
Ο Enrico Rava παίζει κάθε φορά σαν να είναι η τελευταία του
Εν αναμονή της εμφάνισής του στο Athens Jazz, μιλήσαμε μαζί του για τη νέα γενιά, τα χρόνια που περνούν και φυσικά τον Miles Davis.
- 27 ΜΑΙ 2025
Θεωρείται δικαίως ένας από τους «μεγάλους» της ευρωπαϊκής τζαζ σκηνής, αλλά όταν μιλάμε για τον Enrico Rava, η Ευρώπη μοιάζει κάπως περιοριστική – μιλάμε για έναν καλλιτέχνη κορυφαίου επιπέδου.
Ο Ιταλός τρομπετίστας έκανε την εμφάνισή του τη δεκαετία του 1960, έχει ηχογραφήσει εξαιρετικούς δίσκους όπως το Carmen (1995) ή το Easy Living (2004) και συνεργάστηκε με μερικούς από τους πιο γνωστούς Αμερικανούς του είδους όπως είναι οι Cecil Taylor, Charlie Haden και Archie Shepp. Το μουσικό του αποτύπωμα, με λίγα λόγια, είναι παγκόσμιο.
Στα 85 του πλέον, ο Enrico Rava συνεχίζει να δημιουργεί και με το νέο του project, τους Fearless Five (Matteo Paggi-τρομπόνι, Francesco Diodati- ηλεκτρική/ακουστική κιθάρα, Francesco Ponticelli-κόντρα μπάσο και Evita Polidoro-ντραμς/φωνητικά) θα ανέβει στη σκηνή της Τεχνόπολης (29/5) για χάρη του μακροβιότερου μουσικού θεσμού της χώρας: του Athens Jazz.
Με αφορμή την εμφάνισή του στην Αθήνα, λοιπόν, μιλήσαμε για – τι άλλο; – την τζαζ, το νέο αίμα που κυλάει στις φλέβες της, τα χρόνια που περνούν και τον στεναχωρούν, αλλά και για τον αγαπημένο του Miles Davis.
Η κλασική ατάκα που συνοδεύει την τζαζ από τη γέννησή της, είναι ότι αν προσπαθήσεις να καταλάβεις τι είναι, δεν θα την καταλάβεις ποτέ. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, έχετε μια απάντηση;
Αν ακόμα προσπαθείς να καταλάβεις τι είναι, τότε δεν υπάρχει καμία ελπίδα για σένα. Δεν υπάρχει κάτι να καταλάβεις – είτε σου αρέσει είτε όχι.
Από την αρχή της καριέρας σας μέχρι σήμερα, έχετε παρατηρήσει αλλαγές στην τζαζ στον τρόπο που την προσεγγίζουν οι μουσικοί της;
Η τζαζ έχει περάσει από τη φυσική της εξέλιξη, όπως ακριβώς έπρεπε. Από το hard bop στο free jazz, από το jazz rock στο λεγόμενο neo-mainstream. Οι μουσικοί έχουν αλλάξει με τον καιρό. Σήμερα είναι εξαιρετικά καλά καταρτισμένοι, τόσο τεχνικά όσο και θεωρητικά, χάρη σε σχολές, ωδεία και την πρόσβαση στην εκπαίδευση που παλιά απλώς δεν υπήρχε.
Αυτό που λείπει όμως – και που καμία σχολή δεν μπορεί να διδάξει – είναι οι ιδιοφυΐες που γιγάντωσαν αυτή τη μουσική. Ο Louis Armstrong, ο Lester Young, ο Charlie Parker, ο Dizzy Gillespie, ο Miles Davis, η Billie Holiday, για να αναφέρω μόνο λίγους… Αυτοί πραγματικά δημιούργησαν, δημιούργησαν μια γλώσσα από το μηδέν. Από τότε, κανείς δεν έχει κάνει κάτι πραγματικά καινούργιο.
Σήμερα κινούμαστε μέσα στα όρια όσων δημιούργησαν εκείνοι, με παραλλαγές, με μίξεις – αλλά πάντα ξεκινάμε από εκεί. Κατά τη γνώμη μου, η τελευταία αληθινή επανάσταση στη γλώσσα της τζαζ ήταν αυτή του Ornette Coleman στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Από τότε έχουν γίνει φυσικά υπέροχα πράγματα, αλλά τίποτα τόσο ριζοσπαστικό. Όταν έπαιζαν ο Parker και ο Dizzy, ο κόσμος άκουγε ήχους που δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά. Σήμερα επεξεργαζόμαστε ό,τι έχει ήδη ακουστεί.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η σημερινή μουσική δεν έχει αξία – το αντίθετο. Απλώς είναι κάτι διαφορετικό. Είναι σπάνιο σήμερα, στην τζαζ όπως και στη ζωγραφική ή τη λογοτεχνία, να εμφανίζονται εντελώς νέες γλώσσες. Υπάρχουν μαγικές περίοδοι, ανεπανάληπτες στιγμές όπου συμβαίνει κάτι αληθινά μεγάλο. Ύστερα, κάποιες φορές, κάτι τελειώνει – ή αλλάζει δέρμα. Ίσως μια μέρα να έρθει κάτι διαφορετικό, με όργανα ή μέσα που σήμερα δεν μπορούμε καν να φανταστούμε.
