Mark Metcalfe/Getty Images/Ideal Image
THE BOSS

Πώς είναι να βλέπεις 50 φορές live τον Bruce Springsteen;

Στην πρώτη του πολυσυζητημένη περιοδεία μετά από επτά χρόνια και μία πανδημία, τα στάδια σε ΗΠΑ και Ευρώπη γεμίζουν από όσους θέλουν να βιώσουν για πρώτη ή πολλοστή φορά την ψυχοσωματική εμπειρία ζωής που αποτελούν οι συναυλίες του «Αφεντικού». Ζητήσαμε εξηγήσεις από ορκισμένους Έλληνες fans.

Κάθε περιοδεία του με την E Street Band αποτελεί προφανώς γεγονός μείζονος συναυλιακής και όχι μόνο σημασίας, η τρέχουσα όμως, που περιλαμβάνει 90 συναυλίες σε ΗΠΑ και Ευρώπη, πολλούς μήνες πριν από την έναρξή της το Σαββατόβραδο της 1ης Φεβρουαρίου στην Τάμπα της Φλόριντα, οπότε και έπαιξαν ζωντανά για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια (The River Tour, 2016), φορτίστηκε ακόμη περισσότερο – και όχι μόνο θετικά.

Αφενός είναι οι πρώτες «κανονικές» -δηλαδή σε μεγάλα στάδια με τη σπουδαία μπάντα του, και όχι σε μια μικρή σκηνή του Broadway σχεδόν σόλο- συναυλίες του Bruce Springsteen μετά την πανδημία.

Αφετέρου είναι οι πρώτες συναυλίες του που προκάλεσαν οργισμένες αντιδράσεις ακόμη και στις τάξεις των ορκισμένων του fans, με κάποιους να μιλάνε ακόμη και για προδοσία, όπως ο εκδότης του fanzine Backstreets (η Βίβλος επί παντός επιστητού γύρω από τον Springsteen) που ανακοίνωσε με ανοιχτή επιστολή προς τους αναγνώστες του την παύση εργασιών μετά από 43 χρόνια, γιατί η απογοήτευση «δεν είναι ένα συναίσθημα που έχουμε συνηθίσει περιμένοντας μια νέα περιοδεία του Bruce Springsteen με την E Street Band».

Όλα αυτά εξαιτίας της λεγόμενης δυναμικής τιμολόγησης από την Ticketmaster που μέσω ενός first come first served αλγορίθμου με στόχο υποτίθεται να χτυπηθεί η μαύρη αγορά, οδήγησε τις τιμές των εισιτηρίων ακόμη και σε τετραψήφια ύψη (μόνο στο αμερικανικό σκέλος της περιοδείας, στην Ευρώπη ευτυχώς τη βγάλαμε καθαρή με 100-150 ευρώ).

«Αυτό που κάνω είναι πολύ απλό. Λέω στην ομάδα μου “βγείτε έξω και δείτε τι κάνουν όλοι οι άλλοι. Ας χρεώσουμε λίγο λιγότερο”. Γενικά αυτές ήταν οι οδηγίες τα προηγούμενα 49 χρόνια, ή όσο καιρό παίζουμε τέλος πάντων. Το απολάμβανα. Υπήρξε σπουδαίο για τους fans. Αυτή τη φορά είπα: “Είμαστε 73 ετών. Θέλω να κάνω αυτό που κάνουν όλοι οι άλλοι, οι συνομήλικοί μου. Η αγορά των εισιτηρίων έχει γίνει μεγάλο μπέρδεμα, όχι απλά για τους fans αλλά και για τους καλλιτέχνες. Τα περισσότερα εισιτήριά μας είναι προσιτά. Και έχουμε κάποια που θα έπιαναν ούτως ή άλλως μια πολύ ψηλή τιμή. Ο μεταπωλητής ή κάποιος άλλος θα έπαιρνε τα λεφτά. Γιατί να μην πάνε αυτά τα χρήματα στους τύπους που θα ιδρώνουν τρεις ώρες κάθε βράδυ πάνω στη σκηνή; Οπότε αποφασίσαμε να το κάνουμε. Ξέρω ότι δυσαρεστήθηκαν κάποιοι fans. Αλλά αν υπάρχουν παράπονα στην έξοδο, μπορείτε να πάρετε τα λεφτά σας πίσω».

