάξ’ το! Με περιοδικά και εφημερίδες κάνετε αέρα εδώ μέσα;».

Ο καιρός λοιπόν πέρασε και το Σπιρτόκουτο: The Musical, το πρωτότυπο έργο που έγραψε ο Γιάννης Νιάρρος (υπογράφει επίσης τη σκηνοθεσία και τους στίχους) με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο (συνυπογράφει το λιμπρέτο με τον Οικονομίδη) είναι γεγονός. 

Εννέα μουσικοί και έντεκα ερμηνευτές καταλαμβάνουν από σήμερα τη Στέγη για να παρουσιάσουν μία καινούργια εκδοχή, τη δική τους εκδοχή, της ταινίας ορόσημο για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά. 

Εμείς μιλήσαμε με έναν από τους ηθοποιούς της παράστασης, που δεν είναι για την ακρίβεια ηθοποιός. Είναι ένας μπασοβαρύτονος, ένας από τους καλύτερους λυρικούς τραγουδιστές της αθηναϊκής οπερατικής σκηνής, που έχει εμφανιστεί μεταξύ άλλων στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και σε αίθουσες όπερας της Γερμανίας. 

Είναι ο Μάριος Σαραντίδης σε μία συνέντευξη Στα Γρήγορα για το Σπιρτόκουτο του 2002, το Σπιρτόκουτο: The Musical του 2022 και για το τι σημαίνει τέλος πάντων μπασοβαρύτονος.

Μάριε Σαραντίδη, τι δουλειά έχει ένας λυρικός τραγουδιστής στο Σπιρτόκουτο: The Musical;

Πώς έγινε η πρόταση για τη συμμετοχή σου στο Σπιρτόκουτο: The Musical;

Λοιπόν, ένα μεσημέρι πριν από ένα χρόνο, χτύπησε το κινητό μου. Ο αριθμός ήταν άγνωστος. Το σήκωσα και ο Γιάννης Νιάρρος ήταν στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου.

«Έλα Μάριε, ο Γιάννης ο Νιάρρος είμαι, ρώτησα παντού για κάποιον λυρικό τραγουδιστή που να είναι καλός και σκηνικά και όλοι μου πρότειναν εσένα. Θέλω να έρθεις να ακούσεις κάποια αποσπάσματα που έχουμε συνθέσει με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο και να μου πεις αν θέλεις να συμμετάσχεις», μου είπε με έναν απίστευτα ευθύ και ειλικρινή τρόπος, που με κέρδισε αμέσως. Πήγα σπίτι του, κάτσαμε κάπου τρεις ώρες, τραγουδήσαμε, γελάσαμε, ε και είπα το ναι.

Σπιρτόκουτο και μιούζικαλ. Ποια ήταν η πρώτη σου αντίδραση στο άκουσμα αυτού του combo; 

Δεν είμαι από αυτούς που αμφισβητούν ή επικροτούν a priori. Δραματουργικά η ταινία έχει πολύ ενδιαφέρον και θεωρώ ότι μπορεί να υποστηριχτεί το σενάριο από μουσική. Γιατί και οι φωνές και η ένταση της ταινίας, μουσική είναι με έναν τρόπο. 

Ποιος είναι ο ρόλος που κρατάς στην παράσταση;

Στο έργο είμαι ο Γιώργος, ο αδερφός της Μαρίας που είναι η σύζυγος του Δημήτρη. Ένας καλοκάγαθος, λαϊκός, μικροαστός τύπος, αντρουά, μάτσο και λίγο φοβισμένος. Η δυσκολία για μένα στην πρόζα έγκειται στο ότι δεν είμαι ούτε μάτσο, ούτε αφελής, ούτε φοβισμένος, ούτε μάγκας, αλλά και ούτε ηθοποιός υπό την έννοια ότι δεν έχω εκπαίδευση ηθοποιού. 

Επίσης, θα τολμήσω να πω ότι το σώμα μου και ο τρόπος που κινούμαι είναι πιο ανάλαφρος και εκλεπτυσμένος. Τώρα λοιπόν καλούμαι να παραμερίσω αυτό το κομμάτι μου και να μεταβώ σε κάτι άλλο, το οποίο το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον ως γκέι άντρας, που ακουμπάει την πιο αρρενωπή του πλευρά, ίσως σε πιο μεγεθυμένο βαθμό.

