ORIGINALS

Οι αντίπαλοι που σεβαστήκαμε

Οι συντάκτες του ΟΝΕΜΑΝ διαλέγουν αυτόν τον παιχταρά του μεγάλου αντιπάλου της ομάδας τους και διδάσκουν πολιτισμό.

Δεν χρειάζεται να είσαι Παναθηναϊκός για να υποκλιθείς στα όργια του Μάρκους Μπεργκ στον τελικό του Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ. Δεν χρειάζεται να είσαι Ολυμπιακός για να παραδεχτείς τη ζημιά που μπορούσε να κάνει σε κάθε άμυνα ο Τζόλε. Δεν χρειάζεται να είσαι ΑΕΚ για να συμφωνήσεις ότι ο Ντέμης είναι ένας απ’ τους μεγαλύτερους στράικερ που είδαμε όσο βλέπουμε μπάλα.

Επίσης, δεν χρειάζεται καθόλου να τους συμπαθείς, αλλά η διαφορά των αντιπάλων που σεβαστήκαμε απ’ τους βασικά μισητούς είναι ότι πρώτα κλάψαμε με το ταλέντο τους και μετά (ή ποτέ) δεν τους χωνέψαμε σαν φάτσες. Κοινώς, ‘respect > προσωπική εμπάθεια-αντιπάθεια’.

Τον Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς ο Ηλίας Αναστασιάδης

 

Αν η απαρχή των πέτρινων χρόνων της ΑΕΚ απ’ το δεύτερο μισό των 90s μέχρι σήμερα γινόταν ταινία, τον πρώτο ανδρικό θα είχε ο Τζόλε. Αν βάλεις μπροστά μου το Ευαγγέλιο, θα αποφύγω να ορκιστώ ότι δεν έχω φωνάξει κάθε είδους κατάρες ή βρισιές ή πρωτόγονες κραυγές που δεν βγάζουν νόημα βλέποντάς τον να αλωνίζει απ’ τα αριστερά. Αν θα τον ήθελα στην ομάδα μου; Θα τον ήθελα αν ερχόταν αμέσως μετά τα όργιά του στον Πανηλειακό. Άπαξ και φόρεσε τα ερυθρόλευκα, αυτό που πραγματικά θα ήθελα είναι να μην έπαιζε εναντίον της ΑΕΚ. Αυτοί οι πανηγυρισμοί με το αριστερό χέρι που έκανε κύκλους στον αέρα στοίχειωσαν τα γυμνασιακά μου χρόνια. Ήθελα να του το πω μια φορά που τον πέτυχα στα Ματογιάννια (μια φορά πήγα στη ξαναπάει Μύκονο, μη νομίζεις), αλλά ντράπηκα και τον άφησα να καπνίσει το τέταρτο(;) πακέτο της βραδιάς ανενόχλητος.

Τον Χουάν Κάρλος Ναβάρο ο Στέφανος Τριαντάφυλλος

Όποια κι αν είναι η ερώτηση, Χουάν Κάρλος Ναβάρο είναι η απάντηση. Κατ’ εμέ είναι ο κορυφαίος Ευρωπαίος μπασκετμπολίστας, ένας από τους τελευταίους “βιρτουόζους” του αθλήματος. Δεν είναι μόνο ότι μπορεί να σκοράρει, να πασάρει και να τελειώσει ένα παιχνίδι καλύτερα από τον καθένα, αλλά κυρίως είναι ο τρόπος που το κάνει (και μοιάζει τόσο εύκολο). Ξέρετε πολλούς, δηλαδή, που έχουν δώσει το όνομα τους σε ένα είδος σουτ (το “floater” πλέον έχει περάσει στη συνείδηση του κόσμου ως “μπομπίτα” ή απλά κίνηση Ναβάρο), παίζουν στη Μπαρτσελόνα από τα 16, είναι οι πρώτοι σκόρερ στην Ευρωλίγκα και εγώ δεν ξέρω τι άλλο; Ο κόσμος συνηθίζει να τον μισεί επειδή παίζει περισσότερο με τα φάουλ και τους διαιτητές από ότι μας συμφέρει ως Έλληνες και μειώνει έτσι την αξία αυτού του τεράστιου ‘παίκτου’, που θα έλεγε και ο Αλέφας.

