Oneman.gr Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Αποχαιρετισμός στον κύριο Λύσανδρο του Au Revoir

Ο καπετάνιος της ανεκτίμητης οινοπνευματικής κιβωτού της Πατησίων πέθανε σε ηλικία 84 ετών. Αυτά είναι τα αποστάγματα σοφίας του σε μια συνέντευξη που ανατέμνει τις δεκαετίες που πέρασε στο τιμόνι του θρυλικού ποτάδικου.

Ο αείμνηστος Νίκος Τριανταφυλλίδης, ο οποίος διόλου τυχαία επέλεξε να ντεμπουτάρουν τα Στέκια με ένα επεισόδιο αφιερωμένο στο Au Revoir, έγραψε κάποτε για αυτό το ανεκτίμητο αθηναϊκό τοπόσημο: «Χτίζοντας αυτό τον χώρο, ο Αριστομένης Προβελέγγιος κατοχύρωσε μια για πάντα ένα άσυλο ελευθερίας που θα επιβίωνε κόντρα στον έξω κόσμο».

Επικεφαλής αυτού του «ασύλου» ήταν επί δεκαετίες δύο αδέρφια, ο Θόδωρος και ο Λύσανδρος Παπαθεοδώρου. O κύριος Θόδωρος πέθανε στις 18 Απριλίου 2019. Τρία χρόνια μετά, στα social media του Au Revoir «ανέβηκε» η εξής ανακοίνωση από τους απογόνους τους, που τα τελευταία χρόνια είχαν για ευνόητους λόγους αναλάβει τη λειτουργία του μπαρ, παραμένοντας ευτυχώς πιστοί σε όλες του τις αρχές:

Τη Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022 ο κύριος Λύσανδρος «έφυγε» σε ηλικία 84 ετών. Το 2017, με αφορμή την εξηκονταετή επέτειο του Au Revoir πέρασα μαζί του μερικές ώρες, όχι ως πελάτης, και είχα τη χαρά να τον ακούω να μου διηγείται πολλά από όσα έζησε εκεί. Αυτά είναι τα αποστάγματα των λόγων του, τα μαθήματα της ζωής του μέχρι τότε.

Στην κεντρική φωτογραφία δεσπόζει ο αρχιτέκτονας του ιστορικού μπαρ, Αριστομένης Προβελέγγιος. / Oneman.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson
Στην κεντρική φωτογραφία δεσπόζει ο αρχιτέκτονας του ιστορικού μπαρ, Αριστομένης Προβελέγγιος.

Αν καπνίζω, λέει… Εξήντα χρόνια εδώ μέσα καπνίζω απ’ όλες τις μάρκες και απ’ όλο τον κόσμο. Μπορώ να κάνω κι αλλιώς;

Πριν από πέντε-έξι χρόνια σκεφτήκαμε να κλείσουμε το μαγαζί. Τι να κάνω, έπρεπε να είχα πάρει σύνταξη από πολύ πιο πριν, είχα κουραστεί κιόλας εκείνη την εποχή, κι έλεγα να το δώσουμε να τελειώνουμε. Ελάτε καλέ που είχε κατατρομάξει ο κόσμος! 

Δεν το δώσαμε γιατί βρέθηκε ο γιος που το ‘θελε. Ήταν εννέα χρόνια στην Αγγλία για σπουδές, ούτε που ξέρω πόσα χαρτιά έχει πάρει. Μου λέει κάποια στιγμή: «Εγώ θα φύγω να πάω στην Αμερική». Αν το θέλεις πραγματικά, να πας, του είπα. Εν τω μεταξύ είχε και μία γνωριμία, ένα εξαιρετικό κορίτσι, και μου λέει: «Το μαγαζί θα το αναλάβω εγώ». Αμέσως δέχτηκα. Άλλωστε το Au Revoir ποτέ δεν είχε κανένα πρόβλημα. Το μόνο πρόβλημα που έχει είναι ότι…είναι νύχτα. Άμα δε σε πειράζει, του είπα, πάρ’το κλειδί κι εγώ εδώ θα είμαι, να βοηθάω όπως μπορώ. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, φτάσαμε να κλείνουμε τα 60 χρόνια. Μια ζωή ολόκληρη.