Tι είναι αυτό που σας κρατά σε εγρήγορση μετά από τόσα χρόνια; Πολλοί στη θέση σας θα απολάμβαναν μια πιο ήσυχη καθημερινότητα, θα «κάθονταν» πάνω στην καριέρα που έχτισαν, αλλά εσείς συνεχίζετε.
Το πάθος μου είναι το ίδιο όπως όταν ξεκίνησα – ίσως και πιο δυνατό – και η χαρά που νιώθω όταν είμαι στη σκηνή με την μπάντα μου, ακούγοντας αυτούς τους εξαιρετικούς μουσικούς, είναι αυτό που με κρατά σε εγρήγορση.
Ποια διαδικασία ακολουθείτε για τη δημιουργία ενός νέου άλμπουμ; Κάνετε χώρο στους μουσικούς σας, αφήνετε τον ήχο να βγει οργανικά και αβίαστα όπως έκανε ο Miles Davis; Αν δεν κάνω λάθος, είστε μεγάλος θαυμαστής της μουσικής του.
Ναι, ο Miles Davis είναι ο αγαπημένος μου μουσικός, χωρίς αμφιβολία. Έχω μάθει πολλά από την προσέγγισή του, από την ικανότητά του να βρίσκει συνεχώς τον εαυτό του – αλλά κυρίως από την εμπιστοσύνη που έδειχνε στους μουσικούς που ήθελε να είναι δίπλα του. Αυτή είναι μια αρχή που έκανα δική μου.
Στα σχήματά μου αφήνω τη δυναμική να εξελίσσεται φυσικά, οργανικά. Ακόμα και στο τελευταίο άλμπουμ, όλα δημιουργήθηκαν από μόνα τους, με αυθορμητισμό. Δημιουργώ απλώς ένα είδος πλαισίου, μια ανοιχτή δομή μέσα στην οποία όλοι μπορούν να κινηθούν ελεύθερα – ακόμα κι αν επιλέξουν μια κατεύθυνση διαφορετική από αυτήν που είχα φανταστεί. Επιλέγω τους μουσικούς μου με μεγάλη προσοχή, ακριβώς επειδή τους εμπιστεύομαι απόλυτα.
Και αυτή η εμπιστοσύνη πρέπει να είναι αμοιβαία. Δεν δίνω αυστηρές οδηγίες, δεν επιβάλλω τίποτα. Έμαθα πολλά από τον Paul Motian – δεν υπήρχε λόγος να του πεις «παίξε έτσι». Ό,τι κι αν έκανε, ήταν πάντα καλύτερο από οτιδήποτε θα μπορούσα να είχα σκεφτεί.
Με τους Fearless Five, συμβαίνουν απίστευτα πράγματα. Δεν λέω ποτέ «παίξε αυτό», αλλά «παίξε ό,τι νιώθεις». Και ακριβώς αυτή η ελευθερία κάνει το να παίζεις μαζί με άλλους να μοιάζει με τόσο ζωντανή εμπειρία. Αν μοιραζόμαστε την ίδια μουσική οπτική, τότε ο δρόμος χαράζεται μόνος του. Αυτό είναι που με ωθεί ακόμα να ανεβαίνω στη σκηνή. Η χαρά του να παίζεις, να τους ακούς, να δημιουργείς κάτι καινούριο κάθε βράδυ. Αυτό κάνει τα πάντα να αξίζουν, ακόμα και την κούραση.
Έχετε συνεργαστεί με θρύλους όπως ο Cecil Taylor και ο Archie Shepp. Σας δίδαξαν κάτι αυτές οι εμπειρίες; Φαντάζομαι έχετε άπειρες αναμνήσεις από την καριέρα σας.
Το να παίζεις με τους μεγάλους με δίδαξε ένα βασικό μάθημα: κάθε φορά που ανεβαίνεις στη σκηνή, πρέπει να παίζεις σαν να είναι η τελευταία φορά. Με αυτή την ένταση, αυτή την επείγουσα ανάγκη, αυτή την αλήθεια. Οι αναμνήσεις με τον Cecil Taylor, τον Archie Shepp και άλλους γίγαντες είναι αμέτρητες και γεμάτες νόημα. Για να τις διηγηθώ όλες θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο βιβλίο και ίσως ούτε αυτό να έφτανε.