Υπάρχει κάποιο τραγούδι ή στίχος που έχει ήδη γίνει το αγαπημένο σου;

Όλα τα κομμάτια που έχουν συνθέσει ο Γιάννης (Νιάρρος) με τον Αλέξανδρο (Λιβιτσάνο) και οι ενορχηστρώσεις του Αλέξανδρου σε συνδυασμό με την εκτέλεσή τους από εξαιρετικούς μουσικούς, τα κάνει, κατ’ εμέ τουλάχιστον, χιτ και δεν υπερβάλω καθόλου. Είναι όλα ένα και ένα.

Είναι όλα με πολύ έξυπνο τρόπο δοσμένα και το κείμενο με τη μουσική λειτουργεί τόσο σωστά. Μόλις άκουσα τα πρώτα τραγούδια, είπα “Χμ, οκ, αυτό θα ήθελα να το τραγουδάω 5 φορές την εβδομάδα”. Γιατί στην όπερα κάνουμε δύο, τέσσερις, έξι παραστάσεις και γεια σας.

Πώς είναι να τραγουδάς με λυρικό τρόπο βρισιές; Να συναντά δηλαδή ο λυρισμός της όπερας, την ένταση και τη «βρωμιά» του Σπιρτόκουτου

Αυτό είναι το αγαπημένο μου! Μπορεί κάποιος να το θεωρήσει παράταιρο να τραγουδάς λυρικά και να βρίζεις, αλλά και αυτό ένα κείμενο είναι που καλείσαι να υπηρετήσεις. Ο τρόπος εκφοράς της βρισιάς αλλάζει σίγουρα αν την πεις απλά ή την τραγουδήσεις λυρικά. Κάποιοι γελάνε με αυτό, άλλοι το βρίσκουν οk.

Εσύ πώς το αντιμετωπίζεις;

Το αντιμετωπίζω σοβαρά, παρά το γεγονός ότι το άκουσμα είναι οπερατικό και κάπως διογκώνει και τη σημασία της βρισιάς. Είναι μοναδική ευκαιρία να βρίζω τραγουδώντας λυρικά, γιατί στην όπερα -εκτός αν είναι κάποια σύγχρονη- δε δίνεται η ευκαιρία για «οικονομίδικο» βρίσιμο. Ο Μότσαρτ είχε τολμήσει να γράψει τραγούδια για κώλο και περιττώματα. Κι εμείς στο Σπιρτόκουτο έχουμε το «Ρέκβιεμ του Κώλου».

Πότες είδες για πρώτη φορά το Σπιρτόκουτο;

Το 2002, όταν βγήκε στα σινεμά, θυμάμαι είχα δει αποσπασματικά στο YouTube κάποιες σκηνές. Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Φέτος το καλοκαίρι, το είδα ολόκληρο ξανά στο YouTube. Στο τέλος έκλαιγα. Αν φύγεις από το πρώτο επίπεδο των φωνών και της υψηλής έντασης, θα αντιληφθείς άλλα κομμάτια που σε συγκλονίζουν. Για μένα, η τωρινή μου επαφή με την ταινία ήταν αποκαλυπτική.

Γιατί τελικά η ιστορία του Σπιρτόκουτου είναι διαχρονική; 

Αυτό που είδα το 2002 το βλέπω και το 2022 χωρίς να έχει αλλάξει δυστυχώς τίποτα.

Με απλά λόγια, πώς θα εξηγούσες σε κάποιον που δεν έχει ιδέα από όπερα, τι σημαίνει μπασοβαρύτονος;

Ας εξηγήσω τη σημασία της λέξης. Ο μπασοβαρύτονος είναι μια κατηγορία φωνής που τραγουδάει ένα ρεπερτόριο που εμπεριέχει τη χαμηλή περιοχή του μπάσου χωρίς να είναι αμιγώς μπάσος και την υψηλή περιοχή του βαρυτόνου χωρίς να είναι αμιγώς βαρύτονος ως τίμπρο, δηλαδή ως ηχόχρωμα. 

