ORIGINALS

Όταν ένας άνδρας έχει πρόβλημα με τα θρίλερ

Ένας συντάκτης ομολογεί το πρόβλημά του με τα θρίλερ και αναζητά τα βαθύτερα ψυχολογικά αίτια της πάθησης αυτής.

Ακολουθεί διάλογος:

-Γιατρέ;

-Δεν είμαι ο γιατρός

-Γιατρέ;

-Εκτός του ότι δεν είμαι ο γιατρός, δεν είμαι καν γιατρός.

-Καλά. Χρήστο;

-Ναι;

-Έχω κάτι τελευταία με τα θρίλερ

-Τι;

-Με ενοχλούν.

-Ε μη βλέπεις.

-Δεν μπορώ.

-Τι θα έλεγες να γράψεις για αυτό;

-Χρήστο, δεν έχεις πλάκα τελικά.

Ήταν ένα ζεστό φθινοπωρινό απόγευμα στην κουζίνα στα σύνορα του άνω Sport24 και της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του ONEMAN, όταν έλαβε χώρα αυτός ο διάλογος, που επιβεβαιώνει τρία πράγματα: πρώτον ότι έχω πρόβλημα με τα θρίλερ, δεύτερον ότι ο Χρήστος έχει πρόβλημα και χώνει κόσμο και τρίτον ότι αν ποτέ αυτή η ιστορία γυριζόταν θρίλερ, ο διάλογος θα γινόταν μια παγωμένη νύχτα, σε κάποιο ερημικό diner -σε αυτοκινητόδρομο της Αριζόνα- σε αυτά που έχουν να πλύνουν τα μαχαιροπίρουνα από την εποχή του Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ. Θα μας σερβίριζε καφέ μια σερβιτόρα ονόματι Λουίζ, η οποία λογικά μέσα στα επόμενα 15 λεπτά θα α) αποκεφαλιζόταν β) θα της έκοβε το χέρι ζόμπι γ) θα ξεκινούσε μια επιδημία που θα εξαφάνιζε τον πλανήτη δ) όλα τα παραπάνω.

 

Τι σημαίνει πρόβλημα με τα θρίλερ; Fast forward στη φάση που ο επιστήμονας (εξαιρετικός στη δουλειά του, αλλά ιδιαίτερα ιδιόρρυθμος – πιθανόν να έτρωγε ξύλο από τον πατέρα του) εξηγεί στον κόσμο πώς ξεκίνησε να εξαπλώνεται ο ιός, ή απλά στη σκηνή που ο  παρανοϊκός δολοφόνος εξιστορεί το γιατί έκανε το χόμπι του να σκοτώνει, επάγγελμα.

Πρόβλημα με τα θρίλερ σημαίνει ότι με αγχώνουν, ότι με φέρνουν σε μια κατάσταση του δεν είμαι και πολύ καλά, του άντε να τελειώνουμε, του άντε τρέξε βρε μαλάκα που θέλεις να ψάξεις και στο υπόγειο, του ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να δούμε αυτό το πράμα, χάθηκαν δηλαδή οι ρομαντικές κομεντί;

 

Όχι. Δεν φοβάμαι το σκοτάδι. Όχι, δεν έχω -ούτε είχα ποτέ- άγχος ότι θα μπει κάποιος το βράδυ και θα κάνει πάρτι στο κορμάκι μου. Όχι, δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ζόμπι. Ούτε ότι θα υπάρξουν στο μέλλον. Τεράστια καλαμάρια, τέρας του Λόχνες, μεταλλαγμένοι; Ούτε καν. Όχι, όταν περπατάω βράδυ μόνος, δεν κοιτάω πίσω μου (ίσως γιατί θεωρώ ότι αν έπρεπε ένας δολοφόνος να διαλέξει, ο χοντρός με τα μούσια δεν θα ήταν ακριβώς η πρώτη του επιλογή). Όχι, δεν φοβάμαι τους γιατρούς και τα αίματα. Ούτε κοιτάω αλλού όταν μου κάνουν ένεση.