Ο αδερφός μου ο Θόδωρος καταρχάς ήταν υπάλληλος της Βουλής, στη βιβλιοθήκη. Πήγε στρατιώτης και όταν γύρισε, τον απέλυσαν λόγω στράτευσης. «Μα δεν έφυγα μόνος μου, φαντάρος πήγα, η πατρίδα με κάλεσε, εσείς!» τους έλεγε. Μετά ανέλαβε ένα ξενοδοχείο στην Αλωνίσταινα, ένα χωριό έξω από την Τρίπολη, που σύχναζαν περισσότερο κυνηγοί το χειμώνα. Το κράτησε δυο-τρία χρόνια, έβγαλε και μια τουριστική σχολή και τελικά πήγε βοηθός μπάρμαν στο Ξενία των Δελφών. Τότε τα Ξενία ήταν τοπ. Εκεί γνώρισε τον Προβελέγγιο.

Ο Προβελέγγιος ήταν πελάτης στο Ξενία, ο αδερφός μου δούλευε στο μπαρ. Στην κουβέντα πάνω είπε στον Προβελέγγιο την ιδέα του, έτσι κι έτσι, για ένα μπαρ. Κι εκείνος του είπε: «Προχώρα, βρες το χώρο και θα στο φτιάξω εγώ, εσύ βρες μερικά λεφτά για τα υλικά που θα χρειαστούμε, κι εμένα δεν θα μου δώσεις λεφτά. Αν δουλέψεις και βγάλεις λεφτά, αν θέλεις θα μου δώσεις κάτι. Αν δεν δουλέψεις, δεν πειράζει.»

Ήταν άνθρωπος ο Προβελέγγιος, ένας χαμηλών τόνων κύριος. Για να καταλάβετε τι εννοώ, όταν ανακαίνισε και έφτιαξε το σπίτι του εδώ πιο πάνω, στη Σποράδων, πήγαν φοιτητές και του έκαναν κατάληψη και τον φώναξε η αστυνομία για να τους πετάξουν έξω. «Αφήστε τους σε μένα, θα σας πω εγώ πότε, αν χρειαστεί», τους είπε. Πράγματι πήγε και βρήκε τους καταληψίες για να τους μιλήσει: «Γεια σας, είμαι ο τάδε, ελάτε να κάνουμε μια βολτούλα μέσα στο σπίτι να το δείτε». Και μετά τους λέει: «Το είδατε, εντάξει; Εγώ τώρα το τελείωσα. Αυτό που θέλω από εσάς είναι να το βρω όπως σας το παραδίδω, και δεν πρόκειται να σας βγάλει κανείς από δω, όσο είσαστε μέσα. Θα μου δίνετε 10 δρχ το μήνα, για να φαίνεται ότι είναι νοικιασμένο». Όχι τίποτα άλλο, για να μη μπορεί να μπει η αστυνομία. Αυτό εννοώ όταν λέω ότι ήταν Άνθρωπος.

Ο αδερφός μου άνοιξε το Au Revoir όταν ήμουν στρατιώτης, και όταν απολύθηκα από το στρατό, ήρθα εδώ. Στην αρχή, κάναμε παράλληλα και άλλες δουλειές. Τότε υπήρχε μία εταιρία που λεγόταν Motivo που έβγαζε πουκάμισα και γραβάτες κι εμείς κάναμε δειγματισμό στα μαγαζιά του Πειραιά και της Χαλκίδας. Κάναμε και μια άλλη δουλειά, που ήταν πολύ καλή, αλλά όπως λένε, όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει. Είχαμε μία εταιρία ξυλείας, φέρναμε κορμούς από Αφρική και τα πουλάγαμε στις βιομηχανίες. Όλες τις δουλειές τις κάναμε μαζί με τον Θόδωρο.