Σε όλα αυτά που δήλωσε στο Rolling Stone υπάρχει ένας αριθμός-κλειδί: 73. Στις 23 Σεπτεμβρίου θα κλείσει στο δρόμο τα 74. Ποιος βάζει το χέρι σου στη φωτιά ότι θα έχει τα δυναμάρια για άλλη μία τόσο μεγάλη περιοδεία με την E Street Band στο μέλλον;

Γι’ αυτό ακριβώς στο τέλος της ημέρας η εύλογη γκρίνια σταματάει και τα στάδια γεμίζουν ξανά, ίσως μάλιστα αυτή τη φορά με περισσότερους από ποτέ «πρωτάρηδες» που θέλουν να προλάβουν να βιώσουν αυτό που περιγράφουν ως ασύγκριτη ψυχοσωματική εμπειρία με σχεδόν μεταφυσικές, θρησκευτικές διαστάσεις, όσοι έχουν την πετριά με το «Αφεντικό» δεκαετίες ολόκληρες και μέχρι σήμερα τον έχουν δει δεκάδες φορές ζωντανά. Όπως, καλή ώρα, η Πόλυ Λυκούργου, σινεκριτικός και συνιδρύτρια του flix.gr, και ο Ανδρέας Μητρέλης, ιδιοκτήτης της Veego Records. Το OneMan ζήτησε εξηγήσεις.

Πότε και πού τον είδατε πρώτη φορά live; Τι θυμάστε πιο έντονα από τότε;

Πολύ Λυκούργου: Η πρώτη φορά είναι κοινή για τους περισσότερους στην Ελλάδα: η συναυλία της Διεθνούς Αμνηστίας, 3 Οκτωβρίου του 1988. Είχα πάει από τις 12 το πρωί (κοπάνα από το σχολείο), με μία συμμαθήτρια από το φροντιστήριο που ήταν τρελή με τον Sting. Κυριαρχούσε μεγάλο σπρώξιμο και ξύλο για τις πρώτες σειρές κι ήμουν ακόμα πολύ άβγαλτη για τέτοια. Η Κασσάνδρα (girl, αν διαβάζεις δεν σε έχω ξεχάσει ποτέ) επίσης πιο μινιόν από μένα. Τελικά το κορίτσι λιποθύμησε από την πίεση, και την έβγαλαν οι διασώστες από την τάφρο μπροστά, πολύ πριν βγουν όλοι στις 5 το απόγευμα για το «Σήκω στάσου για τα δικαιώματα σου». Οπότε είδα όλη τη συναυλία μόνη μου. Το πιο αστείο που θυμάμαι είναι ότι διάλεξε την κοπέλα δίπλα μου για να τη χορέψει στο “Dancing in the Dark” (την μόνη ξανθιά στο πλήθος) κι από τότε έχουμε bad blood (με τον Bruce, όχι με τις ξανθιές). Εντάξει, τι να πρωτοθυμηθώ. Ήμουν 16 χρονών και ζούσα το rock ’n’ roll όνειρο. Αυτό που θυμόμαστε, όλοι μας, είναι η υπόσχεση που έδωσε και δεν κράτησε: «Crazy Greeks, I will be back». Και το πιο συγκινητικό: έχω κρατήσει τις εφημερίδες της επόμενης μέρας. Φαίνεται το 1/3 του κεφαλιού μου σε μία. Όταν βρεθήκαμε με την παρέα του No Surrender, μού έδειχναν ένας-ένας τα παιδικά τους κεφάλια δίπλα μου, μπροστά μου, πίσω μου. Τον είχαμε δει από τότε, όλοι μαζί, χωρίς να το ξέρουμε.

