© Historical Image by Bildagentur-online/Alamy/Visualhells.gr
ΙΣΤΟΡΙΑ

Πώς και πού γιόρταζαν την Πρωτομαγιά στην παλιά Αθήνα

Ένα τεράστιο λαϊκό πανηγύρι στηνόταν κατά μήκος της Πατησίων και στο σημείο της Αλυσίδας, με χιλιάδες κόσμου να πίνουν, να τρώνε, να χορεύουν και να τραγουδούν μέχρι το ξημέρωμα.

«Είναι η μόνη πανήγυρις ήτις διετήρησε τον πρώτον τύπον της, ήτις διεσωσε την παιδικήν χάριν, την δρόσον της πρώτης νεότητος, την αφέλειαν των πρώτων ημερών», διαβάζουμε σε δημοσίευμα του αθηναϊκού Τύπου στα τέλη του 20ου αιώνα που περιγράφει τις συνήθειες των κατοίκων της μικρής ακόμη πρωτεύουσας την Πρωτομαγιά.

Προτού ξεσπάσει η μαχητική κινητοποίηση των εργατών στο Σικάγο και η μέρα καθιερωθεί ως ορόσημο για τους απανταχού εργάτες, η Πρωτομαγιά ήταν καταχωρημένη στη λαϊκή παράδοση σαν μέρα μεγάλης γιορτής για την άνοιξη και τους συμβολισμούς της (όπως η αναγέννηση και ο θάνατος, το καλό και το κακό), πράγμα που ανάγεται στα αρχαία χρόνια και στο μήνα Θαργηλίωνα.

Ακόμη κρατάμε το συνήθειο να «πιάνουμε τον Μάη» φτιάχνοντας στεφάνια με άνθη και κλωνάρια που μαζεύουμε απ’ τα μπαλκόνια και τους κήπους των σπιτιών ή ακόμη καλύτερα από τους λόφους της Αττικής, αλλά στην παλιά Αθήνα ήταν κάτι το μαζικό, το οικουμενικό, σαν ένα τεράστιο λαϊκό πανηγύρι. Μονάχα τα Κούλουμα θα μπορούσαν ίσως να τη συναγωνιστούν σε γιορτινή ένταση. Από την παραμονή, ο κόσμος εξορμούσε μαζικά στα περιβόλια και τα γύρω προάστια για να γλεντήσει τρώγοντας, πίνοντας και χορεύοντας ως το ξημέρωμα. Θεωρούταν μάλιστα γρουσουζιά εάν κάποιο σπιτικό δεν κρεμούσε στεφάνι στην πόρτα ή στο μπαλκόνι του, όπως περιγράφει στο βιβλίο του Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ ο συγγραφέας (και πολιτικός) Μίλτος Λιδωρίκης.

«Οι επίγειοι λουλουδένιοι παράδεισοι εδέχοντο τους λατρευτάς της φύσεως», μεταφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, «[εδέχοντο] τους ποθούντας να ζήσουν και ν’ αναπνεύσουν στο ανοιξιάτικο περιβάλλον, τους ευδαίμονας εραστάς, τους ζητούντας να δρέψουν ναρκίσσους, ανύπαρκτους, όμως, τότε στα περβόλια της Aττικής». Όπως καταλαβαίνουμε, μαζί με την ανεμελιά, τη διασκέδαση και το ξεφάντωμα, την τιμητική του είχε και ο έρωτας, με τα καθιερωμένα σημεία εορτασμού της Πρωτομαγιάς στην πόλη να βρίθουν από ελεύθερους νέους και νέες που έψαχναν το ταίρι τους κοιτώντας και φλερτάροντας με τακτ μέσα στο πλήθος.

Η Πρωτομαγιά στην Πατησίων

Στην αδόμητη πρωτεύουσα της Μπελ Επόκ (1880-1910) μέχρι και του Μεσοπολέμου (1910-1940) υπήρχε πληθώρα εναλλακτικών σε περιβόλια και εκτάσεις για να γιορτάσει ο κόσμος την Πρωτομαγιά και ανάλογα με την περιοχή κατοικίας τους και την τάξη τους μπορεί να κατευθύνοντας στα δύο Φάληρα (το Παλαιό και το Νέο), την εξοχική Κηφισιά, τους Αμπελόκηπους με το καφεστιατόριο του Μπαλακάκη, είτε τον Πύργο της Βασιλίσσης στην ιστορική εξοχή του Παχή, όπου συγκεντρώνονταν εκείνη τη μέρα οι εκλεκτοί γόνοι της πρωτεύουσας.

