Eurokinissi
FATHERHOOD

Πανελλήνιες Εξετάσεις: Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το ποιο σχολείο θέλουμε

Ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις, την δοκιμασία που πέρασε φέτος ο γιος του και χιλιάδες άλλοι μαθητές και μαθήτριες ζουν κάθε χρόνο.

Η έκδοση των αποτελεσμάτων την προηγούμενη Παρασκευή ολοκλήρωσε τη φετινή δοκιμασία των Πανελληνίων Εξετάσεων. Μιας διαδικασίας που κάθε χρόνο μπαίνει στο επίκεντρο κάθε οικογένειας και είναι το αποκορύφωμα, εκτός των άλλων, και της σχολικής θητείας σε Γυμνάσιο και Λύκειο. Απομένει η ανακοίνωση των βάσεων, που μια πέφτουν και μια ανεβαίνουν λες και έχει ξαναγεννηθεί ο Ανδρέας Παπανδρέου και το πρωί τις διώχνει, το βράδυ τις κρατάει. Μόνο που εκείνες ήταν άλλες βάσεις.

Αυτές, που μιλάμε ορίζουν εν πολλοίς και το μέλλον των παιδιών. Η αγωνία για εκείνα που έχουν πλησιάσει τον στόχο τους, αλλά δεν ξέρουν ακόμη αν ισχύουν οι σοφιστείες των … μάντηδων καθηγητών που με βαρύγδουπο ύφος προφητεύουν κάθε τόσο και λιγάκι, τα μελλούμενα θα συνεχιστεί για λίγο καιρό ακόμη με κάποιες περιπτώσεις η είσοδος ή μη στην επιθυμητή σχολή να κρίνεται για λίγα μόρια. Για μια μικρή απροσεξία στο γραπτό των εξετάσεων.

Υπάρχουν, βέβαια, κι οι άλλες δυο κατηγορίες. Πρώτη των παιδιών που έχουν νιώσει από τώρα την μεγάλη χαρά ότι έγραψαν καλά, ότι περνάνε εκεί που στόχευσαν ευθύς εξ αρχής και ζουν το τελευταίο ωραίο καλοκαίρι, όπου δεν έχουν για τίποτε να ανησυχούν. Κι η δεύτερη εκείνων που δεν έγραψαν, που έχουν βιώσει την πρώτη απογοήτευση στη ζωή τους, έχουν ένα μόνιμο σφίξιμο στο στομάχι, μαγκωμένοι από την έκδοση των ψυχρών αποτελεσμάτων. Το δικό τους καλοκαίρι, ναι μεν θα είναι ξένοιαστο, όχι το ίδιο ωστόσο, αν είχαν … πάει καλύτερα.

Όλοι πάντως, θα χρειαστεί να ξεκουραστούν, γιατί επί δυο χρόνια προετοιμάζονταν να δώσουν αυτά τα τέσσερα μαθήματα (τα οποία κάθε τόσο και λιγάκι ένας υπουργός ή μία υπουργίνα αισθάνονται άλλοι Γεώργιοι Παπανδρέου, ονειρευόμενοι/ες μεταρρυθμίσεις και το όνομά τους στην ιστορία της εκπαίδευσης και τα αλλάζουν), δούλεψαν σπίτι τους, διάβασαν, αποστήθισαν, έλυσαν ασκήσεις, έγραψαν εκθέσεις, έμαθαν αρχαία κείμενα. Αν τους ρωτήσεις τώρα τι θυμούνται είναι σίγουρο πως θα σου πουν …τίποτα.

Ο στυγνός εξεταστικός μηχανισμός

Τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα, τα δεκάδες τετράδια που ξοδεύτηκαν, το χέρι τους που κουράστηκε να γράφει. Το μυαλό τους που έγινε κουρκούτι. Η κορύφωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι αυτές οι τέσσερις ξεχωριστές δοκιμασίες για τους έφηβους που στο τέλος εργάζονται περισσότερο από τους ενήλικες. Το σχολείο εξελίσσεται χρόνο με το χρόνο από χώρο μάθησης σε ένα στυγνό εξεταστικό μηχανισμό. Όταν αποφοιτήσεις οι γνώσεις και κυρίως οι δεξιότητες που έχεις για τη ζωή, είναι ελάχιστες και κυρίως έχουν πολύ μικρή σχέση με την πραγματικότητα. Είναι εξόχως φαντασιακός ο κόσμος της μέσης εκπαίδευσης, με ό,τι περιμένει τα παιδιά στην ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία.

Όλος ο χρόνος και ο κόπος της οικογένειας (γιατί το σχολείο δεν επαρκεί, άρα πρέπει να προστεθεί το φροντιστήριο, ή το ιδιαίτερο, που επιβαρύνει τον προϋπολογισμό) ξοδεύονται με προορισμό τις ημέρες των πανελλαδικών. Στο τέλος το σχολείο έχει χάσει το νόημά του, ο μαθητής κάνει αγγαρεία και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να καλύψει τα τελευταία του κενά πριν πάει να δώσει τις περιβόητες πανελλαδικές.

Έχουν μυθοποιηθεί τόσο πολύ, που φτάνουμε στο σημείο να πιστεύουμε πως όλα θα κριθούν εκεί, σε αυτά τα τέσσερα τρίωρα. Γι αυτό και η αγωνία χτυπάει κόκκινο, με τους γονείς να συνοδεύουν τα παιδιά μέχρι το σχολείο, να ζουν λεπτό προς λεπτό τη διαδικασία και φυσικά να έχουν γνώμη και για τα θέματα. Ήταν δύσκολα, ήταν εύκολα; Όχι ήταν βατά. Μπα, παλούκια μπήκαν, εκτός διδακτέας ύλης, λες και ο μπαμπάς ή η μαμά έχουν ιδέα από αρχαία ελληνικά ή χημεία. Όχι ότι δεν υπάρχει … θέμα, με τα θέματα. Και οι επιτροπές που τα βάζουν, λίγο πολύ στον φαντασιακό κόσμο της εκπαίδευσης ζουν.

Η ψευδής πραγματικότητα

Να πάρτε για παράδειγμα τον φετινό προσανατολισμό της εξέτασης στη νεοελληνική γλώσσα, όπου οι μαθητές έπρεπε να αναλύσουν την σχέση τους με το βιβλίο και την σχέση τους με την ποίηση. Μια εκπαιδευτικός, η Ξένη Κουτσιλιέρη, η κόρη της οποίας συμμετείχε φέτος στις εξετάσεις, αναρωτήθηκε μεγαλοφώνως και γραπτώς: “Αλήθεια, σε ποιούς απευθύνονταν αυτά τα θέματα; Οι αγαπητοί συνάδελφοι θεματοδότες, σε ποια πραγματικότητα ζουν; Προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου κάποιους από τους μαθητές μου που πραγματικά θα μπορούσαν να ανταποκριθούν (θυμίζω πως διδάσκω σε ιδιωτικό σχολείο με παιδιά εύπορων και, ως επί το πλείστον, καλλιεργημένων γονιών) και με δυσκολία μπόρεσα να σκεφτώ δυο- τρία.

Και τώρα, ώρα για τα δύσκολα! Αναζήτηση ευθυνών. “Φίλος μεν Πλάτων, φιλτάτη δε η αλήθεια”. Ποιος φταίει γι’αυτό; Σίγουρα όχι τα παιδιά. Πιστεύω πως η ευθύνη πρέπει να μοιραστεί στους γονείς και το σχολείο. Σε τι ποσοστό; Νομίζω είναι μισή-μισή. Μπορεί να κάνω και λάθος. Όταν όμως μεγαλώνεις ένα παιδί δεκαεπτά χρόνια και δεν κατάφερες να το κάνεις να διαβάζει, σημαίνει πως κάπου έγινε λάθος. Όταν δώδεκα χρόνια έχεις ένα παιδί στο σχολείο, και παρόλο που του δίδαξες λογοτεχνία και ποίηση, δεν κατάφερες να το κάνεις να τα αγαπήσει, γιατί εσύ ο ίδιος, την ίδια στιγμή, αποδυνάμωνες έως και ακύρωνες αυτά τα μαθήματα κάνοντας τα παιδιά να ασχολούνται μόνο με την κατεύθυνση, κάτι είναι στραβό. Άκουσα και το επιχείρημα πως το θέμα είχε σκοπό να προωθήσει τη Φιλαναγνωσία. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σαθρό απ’αυτό!