Για να μην υπερβάλω δεν γεννήθηκα χαλκέντερος. Μικρό θυμάμαι τα αδέρφια μου με κρατούσαν χειροπόδαρα, ασκώντας το βασανιστήριο της υποχρεωτικής παρακολούθησης του Εξολοθρευτή (του ένα) και συγκεκριμένα της σκηνής που ο Σβατζενέιγκερ σκίζει τη σάρκα του. Προφανώς και δεν μου άρεσε. Όπως και δεν μου άρεσε η φόρα που είδα στο Ρόμποκοπ (το δύο) τη σπονδυλική στήλη του κακού σε μια γυάλα, λίγο πριν από απλός κακός, εξελιχθεί σε κακό ρομπότ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή, ούτε το γεγονός ότι έκανα μέρες να κοιμηθώ.

 

Από τότε, βέβαια, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Μαζί μ΄αυτό και αίμα που έρεε άφθονο στα θρίλερ: επιστημονικά, μυστηρίου, splatter , όλα αυτά που καταβρόχθιζα επί σειρά ετών.

Δεν είναι θέμα φόβου. Είναι θέμα άγχους. Αγχώνομαι. Έπιασα τον εαυτό μου προ ημερών να κάθεται άβολα στην άκρη του καναπέ βλέποντας το “World War Z” (το μοναδικό θρίλερ με ζόμπι που πάνε στο fast forward), στη σκηνή που ο Μπραντ ο Πιτ πρέπει να περάσει κάτω από τη μύτη των μολυσμένων στα εργαστήρια. Πραγματικά ΑΒΟΛΑ, σε επίπεδο “κόψιμο”, βρίζοντας ακατάπαυστα.

 

Οι φίλοι μου ακόμη με κοροϊδεύουν για την αντίδραση μου, όταν βλέπαμε το ισπανικό “Rec” στο σινεμά. Ήταν προς το τέλος του έργου όταν το αρχιζόμπι (αν θυμάμαι καλά) είχε κλειστεί σε μια σκοτεινή σοφίτα. Ο τύπος, δίχως να έχει επιλογή άτακτης υποχώρησης, άνοιξε μες στο πηχτό σκοτάδι την νυχτερινή λήψη στην κάμερα για να μπορέσει να το εντοπίσει.

Ξέρεις ότι θα συμβεί. Το ξέρεις. Είσαι σίγουρος. Αυτό το κάτι, θα πεταχθεί από κάπου. Το ξέρεις εσύ, το ξέρει ο διπλανός σου, το ξέρει και ο σκηνοθέτης (προφανώς) που χτίζει ολόκληρη τη σκηνή για αυτή τη στιγμή. Μην σου πω όλο το έργο.

Ε, λοιπόν καμία πρωτοτυπία. Το αρχιζόμπι πετάχτηκε. Μαζί του κι εγώ, αλλά και μια δική μου πνιχτή (ελπίζω) κραυγή. Προσγειώθηκα ξανά στο κάθισμα κοιτώντας δειλά αριστερά-δεξιά. “Ευτυχώς δεν με πήρε χαμπάρι κανείς” σκέφτηκα για περίπου 3 δευτερόλεπτα, αυτά δηλαδή που μεσολάβησαν ως τα δυνατά χαχανητά και ακόμη δυνατότερα τι-κάνεις-ρε-μαλάκα;

Πρόβλημα. Πραγματικό πρόβλημα, κυρίως γιατί όντως μου αρέσουν τα θρίλερ και η ατμόσφαιρα τους. Το “Cabin in the woods” για παράδειγμα, το έχω κατατάξει στις ταινίες-σταθμούς στην ιστορία του κινηματογράφου. Συν του ότι τη βρίσκω απίστευτα (άλλο πρόβλημα κι αυτό) με τις σκηνές που οι κατατρεγμένοι μπαίνουν στο εγκαταλελειμμένο σούπερ-μάρκετ και κάνουν πλιάτσικο. Τι εννοείς ποια σκηνή; Όλες οι αντίστοιχες ταινίες, τύπου η αποκάλυψη χτυπάει την πόρτα, έχουν από μια τέτοια.