Ανδρέας Μητρέλης: Ήμουν 11 χρονών και πήγα μαζί με τα μεγαλύτερα αδέρφια μου. Ήταν συναυλία-μαραθώνιος, από τις 4 το μεσημέρι μέχρι τις 12 το βράδυ. Πως άντεξα; Περίμενα τον Bruce!

Πόσες φορές τον έχετε δει μέχρι σήμερα;

ΠΛ: Νομίζω 25, 26, 27, δεν είμαι σίγουρη, κάτι τέτοιο. Το ξέρω ότι φαίνονται πολλές, αλλά δεν είναι. Υπάρχουν Έλληνες που κλείνουν καμιά δεκαριά συναυλίες ανά περιοδεία, κι εκείνοι περνάνε για πλάκα τα ταπεινά μου νούμερα. Για να μην μιλήσουμε για Ιταλούς ή Αμερικάνους που μετράνε 100+. Για να μην παρεξηγηθώ: δεν πάμε για ρεκόρ (ή «μπρουσόμετρο» όπως το λέμε κοροϊδευτικά μεταξύ μας). Απλώς όλοι θα πηγαίναμε σε όλες αν υπήρχαν τα χρήματα και ο χρόνος. Γιατί καμία δεν είναι ίδια με την άλλη (έχει τεράστια γκάμα από setlists κι εκπλήξεις κάθε βράδυ) κι επίσης είναι αναμφισβήτητο: ο Bruce δίνει τα καλύτερα πάρτι που έχεις πάει στη ζωή σου. Και θέλεις κι άλλο.

ΑΜ: Κάπου 55-56, δεν είμαι σίγουρος.

Έχετε δει άλλον καλλιτέχνη περισσότερες φορές;

ΠΛ: Ούτε καν. Νομίζω μετά έρχεται ο Nick Cave, που τον έχω δει καμιά δεκαριά φορές.

ΑΜ: Όχι…

Ποια ήταν λοιπόν η καλύτερη φορά και γιατί;

ΠΛ: Μου είναι πολύ δύσκολο να διαλέξω: καμία δεν είναι ίδια. Μπορώ να πω το Παρίσι (Bercy, Δεκέμβριος 2007) γιατί πρώτη φορά βρέθηκα σε κλειστό γήπεδο, οπότε ήμουν πρώτη φορά τόσο κοντά, χωρίς αποστάσεις αρένας, τάφρου κλπ. Κι αυτό είναι πολύ περίεργο, όχι μόνο γιατί βλέπεις και την κάθε έκφραση, την κάθε μεταξύ τους συνεννόηση, την κάθε πλάκα που κάνουν τα μέλη της E Street Band. Αλλά, γιατί σε βλέπουν κι εκείνοι. Oταν ξεκίνησε να παίζει το “The River”, που ήταν το πρώτο μου άλμπουμ στα 11 μου χρόνια, όλη μου η ζωή πέρασε μπροστά από τα μάτια μου. Κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς, σαν τις ηλίθιες που βλέπουμε στα μουσικά βίντεο και γελάμε. Δεν ήταν όμως υστερία μίας φαν. Αλλά κάτι πολύ δικό μου. Ο στίχος “is it a dream a lie, if it don’t come true, or is it something worse” («μεγαλώνοντας συνειδητοποίησες ότι έκανες λάθος όνειρα, ή ότι ήταν λάθος να ονειρεύεσαι») ακούγεται πολύ διαφορετικά στην εφηβεία και πολύ πιο σκληρά στα 35 (και που να δείτε στα 50). Έκλαιγα, έκλαιγα και ντράπηκα και χαμήλωσα το κεφάλι για να μην με βλέπουν. Σε όλο το κομμάτι το κεφάλι χαμηλά, να κοιτάω τα πόδια μου και να τραντάζομαι από τους λυγμούς. Στο τέλος, πίεσα τον εαυτό μου να σηκώσω το βλέμμα μου και να τον χειροκροτήσω. Και τότε το είδα και λύγισα: ο Bruce με κοιτούσε και έκλαιγε κι εκείνος. Έχει κι αυτός τους λόγους του. Κανείς δεν βγαίνει στη σκηνή, με τέτοια επαφή με το κοινό του, αν δεν είναι και η δική του ψυχοθεραπεία.

ΑΜ: Από το ’99 που τον ακολουθώ ανελλιπώς είναι δύσκολο να ξεχωρίσω. Υπάρχουν κάποιες που απλά δεν με τρέλανε όσο σε άλλες.

Μπορείτε να υπολογίσετε μια τάξη μεγέθους των χρημάτων που έχετε ξοδέψει μέχρι σήμερα για χάρη του Bruce και των συναυλιών του;

ΠΛ: Όχι και θα το αποφεύγω για πάντα (θα πάθω εγκεφαλικό).

ΑΜ: Δεν θέλω να το σκέφτομαι  Θα με πιάσει κατάθλιψη.

Το ελληνικό fan club, No Surrender, πόσα μέλη αριθμεί περίπου;

ΠΛ: Ξεκινήσαμε μία παρέα 5-6 ανθρώπων το 2003 και σήμερα, στη σελίδα μας στο Facebook τουλάχιστον, βλέπω 743. Όχι, δεν είναι όλοι στον πυρήνα, αλλά ποτέ δεν θα μπορούσα να σκεφτώ, όταν έτρωγα τρελό δούλεμα σε Γυμνάσιο-Λύκειο-Πανεπιστήμιο, ότι θα βρω μια τόσο μεγάλη παρέα. Το συγκινητικότερο όμως είναι ότι με τα (ας πούμε) 50 άτομα που είμαστε πιο κοντά, μοιραζόμαστε πλέον πολλά περισσότερα από δισκοθήκες και δωμάτια ξενοδοχείων και bootlegs. Ο Θέμης (a.k.a Notionman) το είχε πει πολύ καλύτερα από όλους: δεν είμαστε fan club, είμαστε community. Είμαστε φίλοι, δεν έχουμε ταμείο και κονκάρδες. Aγαπιόμαστε, γίναμε οικογένεια (πολλοί πάντρεψαν φίλους, βάφτισαν τα παιδιά τους). Όταν ακούς για δεκαετίες στα αυτιά σου τους στίχους ενός ανθρώπου που μιλάει για την αξία της φιλίας, που βγαίνει στη σκηνή ακόμα με τους κολλητούς που έπαιζε σε μπαράκια του Asbury Park στα 60s, σημαίνει ότι κι εσύ έτσι αγαπάς και αγαπιέσαι. Δυστυχώς, πρόσφατα χάσαμε έναν φίλο μας. Και δεν μπορώ να γράψω αυτές τις λέξεις και να το πιστεύω (αρνούμαι). Ο Γιώργος Δημητρόπουλος, ο Magic Rat, ήταν στην πρώτη πεντάδα της παρέας, ένα φωτεινό χαμόγελο, μια μεγάλη αγκαλιά, μία τεράστια καρδιά και μία αγριοφωνάρα όταν τραγουδούσε τους στίχους στ’ αυτιά σου. Θα τον κουβαλάμε μαζί μας φέτος, όπου πάμε.

 

Για ποιο λόγο τρέχετε να τον δείτε κάθε φορά που βγαίνει σε περιοδεία; Και, το κυριότερο, για ποιο λόγο δεν αρκείστε στη μία συναυλία σε κάθε περιοδεία; Πόσο διαφορετική δηλαδή μπορεί να είναι μία συναυλία του στο Μόναχο από μία άλλη μερικές μέρες μετά στη Ρώμη;

ΠΛ: Καμία συναυλία δεν είναι ίδια. Όχι μόνο γιατί αλλάζει συνεχώς τη setlist (και, κακά τα ψέματα, όλοι έχουν αγαπημένα που κυνηγάνε να τα ακούσουν), αλλά γιατί η ενέργειά του είναι διαφορετική (σε κάποια έχει διάθεση για πάρτι και παίζει όλες τις ροκενρολιές του, σε κάποια είναι εξομολογητικός, παίζει τις επικές μπαλάντες του και το κοινό είναι εκκλησία, σε κάποια είναι τεράστιο πειραχτήρι και κάνει πλάκες με διασκευές). Επίσης έχει να κάνει με τη δική του έμπνευση. Αγαπάει πολύ την Ιταλία και δίνει ρέστα εκεί. Τώρα που πέθανε ο Ennio Morricone (σε όλες τις συναυλίες η είσοδος του με την μπάντα στη σκηνή είναι με Morricone στα ηχεία) να ετοιμαστείτε για παπάδες. Θα βγει σίγουρα με την κρατική ορχήστρα και θα παίξει κάτι αφιερωμένο στον μαέστρο. Τέλος, ο καιρός. Δεν είναι ίδια η συναυλία στο Μόναχο με βροχή και ίδια στο San Siro με καύσωνα. Έχω περάσει 4 ώρες να χορεύω μούσκεμα σε διονυσιακό παραλήρημα και άλλες 4 να παρακαλάω να σταματήσει γιατί θα λιποθυμήσω. Εκείνος όμως είναι σκυλί του πολέμου. Δεν σταματάει ποτέ. Κατεβαίνει κάτω στο διάδρομο γίνεται μούσκεμα μαζί μας και συνεχίζει (αν δεν με πιστεύετε δείτε το παρακάτω βίντεο).

ΑΜ: Σίγουρα είναι η εμπειρία και μια φορά δεν φτάνει. Ρώτα οποιονδήποτε έχει πάει σε μια συναυλία του αν θα ξαναπήγαινε. Σίγουρα θα σου πει ναι. Σε κάνει να νιώθεις ζωντανός. Δεν θα παίξει ποτέ τα ίδια τραγούδια εκτός από τα standard crowd pleasers. Στην Ρώμη αισθάνεσαι ότι είσαι σε ποδοσφαιρικό αγώνα και σε κάθε τραγούδι μπαίνει γκολ ενώ στο Μόναχο για παράδειγμα ο κόσμος είναι λίγο σαν να πηγαίνει απλά σε μια συναυλία. Επίσης είναι και η στιγμή που βγαίνει στην σκηνή και ακούς 80.000 ανθρώπους να παραληρούν εκκωφαντικά.

Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έχετε παρατηρήσει κάποια αλλαγή στην ανθρωπογεωγραφία του κοινού;

ΠΛ: Στην Αμερική θα είχε ενδιαφέρον μία τέτοια μελέτη, γιατί μετά την επέλαση Trump, δεν ξέρω πόσοι ακόμα ενώθηκαν κάτω από την μουσική του Bruce. Είναι φωνή της εργατικής τάξης, δεν είχε ποτέ όμως αφροαμερικανικό κοινό για παράδειγμα, κι αυτό με παραξένευε πάντα. Ούτε, έντονο, LGBTQ κοινό. Αν κι εκείνος έχει ακυρώσει συναυλίες στις πολιτείες του Νότου, όταν πέρασαν ομοφοβικές νομοθεσίες (όπως για τις τουαλέτες και τα δικαιώματα των trans) κι έχει σταθερά και με συνέπεια μέσα στα χρόνια σταθεί δίπλα στην LGBTQ κοινότητα – από εποχές Reagan. Όταν κανείς άλλος δεν μιλούσε ανοιχτά. Θα μιλήσω προσωπικά: μεγάλο μέρος της αγάπης μου για εκείνον είναι τα politics του. Πολλοί διαφωνούν. Αλλά η μουσική του είναι πολιτική, οι στίχοι του είναι πολιτικοί, η στάση του είναι πολιτική. Στέκεται ακριβώς εκεί που στέκομαι κι εγώ πολιτικά και δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ.

ΑΜ: Έρχεται κόσμος από κάθε μεριά της γης για να τον δει για να νιώσει αυτή την εμπειρία απο κοντά. Το περίεργο και το ευχάριστο σε αυτή την υπόθεση είναι ότι το κοινό τα τελευταία χρόνια είναι και αρκετά νεανικό. Φταίνε οι γονείς τους μάλλον.