Τον Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς και ο Στέλιος Αρτεμάκης

 

Ως Παναθηναϊκός, ο Τζόλε “πέθανε” μέσα μου τότε που δήλωσε ότι η μεγαλύτερη στιγμή  της καριέρας του ήταν η Ριζούπολη. Που εντάξει, καλή η ποδοσφαιρική πλακίτσα, αλλά ήταν ένα αθλητικό αίσχος. Μιας και μπήκε η ερώτηση πάντως, μέχρι εκείνη τη στιγμή, στο δικό μου το μυαλό, ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς ήταν ο απόλυτος ποδοσφαιριστής. Το μεγάλο ταλέντο του Ερυθρού Αστέρα που υπέγραψε “νύχτα” στον Πανηλειακό και ξεκίνησε, όχι από το μηδέν, αλλά από μείον για να φτάσει μέχρι την Εθνική Ομάδα της χώρας του. Μια διαδρομή τεράστια σε μήκος. Πραγματικά πιστεύω ότι ελάχιστοι ποδοσφαιριστές που έχουμε δει στα ελληνικά γήπεδα είχαν τα δικά του αθλητικά προσόντα. Πραγματικά πιστεύω ότι ήταν παγκόσμια κλάση που η μοίρα καταδίκασε σε μια κατώτερη πραγματικότητα. Αν υπήρχε αθλητική δικαιοσύνη, ο Τζόλε θα έπρεπε να έχει αράξει στα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά σαλόνια.

Αυτό τον Μήτρογλου ο Θοδωρής Δημητρόπουλος

 

Μου πήρε πάρα πολύ καιρό να συνηθίσω το όλο concept του Κώστα Μήτρογλου. Στην πρώτη θητεία του στον Ολυμπιακό ήταν απλά η χειρότερή μου όποτε έβαζε γκολ, γι’ αυτό και ανέπνευσα με ανακούφιση όταν δόθηκε δανεικός. Ήταν από αυτά τα δώρα που στην πραγματικότητα, όσο κι αν δε θες να το παραδεχτείς, σου φαίνονται ακατανόητα. Μου την έσπαγε ο Μήτρογλου, για να το πω έτσι, αλλά ήταν προφανές πως η θέση του δεν ήταν στον Πανιώνιο ή τον Ατρόμητο. Δε θα γκρίνιαζα όμως κιόλας για ένα τέτοιο δώρο! Αφού θα γλίτωνα τα γκολ του και τους πανηγυρισμούς του στον Ολυμπιακό, τότε ας είναι. Και μετά κάτι έγινε: Παρακολούθησα τον Μήτρογλου, χωρίς τα κόκκινα, να κάνει ακόμα εντυπωσιακότερα πράγματα. Η σεζόν του με τον Ατρόμητο του Δώνη (έναν προπονητή που θαυμάζω, και άρα ο λόγος του σημαίνει κάτι) ήταν μια αληθινή μαγεία.

Όταν γύρισε στον Ολυμπιακό δε μπορούσα φυσικά να τον υποστηρίζω όπως όταν ήταν στην ομάδα του Δώνη, αλλά σίγουρα, απελευθερωμένος πλέον από προκαταλήψεις, τον θαύμαζα. Το πρώτο μισό της φετινής σεζόν ήταν για το Μήτρογλα όσο πιο κοντά σε one man show μπορεί να είναι ένα ολόκληρο πρωτάθλημα για έναν ποδοσφαιριστή. Και δε ξέρω αν είναι γεγονότα που συνδέονται ή απλά μια ευτυχής συγκυρία, αλλά η νέα αποχώρησή του από τον Ολυμπιακό σήμανε και την έναρξη ενός πολύ πιο ποδοσφαιρικά ενδιαφέροντος διαστήματος, όπως το τελευταίο δίμηνο. Αληθινά λυπήθηκα που τα έχει βρει σκούρα στην Αγγλία, γιατί τον πιστεύω πολύ σαν ποδοσφαιριστή. Είμαι σίγουρος πως θα κάνει πολλά μεγάλα πράγματα- αλλά αν γίνεται, αυτή τη φορά, όχι με τον Ολυμπιακό 🙂