Δεν θυμάμαι ποια εφημερίδα -η Απογευματινή ήταν ή η Μεσημβρινή;- που τότε έγραψε: «Άνοιξε ένα πάρα πολύ ωραίο μπαρ στην Πατησίων, που το έφτιαξε ο Προβελέγγιος, αλλά», και το τόνισαν αυτό, «είναι μακριά από το κέντρο». Το λέω αυτό για να καταλάβετε τη διαφορά της εποχής.

Από την αρχή όσοι μπαίνανε, κολλάγανε. Είχαμε πολλούς δημοσιογράφους, συγγραφείς, καλλιτέχνες, ηθοποιούς. Ποιον να πρωτοπώ; Ηλιόπουλος, Αυλωνίτης, Χατζηχρήστος, Καλουτά, Βέμπο, Τραϊφόρος. Είχαμε αυτό που λένε καλό κόσμο. Σχεδόν κάθε βράδυ μετά από τα θέατρα ο ένας έφερνε τον άλλο, κολλάγανε εδώ και δε μπορούσαμε να φύγουμε. Πήγαινε πέντε και έξι το πρωί για να φύγουμε. Τότε, μάλιστα, ανοίγαμε και το μεσημέρι.

Ο Ηλιόπουλος έκανε πολύ παρέα με τον Βαγγέλη τον Πλοιό. Όταν πια ο Ντίνος είχε καταπέσει πολύ και ο Βαγγέλης πήγαινε σπίτι του να του συμπαρασταθεί, τον ρώταγε: «Βαγγέλη, περνάς από τα παιδιά; Να τους πεις χαιρετίσματα και ότι όταν συνέλθω και μπορέσω, θα περάσω να τους δω». 

Ήταν περίεργη η εποχή όταν ξεκινούσαμε, με την αστυνομία και όλα αυτά. Αλλά τα πάντα ήταν ανάλογα με τους χώρους. Εμείς -χτυπάω ξύλο- δεν είχαμε ποτέ πρόβλημα γιατί δεν είχαμε δώσει ποτέ μα ποτέ δικαίωμα. Τότε, μάλιστα, είχε βγει ένας νόμος που έλεγε ότι άτομα κάτω των 18 ετών απαγορεύεται να μπαίνουν στα μπαρ. Ήταν μια δικαιολογία για εμάς και όποιον δεν μας πήγαινε στο μάτι σαν πελάτης, του ζητάγαμε ταυτότητα. Αν δεν είχε, κι ας ήταν μεγαλύτερος, δεν τον αφήναμε. «Λυπάμαι πολύ, θέλω να έρθεις στο μαγαζί μου, άλλωστε πελάτες θέλουμε, αλλά μη βρούμε και το μπελά μας από την αστυνομία», λέγαμε. Και το σεβόντουσαν όλοι.

Όπως σεβόμαστε τον κόσμο και είμαστε ευγενείς, έτσι και ο κόσμος ανέκαθεν σεβόταν το Au Revoir. Δεν είχαμε ποτέ κανένα πρόβλημα. 

Ο Προβελέγγιος δεν έπινε και σπάνια ερχόταν, όποτε ήταν εδώ δηλαδή, γιατί στη Γαλλία ζούσε ο άνθρωπος. Περνούσε μια στο τόσο, όχι τακτικά, και έπινε κανένα tomato juice, καμιά μπυρίτσα. Ευγενέστατος, σοβαρός, χωρίς πολλά λόγια.

