Dimitris Kapantais / SOOC
OPINIONS

H Ελλάδα καίγεται αλλά στην ελληνική τηλεόραση δεν έχει ανάψει ούτε μία σπίθα

The wildfire will not be televised ήταν το πιο εύστοχο σχόλιο που γράφτηκε στο Twitter.

Το σενάριο είναι γνωστό, αφού παίζεται πια με ευλαβική συνέπεια κάθε χρόνο τέτοιες μέρες στην ελληνική επικράτεια. Αυξημένες θερμοκρασίες και έντονοι άνεμοι ανοίγουν τις πύλες της κολάσεως καθώς οι πυρκαγιές καίνε το ένα μετά το άλλο τα δάση, απειλώντας (ή και καταστρέφοντας) στην πορεία επιχειρήσεις, σπίτια, ακόμα και ανθρώπινες ζωές. Άλλοτε φταίει ο «στρατηγός άνεμος», άλλοτε οι σκιώδεις πράκτορες που επιχειρούν σε ελληνικό έδαφος με σκοπό να πλήξουν τον τουρισμό μας, και άλλοτε η αναλγησία των υπέργηρων χωρικών που βάζουν φωτιά στα σκουπίδια τους. Το κράτος, συνήθως, πλένει τα χέρια του από τις ευθύνες ως άλλος Πόντιος Πιλάτος.

Έννοιες όπως η σωστή ενημέρωση των πολιτών και ένα πλάνο δράσης που θέτει ως προτεραιότητα την πρόληψη και όχι την κατάσβεση είναι μάλλον άγνωστες. Δεν είναι καινούργιο όλο αυτό, αντίθετα πρόκειται για ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που προκαλεί απογοήτευση. Όπως ακριβώς και αυτές οι λέξεις – δεν προσφέρουν κάτι καινούργιο, δε λένε κάτι που δε βλέπουμε, δεν αποκαλύπτουν κάτι κρυφό, αφού άλλωστε ουδέν κρυπτόν κάτω από τη λάμψη της πυρκαγιάς.

Πώς όμως είναι δυνατόν κάτι το τόσο πασιφανές να παίζει τόσο «χαμηλά» από το σύνολο σχεδόν των ελληνικών τηλεοπτικών σταθμών; Η Ιτέα εκκενώθηκε, το Δήλεσι το ίδιο, ακόμα και το υπερπολυτελές συγκρότημα του Amanzoe κινδύνεψε. Λίγες μέρες πριν ήταν το Σχιστό, δίπλα στον Κορυδαλλό και η Αχαΐα.

Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που άνθρωποι άφηναν τα σπίτια τους ή προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να σώσουν τις περιουσίες τους, στην ελληνική τηλεόραση ήταν σαν να μην έχει πιάσει καν φωτιά.

Σίγουρα, όταν βλέπεις τη γειτονιά σου να καίγεται νιώθεις ότι είσαι στο κέντρο ενός πολύ άσχημου και βίαιου κόσμου, και περιμένεις -όχι άδικα- όλα τα φώτα των Μέσων να στραφούν στην καταστροφή που βιώνεις. Φυσικά, αυτό δε γίνεται ποτέ στο μέτρο που θα ήθελαν οι κάτοικοι των απειλούμενων περιοχών.

Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά ανάμεσα σε μία όχι-και-τόσο-εκτενή κάλυψη των πυρκαγιών και στην εικόνα που παρακολουθήσαμε τις τελευταίες ώρες. Οι φωτιές έκαιγαν μεγάλες εκτάσεις επί ελληνικού εδάφους, αλλά τα περισσότερα ελληνικά κανάλια έδιναν την αίσθηση πως «ναι, υπάρχουν φωτιές» αλλά είναι κάπου μακριά, σε κάποιο ξεχασμένο σημείο των Βαλκανίων. Οπότε γιατί να ασχοληθούμε περισσότερο;

Δεν είναι δύσκολο να ενώσει κάποιος τις κουκίδες και να μιλήσει για εμφανή προσπάθεια των φιλοκυβερνητικών Μέσων να μη δώσουν περισσότερη έκταση σε ένα «φλέγον» ζήτημα. Βέβαια, έτσι θα μπορούσαμε να μπούμε στο γνωστό ατέρμονο γαϊτανάκι των αντεγκλήσεων. Ευτυχώς, όμως, υπάρχει και το Twitter για να μας δώσει μία εικόνα της απτής πραγματικότητας.

Προφανώς, ο κόσμος (και ιδιαίτερα ο κόσμος των περιοχών που βίωνε και βιώνει στο πετσί του τις πυρκαγιές) ένιωσε και νιώθει την αγανάκτηση να τον πνίγει. Η σχεδόν μοναδική δικλείδα αποσυμπίεσης που υπάρχει είναι τα κοινωνικά δίκτυα – εκεί, δηλαδή, που αν ξεσκονίσεις λίγο τους τόνους τοξικότητας που κατακάθονται πάνω στις ειδήσεις ίσως βρεις ένα κομμάτι της αλήθειας.

Διότι είναι λίγο δύσκολο να παρακολουθήσεις την αλήθεια στο τοπίο της ελληνικής τηλεόρασης όπως έχει διαμορφωθεί. Σε αυτό το τοπίο, παρατηρούμε ένα είδος παράξενης μετα-αλήθειας, όπου τα γεγονότα και οι ειδήσεις λαμβάνουν την έκταση που τους αναλογεί όχι με βάση τη σοβαρότητα του θέματος αλλά με βάση το πώς βολεύει τις πολιτικές συμμαχίες που έχει επιλέξει ο εκάστοτε σταθμός.

Όπως για παράδειγμα χθες: η φωτιά στην Ιτέα δεν έπρεπε να είναι πρώτη είδηση και σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε λόγος έκτακτου δελτίου για αυτή.

Πώς λοιπόν να μη γίνεται έξαλλοι οι χρήστες του Twitter και κυρίως οι άνθρωποι των περιοχών που έπιασαν φωτιά με όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου; Ή για να το πούμε πιο σωστά: για πόσο καιρό ακόμα θα είμαστε αναγκασμένοι να παρακολουθούμε ένα τοπίο ενημέρωσης όπου η ελευθερία του τύπου βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης;