Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
ΠΟΛΗ

Κυριακή στο Μεταξουργείο, στο πιο αυθόρμητο καρναβάλι της πόλης

Δίχως κατεύθυνση, δίχως οργανωτή, ένα αυθόρμητο μπουλούκι ξεχύθηκε στους δρόμους του Μεταξουργείου, ξορκίζοντας τα κακά δαιμόνια. Έστω για λίγο, οι δρόμοι μας ανήκαν κι ο αέρας μύριζε ευτυχία.

Δίχως να υπάρξει ξεκάθαρο κάλεσμα στο ίντερνετ, πέρα από μια ανακοίνωση για «πρόβα στο δρόμο με κρουστά» που είχε συγκεντρώσει εν κρυπτώ όσους γνώριζαν τι σημαίνει προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς για το Μεταξουργείο, δίχως να είναι ευοίωνα τα προγνωστικά με έναν ουρανό φορτωμένο από σκούρα σύννεφα, το Καρναβάλι του Μεταξουργείου έκανε και πάλι το θαύμα του, σε πείσμα των καιρών, ξεμπουκώνοντας την ψυχή μας και ξορκίζοντας τα κακά δαιμόνια με μια γελαστή πομπή στα στενά του κέντρου που έμοιαζε με ωδή στο αυθόρμητο.

Κατεύθυνση ουσιαστικά δεν υπήρχε. Ξέραμε απλά ότι θα καταλήγαμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, στην πλατεία Αυδή, κι ότι στο ενδιάμεσο οι δρόμοι της περιοχής, έστω για λίγες ώρες, μας ανήκαν. Από την οδό Λεωνίδου στην Πλαταιών, την Κεραμεικού και την Αρτεμισίου, μέχρι την Παραμυθίας, στις γραμμές του τρένου, και πάλι πίσω.

Κόσμος έβγαινε στα μπαλκόνια, χαιρετούσε, οι μαγαζάτορες κέρναγαν τσίπουρα έξω απ’ τα μαγαζιά κι η ατμόσφαιρα μύριζε ευτυχία: ανάμεσα στα άρματα και τα μασκαρεμένα σώματα κρύβονταν πανέρια γεμάτα με τρίμμα κακάο, έβαζαν οι «σάτυροι» τις χούφτες τους και σκορπούσαν στον αέρα τις νιφάδες.

Ούτε διοργανωτής υπήρχε ακριβώς. Το «χορό» έσερνε η Ανοιχτή Ορχήστρα, από πίσω ήταν τα Κρουστά της οδού Τάκη κι ανάμεσα τους περιπλανώμενα σχήματα μουσικών που είχαν βρει τη θέση τους σ’ αυτό το απρόσμενο jam session, παντρεύοντας παραδόσεις και πολιτισμούς: νταούλια, τύμπανα, πνευστά, ήχοι θρακιώτικοι, μαζί με φράσεις και συνθήματα απ’ τις ντουντούκες διαλαλούσαν με θέρμη ότι το μπουλούκι έφτασε στη γειτονιά.

«Καμένη γη αφήσανε τα πλούτη και η δόξα, μα ’μεις τραγούδια σπέρνουμε ν’ ανθούν ουράνια τόξα», έγραφε το πανό στην πρώτη γραμμή και ο κόσμος από πίσω τραγουδούσε χορεύοντας: «το καρναβάλι είναι πόλεμος, γι’ αυτό και πολεμάμε». Την ίδια στιγμή μεγάλη συγκέντρωση εξελισσόταν στην πλατεία Συντάγματος, στα χρώματα της Ουκρανίας.

Παραδοσιακά το καρναβάλι είναι η γιορτή των νεκρών: οι ψυχές μεταμφιέζονται και στήνουν έναν απόκοσμο χορό για να διώξουν τις κακές δυνάμεις, το σκοτάδι και τις καταστροφές, υποδεχόμενοι την Άνοιξη.

Πλέον οι καταστροφές δεν είναι μόνο φυσικές. Τα πράγματα έχουν αγριέψει. Αντίστοιχα και η ανάγκη μας να διώξουμε τα «δαιμόνια» με γέλιο και αλκοόλ. Και το Καρναβάλι του Μεταξουργείου ανέκαθεν έμοιαζε περισσότερο με παγανιστική γιορτή που προσγειώθηκε στην πόλη, παρά με παρέλαση αρμάτων. Όχι ότι έλειψαν –ή έλειπαν ποτέ– οι Καρνάβαλοι απ’ την ανεξάρτητη πομπή: ένα τροχήλατο μωβ χταπόδι και μια ψηλόλιγνη κούκλα-μαριονέτα ήταν τα σημεία αναφοράς για φέτος (και ο μόνος τρόπος να δώσεις ραντεβού μες το πλήθος, μόλις χανόσουν).

Αλλά απέχει πολύ απ’ το να θεωρηθεί τυπικό καρναβάλι. Κάθε πόλη έχει τους θρύλους της και τούτος εδώ είναι ένας της δική μας. Γεννήθηκε απ’ τους κατοίκους του Μεταξουργείου πριν το 2010, μέσα από blogs και ομάδες στα social media, και έως σήμερα έχει να αφηγηθεί μερικές από τις πιο ξέφρενες ιστορίες.

Ξέφρενο ήταν και φέτος το συναίσθημα, παρότι κόσμος ήταν σίγουρα πολύ λιγότερος από άλλες χρονιές: ξυλοπόδαροι σκαρφάλωναν στα αμάξια, τσιρκολάνοι κρέμονταν ανάποδα απ’ τα δέντρα και το αίσθημα ελευθερίας ήταν μακράν μεγαλύτερο απ’ όσο έχουμε συνηθίσει τα τελευταία δύο χρόνια.

Το εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι όσο απρόσμενο είναι το Καρναβάλι του Μεταξουργείου, άλλο τόσο είναι οι στολές όσων πηγαίνουν. Το δρόμο κυριολεκτικά και μεταφορικά έδειχνε μια σημαία από μπαμπού μπροστά-μπροστά, ενώ η κοπέλα που την κρατούσε είχε στο αυτί της ένα τυλιγμένο χαλάκι γυμναστικής κι όλη της η αμφίεση ήταν φτιαγμένη από κουρέλια. Ένας πραγματικός ύμνος στο Do It Yourself: περούκες από σφουγγαρίστρες, αεροπλάστ για φούστες και πόσα άλλα.

Την παράσταση έκλεψε μάλλον ένα παιδικό καροτσάκι που είχε μεταμορφωθεί με χαρτόνια σε πειρατικό καράβι. Α, και ο Γιάννης Στάνκογλου που ήταν ντυμένος Τζόκερ.