ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Στην οδό Τσάμη Καρατάσου, ένα ψιλικατζίδικο κρατάει τα κλειδιά της γειτονιάς

Λίγο κάτω από την Ακρόπολη, βρίσκεται ένα ψιλικατζίδικο που παραμένει ανοιχτό για σχεδόν όλη τη μέρα και προσφέρει μπύρες, τσιγάρα και παρέα.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΣΠΑ ΚΟΥΛΥΡΑ

Τα απομεσήμερα στην Τσάμη Καρατάσου, η ζωή κυλά ήσυχα και πολύ διαφορετικά σε σχέση με τις κεντρικές αρτηρίες της Αθήνας, εκεί που ένα ρεμίξ από κόρνες, φωνές και γαλλικά υπογράφει το soundtrack του δρόμου.

Οι οδηγοί χάνουν την υπομονή τους και βλέπουν το πρόγραμμα να πηγαίνει πίσω και δεν ακούν τίποτα από το podcast ή την playlist για distraction από την κίνηση. Όταν κολλάς στην κίνηση, δεν ακούς τα τραγούδια.

Αντίθετα, οι φυσικοί ήχοι της πόλης ηχούν σαν μουσική στα χαμηλά ντεσιμπέλ της γειτονιάς, κάτω από την Ακρόπολη. Ο αθηναϊκός ήλιος εκθέτει το Instagram που δε συμπεριέλαβε την πρωτεύουσα στα έτοιμα φίλτρα του και γενικώς, όλα ήρεμα.

Η χώρα μας τίμησε τον Τσάμη Καρατάσο, το όνομα του οποίου αγνοούσα για να είμαι ειλικρινής, και τον έκανε οδό, για τα πεπραγμένα του Έλληνα αγωνιστή στην Επανάσταση του 1821. Δύο αιώνες μετά, αγωνίζεσαι για τα αυτονόητα, όπως το να μάθεις για παράδειγμα πώς ακριβώς πέθανε το παιδί σου σε ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα.

Στο νούμερο 24 της οδού, ένα ψιλικατζίδικο κρατάει τα κλειδιά της γειτονιάς. Η κυρία Ελευθερία έχει περάσει μια ζωή σε αυτή τη συνοικία και έχει δει ανθρώπους να έρχονται αλλά και να φεύγουν. Όταν φεύγεις από τον μικρόκοσμο σου, συχνά ρίχνεις μαύρη πέτρα.

Τα κλειδιά του mini market, όπως το αποκαλούμε πλέον, παραδόθηκαν στις κόρες της, την Ελένη και τη Λίτσα, με εκείνη να κάνει guest εμφανίσεις στο μαγαζί, αλλά μεταξύ μας, να το τρέχει και όταν χρειαστεί. 

Η γειτόνισσα Δέσποινα από το Dolce Far Niente έκανε το κονέ. Στο νούμερο 26 του δρόμου, θα φας το καλύτερο παγωτό. Αυτό έκανα και εγώ και κατηφόρισα πέντε μέτρα πιο κάτω και έκατσα στο τραπέζι με τις κυρίες που βρίσκονται εκεί για τον κόσμο, 19 ώρες τη μέρα.

Η κυρία Ελευθερία πίστευε ότι δεν έχει φωτογένεια, αλλά η εικόνα τη διαψεύδει. «Αγοράζει ο κόσμος εφημερίδες;», τη ρωτάω.

«Όχι όπως παλιά. Τις έχουν πάει και ακριβές. Καθημερινή φεύγει κυρίως και Τα Νέα. Κάποτε έπαιρναν Μακελειό, Χρυσή Ευκαιρία. Περιοδικά φέρνουμε για μερικούς πελάτες και μου πιάνουν τα ράφια. Δε φεύγουν αυτά. Κάποτε αγόραζα για να διαβάσω. Τώρα τις έχω εδώ και δεν διαβάζω καμία. Ενημερώνομαι από το κινητό, το ίδιο δεν είναι; Μπαίνω παντού», μου λέει.

Η οικογένεια της είναι η 5η φουρνιά που έχει το μαγαζί.

«Παλιά ήταν σκέτο ψιλικατζίδικο, πριν 40 χρόνια. Έχει πολλά χρόνια αυτό το μαγαζί, στο ίδιο σημείο. Ήμουν 16 χρονών και το βρήκα εδώ. Πέρασαν 3,4, εμείς είμαστε οι 5οι. Όλοι συνταξιούχοι», μου λέει. «Εμείς αργούμε ακόμα», ψιθυρίζει η Ελένη δίπλα με καημό.