Κλείσανε όλοι οι χώροι οι παλιοί, όχι μόνο μπαρ, και τα ζαχαροπλαστεία που πήγαινε ο κόσμος, καθόταν κι έπαιρνε βούτυρο, μέλι, γιαούρτι και τα λοιπά – δεν τα ξέρετε εσείς αυτά. Τις προάλλες έκλεισε αυτό με τους λουκουμάδες στην Πανεπιστημίου, που κατέβαινες δυο-τρία σκαλάκια (σ.σ. Αιγαίον). Το Au Revoir έχει μείνει. Είναι λίγο σαν μνημείο μιας Αθήνας που χάνεται.

Το Υπουργείο Πολιτισμού ήθελε να το κηρύξει διατηρητέο. Πήγαμε με τον αδερφό μου και μας είπαν ότι θέλουν να το κάνουν γιατί είναι το πιο παλιό που έχει μείνει. «Εγώ μεγάλωσα», τους λέει ο αδερφός μου, «βγαίνω στη σύνταξη. Έχω χαλάσει πολλά λεφτά για να το συντηρήσω, γιατί ο Προβελέγγιος με βοήθησε και θέλω να τον τιμήσω με αυτόν τον τρόπο, να το κρατήσω όπως το έστησε. Χάλασα και χαλάω λεφτά, γιατί για να συντηρηθεί θέλει αρκετά χρήματα. Το Υπουργείο τι είναι διατεθειμένο να δίνει για να το συντηρούμε»; Γιατί οι καναπέδες, η ψάθα, οι τοίχοι, θέλουν φτιαξίματα. Κάθε καλοκαίρι κλείνουμε για δύο μήνες και δίνουμε ό,τι χρειάζεται για επιδιόρθωση. Τις ψάθες τις πλένουμε και τις περνάμε πάλι βερνίκι, γιατί ποτίζουν από την κάπνα. Και τους τοίχους βάφουμε. Ό,τι χρειάζεται.

Για εμάς καλός πότης δεν είναι αυτός που πίνει πολλά ποτά, κι ύστερα να παραφέρεται. Για εμάς καλός πότης είναι αυτός που θα πιει ένα-δύο, ίσως και τρία, αλλά θα είναι συχνά εδώ και θα είναι πάντα σοβαρός. Τι να τον κάνουμε αυτόν που θα πιει ένα ολόκληρο μπουκάλι μια φορά και δεν θα ξαναπατήσει;

Αν θες να κρατήσεις το χώρο σου σωστό και να βλέπεις τον πελάτη σαν άνθρωπο και όχι σαν λεφτά, όχι δηλαδή για να του τα βγάλεις από την τσέπη και να του τα πάρεις, πρέπει να είσαι τύπος και υπογραμμός, για να δίνεις το σωστό παράδειγμα. Γι’ αυτό όσοι μπαίνουν εδώ προσαρμόζονται με το χώρο, σέβονται το περιβάλλον.

Έχουμε πολύ νέο κόσμο. Αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Αφού έχουν φύγει τόσοι παλιοί!

Και ο γιος μου και ο ανιψιός μου, που σαν γιο μου τον έχω, είναι εξαιρετικοί στη δουλειά τους. Όμως άμα λείψω δυο-τρεις μέρες, ρωτάει ο κόσμος: «Τι κάνει; Που είναι ο Λύσανδρος;» Αλλά κι εμένα μου ‘χει γίνει σαν στέκι πια, μετά από τόσα χρόνια. Ακόμη και τώρα που κανονικά δεν δουλεύω, απλά βοηθάω, δεν ξεκολλάω. Αφού εδώ είναι οι περισσότερες γνωριμίες μου.

Το Au Revoir θα μείνει οικογενειακή επιχείρηση, έτσι φαίνεται.

Όλοι αυτοί οι παλιοί που σας λέω το αγαπούσαν το Au Revoir. Το νιώθανε δεύτερο σπίτι τους. Φεύγανε ξημερώματα και λέγανε: «Ω! Πάμε τώρα στην Πεντέλη να δούμε την ανατολή του ηλίου».

