STAND-UP

Ο Λάμπρος Φισφής θέλει να κάνει κωμωδία που ενώνει

Λίγο πριν δώσει τη μεγαλύτερη παράσταση στην ιστορία του ελληνικού stand up, ο Λάμπρος αρνείται ότι είναι ροκ σταρ. Αυτά είναι: όσα έζησε κι όσα θα ζήσει μπροστά σε 4.000 κόσμου, οι νίκες και οι ήττες, τα απωθημένα αλλά και μια αξέχαστη στιγμή αποτυχίας στην καριέρα του.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΚΗΣ ΚΑΤΣΟΥΔΑΣ

Φανταστείτε μια τυπική λαϊκή, Παρασκευή πρωί. Πόσες είναι οι πιθανότητες να σταματήσει ένας παραγωγός τη δουλειά του, κατεβαίνοντας από τον πάγκο για τις ανάγκες της φωτογράφισης; Πρέπει να έχει συμβεί κάτι ξεχωριστό, να είναι ειδική η περίσταση, τέλος πάντων – και το «γυαλί» ανήκει σίγουρα σε αυτήν την κατηγορία περιπτώσεων. Εμείς δεν είχαμε τηλεοπτική κάμερα, αλλά ήταν σαν να τη μετέφερε μαζί του ο Λάμπρος Φισφής.

Όλοι τον αναγνώρισαν. Οι ψίθυροι έλεγαν συνέχεια τη λέξη «τηλεόραση». Μπορεί ο ίδιος να το αρνείται, αλλά αυτό αποδεικνύει σε ένα βαθμό τη σκέψη  ότι είναι ένας ροκ σταρ: αποτελεί, τουλάχιστον, με διαφορά τον γνωστότερο Έλληνα stand up comedian.

Γι’ αυτό και ο επιχειρηματικός κύκλος του εμπιστεύτηκε ένα πρωτοφανές εγχείρημα για τα ελληνικά δεδομένα: μια stand up παράσταση με 4.000 κόσμο χωρητικότητα, στο κλειστό γήπεδο Tae Kwon Do του Φαλήρου. Τη Δευτέρα 6 Ιουνίου.

«Ένα ωστικό κύμα από γέλια», σημαίνει πρακτικά αυτό για όποιον βρίσκεται επάνω στη σκηνή – αυτός και το μικρόφωνο. «Έτσι ήταν η εμπειρία βασικά στα 2.000 άτομα, που είναι το μεγαλύτερο κοινό που έχω παίξει μέχρι σήμερα», λέει ο Λάμπρος. Ελάχιστοι βέβαια ξέρουν ότι για να φτάσει εδώ, πέρασε μια δεκαετία επάνω στις σκηνές, έζησε τα «πέτρινα χρόνια» και τις τσάμπα παραστάσεις στο Μενίδι, τα πρώτα open mic, τα φεστιβάλ και το άνοιγμα των comedy clubs, αλλά και τις γέννες δύο κορών.

Μέσα σε 60 λεπτά κουβέντας, μιλάει για όλα αυτά και διάφορα παραπάνω. Σοβαρός, συγκεντρωμένος και ειλικρινής. Το απωθημένο του είναι να γίνει ένα σωστό comedy show στην τηλεόραση, δε θα ξεχάσει ποτέ την παράσταση που έδωσε σε αλλοεθνείς στη Φιλοσοφική Σχολή, ενώ δε θα μπορούσε να παραβλέψει ότι στην καριέρα του υπήρξε μια ανεπανάληπτη στιγμή αποτυχίας.

 

Κωμωδία και τηλεόραση – όσα κόπηκαν στο μοντάζ

 

«Νομίζω το επόμενο topic που αναδύεται στο ελληνικό stand up είναι τα παιδιά: μεγαλώνουμε, γινόμαστε γονείς και γράφουμε για αυτή την εμπειρία. Αλλά να που με έναν περίεργο τρόπο, καταλήγεις και πάλι να μιλάς για τη μάνα σου, αφού γίνεσαι ίδιος».