Σε ό,τι έχει να κάνει με τον ίδιο τον Bruce, πώς έχουν αλλάξει (αν έχουν αλλάξει) οι συναυλίες του με τα χρόνια; Παίζουν κάποιο ρόλο πχ η ηλικία ή η εκάστοτε πολιτικοκοινωνική συγκυρία στο performance του και στον τρόπο που δομεί το live, όσα λέει ανάμεσα στα τραγούδια και άλλα τινά;

ΠΛ: Ακριβώς επειδή είναι εξαιρετικά έντονος πολιτικά, ναι, όταν έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι και ήμουν ανάμεσα στο κοινό της Νέας Υόρκης, η συγκίνηση κι ο (πάντα ενωτικός) λόγος του έκαναν μία εντελώς άλλη συναυλία, από την αντίστοιχη ανέμελη της Ρώμης πχ. Η ηλικία του είναι επίσης ένας μεγάλος παράγοντας. Όχι γιατί δεν έχει πια φωνή (που δεν έχει την ίδια, όχι), ή κουράγια (ήταν πολύ πιο γυμνασμένος στα 60 του από ό,τι εγώ στα 30 μου και περιμένω να δω με πόσους τρόπους θα με βάλει κάτω φέτος, στα 74 του). Όταν ήταν νεότερος, η πλάκα που έκανε με το κοινό (πχ να ανεβάσει μια κοπέλα στο “Dancing in the Dark”) είχε να κάνει με τη δική του φάση στη ζωή. Φλέρταρε με τα κορίτσια, έκανε πλάκα. Τον έχω δει να αλλάζει, να κάνει περισσότερη πλάκα πια με τα παιδιά, να συγκινείται με τους γονείς (και τώρα και παππούδες) φανς που φέρνουν τις επόμενες γενιές στις συναυλίες του.

ΑΜ: Είμαι περίεργος να δω φέτος μετά από Covid και κρίση τι θα πει. Πάντα ήταν με τα δικαιώματα των απλών ανθρώπων και εναντίον του Bush και του Trump. Βέβαια όλα αυτά είναι και “part of the show” και της φιλελεύθερης στάσης του.

 

Οι καλύτερες στιγμές του live είναι, βρέξει χιονίσει, όταν λέει τα 4-5 μεγαλύτερα hits;

ΠΛ: Στην καρδιά του “Badlands” όταν όλο το γήπεδο ενώνεται στο “oh-oh-oh-oh-oh” και αυτό μοιάζει με όρκο πίστης στην αθωότητα, τα όνειρα, τη δικαιοσύνη. Στο τέλος του “Born to Run” που βγάζει την 70s telecaster του (το «τίμιο ξύλο» που λέω κι εγώ) για να την αγγίξουν οι φανς των πρώτων σειρών. Και, φυσικά, όταν λέει το “Thunder Road”. Αγαπημένα κομμάτια έχουμε όλοι και όλοι διαφορετικά. Ομως, μπορείς να ρωτήσεις κάποιον από το Freehold, New Jersey, κάποιον από το Τόκιο, ή μια κοπέλα από την Νέα Σμύρνη: όλων το ιερό κομμάτι είναι το “Thunder Road”.

ΑΜ: Για μένα είναι το “Racing in the street”. Τα crowdpleasers είναι πάντα όμορφες στιγμές και βλέπεις την ευτυχία των ανθρώπων να λάμπει όπως τα φώτα στα στάδια.

Με το χέρι στην καρδιά, σε όλες αυτές τις συναυλίες του που έχετε πάει, δεν έχετε βαρεθεί ποτέ;

ΠΛ: Έχω κομμάτια που βαριέμαι αφόρητα. Όχι το live τους, τα ίδια τα κομμάτια. Δεν μου αρέσουν όλα τα τραγούδια γιατί είναι δικά του. Μερικά, δεν τα αντέχω. Αν τα παίξει λοιπόν, δεν είναι το καλύτερο μου. Ε, αλίμονο, σε 4 ώρες θα παίξει και μη-αγαπημένα.