Ο Νίκος ο Τριανταφυλλίδης ερχόταν πολύ προτού κάνει το ντοκιμαντέρ. Ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα. Εδώ δίπλα έμενε, στη Φωκίωνος. Θα ‘πινε ένα-δύο, τρία ήταν πολλά. Περνούσε να δει τους φίλους του. Ήταν το στέκι του. Είναι τιμή για εμάς. Όχι απλά τον αγαπούσα, τον υπεραγαπούσα. Γιατί ήταν κύριος.

Στον καναπέ που κάθεσαι εσύ, εδώ ακριβώς, κάθισε και ο Frank Sinatra. Ήταν την πρώτη φορά που είχε έρθει στην Αθήνα, το 65 νομίζω, στο Ηρώδειο. Ζήτησε να κάνει μια βόλτα τη νύχτα. Αυτός που τον συνόδευε τον έφερε εδώ. Κι εγώ εκείνο το βράδυ εδώ ήμουν αλλά δυστυχώς με ειδοποίησαν αργά ότι θα ερχόταν και δεν είχα μία μηχανή, να βγάλω μια φωτογραφία. Έκανα τη βλακεία, γιατί έπαθα ένα σοκ, και δεν του πήρα ούτε αυτόγραφο. Ωραίος, σοβαρός, με το μπουκάλι του, ένα δικό του Jack Daniels, κάθισε με δυο φουσκωτούς που είχε παρέα και τον άλλο που τον συνόδευε και ήπιαν τα ποτάκια τους. Όταν τελείωσαν, μας χαιρέτησε όλους, άφησε το «πακετάκι» του κι έφυγε.

Εδώ γύρω κάποτε είχε πολλά μπαρ. Κλείσανε όλα. Απέναντι στο στενό είχε ένα. Εδώ πιο πάνω είχε δύο. Πιο κάτω στην Αγγελοπούλου είχε άλλα δύο. Στην Αγ. Μελετίου άλλο ένα. Κι ένα πριν φτάσεις στην Πλ. Αμερικής. Όλα κλείσανε. Μόνο εμείς μείναμε. Ίσως γιατί εμείς δεν δώσαμε ποτέ βάση στο να βγάλουμε τα πολλά λεφτά. Θέλαμε να βγάζουμε ένα καλό μεροκάματο. Να μας αγαπάνε και να μας εκτιμάνε οι πελάτες. Να μας σέβονται όπως τους σεβόμαστε εμείς που τους περιποιούμαστε.

Έχω και ένα γράμμα εκεί κρεμασμένο, της Αρχιτεκτονικής. Ένα επίσημο ευχαριστήριο, γιατί κρατήσαμε το μαγαζί όπως το έφτιαξε ο Προβελέγγιος, και επιτρέπουμε στους φοιτητές να έρχονται, να το βλέπουν, να παίρνουν φωτογραφίες, να το μελετάνε. 

Δε μπορώ να φέρω γνώμη αν είναι καλύτερα τώρα ή πριν από 20 ή 40 χρόνια. Και οι σημερινοί πελάτες και οι τότε πελάτες ήταν και είναι πάντα σοβαροί, ευγενικοί.

Το βράδυ που έγινε η Χούντα ήμασταν ανοιχτά. Τότε είχαμε δύο τηλέφωνα, ένα μέσα κι ένα έξω. Πάει ένας χωρατατζής πελάτης στο ένα, δεν έβγαζε γραμμή. Πάει στο άλλο, ούτε εκεί. Και μας λέει: «Ρε δεν ντρέπεστε, δεν πληρώνετε τα τηλέφωνά σας και σας τα κόψανε;» Δεν προφτάσαμε να τελειώσουμε την πλάκα και μπαίνει ένας νεαρός ηθοποιό, δεν θυμάμαι ποιος. «Τα μάθατε;» φωνάζει. Ποιο πράγμα; του λέμε. «Έγινε τελικά. Την κάνανε. Έχει γεμίσει η Αθήνα τανκς και στρατό». Δεν πέρασε ένα πεντάλεπτο-δεκάλεπτο, και είδαμε τα τανκς να κατεβαίνουν την Πατησίων. Ξέρετε πόσα παρκαρισμένα αμάξια λιώσανε; 