Είναι δηλαδή μία ενδιάμεση φωνή;

Ακριβώς, που πολλοί την αποκαλούν μπάσταρδη και ντροπή τους (γελάει). Στην όπερα υπάρχει διαχωρισμός φωνών γιατί οι συνθέτες έγραφαν για τις δυνατότητες της καθεμιάς φωνής. Δηλαδή εγώ ως μπασοβαρύτονος δεν μπορώ να τραγουδήσω άρια τενόρου, γιατί δεν έχω τις νότες του τενόρου και το ηχόχρωμά του.

Η όπερα πώς προέκυψε ως αγάπη αρχικά και μετέπειτα ως η δουλειά σου; Και σε ρωτώ καθώς πρόκειται για ένα είδος με το οποίο οι Έλληνες δεν είμαστε εξοικειωμένοι.

Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε ένα σπίτι που είχε δίσκους και cds με κλασική μουσική, όπερα, Frank Sinatra, Beatles και Χατζιδάκι, μεταξύ άλλων και με δύο γονείς που τα έδωσαν όλα για να σπουδάσω και να με υποστηρίξουν στον δρόμο μου.

Πήγαινα, λοιπόν, μόνος και άνοιγα το ντουλάπι και έβαζα να ακούσω μουσική. Ε, η όπερα από τα 5 μου χρόνια ήταν αυτή που με κέρδισε με την πρώτη. Από τότε τραγουδάω όπερα, όπως μπορεί τέλος πάντων να τραγουδήσει ένα 5χρονο.

Στα 15 μου κέρδισα στους πανελλήνιους μαθητικούς αγώνες και τραγούδησα πρώτη φορά στην Αίθουσα Χρήστου Λαμπράκη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Μετά, η συνέχεια ήταν μονόδρομος. Πήγα ωδείο, έκανα πιάνο, φωνητική, θεωρητικά, έφυγα για το Μόναχο της Γερμανίας όπου πέρασα στην Ακαδημία του Μονάχου και μαθήτευσα δίπλα στη Δάφνη Ευαγγελάτου. Έμεινα επτά χρόνια έξω, κάνοντας σπουδές και εμφανίσεις. 

Τα τελευταία πέντε χρόνια, είμαι στην Ελλάδα και μελετάω με τον Δημήτρη Καβράκο που είναι 40 χρόνια στη Metropolitan Opera. Ήμουν και είμαι πολύ τυχερός για τους δασκάλους μου. Ποτέ δε σταματάω να μελετάω. Αν αφήσεις τη φωνή, σε άφησε.

Σπούδασες όμως παράλληλα με τη μουσική, Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. 

Σπούδασα γιατί ήταν τρέντι να σπουδάζεις και να έχεις πτυχίο για μία βιοποριστική σιγουριά – γελάω και που το λέω. Ο πατέρας μου ήταν ομότιμος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και είχε διατελέσει και πρύτανης και πρόεδρος του τμήματος για πολλά χρόνια. Ήθελα να τον κάνω υπερήφανο και έτσι ολοκλήρωσα τις σπουδές μου με καλό βαθμό. Τόσο απλά και απενοχοποιημένα.

Πέρασε ποτέ από το μυαλό σου η σκέψη να ασχοληθείς με τη δημοσιογραφία;

Ποτέ. Το λυρικό τραγούδι ήταν πάντα η τρέλα μου και θα είναι. Δεν το αλλάζω με τίποτα.

Επόμενα σχέδια, μετά το Σπιρτόκουτο;

Μετά το Σπιρτόκουτο -αν επιβιώσω (γελάει)- θα έχω μία ηχογράφηση μίας σύγχρονης ελληνικής όπερας του Χαράλαμπου Γωγιού, μετά θα εμφανιστώ με την Εθνική Λυρική Σκηνή στις ημέρες λατρευτικής μουσικής με τον μαέστρο Μάρκελλο Χρυσικόπουλο και το καλοκαίρι υπάρχει μια πρόταση για όπερα στη Γερμανία, αλλά επειδή δεν είναι κλεισμένη δουλειά ακόμα, σταματάω εδώ να μιλάω.

***

Info

Σπιρτόκουτο: The Musical

Από 11 Νοεμβρίου

Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση-Κεντρική Σκηνή (Λεωφ. Ανδρέα Συγγρού 107, 211-1981784)

Τετάρτη – Κυριακή στις 20:30

Προπώληση εδώ