ΑΜ: Ε, σίγουρα ήταν αρκετά βαρετό το Seeger Sessions Tour αλλά γενικά δεν υπάρχουν βαρετά πράγματα γιατί ο ίδιος δεν φαίνεται να βαριέται.

Ποια είναι η πιο “τρελή” εκδήλωση λατρείας που έχετε δει προς τον Bruce κατά τη διάρκεια συναυλίας του; Εσείς μέχρι που έχετε φτάσει;

ΠΛ: Δεν είναι ακραίοι οι φανς του Bruce. Υπάρχει μια αντιμετώπιση του ως «παλιόφιλου», όχι rock totem που θέλω να του σκίσω τα ρούχα. Μια σχέση αγαπησιάρα, αλλά όχι υστερική. Εγώ είμαι πολύ ντροπαλή σε αυτά. Και δυστυχώς η παράδοση (θα διαλέξει τη διπλανή μου για να κάνει κάτι, ποτέ εμένα) έχει συνεχιστεί από τη Διεθνή Αμνηστία μέχρι και σήμερα (γελάω). Είμαι διαβόητη («ο Bruce δεν βλέπει ποτέ την Πόλυ, δεν της έχει δώσει ποτέ το χέρι του, πηδάει στον επόμενο»). Η πιο έντονη στιγμή που θυμάμαι είναι στο Κιλκένι της Ιρλανδίας που, μετά από δεκαετίες που τον ακολουθούσα, έπαιξε, επιτέλους, το δικό μου αγαπημένο: το “Drive All Night”. Είχα την αίσθηση ότι θα σπάραζα στο κλάμα (όπως καταλάβατε, το έχω κι εύκολο). Δεν έγινε αυτό. Ίσως έχει να κάνει και με την αντίδραση των γύρω μου. Είχα πάει μόνη μου στην Ιρλανδία, αλλά δεν είσαι ποτέ μόνος σου σε συναυλίες του Bruce. Υπάρχει πια μία διεθνής παρέα, από φίλους Ιταλούς, Βέλγους, Ισπανούς, Άγγλους, Σκανδιναβούς που συναντάς και είστε όλοι μια αγκαλιά στις πρώτες σειρές. Όταν ξεκίνησαν οι νότες του “Drive All Night”, όλες οι πρώτες σειρές γύρισαν προς το μέρος μου και ξεκίνησαν αυθόρμητα ένα chant «Po-ly, Po-ly, Po-ly». Αυτό το μοίρασμα ίσως ήταν μεγαλύτερο δώρο ακόμα και από το ίδιο το τραγούδι.

ΑΜ: Κατά τη διάρκεια της συναυλίας είμαστε όλοι ένα, ο Bruce, η μπάντα, το κοινό, ακόμα και οι τεχνικοί, ακόμα και αυτοί που πουλάνε μπύρες. Είμαι πολύ συγκινημένος για να κάνω κάποιο συγκεκριμένο είδος λατρείας.

 

O Bruce Springsteen μαζί με την E Street Band τον Απρίλιο του 2014 στο Ντάλας. © Matt Strasen/Invision/AP

Συγνώμη κιόλας, αλλά με τόσες δεκάδες χιλιάδες θεατές, πώς την παλεύετε σε ό,τι έχει να κάνει με πρακτικά ζητήματα, όπως το να πάτε στην τουαλέτα; Τι στο καλό κάνετε για να μη χάσετε τη θέση σας μέσα στο αχανές πλήθος;

ΠΛ: Οι περισσότεροι παλεύουμε να είμαστε στο pit. Στον χώρο μπροστά στη σκηνή που σου φορούν βραχιολάκι και μπορείς να μπαίνεις και να βγαίνεις για μπύρες, τουαλέτα κλπ. Αν είσαι πίσω, είσαι χύμα και «πέφτει ξύλο». Μπροστά είναι πιο πολιτισμένα και προστατευμένα τα πράγματα. Οι φανς έχουν μεγάλο σεβασμό στα σποτ του άλλου. Όχι, ότι δεν υπάρχουν και τυχαίοι που θα κάνουν πάντα έναν καυγά. Αλλά, μεταξύ μας, γνωριζόμαστε. Ίσα ίσα που προστατεύει ο ένας τον άλλον.