Όταν επί δώδεκα χρόνια δεν κατάφερες τίποτα, δεν έρχεσαι τώρα, πίσω-πίσω να το κάνεις γιατί δεν θα βοηθήσεις. Αντίθετα θα της δώσεις αυτής της καϋμένης της Φιλαναγνωσίας τη χαριστική βολή. Μάλλον θα τη μισήσουν, δεν θα την αγαπήσουν, όταν το σχολείο τους τη θυμήθηκε τώρα, την πιο δύσκολη ώρα της μαθητικής τους ζωής. Είναι σαν να τα κοροϊδεύεις.
Κι εμείς σαν γονείς τι κάναμε; Θα μιλήσω μόνο για μένα.

Θυμάμαι τον πατέρα μου, φιλόλογο παλαιάς κοπής, να απαγορεύει σε συγγενείς και φίλους να μας κάνουν άλλα δώρα εκτός από βιβλία. Ακραίο; Ακραίο! Όμως τα βιβλία τα αγαπήσαμε, γιατί ήταν και το σπίτι μας γεμάτο βιβλία. Αυτά βέβαια συνέβαιναν πίσω, στη δεκαετία του ’70. Σήμερα έχουμε 2020. Και στο δικό μου το σπίτι υπάρχουν πολλά βιβλία. Κι εγώ, με τη σειρά μου, έδωσα στα παιδιά μου βιβλία. Όμως μαζί μ’αυτά τους έδωσα και Nintendo και tablet και laptop και κινητά και κάποιες φορές βολεύτηκα γιατί έπαιξαν και το ρόλο της baby-sitter. Ας πρόσεχα! Γιατί αυτά είναι πιο εντυπωσιακά και τα δύστυχα τα βιβλία νικήθηκαν. Έπρεπε να το είχα φανταστεί. Ακόμα όμως κι αν το είχα φανταστεί, δεν θα μπορούσα να το αποτρέψω. Ή μήπως σε ένα βαθμό θα μπορούσα; Δεν ξέρω…”.

Μα εκεί βρίσκεται όλη η ουσία και αναδεικνύεται εν τέλει το όποιο πνεύμα των πανελλαδικών εξετάσεων. Το σύστημα του σχολείου (σε συνδυασμό με την εμφάνιση της όποιας τεχνολογίας) υποχρεώνει και τους γονείς να ακολουθήσουν τον μονόδρομο να ενταχθούν τα παιδιά τους σε αυτό τον μηχανισμό, που σχεδόν απαγορεύει την ενασχόληση με κάτι άλλο πλην των μαθημάτων. Ένας μαθητής που θα διαβάζει λογοτεχνία και ποίηση, ακόμη και στον ελεύθερο χρόνο του, μάλλον θα θεωρείται ‘παράξενος’ και σίγουρα δεν θα ανήκει στην ευρεία πλειοψηφία. Κι ο γονέας του αναρωτιέται αν πράγματι θα μπορούσε να τον κάνει να αγαπήσει το βιβλίο ή την ποίηση, να νιώθει ένοχος ή ένοχη, χωρίς βέβαια το αποτέλεσμα να αλλάζει.

Η φιλαναγνωσία (την οποία ο κορέκτορας του word την κοκκινίζει, προφανώς γιατί αγνοείται στα βάθη του παρελθόντος) και οτιδήποτε άλλο που δεν έχει σχέση με την…στυγνή προετοιμασία για τις πανελλήνιες εξετάσεις είναι παράταιρο και εξοβελίζεται σχεδόν στο πυρ το εξώτερον, μπροστά στην αγωνιώδη προσπάθεια της επιτυχίας.

Κι εκεί πάνω στην κάψα τους, την πρώτη μέρα της δοκιμασίας τους, έρχεται σχεδόν σαν κοροϊδία στα μούτρα των μαθητών, που κλήθηκαν να γράψουν για κάτι που το ίδιο το σύστημα τους…απωθούσε να ασχοληθούν. Κάπως έτσι το 36.9% βαθμολογήθηκε κάτω από τη βάση ενώ το 25.5% είχε βαθμολογίες από 11 έως 14.

Η πανδημία και το όνειρο του … άγχους

Φέτος οι εξεταζόμενοι μαθητές και μαθήτριες αντιμετώπισαν και ένα πρόσθετο πρόβλημα. Τους προέκυψε η πανδημία, που έκλεισε τους πάντες εντός των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού τους. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να προσαρμοστούν οι μαθητές και οι μαθήτριες σε αυτή την πραγματικότητα καθώς η προετοιμασία για τις εξετάσεις είναι ξεκάθαρα φροντιστηριακού επιπέδου. Ναι μεν υπήρξε η διέξοδος να συνεχιστεί όλο αυτό μέσω της τεχνολογίας, ωστόσο όπως και να’ χει ο κορονοϊός ανέτρεψε τα καθιερωμένα.

Ακόμη κι έτσι ο αγώνας χιλιάδων εφήβων αγοριών και κοριτσιών ολοκληρώθηκε. Ήταν σκληρός, επίπονος μια δοκιμασία που θα την θυμούνται όσα χρόνια κι αν περάσουν, έστω κι αν … δεν καθορίζει σχεδόν τίποτε από την επαγγελματική τους εξέλιξη ή την μετέπειτα ζωή τους. Το όνειρο ότι ξαναπάμε να δώσουμε εξετάσεις, παραμένει κοντά μας για να μας θυμίζει το άγχος, την ένταση, τα όνειρα που είτε δικαιώθηκαν, είτε διαψεύστηκαν.

Κάποιοι γέλασαν, κάποιοι πανηγύρισαν, κάποιοι έζησαν την πρώτη μεγάλη χαρά και αξίζουν τα συγχαρητήρια για τη συνέχεια που θα τους βρει φοιτητές. Κάποιοι έκλαψαν, στενοχωρήθηκαν, απέτυχαν. Είναι το νόμισμα από την άλλη όψη, χωρίς όμως αυτό να ακυρώνει την όποια προσπάθεια έκαναν. Ενδεχομένως να είναι πιο καλά προετοιμασμένοι, η πιο έτοιμοι και τυχεροί σε μια νέα προσπάθεια που θα ξανακάνουν.

Το ερώτημα που ακόμη δεν έχει απαντηθεί είναι γιατί τελικά … πάμε στο σχολείο. Βγαίνοντας απ’ αυτό και ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων στις εξετάσεις, θα έπρεπε να έχουμε τα βασικά εφόδια για να σταθούμε με αξιώσεις στην ενήλικη ζωή μας. Δεν ξέρουμε, σχεδόν τίποτα. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό για το επίπεδο και την χρησιμότητα της μέσης εκπαίδευσης, η οποία επικεντρώνεται στις πανελλήνιες και τον φαντασιακό τους κόσμο…

Προφανώς δεν θα τα έγραφα όλα αυτά αν δεν υπήρχε άμεση εμπλοκή της δικής μου οικογένειας στις φετινές εξετάσεις. Ο Άγγελος, ο μικρότερος γιος μου, ήταν παρών στη φετινή διαδικασία. Και ορισμένα απ’ όσα διαβάσατε είναι σκέψεις μέσα απ’ όλη την αγωνία του, τις ελπίδες του που δεν δικαιώθηκαν, το άδειο βλέμμα του μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Την πίκρα του για τον χαμένο κόπο, τις ώρες που ξόδεψε μέσα σε βιβλία, σημειώσεις, τετράδια, μαθήματα. Το πόσο πόνεσε (και όλα τα παιδιά που βρέθηκαν στην ίδια θέση) το γνωρίζει πολύ καλά ο ίδιος.

Η ουσία, βέβαια, για τις εξετάσεις δεν αλλάζει. Κι ο Άγγελος μπορεί του χρόνου να χαμογελάει (και εμείς οι γονείς του να συμμετέχουμε στην ευτυχία του) όμως κάποια στιγμή, όλοι μαζί πρέπει να μιλήσουμε για ποιο σχολείο θέλουμε…