Άνοιγες τώρα το κινητό σου και έβλεπες δύο προτάσεις από τηλεόραση: Α. Ρεπόρτερ σε λαϊκές αγορές για την εκπομπή του Αυτιά και Β. Τέταρτος κριτής στο επόμενο MasteChef. Ποια διάλεγες;

Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς καν ανάσα, πήγαινα πλατό Masterchef. Παλιότερα, είχαμε συνεργαστεί με τον Σκαρμούτσο για ένα εταιρικό event: εκείνος έκανε το masterclass, εγώ παρουσίαζα και το πλάνο έλεγε ότι οι εργαζόμενοι θα μαγείρευαν μετά για να αξιολογήσουμε τα πιάτα τους. Ο Δημήτρης έπρεπε να φύγει, οπότε έμεινα πίσω μόνος μου και το έζησα στο απόλυτο: βλέμματα, ατάκες, δραματικές παύσεις, όλα.

Σαν να είχα κάνει download στο μυαλό μου τη λίστα με τα κλισέ του Masterchef και πυροβολούσα. Το βασικό είναι να κάνεις στο τέλος την ανατροπή. Ας πούμε, έλεγε με ύφος: «Αυτό το πιάτο με στεναχωρεί βαθύτατα. Επειδή δε μου το είχες φέρει νωρίτερα». Και το απολάμβανα.

Γιατί η κωμωδία τύπου comedy show δυσκολεύεται ακόμα στην ελληνική τηλεόραση;

Υπάρχουν δύο εξισώσεις που πρέπει να λάβει υπόψη: πρώτον, ποια είναι η σχέση ανάμεσα στα νούμερα και το budget ενός τηλεοπτικού προγράμματος, κατά πόσο δηλαδή είναι βιώσιμο, και δεύτερον, πόσο χρόνο είναι διατεθειμένο το κανάλι να δώσει για να βρει ένα πρόγραμμα το κοινό του. Με την κρίση τα ρίσκα έχουν γίνει πολύ πιο δύσκολη υπόθεση, οπότε τα κανάλια διαλέγουν τις σίγουρες συνταγές, ενώ τα comedy shows έμειναν σε εμβρυακό στάδιο ακόμη. Σκέψου επίσης ότι εδώ δεν υπάρχουν τα μεγέθη της Αμερικής: εάν φτιάξεις κάτι niche, κάτι που θα απευθύνεται στο 8%, αυτό σημαίνει στην ουσία 100.000 τηλεθεατές. Ποιος θα υποστήριζε ένα τέτοιο σόου;

Και ακόμη μεταγενέστερο βήμα είναι να δούμε ένα πρόγραμμα σαν του John Oliver.

Σίγουρα. Διότι μπορεί να φαίνεται στο γυαλί μονάχα ένας παρουσιαστής, αλλά από πίσω υπάρχει ολόκληρη ομάδα που τσακίζει: θέλει ανθρώπους να ακολουθούν την ειδησεογραφία, να παρακολουθούν τη ροή στα κανάλια για να βγάζουν υλικό, θέλει writers room, δεν είναι απλά τα πράγματα. Και ειδικά στη δική μας περίπτωση, είναι πολύ λεπτές οι ισορροπίες για να κάνεις κωμωδία επάνω στην επικαιρότητα και όχι πολιτική άποψη.

Η σάτιρα δυστυχώς έχει καταντήσει να είναι λόγος με χειροκροτήματα, όχι με γέλια. Πρέπει να βρεις το αστείο, όχι το προφανές. Και να είσαι σίγουρος, ότι όσο καλά και να το κάνεις, έχεις να αντιμετωπίσεις την αντίδραση του κοινού – εδώ ο κόσμος πολώνεται για ποιον παίκτη του Survivor προτιμά, δε θα πολωθεί για την πολιτική; Εγώ δε θα το τολμούσα, προτιμώ να κάνω κωμωδία που ενώνει.

