ΤΑΞΙΔΙ

Από τον Όμηρο στον Τζαβέλλα: 24 ώρες στη Φρανκφούρτη

Ένα οδοιπορικό που περιλαμβάνει αναφορές στην Άιντραχτ, τον Γιώργο Τζαβέλλα και τον Όμηρο.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΚΗΣ ΚΑΤΣΟΥΔΑΣ

Η Φρανκφούρτη είναι γνωστή για πολύ συγκεκριμένα πράγματα: για τα λουκάνικα, την τοπική Άιντραχτ και το τρομερά βολικό δίκτυο συγκοινωνιών. Είχε φτάσει η ώρα να την επισκεφτώ. Και τα συμπεράσματα που έβγαλα για εκείνη ήταν εντυπωσιακά. Το ταξίδι ξεκίνησε από την Αθήνα. Ο καιρός εκεί ήταν, φυσικά, καλοκαιρινός. Ο καιρός στη Φρανκφούρτη ήταν, φυσικά, μουντός. Οι μετεωρολογικές προβλέψεις κάνουν λόγο για 12 βαθμούς Κελσίου μέγιστη θερμοκρασία. Καλοκαίρι δηλαδή, μια χαρά.

Η πτήση από την Αθήνα προς τη Φρανκφούρτη διήρκεσε κάτι παραπάνω από δύο ώρες. Άλλη τόση ώρα πρέπει να πέρασα κατά τη διάρκεια του ελέγχου ταυτοπροσωπίας από τους αστυνομικούς του αεροδρομίου της γερμανικής πόλης. Ο ένας εξ αυτών άρχισε να μου πιάνει και ψιλοκουβέντα. Είχε επισκεφτεί μια φορά την Ελλάδα και περιμένει πώς και πώς να επιστρέψει. Του ευχήθηκα «με το καλό». Δε με έπαιρνε για κάτι άλλο.

Μετά από αυτό το μακρύ bonding με τις αστυνομικές αρχές της Γερμανίας, εγώ και οι συνεπιβάτες μου τραβήξαμε για το ξενοδοχείο. Ένα ξενοδοχείο που βρισκόταν στα προάστια της πόλης και συγκεκριμένα στην πιο ακριβή περιοχή αυτής. Κάνοντας μια μικρή αναζήτηση στο διαδίκτυο, οι πληροφορίες για το Bad Homburg είναι ενδεικτικές.

«Η πόλη είναι μια από τις πλουσιότερες στη Γερμανία, με πολλά οικονομικά και επιχειρηματικά στελέχη που εργάζονται στη Φρανκφούρτη να διαμένουν εκεί. Είναι γνωστή για τα θεραπευτικά της μεταλλικά νερά, τα λουτρά αλλά και το καζίνο της». 

Το καζίνο μπορεί να μην πρόλαβα να το δω αλλά κατάλαβα από την πρώτη στιγμή πως βρισκόμουν σε μια από τις καλύτερες περιοχές της Φρανκφούρτης. Ψηλά Σπίτια, υπερπολυτελή αυτοκίνητα, απέραντα πάρκα και το κυριότερο: όταν σήκωνα την κάμερα να φωτογραφίσω κάτι, όλο και κάποιος με κοίταζε με στραβό μάτι. Τι να ήθελε, άραγε, ένας ξένος στα μέρη τους.

Οι τεράστιοι ουρανοξύστες της Φρανκφούρτης

Ο χρόνος μου, όμως, δεν ήταν απεριόριστος. Έτσι, λοιπόν, και εγώ άφησα το Bad Homburg και κινήθηκα προς τον σιδηροδρομικό σταθμό προκειμένου να πάρω το τρένο και να κατέβω στο κέντρο της πόλης. Το εισιτήριο που πλήρωσα έφτασε τα 5 ευρώ και 60 λεπτά. Η διαδρομή διήρκεσε περίπου 20 λεπτά. Σχεδόν σε ολόκληρη τη διαδρομή απέναντί μου καθόταν ένας έφηβος Γερμανός που φορούσε ένα μαύρο καπέλο, ένα τσαντάκι και ένα λευκό tracksuit.