Η κυρία Ελευθερία έχει περάσει μια ζωή στη γειτονιά. Παλιά είχες άλλες έννοιες, τώρα η βασική είναι να είναι καλά τα κορίτσια. Αυτή ήταν πάντα. «Το πήραμε το 2012. Εγώ είμαι χρόνια εδώ, με ξέρει ο κόσμος. 48 χρόνια. Το καλοκαίρι έχουμε δουλειά, τον χειμώνα λιγότερο. Αφού βγαίνουν τα έξοδα, παίρνουν και ένα μεροκάματο τα κορίτσια για τις ασφάλειες και τις εφορίες του, καλά είναι».

Με κερνάνε μια μπύρα και συζητάμε για τα κομμένα φέσια και για τα διάσημα πρόσωπα που περνούν ή περνούσαν από το μαγαζί. «Λένε θα έρθω να πληρώσω και μετά εξαφανίζονται. Δεν έχει πολλά κουλά εδώ, είναι σοβαροί άνθρωποι. Το φέσι κόπηκε τώρα. Ηθοποιοί έρχονται εδώ, η Μαρία Λεκάκη που έπαιζε στο Κωνσταντίνου και Ελένης, η Κατερίνα η Διδασκάλου, η Νάντια Μουρούζη έχει περάσει από εδώ, η Κυριάκου. Αυτή έχει καιρό να βγει, η “Μπεμπέκα” τώρα είναι ξαπλωμένη δεν μπορεί να περπατήσει.

Ο Κώστας Μπακογιάννης έχει περάσει από εδώ. Όποιος βγαίνει περνάει. Άμα δε βγει κλείνεται στο καβούκι του. Δεν σε είδα, δεν σε ξέρω».

Το ψιλικατζίδικο άρχισε να γίνεται σταδιακά mini market. Όχι μόνο για να το προφέρουν οι τουρίστες σωστά. Το βλέπεις και στα ράφια.

«Προσθέσαμε τα είδη μπακάλικης που λέγανε παλιά. Εμείς όταν το πήραμε είχε κι από αυτά, αλλά όχι τόσα πολλά. Κρασιά, μπύρες, μακαρόνια, παγωτά. Όλα φεύγουν, περισσότερο από όλα τα τσιγάρα. Η γειτονιά είναι καλή, βοηθάει, έρχεται και ψωνίζει. Το μόνο μείον είναι ότι δεν μπορείς να κάτσεις, δεν σου επιτρέπουν και έχουν και δίκιο. Είχα ένα σταντάκι με παγωτά κι όταν ερχόταν η δημοτική αστυνομία τα έπαιρνα», μου λέει πριν μας διακόψει μια περαστική που ρωτάει για μια αγγελία και ρωτάει αν ξέρουν πόσο κάνει το σπίτι που ενοικιάζεται.

«1200 ευρώ, τζάμπα πράγμα», της απαντάει η κυρία Ελευθερία και συνεχίζει την κουβέντα για τα τραπεζάκια.

«Και αυτοί έχουν δίκιο, κι εμείς. Κάθεσαι μέσα κλεισμένος; Τα βγάζουμε έξω, αφήσαμε ένα κενό και κάνουμε το κορόιδο να δούμε πού θα μας αφήσει. Και σε αυτό το λίγο που μας αφήνουν θα λέμε και ευχαριστώ».

Το μάτι μου πέφτει σε μια μικρή τηλεόραση, στο ραδιοφωνάκι και σε μια ελληνική σημαία. Τα πρώτα δύο συντηρούν το τρίτο.

«Μας είχαν κλείσει τότε με τον κορονοϊό και έλεγαν δεν θα βάζετε μουσική. Λέω στο γαμπρό μου πάρ’ τα γιατί αν περάσει κανείς θα με γράψει. Πέρασε η πανδημία και τα αφήσαμε. Βλέπουμε τηλεόραση, τον χειμώνα που κάθεσαι μέσα ειδικά. Βάζουμε και μουσική»

«Στη Λίτσα αρέσει ο Βέρτης», λέει χαμογελαστά η Ελένη. «Εμένα δε μου αρέσει κανένας. Μόνο ο Καζαντζίδης ήταν για μένα», λέει η κυρία Ελευθερία.

Ένας άντρας ρωτάει αν κάνουμε κάποιο αφιέρωμα εδώ στο Κουκάκι και μου έδωσε πάσα για την επόμενη ερώτηση.

«Έρχονται ξένοι, την άλλαξαν οι τουρίστες τη γειτονιά. Εγώ είμαι από τα 16 εδώ και έχω δει να φεύγουν άνθρωποι που τους ήξερα χρόνια. Τώρα γνώρισα άλλους. Ψάχνει ο κόσμος σπίτια αλλά είναι πανάκριβα. Έρχονται εδώ οι τουρίστες και ρωτάνε πόσο έχει το μπουκαλάκι και μετά το αγοράζουν. Άλλοι πουλάνε τρία ευρώ το νερό», μου λέει η κυρία Ελευθερία.

