Eurokinissi
ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Μια νύχτα στον Έβρο, μια ανάσα από την παράνοια

O ρεπόρτερ του News247, Μάνος Φραγκιουδάκης, βρέθηκε στα σύνορα με την Τουρκία και καταγράφει όσα λογικά και -κυρίως- παράλογα βίωσε εκεί.

Είναι μία και μισή τα ξημερώματα, περίπου 5-6 χιλιόμετρα έξω από την Ορεστιάδα. Η πρώτη νύχτα στον Έβρο και ήδη έχουμε μάθει από ντόπιους μερικά από τα περάσματα που ψάχνουν πρόσφυγες και μετανάστες. Κινούμαστε προς τη Νέα Βύσσα μαζί με έναν συνάδελφο. Το χωριό είναι πολύ κοντά στη συνοριακή γραμμή και μέσα από χωράφια μπορεί κάποιος να περάσει τα σύνορα.

Είμαστε όμως ακόμα στην Εθνική οδό. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου βλέπουμε δύο φιγούρες να περπατούν. Με το που βλέπουν φώτα αυτοκινήτου κάνουν νοήματα με τα χέρια. Προφανώς το έχουν κάνει και σε προηγούμενα αυτοκίνητα. Προφανώς αν το κάνουν σε αυτοκίνητο του στρατού ή της Αστυνομίας, από αυτά που περιπολούν συνεχώς στην περιοχή αυτές τις ημέρες, θα έχουν απλώς παραδοθεί μόνοι τους για σύλληψη. Μέσα στο σκοτάδι όμως δεν βλέπουν τι αυτοκίνητο βρίσκεται απέναντί τους. Μόνο δύο φώτα να κινούνται.

“My friend help me”. Ο ένας από τους δύο μιλάει με πάθος για να μας πείσει να τους μεταφέρουμε. Είναι περίπου 35-40 χρονών. Ο δεύτερος, γύρω στα 50, διστακτικός. “Ξέρεις μια εκκλησία εδώ κοντά; Μας είπαν ότι εκεί είναι κάποιοι γνωστοί μας. Κάνει κρύο φίλε. Ένα νοσοκομείο, ένα ξενοδοχείο. Θεσσαλονίκη. Κινούμαστε σωστά;”. Σπασμένα αγγλικά, μόνο λέξεις κλειδιά. “church, hospital, Salonik”. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν βρεθεί σε ένα άγνωστο μέρος, βγήκαν στον κεντρικό δρόμο γιατί είχε φώτα, πιστεύοντας πως σε 2 ώρες θα φτάσουν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στην Σουηδία, όπου βρίσκεται ο αδερφός του ενός.

Δύο ώρες αργότερα, στα Μαράσια, ένα χωριό του Έβρου όπου ο ποταμός περνάει σχεδόν έξω από τα σπίτια. Μπροστά μας ένας χωματόδρομος ,περιμετρικά του χωριού. Αμέσως μετά οι σιδηροδρομικές γραμμές και μετά το ποτάμι. Περιπολούν δύο τζιπ του στρατού. Δίπλα άλλο ένα αυτοκίνητο με εθνοφύλακες οι οποίοι παρότι δεν έχουν πάρει εντολή συμμετέχουν αυτοβούλως στις περιπολίες. “Πριν λίγο βρήκαμε 10” λέει ένας φαντάρος. “Είναι άλλοι δύο που είχαν περάσει το ποτάμι και τους βρήκε το άλλο τζιπ. Έρχονται τώρα”.

Περνάει λίγη ώρα. Το περίπολο φέρνει συνοδεία τους δύο ανθρώπους που έχουν εντοπιστεί. Εκείνοι μπροστά και το τζιπ από πίσω ρίχνει τα φώτα του πάνω στον χωματόδρομο που περπατούν. Είναι ένα ζευγάρι, όχι πάνω από 30 χρονών. Μια αδύνατη γυναίκα και ένας μικρόσωμος άντρας. Οι στρατιώτες τους δείχνουν ένα άδειο κτίσμα και τους λένε να καθίσουν μέσα. Μπαίνουμε για να τους μιλήσουμε. Ο άντρας θέλει να μας πει πώς πέρασαν απέναντι. Η γυναίκα κλαίει. Τρέμει από το κρύο. Τα ρούχα της, τα μαλλιά της είναι βρεγμένα. Έξω η θερμοκρασία είναι στους -2 βαθμούς.

Εκείνη τη νύχτα, οι δύο αυτοί άνθρωποι είχαν κολυμπήσει τον Έβρο αφού τους έσπρωξαν μέσα Τούρκοι στρατιωτικοί. Βγήκαν από το ποτάμι, περπάτησαν σε χωράφια προς άγνωστη κατεύθυνση ακολουθώντας φώτα, εντοπίστηκαν από τον στρατό, μπήκαν σε ένα πέτρινο κτίριο, δεν είχε κανείς να τους δώσει μια κουβέρτα, ρούχα για να αλλάξουν, δεν ήξεραν πόση ώρα θα περίμεναν εκεί μέχρι να ξημερώσει και να μεταφερθούν σε μια άγνωστη τοποθεσία, σε κάποιο αστυνομικό τμήμα και στη συνέχεια να τεθούν υπό κράτηση. Έξω είχε -2 βαθμούς. Όσοι ήταν γύρω τους φορούσαν ισοθερμικά μέσα από τα ρούχα τους και παρ’ όλα αυτά κρύωναν. Αυτοί οι δύο άνθρωποι αντιμετώπιζαν όλη αυτή την κατάσταση, σε άγνωστα μέρη, με άγνωστους ανθρώπους, χωρίς να μιλούν επαρκή αγγλικά, παγωμένοι, με βρεγμένα ρούχα στους -2 βαθμούς κελσίου, χωρίς να μπορούν καν να ζεσταθούν για να συγκροτήσουν στοιχειωδώς τη σκέψη τους.