 

Στις χώρες που έχει ανθίσει το stand up, οι κωμικοί είναι κανονικοί ρόκσταρ: βγαίνουν σε στάδια και το κοινό από κάτω παραληρεί, σαν να είναι σε συναυλία. Για να φτάσει ένας Έλληνας σε αυτό το σημείο, πρέπει να περάσει από το γυαλί, πιστεύεις;

Κάτι πρέπει να κάνεις για να πολλαπλασιάσεις το κοινό σου. Υπάρχει η επιλογή να πας βήμα-βήμα, να είσαι συνεπής στις παραστάσεις σου κάθε σεζόν και σταδιακά, ύστερα από μερικά χρόνια, να έχεις μαζέψει αρκετό κοινό ώστε να βγεις σε στάδιο. Αλλά, η τηλεόραση όπως και το YouTube είναι ο τρόπος να αυξήσεις γρήγορα τον κόσμο που σε ακολουθεί. Ισχύει ότι το γυαλί παραμένει πολύ ισχυρό μέσο. Το είχε πει και ο Ζήσης (σ.σ. Ρούμπος): έκανε 10 χρόνια θέατρο και με την πρώτη του εμφάνιση σε πλατό, τον είδαν 100 φορές περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσοι τον είχαν δει μια δεκαετία.

Εσύ προσωπικά, από το μηδέν έως το δέκα, πόσο ροκ σταρ νιώθεις;

Κάτω απ’ το μηδέν (γέλια). Δεν είναι μόνο εάν το νιώθω, αλλά και εάν το θέλω. Σίγουρα είμαι ένας low profile άνθρωπος, μου αρέσει να κινούμαι με τρόπο που είναι καθημερινός, ώστε να αντλώ τα κείμενά μου. Αλλιώς θα χάσω αυτό που μου αρέσει στην κωμωδία. Αλλά ποτέ δεν είχα αυτή τη ματαιοδοξία. Και στη σκηνή ακόμη, αν δεις, κόβω πολύ γρήγορα το χειροκρότημα: με αποσυντονίζει, με αγχώνει και νιώθω άβολα. Κοιτάω κάτω.

Πάντως, άμα δείξουμε φωτογραφίες από Έλληνες κωμικούς σε 100 ανθρώπους, εσένα θα αναγνωρίσουν.

Ναι, είναι τα φρύδια, όχι η κωμωδία (γέλια). Φρύδια, μύτη, γυαλιά κι αφάνα, α ο Λάμπρος Φισφής!

Κάρμα. Μικρός έτρωγες bullying και τώρα δουλεύει αντίστροφα. Με την ευκαιρία, τι λένε οι αριθμοί του 100;

Έχει όλη τα χαρακτηριστικά της κωμωδίας που αγαπάμε, από τον αυτοσχεδιασμό μέχρι το crowdwork με τον κόσμο που είναι συνδεδεμένο, και βλέπεις ότι αποδεικνύεται αυτό που έλεγα εδώ και χρόνια: δεν είναι ότι οι νέοι έχουν φύγει από την τηλεόραση, όσο ότι εκείνη αποτραβήχτηκε από τη γενιά Z. Και το φορμάτ της εκπομπής, τώρα που το σκέφτομαι, είναι κάτι μεταξύ OK Zoomer και OK Boomer, δηλαδή εμένα (γέλια).

Μια δεκαετία ιστορίας στην ελληνική σκηνή

«Μια παράσταση που μου έχει μείνει είναι εκείνη που έδωσα πρόσφατα στη Φιλοσοφική Σχολή, σε ένα γκρουπ ανθρώπων που μάθαιναν ελληνικά. Έγινε σε κανονική τάξη με 40 άτομα από 12 εθνικότητες».

Με την παράσταση στο κλειστό γήπεδο Φαλήρου συμπληρώνεις 10 χρόνια ιστορίας στην ελληνική stand up σκηνή. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό πόσες παραστάσεις μετράει το καντράν;

Ξέρω ‘γω, τι να βάλουμε; Εκατό τη χρονιά είναι ένας πολύ μέτριος μέσος όρος, άμα μετράμε πόσες φορές έχω βγει σε σκηνή, οπότε εύκολα φτάνουμε τη χιλιάδα. Ένα πολύ πιο συγκεκριμένο νούμερο είναι οι περιοδείες στο εξωτερικό, οπότε έχουμε άλλες 30 περίπου να προσθέσουμε. Αλλά ισχύει το γνωστό κλισέ: κάθε παράσταση είναι (και πρέπει να είναι) διαφορετική – το κοινό καθορίζει ουσιαστικά τον ρυθμό.