ΑΜ: Συνήθως είμαι με παρέα που έχει τον χώρο της και μετά από τόσες ώρες έχεις γνωρίσει τους διπλανούς σου και σε αφήνουν να  περάσεις.

Κάτι σημαντικό για το τέλος: Ένα σχόλιο για όλο αυτό το ζήτημα με τις αστρονομικές τιμές των εισιτηρίων του στην τρέχουσα περιοδεία;

ΠΛ: Πιο πάνω λέω ότι δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ. Έτσι ήταν. Δεν είναι πια. Με το στήσιμο αυτής την περιοδείας, απογοητεύτηκα πολύ. Για να είμαστε ξεκάθαροι: ένας mega star rocker είναι πάνω από όλα επιχειρηματίας, το ξέρουμε. Δεν είμαστε αφελείς. Ο Bruce όμως είχε στήσει ένα προφίλ ισότητας, δικαιοσύνης, ίσων ευκαιριών που τον έκανε ξεχωριστό. Όλες αυτές τις δεκαετίες είχε ένα κοινό εισιτήριο (μέσος όρος 85 ευρώ) – όπου κι αν καθόσουν στις κερκίδες, όπου κι αν στεκόσουν στο γήπεδο. Δεν υπήρχαν «ζώνες», «VIP», δεν πλήρωνες μια περιουσία για να είσαι μπροστά. Μπροστά θα ήταν οι φανς που είχαν μπει στο rollcall (μία λίστα που οργανώνουμε, first come / first served, μεταξύ μας), μία λίστα που μετά παραδίδουμε στον αρχηγό των security του και στους υπεύθυνους στο γήπεδο, και μπαίνουμε δίκαια με τη σειρά μας για να πιάσουμε τις πρώτες σειρές. Που το έχετε ξανακούσει αυτό; Και φέτος, ξαφνικά, λίγο πριν την απόσυρση/συνταξιοδότηση πείτε το όπως θέλετε, αλλάζει πρόσωπο. Ξαφνικά θα γίνει Rolling Stones και θα έχει διακεκριμμένους, ζώνες, τιμές δημοπρασίας. Θα αφήσει ανεξέλεγκτη την Ticketmaster και όταν φτάσουν τα εισιτήρια στα 4500 χιλιάδες (ω, ναι) στην Αμερική, απλώς θα πει (σε συνέντευξη στο Rolling Stone) «αυτό γινόταν πάντα, κοιτάξαμε τι έκαναν οι άλλοι, και είπαμε να το κάνουμε κι εμείς. Κι αν κάποιος δεν μείνει ευχαριστημένος στο τέλος της συναυλίας, ας ζητήσει τα λεφτά του πίσω»; Απαράδεκτο. Απογοήτευση μεγάλη για κάποιον που θα άφηνε πίσω του μία εντελώς άλλη παρακαταθήκη. Μοιάζει με τελευταία αρπαχτή λίγο πριν αποχαιρετίσει τις μεγάλες περιοδείες. Κρίμα. Τον αγαπώ λιγότερο; Όχι βέβαια. Αλλά, ξενέρωσα. Από έναν άνθρωπο που είχε πάντα σημαία και ταυτότητα το “nobody wins, unless everybody wins”, αυτό ήταν τεράστιο φάουλ.

ΑΜ: Γενικά η στάση του Bruce τα τελευταία χρόνια με ενοχλεί, είτε έχει να κάνει με δίσκους, συμβόλαια με την Sony, πώληση του καταλόγου των τραγουδιών του και τιμές εισιτηρίων από το Springsteen on Broadway μέχρι τα σημερινά. Δείχνει ότι δεν είναι πια το «Αφεντικό», οι εταιρείες που έχει πουλήσει δικαιώματα και εκμετάλλευση εισιτηρίων τον έχουν κάνει πιόνι και δεν μπορεί να κάνει κάτι. Είναι λυπηρό γιατί τον αγαπήσαμε ακριβώς επειδή ήταν το «Αφεντικό».