Ο κεντρικός σταθμός της Φρανκφούρτης ήταν πραγματικά χαώδης. Αυτό το κατάλαβα και με το παραπάνω κατά την επιστροφή. Εντός του υπήρχαν δεκάδες μαγαζιά, ενώ το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια μπυραρία που ήταν γεμάτη με σημαίες, παλιές φωτογραφίες και κασκόλ της Άιντραχτ. Οι ντόπιοι δείχνουν να αγαπούν πολύ την ομάδα τους.

Βγαίνοντας από τον σταθμό, είχα μπροστά μου έναν τεράστιο αυτοκινητόδρομο που θα με οδηγούσε στο εμπορικό κέντρο της πόλης. Γύρω μου υψώνονταν τεράστιοι ουρανοξύστες. Η πόλη αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά κέντρα της χώρας. Χαρακτηριστικό είναι πως σε αυτή βρίσκονται και τα κεντρικά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Περπατώντας ακόμη πιο βαθιά στο κέντρο, οι ουρανοξύστες αντικαθίστανται από έναν τεράστιο εμπορικό δρόμο με αμέτρητα μαγαζιά. Σε ένα από αυτά τα εμπορικά κέντρα, βλέπω την μπουτίκ της Άιντραχτ.

Η ομάδα τα τελευταία χρόνια ζει τη μεγάλη της ακμή. Χαρακτηριστικό είναι πως πριν από μερικούς μήνες κατάφερε να πετάξει εκτός συνέχειας του Europa League την Μπαρτσελόνα και τελικά να κατακτήσει το τρόπαιο στον τελικό κόντρα στη Ρέιντζερς.

Η μεγάλη αγωνιστική άνοδος της ομάδας φαίνεται πως έχει επηρεάσει και την τιμή των φανελών της, που κυμαίνεται από τα 80 έως τα 100 ευρώ. Φεύγω με ένα πακέτο με κάρτες. Ανοίγοντάς τες, όμως, θα έπεφτα πάνω σε μια μεγάλη έκπληξη.

«Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρεις έναν Έλληνα»

Ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές που εμφανίζονταν στις κάρτες της Άιντραχτ ήταν και μερικοί Έλληνες. Ο Φάνης Γκέκας, ο Γιώργος Τζαβέλλας και ο Γιάννης Αμανατίδης. Οι δύο πρώτοι, μάλιστα, ήταν οι πρωταγωνιστές ενός γκολ που έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία της Bundesliga. Μιλάμε φυσικά για το τέρμα που πέτυχε ο Έλληνας αμυντικός από τα 73 μέτρα κόντρα στη Σάλκε. Το λιθαράκι του έβαλε, επίσης, ο Φάνης Γκέκας, ο οποίος ξεγέλασε τον νεαρό ακόμη Manuel Neuer, κάνοντας προσποίηση πως ήθελε να βρει την μπάλα.

Η απρόσμενη συνάντηση με το ελληνικό στοιχείο έγινε μερικά μέτρα πιο κάτω, στη διάσημη σιδερένια πεζογέφυρα της Φρανκφούρτης που βρίσκεται μια ανάσα από την παλιά πόλη. Στην κορυφή αυτής έγραφε χαρακτηριστικά: « Πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους». Πρόκειται για μια ομηρική ρήση και σημαίνει στα νέα ελληνικά: «Πλέοντας μέσα στο μελανό πέλαγος με αλλόγλωσους ανθρώπους».

Το έργο φιλοτεχνήθηκε από τον Hagen Bonifer και είναι μια σαφής αναφορά στην πολυπολιτισμικά των λαών που ζουν εδώ και αιώνες στην πόλη. Φεύγοντας, έφαγα κάτι στο χέρι.

Δίπλα μου ήταν μια παρέα Ελλήνων. Εκτιμώ πως ήταν μετανάστες, από τον τρόπο με τον οποίο έμπλεκε η γερμανική προφορά στις ελληνικές λέξεις. Λίγο πριν φύγουν πήρα το θάρρος να τους μιλησω. «Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρεις έναν Έλληνα» μου είπαν και γέλασαν.