Υπάρχουν σήμερα πιθανότητες για έναν νέο μουσικό της τζαζ να βρει τη δική του φωνή; Υπάρχουν τόσες πολλές πληροφορίες και τόσα διαφορετικά είδη μουσικής, που δεν ξέρω αν τελικά αυτό είναι καλό.
Δεν πιστεύω ότι μπορείς πραγματικά να «χτίσεις» τη δική σου φωνή. Ή την έχεις ή δεν την έχεις. Αν την κατασκευάζεις, τότε είναι απλώς αυτό: μια κατασκευή, κάτι τεχνητό. Αλλά όταν η φωνή είναι αυθεντική, έχουμε να κάνουμε με ένα εξαιρετικό χάρισμα. Όπως έλεγε και ο Proust, δεν υπάρχει «ο όμορφος ήχος, αυτό που υπάρχει είναι ο ήχος της ψυχής». Οι Parker, Miles Davis, ο Lester Young, Armstrong είχαν κάτι μοναδικό. Όχι επειδή ο ήχος τους ήταν απλώς όμορφος, αλλά επειδή ερχόταν από μέσα τους – φυσικά, αναπόφευκτα. Ήταν η προσωπικότητά τους που μιλούσε μέσα από το όργανο.
Στη Σιένα, στα σεμινάρια της Siena Jazz, καταλαβαίνω αμέσως αν ένας μουσικός έχει δική του φωνή ή όχι. Όλα μου τα συγκροτήματα σχηματίστηκαν έτσι: επέλεξα μουσικούς με έντονη, ξεχωριστή προσωπικότητα, ανθρώπους που τους αναγνωρίζεις από μία και μόνο νότα. Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τον Paolo Fresu: ήταν είκοσι ετών, έπαιξε τρεις νότες και ήξερα ότι θα γινόταν ένας από τους πιο καθοριστικούς μουσικούς της σκηνής μας.
Γυρίζετε ποτέ στις παλιές σας ηχογραφήσεις; Πώς νιώθετε όταν ακούτε τον νεότερο εαυτό σας;
Ναι, κάποιες φορές ακούω παλιές μου ηχογραφήσεις, και δεν μπορώ να αρνηθώ ότι με πιάνει μια μελαγχολία. Σκέφτομαι πόσο καλύτερα έπαιζα όταν ήμουν νεότερος. Είχα περισσότερη σιγουριά, περισσότερη ροή. Ευτυχώς, σήμερα περιστοιχίζομαι από εξαιρετικούς μουσικούς και αυτό μου επιτρέπει να εστιάζω περισσότερο στον ρόλο του «σκηνοθέτη», καθοδηγώντας το σύνολο έχοντας μια ευρύτερη οπτική.
Πρόσφατα άκουσα ξανά την Carmen, και κατά τη διάρκεια του σόλο μου στο “Séguedille”, ένιωσα ένα τσίμπημα ζήλιας. Εκείνος ο έλεγχος πάνω στο όργανο, εκείνη η αυτοπεποίθηση, εκείνη η ποίηση… Ήταν πράγματα που τότε έβγαιναν τόσο αβίαστα.
Έχετε γίνει πιο επιλεκτικός με τα χρόνια; Στη ζωή, στη μουσική που ακούτε ή παίζετε;
Πάντα ήμουν πολύ επιλεκτικός σε όλα. Η διαφορά είναι ότι, στη μουσική, όταν ξεκίνησα να είμαι επιλεκτικός, δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Ήμασταν πολύ λίγοι. Σήμερα όμως, με τόσο υψηλό τεχνικό και επαγγελματικό επίπεδο, η επιλογή είναι πολύ πιο περίπλοκη.
Παρ’ όλα αυτά, μερικές φορές συμβαίνουν ξεχωριστές συναντήσεις, όπως έχει συμβεί με κάθε μέλος των συγκροτημάτων μου και ειδικά με το τελευταίο, τους Fearless Five. Αυτό που μετράει πραγματικά για μένα είναι η καλλιτεχνική οπτική ενός μουσικού και κυρίως η δραματουργική αίσθηση του σόλο, η ικανότητα να αφηγείται μια ιστορία, να χτίζει ένα συναισθηματικό αφήγημα.
Ο Miles Davis, για παράδειγμα, σε κομμάτια όπως το “Stella by Starlight” ή το “My Funny Valentine”, ζωντανά στο Lincoln Center, φτάνει σε ύψη που ξεπερνούν τη μουσική. Μιλάμε για κορυφές στην ιστορία της τέχνης, όχι μόνο της τζαζ.
Είχε αυτή την αφηγηματική ένταση στο παίξιμό του που κανείς άλλος δεν είχε ποτέ με τόση δύναμη. Ο Chet Baker, για παράδειγμα, είχε μια εξαιρετική αίσθηση της ομορφιάς, αλλά όχι εκείνη την αφηγηματική ένταση, εκείνο το δραματικό βάθος που είχε ο Miles.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.