Αλλά για την πολυπληθή εργατική τάξη, προορισμός ήταν η κοντινή εξοχή των Σεπολίων (με τον κήπο του Ανάργυρου), η αγροτική Κολοκυνθού με τα χωράφια δίπλα στον Κηφισό και πολύ περισσότερο η Πατησίων και τα Πατήσια, που σήμερα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια απαιτητική νοητική διεργασία για να τα φανταστούμε «πάνδροσα, βαθύσκια, μυριόχρτωμα και αρωματισμένα», όπως περιγράφονται σε φύλλο της εφημερίδας Εμπρός του 1900.

Εκεί βρίσκονταν μεγάλοι μπαξέδες και άφθονα νερά, ένα περιβάλλον ιδανικό για να τιμήσεις την ημέρα.

Όταν έφτανε το απόγευμα της παραμονής, η Ομόνοια πλημμύριζε από κόσμο που ανυπομονούσε να επιβιβαστεί όπως-όπως, ο ένας πάνω στον άλλον, με κατεύθυνση την Αλυσίδα (το τότε τέρμα της σιδηροδρομικής γραμμής στην Πατησίων). Οι θέσεις του τραμ δεν επαρκούσαν για τα πλήθη που συνέρρεαν από όλη την Αθήνα και τον Πειραιά. Για τους πιο ευκατάστατους, το δρομολόγιο Ομόνοια-Πατήσια εκτελούταν παράλληλα με άμαξες και βιζαβί (άμαξα-λεωφορείο στο οποίο οι επιβάτες κάθονταν ανά δύο, ο ένας απέναντι στον άλλον), ενώ οι άτυχοι έπρεπε να καλύψουν την απόσταση με τα πόδια – μια εμπειρία διόλου ευχάριστη αυτή τη μέρα, καθώς τα ασταμάτητα δρομολόγια σήκωναν στο διάβα τους έναν αποπνικτικό μπουχό.

Τα δημοσιεύματα της εποχής περιγράφουν μια «ανθρωποπλημμυρισμένη οδόν» από το απόγευμα μέχρι τα μεσάνυχτα, καθώς «παλίρροια ανθρώπων ανήρχετο και κατήρχετο με βοήν προσομοίαν προς καταρράκτην».Στους δημόσιους κήπους που εκτείνονταν κατά μήκος της Πατησίων μετά την περιοχή Λεβίδη, στηνόταν ένα κανονικό πανηγύρι.

Στον κήπο Σκοτίδα και στο πάρκο Κλωναρίδη συναντούσες τις πρώτες λαοθάλασσες κόσμου. Κάτω απ’ τα δέντρα, οικογένειες έτρωγαν και έπιναν πάνω σε στρωμένα τραπεζομάντηλα (σκορδαλικά, αυγά, ντολμαδάκια με κληματόφυλλα και γιαούρτι σακούλας ήταν μερικά μόνο απ’ τα εδέσματα που φρόντιζε ο κόσμος να μεταφέρει από το σπίτι του για το πικνικ της Πρωτομαγιάς), ακούγονταν τραγούδια από φωνογράφο και έρεε άφθονο το κρασί το «ρετσινάτο». Μάλιστα, οι πιο οργανωμένοι μετέφεραν μαζί τους σούβλες και έψηναν αρνιά.

Ο χαμός συνεχιζόταν αμείωτα μέχρι το σημείο της Αλυσίδας. Κατά μήκος όλης αυτής τη διαδρομή, παράλληλα με τις χιλιάδες κόσμου που κινούνταν αμείωτα πίνοντας και γλεντώντας, τα άνθη προσφέρονταν σε αφθονία – οι Πατησσιώτισες νοικοκυρές έστηναν έξω απ’ την πόρτα τους τραπεζάκια με στεφάνια, ενώ αμέτρητοι πλανόδιοι (ανάμεσά τους αρκετοί πρόσφυγες) προσπαθούσαν να βγάλουν ένα μεροκάματο διαλαλώντας με δυνατή φωνή την πραμάτεια τους. Τριαντάφυλλα, γαρδένιες, γαρίφαλα και βιολέτες χρησιμοποιούνταν κατά κόρον.

Το γλέντι έφτανε μέχρι το ξημέρωμα της Πρωτομαγιάς, όταν κατάκοποι –και μεθυσμένοι– οι Αθηναίοι επέστρεφαν από την εξοχή στο κέντρο.