Είμαστε στο αυτοκίνητο και επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο στην Ορεστιάδα. Πριν μια εβδομάδα στην Αθήνα, τρώγοντας κάπου στην Καλλιθέα, πέρασαν πέντε διαφορετικοί άνθρωποι ζητώντας χρήματα. Υπήρχε μια συζήτηση πως σχεδόν πάντα τον πρώτο τον ακούς, τον δεύτερο επίσης, μετά αρχίζεις και λες “Δεν έχουμε” πιο εύκολα. Στον πέμπτο μπορεί να πεις και “Δεν θα μας αφήσουν να φάμε”. Αν ο πέμπτος είχε έρθει πρώτος μπορεί να είχε πάρει χρήματα.

Η ίδια λογική για την πλειοψηφία των πραγμάτων που αντιμετωπίζουμε. Στην αρχή βλέπεις τον πρόσφυγα, τον μετανάστη και σκέφτεσαι πως είναι ταλαιπωρημένος. Βλέπεις τη βάρκα να φτάνει στη Λέσβο και κοιτάς τα παιδιά, τους άυπνους και κυνηγημένους. Πέντε χρόνια μετά, βλέπεις την ίδια εικόνα, επικεντρώνεσαι στους τίτλους που μιλούν για ‘Ροές’, ‘Ορδές’. Τον πρώτο χρόνο μπορεί να πήγαινες ρούχα ή τρόφιμα σε κάποια δομή. Τώρα, πέντε χρόνια μετά έχει γίνει κανονικότητα.

Αυτό που θα βρεις αυτές τις ημέρες στον Έβρο δεν μπορεί να μην σου προκαλέσει αντικρουόμενες σκέψεις και ένα ερώτημα.

Η τούρκικη κυβέρνηση που έχει γεμίσει με ψεύτικες ελπίδες χιλιάδες ανθρώπους, μεταφέροντάς τους δωρεάν στα σύνορα όπου ήξερε πως θα εγκλωβιστούν. Αποφάσισε να τους χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια ώρα, με περισσή υποκρισία, η ίδια κυβέρνηση απειλεί την ελληνική πλευρά με προσφυγή στο δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τον τρόπο που φέρεται σε πρόσφυγες και μετανάστες.

Η ελληνική κυβέρνηση που αποφάσισε να σκληρύνει τη στάση της, να κλείσει τα σύνορα, να χρησιμοποιεί ρητορική που μιλά για εισβολή, να στήσει πολύ γρήγορα έναν ισχυρό μηχανισμό ενημέρωσης και απάντησης σε αρνητικές γι αυτήν πληροφορίες και ειδήσεις, διοχετεύοντας την δική της γραμμή, να αναστείλει τις διαδικασίες ασύλου και να διαδώσει το μήνυμα, πως δεν θα υπαναχωρήσει και δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να περάσει τα σύνορα.

Κάτοικοι που θα έπρεπε να βάλεις πρώτα τον εαυτό σου στη θέση τους για να μπορέσεις να σκεφτείς, με ειλικρίνεια, αν αλήθεια είσαι από αυτούς που θα δώσεις χρήματα και στον δέκατο άνθρωπο που θα περάσει μπροστά σου ζητώντας βοήθεια ή αν θα τον κοιτάξεις με απάθεια. Αλλά και ανάμεσά τους, άρρωστα μυαλά που πήραν ξαφνικά τα όπλα, ζώντας τις δικές τους ονειρώξεις πολέμου και τριγυρνούν στα παράλια του ποταμού σαν ‘μιλίτσια’, χτυπώντας και παραδίδοντας στην αστυνομία όσους εντοπίζουν να έχουν περάσει τα σύνορα. Και φυσικά, εκεί μαζί τους, οι γνωστοί λύκοι που ενώ δικάζονται, ψαρεύουν στον βάλτο του ποταμού ευκαιρίες να βγουν από τον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας και να επιστρέψουν στο προσκήνιο.

Μετανάστες και πρόσφυγες, που άλλοι έφυγαν από πολέμους, άλλοι γιατί διώκονται για τα φρονήματά τους από απολυταρχικά καθεστώτα, άλλοι από χώρες τον πλούτο των οποίων εκμεταλλεύονται οι πολυεθνικές της Δύσης, καταδικάζοντάς τους κατοίκους σε ισόβια φτώχεια και σε εξευτελιστικά μεροκάματα. Νομάδες με το ζόρι, εγκλωβισμένοι στη μάχη για το ποιος θα καρπωθεί τον πλούτο των χωρών τους.

Το ερώτημα που εύκολα προκύπτει, είναι “Εσύ με ποιους είσαι;”.