Eurokinissi
ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

7 Οκτωβρίου στην Αλεξάνδρας, περιμένοντας την καταδίκη των Ναζί

Πώς ζήσαμε από κοντά την μόνη όμορφη ημέρα του 2020.

Το ρεύμα βγήκε μέσα απ’ την αίθουσα, πέρασε κάτω από τις κλούβες και χτύπησε το πλήθος, που ανυπομονούσε να ηλεκτριστεί -είχε προδοθεί εδώ και ώρες από τις φωνές και τα συνθήματα. Συνέχισε την πορεία του και στις δύο κατευθύνσεις της Αλεξάνδρας, στα γύρω στενά, στους δρόμους της Αθήνας και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε χτυπήσει όλη τη χώρα.

Η ισχυρή τάση του δεν σε άφηνε να αμφισβητήσεις ότι είχε φορτιστεί από την καταδίκη και για τις τέσσερις κατηγορίες. Και κυρίως για αυτήν που χρειαζόταν προκειμένου να δούμε την ηγετική ομάδα των Ναζί στη φυλακή: την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης.

Ντρεπόμασταν να διακόψουμε τη χαρά του διπλανού μας και να ρωτήσουμε “μήπως άκουσες τι φώναξαν; Είπαν ‘ένοχοι’;”. Λίγα μέτρα μόλις μακριά απ’ τα μεγάφωνα, και δεν ξεχωρίζαμε ούτε τις φωνές μας. Αφήσαμε τους πανηγυρισμούς να το επιβεβαιώσουν και τα γέλια όσων μιλούσαν στο τηλέφωνο. Μάθαιναν την ετυμηγορία. “Ένοχοι… εγκληματική οργάνωση… φυλακή”.

Δεν είχε περάσει ούτε ένα λεπτό απ’ την απόφαση του δικαστηρίου και ό, τι όμορφο ξεκινούσε το διέκοψε, πρώτα η αύρα της αστυνομίας και μετά τα δακρυγόνα της. Σκέψου το. Τη μέρα που εσύ έκανες απεργία για να πας στο Εφετείο και έχασες το ημερομίσθιό σου, ο αστυνομικός απέναντί σου έβγαλε το δικό του πετώντας σου δακρυγόνα. Απρόκλητος. Εκτός κι αν τον προκάλεσε η απόφαση του δικαστηρίου.

Οι μισοί σκόρπισαν προς το Πεδίο του Άρεως, οι υπόλοιποι προς την Κηφισίας. Άνηκα στους υπόλοιπους. Μπροστά απ’ τα Προσφυγικά, μπροστά απ’ το γήπεδο του Παναθηναϊκού -στολισμένα και τα δύο με αντιφασιστικά συνθήματα-, μπροστά απ’ τη ΓΑΔΑ, παντού άνθρωποι που έριχναν νερό στα μάτια τους. Και υποχωρούσαν σαν νικητές.

Έφευγα απ’ την αντίθετη μεριά απ’ την οποία είχα περπατήσει για να βρεθώ στο Εφετείο. Γύρω στις 09.30, μαζί με δεκάδες μικρές και μεγάλες παρέες, ανάμεσα σε διασκορπισμένους αστυνομικούς, είχα ανέβει την Αλεξάνδρας απ’ την Πατησίων. Είχα σταματήσει στο μπλοκ της ΚΕΕΡΦΑ, δεν ήταν το πιο ζωντανό, αλλά έδειχνε ως το πιο ενδιαφέρον εκείνη την ώρα. Με μουσική, αλλά και βήμα και μικρόφωνο στους πρωταγωνιστές της ημέρας.

Μίλησε ο δικηγόρος της οικογένειας Φύσσα, ο εκπρόσωπος των Αιγυπτίων Αλιεργατών, ο δικηγόρος της οικογένειας του Σαχζάτ Λουκμάν, μία εκπρόσωπος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, ο πρόεδρος της πακιστανικής κοινότητας, πιο ορμητικός και συγκινητικός από όλους. “Τι δουλειά έχει ένα πολιτικό κόμμα να κρατάει μαχαίρια”, είπε και ο κόσμος από κάτω ξέσπασε σε χειροκροτήματα για το αυτονόητο. Έτσι κι αλλιώς, όλη η δίκη το αυτονόητο δεν αφορούσε; Μίλησε όμως και μια μαθήτρια Λυκείου, δεν θέλω να την ξεχάσω, ιδιαίτερα αυτήν. “Είμαστε μικροί, όχι χαζοί”, είπε. Μία παρουσία-απάντηση σε όσους υποτιμούν τις καταλήψεις.

Δύσκολο να βρεις φίλους κάτω απ’ τις μάσκες, συνήθως τα περισσότερα βλέμματα που διασταυρώνονταν ήταν απορίας, παρά αμοιβαίας αναγνώρισης. Αλλά δεν ήταν μέρος όπου κάποιος θα ένιωθε μόνος. Είκοσι χιλιάδες άνθρωποι ήταν εκεί.

Μόνοι ήταν οι Ναζί στα σπίτια τους, που δεν τόλμησαν καν να εμφανιστούν στο δικαστήριο. Και μόνοι θα είναι και σύντομα στα κελιά τους.

Όσο για εκείνους που τους ψήφισαν, δεν πρόλαβαν να καταλάβουν τι θα πει μοναξιά. Μόλις τους έκλεισαν το μάτι οι υπόλοιποι γνωστοί ακροδεξιοί σχηματισμοί έτρεξαν προς την αγκαλιά τους. Γι’ αυτό και η χθεσινή μέρα δεν ήταν ούτε η αρχή ούτε το τέλος στη ‘σήριαλ της Χρυσής Αυγής’, που λένε και στις ειδήσεις -στο ‘σήριαλ του φασισμού και της ακροδεξιάς’ θα πούμε εμείς. Ήταν απλά ένα πάρα πολύ καλό επεισόδιο, σχεδόν λυτρωτικό, σε μία κατά τα άλλα πολύ κακή σεζόν. Και δυστυχώς θα ακολουθήσουν και άλλες.