Άμα σου έλεγα να διαλέξεις μία και μόνο στιγμή;

Από τα χρόνια στην Ολλανδία, είναι εύκολο: όταν κέρδισαν τον διαγωνισμό στο Άμστερνταμ το 2011, πριν μετακομίσω μόνιμα στην Ελλάδα. Είχαν περάσει τρία χρόνια με αίμα, δάκρυα και ιδρώτα στις σκηνές εκεί και αυτό το βραβείο, ερχόμενο από ψήφο κοινού και κριτικής επιτροπής, ήταν η επιβεβαίωση για όσα είχα προσπαθήσει.

Τώρα, εάν μιλάμε για τα δέκα χρόνια στην Ελλάδα, θα σου πω την πιο πρόσφατη που μου έχει μείνει: με είχαν καλέσει να παίξω στη Φιλοσοφική Σχολή, σε ένα γκρουπ ανθρώπων που μάθαιναν ελληνικά. Η παράσταση έγινε σε κανονική τάξη με 40 άτομα από 12 εθνικότητες και ήταν τρομερό που έβλεπα ότι γελούσαν με τα αστεία μου. Αυτό σημαίνει ότι ταυτίστηκαν με πράγματα και μικρές, καθημερινές συνήθειες της κουλτούρας μας, αφού γι’ αυτά τα θέματα γράφω. Και ξέρεις πολύ καλά ότι το συγχρονισμένο γέλιο δεν μπορεί να είναι fake – όντως ένιωσαν το κείμενο.

Εάν αυτά τα δέκα χρόνια τα βάλουμε στο χάρτη της Αθήνας, ποιες είναι οι μεγάλες στάσεις στην πορεία σου;

Λοιπόν. Ξεκινάμε από το Dunkel στην Πανόρμου: είχαμε παράσταση με Βύρωνα Θεοδωρόπουλο και Δημήτρη Χριστοφορίδη, το μαγαζί έχει ανέλπιστα πολύ κόσμο και επειδή δεν υπάρχει καν σκηνή, αποφασίζω να ανέβω σε ένα σκαμπό 40×40 εκ. για να φαίνομαι. Πάμε μετά στο 2012 και το Nueva Trova, όπου μαζί με την Κατερίνα Βρανά οργανώνουμε τα πρώτα open mic για να μπει καινούργιο αίμα στη σκηνή – ένα θεμέλιο, θεωρώ, για την ανάπτυξη που υπήρξε έκτοτε.

Δεν γίνεται να μην αναφέρουμε μετά το Mike’s Irish Bar: ένα μαγαζί που κάθε βράδυ γινόταν πόλεμος – ασφυκτικά γεμάτο πάντα, όλα τα ενεργά ονόματα τότε στη σκηνή, ένα κανονικό σχολείο για όλους μας. Ύστερα έρχεται το Άβατον, όπου έπαιξα την πρώτη μου σόλο παράσταση και από τότε είναι για μένα το σπίτι που επιστρέφω σε κάθε νέα παράσταση. Ο δρόμος με οδηγεί ύστερα στο Ακροπόλ: ένα τεράστιο άλμα από τα 60 στα 800 άτομα, ένα θέατρο που είναι πραγματικά ιστορικό και ιδιαίτερο, αφού από τη σκηνή ο περφόρμερ νιώθει το κοινό σαν αγκαλιά, είναι πολύ κοντά του.

Σταθμός πριν την πανδημία ήταν το Premise Comedy Club στο Γκάζι, ακόμη ένα στοίχημα για να αναπτυχθεί η stand up σκηνή και να καταφέρουμε ο θεατής να μην κινείται με γνώμονα τόσο τον κωμικό, όσο την κωμωδία γενικότερα. Στο comedy club ξέρεις ότι θα γελάσεις, ανεξάρτητα με το ρόστερ. Και τώρα έχουμε το Tae Kwon Do με 4.000 κόσμο χωρητικότητα. Αυτά είναι.

Όλα αυτά δεν ήρθαν εύκολα.

Και δεν έχω αναφέρει τίποτα για τα «πέτρινα χρόνια», που λέει και ο Μαθιουδάκης. Τα πρώτα χρόνια που είχα μετακομίσει εδώ, υπήρξε ένα διάστημα που τρέχαμε σε όλα τα μπαρ της Αττικής, από το Μενίδι μέχρι τη Γλυφάδα. Παίζαμε (εννοείται) τσάμπα, χωρίς να ξέρει κανείς τι κάνουμε. Ήμασταν σαν τους σταυροφόρους, που πηγαίναμε να μεταδώσουμε την όρθια κωμωδία. Έτσι χτίστηκε η νέα εποχή του stand up. Με τρέξιμο.

Αυτά είναι: παράσταση stand up με 4.000 θεατές

«Σε τόσο μεγάλες παραστάσεις νιώθεις το ωστικό κύμα του γέλιου: έρχεται από πίσω προς τα μπροστά και σε χτυπάει. Σκάει παρατεταμένα και γι’ αυτό διαρκεί πολύ περισσότερο σε χρόνο. Αυτό πρακτικά σου αλλάζει όλη την παράσταση».

Είναι η μεγαλύτερη παράσταση της καριέρας σου. Τι αλλάζει όταν παίζεις μπροστά σε τόσο κόσμο;

Το πρώτο είναι το ωστικό κύμα του γέλιου: έρχεται από πίσω προς τα μπροστά και σε χτυπάει. Σκάει παρατεταμένα και γι’ αυτό διαρκεί πολύ περισσότερο σε χρόνο, ας πούμε τα δευτερόλεπτα από 2-3 γίνονται 8 ή και παραπάνω. Αυτό πρακτικά σου αλλάζει όλη την παράσταση. Πρέπει να είσαι συνεχώς σε σχέση αλληλεπίδρασης με το κοινό, αλλιώς θα χαθεί κείμενο. Και το δεύτερο είναι τα συναισθήματα, η αδρεναλίνη, το άγχος, όλα πολλαπλασιάζονται.

Το ότι μιλάμε για ένα γεμάτο στάδιο, σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι πλέον ανεπτυγμένη στο stand up, ή παραμένει αναπτυσσόμενη;

Έχουμε δρόμο ακόμη, αλλά αναμφίβολα το stand up είναι το πιο αναπτυσσόμενο είδος θεάτρου· η πορεία είναι ανοδική και γρήγορη. Αλλά χρειαζόμαστε παραπάνω ποικιλομορφία στον κλάδο, άτομα που έχουν διαφορετικά βιώματα, πχ μετανάστες είτε άτομα με διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις, αλλά και πέραν της ταυτότητας, να δούμε νέα στιλ, νέους τρόπους γραφής.

Ποιο είναι το πιο κλασικό bit που παίζει στα ελληνικά κείμενα; Ελληνίδα μάνα;

Ε ναι, με διαφορά. Η Ελληνίδα μάνα είναι σαν το πρώτο παράσημο: τύπου, εάν δεν γράψεις κάτι σχετικό, δεν σε αφήνουμε να μπεις στον κλάδο. Είναι πολύ μεγάλη φιγούρα και τόσο ισχυρά τα βιώματα που δεν ξεφεύγεις. Αλλά νομίζω το επόμενο topic που αναδύεται είναι τα παιδιά: μεγαλώνουμε, γινόμαστε γονείς και γράφουμε για αυτή την εμπειρία. Αλλά να που με έναν περίεργο τρόπο, όταν γίνεσαι γονέας, καταλήγεις και πάλι να μιλάς για τη μάνα σου, αφού γίνεσαι ίδιος. Είναι τόσο εντυπωμένα μέσα σου όλα, που είναι αδύνατο να μην σου ξεφύγει ένα «θα το φας και θα πεις κι ένα τραγούδι».