 

Οπότε το πραγματικό ερώτημα δεν είναι το γιατί είμαι τέτοια κότα (τουλάχιστον δεν είναι επί της παρούσης), αλλά το αν τελικά φοβόμαστε περισσότερο στα θρίλερ όσο μεγαλώνουμε και εκτός από ερωτηματικό συνοδεύεται από έντονο ηχητικό εφέ (για την ατμόσφαιρα) και ένα πρόχειρο γκάλοπ.

Ηλίας: Εγώ φοβόμουν περισσότερο μικρός

Κάθε φορά ο Ηλίας επιβεβαιώνει ότι είναι a league of his own.

Μάνος: Εγώ φοβάμαι περισσότερο από τότε που έκανα παιδί.

Γράψτε λάθος. Ο Ηλίας βρήκε αντίπαλο για τη λίγκα του. Έστω κι αν μιλάμε για πρωτάθλημα δύο ταχυτήτων. Αν και μεταξύ μας, δικαιολογείται γιατί μόλις είχαμε δει το “Prisoners”, που εντάξει όσο να ‘ναι ανήκει στην κατηγορία “μη σου τύχει”.

Χρήστος: Πιστεύω ότι τώρα φοβόμαστε περισσότερο γιατί τα φτιάχνουν καλύτερα, πιο ψυχολογικά, πιο αγχωτικά.

Κοινωνικοπολιτικοοικονομική η ανάλυση. Άσε ρε Χρήστο. Χώσε κανέναν αν είναι και άσ’ τα αυτά σε κάποιον που ξέρει…

… δηλαδή τον Θοδωρή, γνωστό και ως Θοδωρή.

Θοδωρής: Φέτος έχω τρομάξει με δύο διαφορετικές ταινίες τρόμου, ενώ ως τώρα στη ζωή μου άντε να είχα τρομάξει με τρεις άρα είτε οι ταινίες γίνονται τρομακτικότερες, πράγμα δύσκολο (ακούς Χρήστο; Ακούω να λες), εγώ αρχίζω να το ζω περισσότερο και το ζω επειδή έχω μικρότερες αντιστάσεις, κάτι που μάλλον συμβαίνει όταν αρχίζεις να μεγαλώνεις.

Αν και αποκρύπτει τεχνηέντως τους τίτλους των ταινιών που τον τρόμαξαν, μιλάει τη γλώσσα της αλήθειας. Αν και προσωπικά δεν πιστεύω ότι με αγχώνουν περισσότερο τα θρίλερ, επειδή είμαι πιο “συνειδητοποιημένος” (ίσως βέβαια φταίει το ότι ΔΕΝ είμαι πιο συνειδητοποιημένος τώρα που μεγαλώνω).

Δεν πιστεύω δηλαδή ότι θα ξεσπάσει επιδημία και θα πρέπει ξαφνικά να προστατεύσω το παιδί (του Μίχαλου). Ούτε με θλίβει η σκέψη του θανάτου και του τι γίνεται μετά. Καμία σχέση. Αντίθετα είμαι της άποψης ότι όλα αυτά που περιγράφονται με το γνωστό “αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες”, κάνουν αυτό ακριβώς: γίνονται μόνο στις ταινίες. Κάπως έτσι.

 

Απλά τώρα που το σκέφτομαι νιώθω ότι  έχω λιγότερη ανάγκη να αγχώνομαι με κάτι που βλέπω. Έχω λιγότερες ανοχές στις άβολες στιγμές, ίσως επειδή οι άβολες στιγμές (στη δουλειά, στην καθημερινότητα εν γένει, βρε αδερφέ) γίνονται περισσότερες όσο μεγαλώνεις και τη στιγμή που θέλεις να χαλαρώσεις θέλεις κάτι ΜΗ άβολο.

Οπότε ποιος ο λόγος να αγχώνομαι με την ανυπεράσπιστη νεαρά και την ανελέητη προσπάθεια της να ξεφύγει από τον μανιακό δολοφόνο; Δεν μας παρατάει κι αυτή και αυτός και τα ζόμπι; Α στο διάολο στην τελική. Κάθε φορά τα ίδια. Τόσες φορές και ούτε μια δεν κατάφεραν να μας εξαφανίσουν.