Τον Όλαφ Μέλμπεργκ ο Χρήστος Χατζηιωάννου

 

Όχι τον Τζόρτζεβιτς παιδιά. Ούτε την υπόλοιπη παρέα του φραπέ ή πώς τους έλεγαν. Ήρθαν μεγάλοι ποδοσφαιριστές στον Ολυμπιακό τα τελευταία 10 χρόνια. Και για κάθε έναν Ζιοβάνι, για κάθε έναν Ζάχοβιτς, για κάθε έναν Καρεμπέ έλεγα ότι δεν πειράζει. Γιατί μου έμοιαζαν Ολυμπιακοί. Μου έμοιαζαν Αμανατιδοπουρσανίδηδες. Αλλά όχι ο Μέλμπεργκ. Ο Μέλμπεργκ ήταν από άλλη πάστα. Τον ήθελα στον Παναθηναϊκό. Και καμιά φορά όταν τον έβλεπα χαιρόμουν μην σου πω αν έκανε καμιά καλή ενέργεια λες κι ήταν τριτοξάδερφός μου. Κι αν με ξέρεις καλά, αυτό είναι πολύ δύσκολο να μου συμβεί. Είμαι από την κακή πάστα βάζελων που λέει κι ο Μίχαλος, την αθόρυβη.

Τον Άγγελο Κορωνιό ο Πάνος Κοκκίνης

 

Το ξέρω ότι είναι εντελώς θράσος να κάθομαι και να απαντώ εγώ, ο παντελώς άσχετος με τα αθλητικά, ο ‘έχω πάει μια φορά γήπεδο για να δω το ΑΕΚ-Άγιαξ και άλλη μια για να θαυμάσω το ειδωλό μου, Μάρκο Μιλίσεβιτς, σε ένα τέτοιο δίλημμα. Αλλά θυμάμαι όντως τον εαυτό μου να ζηλεύει ένα παικταρά, τον Άγγελο Κορωνιό. Δεν θυμάμαι ακριβώς τον αγώνα (νομίζω τελικός Κυπέλλου), αλλά μόνο την απελπισία που ένοιωθα όταν τον έβλεπα να χώνει το ένα καλάθι μετά το άλλο, την εποχή που έπαιζε στο Περιστέρι και εγώ προσπαθούσα να πιέσω τον εαυτό μου να συνεχίσει να ασχολείται, έστω και για τα μάτια του κόσμου, με τα αθλητικά. Ήταν τέτοια η άνεσή του που αυτό που έκανε άγγιζε τα όρια της τέχνης. Ακόμη και αν εκείνη τη βραδιά τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια μου ήταν οργής. Τελικά, λίγο αργότερα, την φόρεσε τη φανέλα. Και χάρηκα. Αν και είχα ήδη σταματήσει να ασχολούμαι με οτιδήποτε έχει σχέση με τόπι.

Τον Ράιαν Γκιγκς ο Θέμης Καίσαρης

Δεν είναι η τεράστια ποδοσφαιρική του αξία. Οι ντρίμπλες που έκανε μικρός, το “δεν γίνεται να έβαλες αυτό το γκολ” στην παράταση του ημιτελικού Κυπέλλου με την Άρσεναλ, αυτό το αριστερό πόδι που έχει ακόμα και τώρα την ικανότητα να σημαδεύει συμπαίκτες στα 30-40 μέτρα με την ακρίβεια quarter back. Είναι όλα αυτά μαζί, συν δύο πράγματα.

 

Πρώτα, το θάρρος του να βγαίνεις στη σκηνή, μπροστά σε εκατομμύρια ζευγάρια μάτια στα 40 σου χρόνια. Όταν δεν έχεις πια τίποτα παραπάνω να κερδίσεις, παρά μόνο να χάσεις. Γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να μην τα καταφέρεις, να εκτεθείς, να “τσαλακωθείς” λίγο πριν το τέλος. Δεν εντυπωσιάζομαι που τα κατάφερε τόσες φορές φορές μετά τα 35, υποκλίνομαι στο θάρρος που απαιτείται για να το επιχειρήσεις.