Από την Καρδίτσα ήρθε στα Εξάρχεια, Καλλιδρομίου στη Σμολένσκυ και μετά Κουκάκι. «Στην αρχή, έκλαιγα δεν μ’ άρεσε. Τώρα μη μου πεις να φύγω από εδώ, δεν αλλάζω περιοχή με τίποτα. Και σε αυτές εδώ, τους αρέσει. Το σπίτι είναι δίπλα από εδώ. Τα κορίτσια ανοίγουν 6:30–7 παρά. Και κλείνει 1 το βράδυ. Τον χειμώνα πιο νωρίς».

Περνάει ένας Ιρακινός και λέει “the best mini market, number one mini market”. «Αυτός έρχεται κάθε βράδυ, μένει εδώ παρακάτω, έφερε και το σόι του από την πατρίδα», προσθέτει το big boss του μαγαζιού και μου εξηγεί τα ωράρια.

«Το μπακάλικο κόπηκε, λέγονται όλα mini market. Μέχρι και τα περίπτερα. Φεύγουν παγωτά, μπύρες, τρόφιμα, δόξα τω Θεώ δεν έχουμε παράπονο. Είναι πολλές οι ώρες. 18 ώρες τη μέρα, Πάσχα, Χριστούγεννα, Κυριακές. Χριστούγεννα κλείνει για να πάμε να φάμε, πίνει ο κόσμος, ξεχνάει και έρχονται να πάρουν όσα ξέχασαν. Είμαστε οι μόνοι που κλείνουμε για να πάμε για φαγητό. Ε, γίνεται να τρώει κάποιος μόνος;».

Περνάει ο μικρός Δημήτρης, χαιρετιούνται. «Σου κάνει νάζια επειδή σε είδε με άλλον (σ.σ. εμένα)», λέει η μαμά του. «Έχει πλάκα αυτό το παιδάκι. Παλιά είχε πολλά παιδιά, τώρα έχουμε θέμα με τα παιδιά, με τις παντρειές που δεν παντρεύονται.», λέει η κυρία Ελευθερία που ακόμα δεν έχει μάθει καλά το σύστημα με το POS. Ούτε πολυθέλει να το μάθει.

«Δεν την ξέρω ακόμα την κάρτα. Λέω θα με μάθετε και μένα. Λένε όποτε θέλεις». Ποτέ δε θέλω (γέλια). Με το POS δεν ανακατεύομαι καθόλου. Ώρες ώρες κάτι παθαίνει και θέλω να ρωτήσω στην τράπεζα για αυτό που έχεις στο χέρι. Ο κόσμος μπορεί να πληρώσει και μια τσίχλα με κάρτα. Μεγάλη ζημιά είναι αυτό, ούτε το χαρτί δεν πληρώνουμε. Αλλά, τι να πεις;».

Το να δουλεύεις σε 20 τετραγωνικά, είναι δύσκολο, κι ας έχει μουχαμπέτι η γειτονιά. «Πριν το πάρουν τους έκανα ξύγα. Έπεσε κλήρος για το ποια θα είναι το πρώτο όνομα. Βγήκε η Ελένη και τις δύο φορές που τραβήξαμε. Το δέχτηκε η Λίτσα, λέει “εσένα θα χώσουν μέσα αν γίνει τίποτα”. Μυαλό η Λίτσα.

Είναι τόσο αγαπημένες αυτές, εγώ πολλές φορές θα αρπαζόμουν. Ίσως έτσι είναι τα δίδυμα. Τους έλεγα ότι αυτή η δουλειά είναι δύσκολη, έχεις να αντιμετωπίσεις ανθρώπους που δεν είναι νορμάλ. Αυτοί που δεν είναι νορμάλ, δεν είναι από εδώ. Ήταν ένας τύπος που έλεγε “θα με κεράσετε μια μπύρα;” Του έφεραν τα κορίτσια. Τις κοιτάζει και λέει, “μεγάλη θέλω”.

Η καλύτερη κατηγορία πελατών είναι αυτοί που έχουν οικογένεια. Σου λέει γιατί να πάω στο σούπερ και να μην τα πάρω από τα κορίτσια; Τους πηγαίνουν τις παραγγελίες στα σπίτια, μέχρι τον περιφερειακό φτάνουν.

Έχει τύχει Χριστούγεννα να έρχεται κόσμος και να λέει «τι καλά που είστε ανοιχτά και δεν είχα που να πάω». Τα κορίτσια μιλάνε με νέους, γέρους, φτωχούς, πλούσιους. Έρχεται κόσμος απλώς για να πει μια κουβέντα. Μην τη βλέπεις έτσι τη Λίτσα. Είναι πιο ομιλητική κανονικά», καταλήγει.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.