Ανοιχτά ήμασταν και όταν έγινε το Πολυτεχνείο, αν και μέχρι εδώ πάνω έφτανε μόνο ο απόηχος. Μόνο μια κοπελίτσα μπήκε τρέχοντας και μας λέει: «μπορώ να αφήσω την τσάντα μου γιατί έχω να πάω κάπου;». Κρέμασέ την πίσω, της λέμε. Πέρασαν δέκα μέρες και άρχισα να ανησυχώ. Πάνω στις 18 μέρες ήρθε το κοριτσάκι. «Έτρεχα να κρυφτώ», μας είπε, ζήτησε συγνώμη, πήρε την τσάντα της κι έφυγε.

Αποφεύγουμε τις πολιτικές και αθλητικές συζητήσεις. Γιατί καμιά φορά, στο ποτό επάνω… Το ξέρετε το ανέκδοτο; Είναι δυο πελάτες και κουβεντιάζουν πολιτικά. Τους λέει ο μπάρμαν από μέσα: «ξέρετε, απαγορεύονται τα πολιτικά». Πιάσανε αθλητικά. Τους λέει: «κύριοι απαγορεύονται και τα αθλητικά». «Τα σεξουαλικά επιτρέπονται;» ρωτάνε οι πελάτες. «Ναι, επιτρέπονται» τους λέει. «Ε άντε και πηδήξου!».

Εμείς που δουλεύουμε στο χώρο δεν πίνουμε ποτό. Το πολύ πολύ να πιεις λίγο στο τέλος, όταν είναι να φύγουμε, να βάλουμε ένα ουισκάκι. Τι πουλάμε; Αλκοόλ δεν πουλάμε; Δεν δίνουμε νερό στον κόσμο. Επομένως αν πιει λίγο παραπάνω ο άλλος και πάει να παραφερθεί, πρέπει να είναι σε θέση ο άνθρωπος που δουλεύει να τον καλμάρει.

Ο κόσμος ξέρει ότι έχει δεν έχει δουλειά, κάθε νύχτα είμαστε ανοιχτά μέχρι τις 2.30. Αλλά δεν κλείνουμε ποτέ τέτοια ώρα. Πάει 3, 4… Εγώ τώρα πια κάθομαι μέχρι όποτε θέλω. Μέχρι να βαρεθώ.

Οι πιο επιθυμητές γωνιές στο μαγαζί είναι αυτό το τραπέζι μπροστά στη τζαμαρία και η γωνία του μπαρ που βλέπει έξω από τη τζαμαρία, προς την πασαρέλα. 

Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά μια εποχή η Φωκίωνος εδώ πιο πάνω ήταν καλύτερα και από το Κολωνάκι. Ήταν το κέντρο του κόσμου.

Ένας πελάτης θα σου πει το πρόβλημά του, τη χαρά του, τη λύπη του, οτιδήποτε. Εσύ θα κάτσεις, θα πεις τη γνώμη σου, θα συμπαρασταθείς, αλλά τη στιγμή που θα φύγει ο πελάτης πρέπει να τα ξεχάσεις αμέσως όλα. Ό,τι και να σου πει ο άλλος, ακόμη και μικρό κουτσομπολιό, ξεχνιέται αυτόματα. Όχι για να μην το κουβαλάς μαζί σου, αλλά για να μην υπάρχει καμία περίπτωση να εκθέσεις τον πελάτη. Γιατί αυτός που δουλεύει πίσω από το μπαρ είναι ένα είδος εξομολόγου. Έτσι είναι, όπως τα λέω.