Και είναι και το βλέμμα. Οι μπούκλες έδωσαν τη θέση τους σε γκρίζους κροτάφους, τα γρήγορα πόδια έδωσαν τη θέση τους στο “παιχνίδι με μυαλό”, αλλά ένα πράγμα έμεινε ίδιο τα τελευταία 23 χρόνια. Το βλέμμα του τεράστιου Γκιγκς.

Τον Κριστόφ Βαζέχα ο Γρηγόρης Μπάτης

Στα ξέγνοιαστα και τρυφερά χρόνια του δημοτικού, περνούσα μαζί με τον Ολυμπιακό τη δοκιμασία των πέτρινων χρόνων. Η ερώτηση “μικρέ, έχεις δει ποτέ την ομάδα σου να παίρνει πρωτάθλημα;”, ήταν πιο συνηθισμένη και κλισέ κι από το “τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;”. Σ’ αυτά τα χρόνια λοιπόν, υπήρχε ένας παίκτης των “απέναντι” που δεν σταματούσε να σκοράρει και να σηκώνει κούπες. Κι ενώ μ’ έφερνε στη δυσάρεστη θέση να δέχομαι την καζούρα των “πράσινων” φίλων μου κι ενώ ήταν σημαία και είδωλο για τον “αιώνιο” αντίπαλο, δεν μπορούσα να μην αναγνωρίσω το αστείρευτο ταλέντο του και το φονικό του ένστικτο. Όπως σωστά καταλάβατε αναφέρομαι στον Κριστόφ Βαζέχα. Στον Πολωνό επιθετικό που αναγνωρίζουν εχθροί και φίλοι. Στον ποδοσφαιριστή που ήξερε όσο λίγοι να βάζουν τη μπάλα στο πλεχτό και ακόμα κι όταν πέρασαν τα πέτρινα χρόνια και η είσοδός μου στο Γυμνάσιο συνοδεύτηκε με την επιστροφή του Ολυμπιακού στην κορυφή της Ελλάδας, δεν σταμάτησε να προσφέρει και δεν σταμάτησα να τον εκτιμώ απεριόριστα.

Τον Ντέμη Νικολαΐδη ο Χρήστος Δεμέτης

Τον Τζόρτζεβιτς τον αποδεχόμουν πάντα σαν τον καλύτερο ξένο παίκτη που έχει περάσει από τον Ολυμπιακό τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον όσο με θυμάμαι να βλέπω μπάλα. Θα τον ήθελα στον Παναθηναϊκό, κάποτε πριν πάει στον αιώνιο αντίπαλο, παραλίγο να έρθει, αλλά εκείνος που θα ήθελα τρελά να δω με τα πράσινα, ήταν πάντα ο Ντέμης. Γιατί ήταν κάτι περισσότερο από ένας παίκτης. Ήταν εμψυχωτής, προπονητής μέσα στο γήπεδο, σημαία για την κερκίδα και η σχέση του μαζί της ήταν πάντα ερωτική. Ήταν αυτός ο παίκτης που θα έπαιρνε την ομάδα από το χέρι και θα την έβγαζε από τη λάσπη. Με ποδοσφαιρική αλητεία και γηπεδικό τσαμπουκά που ελάχιστοι έχουν καταφέρει να συνδυάσουν με το ταλέντο τους χωρίς να την ψωνίσουν. Θυμάμαι να τον θέλω στον Παναθηναϊκό από το ’95-’96, τότε που έπαιζε στον Απόλλωνα. Ο Ντέμης, είχε επίσης τη μαγκιά να παραδεχτεί το γκολ που έβαζε με χέρι απέναντι στον Ιωνίκο. Και έκανε αυτό:

Να βάζεις γκολ και να φεύγεις να ανέβεις τα συρματοπλέγματα μπροστά από τους φανατικούς. Αρκεί για να τον θες στην ομάδα σου, ό,τι ομάδα κι αν είσαι. Κρίμα που δεν πήρε εγχώριο πρωτάθλημα, έφυγε πάντως από τα γήπεδα σαν πρωταθλητής Ευρώπης. Σαν πρόεδρο, δεν θα τον κρίνω, σαν ποδοσφαιριστή τον εκτίμησα και τον “ζήλεψα” άλλωστε.

Σεβαστείτε κι εσείς έναν αντίπαλο παίκτη στα σχόλια του κειμένου.