«Κάθε φορά που πίνω από χάρτινο καλαμάκι νιώθω ότι βάζω στο στόμα μου παπιέ μασέ, σαν εκείνο που φτιάχναμε με εφημερίδα και κόλλα στο σχολείο. Μετά γίνεται σερπαντίνα και θρυμματίζεται στο στόμα».

Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που έβαλες σε black list;

Τα χάρτινα καλαμάκια. Αυτό που τα προτείνουν ως εναλλακτική για τα πλαστικά, με εξοργίζει. Κάθε φορά νιώθω ότι βάζω στο στόμα μου παπιέ μασέ, σαν εκείνο που φτιάχναμε με εφημερίδα και κόλλα στο σχολείο. Μετά γίνεται σερπαντίνα και θρυμματίζεται στο στόμα. Να σου πω κάτι; Δεν αντέχω άλλο να κάνω υποχωρήσεις για τις χελώνες (γέλια). Τριάντα χρόνια τώρα, από παιδί που ήμουν, ακούω για τις θαλάσσιες χελώνες. Άμα είναι να επιστρέψουν τα κανονικά καλαμάκια, εγώ είμαι οκέι να εξαφανιστούν. Νισάφι πια (γέλια).

Εάν το Αυτά είναι και ένα γεμάτο Tae Kwon Do είναι το πικ της καριέρας σου, που είναι το χειρότερο σημείο;

Εντάξει, δε νομίζω ότι μπορούμε να προσπεράσουμε το Απόψε Μόνο. Ήταν ένα μεγάλο χαστούκι για μένα. Βασικά, τίποτα δεν πήγε πρακτικά καλά: ούτε η παραγωγή, ούτε η συνεργασία, το πρόγραμμα κόπηκε νύχτα και μείναμε στον αέρα. Θεωρήθηκε μια παταγώδης αποτυχία, ενώ δεν του δόθηκε ακριβώς η ευκαιρία. Έπρεπε να είχα βάλει φρένο, απ’ όταν ανατράπηκε η συμφωνία να υπάρχει ζωντανό κοινό στα γυρίσματα – δεν δουλεύει αλλιώς ένα comedy show.

Ενώ είχε δυναμική. Φτιάξαμε, ας πούμε, πρώτη φορά writers room στην ελληνική τηλεόραση, με τέσσερα μέλη. Αυτό είναι που κρατάω τελικά, το μάθημα από την αποτυχία, όσο κλισέ κι αν ακούγεται. Εξάλλου, στο stand up δοκιμάζεσαι κάθε επτά δευτερόλεπτα: πετάς ένα αστείο και ίσως νικήσεις, ίσως χάσεις.

Πες ότι είχες άπειρο budget και το ξανάκανες, τι θα άλλαζες;

Πέρα από το ότι θα έβαζα όσο περισσότερο κοινό χωρούσε μέσα στο πλατό, θα έδινα τόσα λεφτά στους κωμικούς ώστε να κάνουν αποκλειστικά δουλειά για το πρόγραμμα. Δεν γίνεται να αποδώσεις, δουλεύοντας τρεις και τέσσερις δουλειές ταυτόχρονα. Αυτά και θα έφερνα μια καμηλοπάρδαλη για δύο δευτερόλεπτα – έτσι για ένα αστείο και μόνο.

Τέλος, η μεγάλη ερώτηση: η παράσταση γιατί μπήκε Δευτέρα;

Γιατί δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να γίνει χειρότερη η Δευτέρα, οπότε το έχω όλο με το μέρος μου: ελάτε και θα δείτε.

INFO

Λάμπρος Φισφής – Αυτά είναι
Δευτέρα 6 Ιουνίου
Ολυμπιακό Κλειστό Γυμναστήριο Φαλήρου / Tae Kwon Do
Έναρξη: 21.00

Γενική Προπώληση
Κερκίδες: 15,00€
Πλατεία:: 18,00€
Κερκίδες με Οpen Bar: 30,00€