ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Στέλιος Πρασσάς, μαραθωνοδρόμος ετών 91

Λίγες ώρες πριν από την έναρξη του 39ου Αυθεντικού Μαραθωνίου της Αθήνας, συναντήσαμε τον γηραιότερο δρομέα του αγώνα και μιλήσαμε για την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, για τα δύσκολα παιδικά χρόνια εν μέσω γερμανικής Κατοχής, τον μαραθώνιο στους καταρράκτες του Νιαγάρα και το μυστικό της όρεξης για ζωή.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΚΗΣ ΚΑΤΣΟΥΔΑΣ

Έξω από το Ταε Κβο Ντο μαζεύεται κόσμος. Ο Αυθεντικός Μαραθώνιος της Αθήνας αρχίζει σε λίγα εικοσιτετράωρα και χιλιάδες δρομείς που πρόκειται να τρέξουν, φτάνουν στο Φάληρο για να παραλάβουν τον αριθμό εκκίνησής τους. 

Ανάμεσα τους βρίσκεται ο Στέλιος Πρασσάς, που έχει κάτι το ξεχωριστό: είναι 91 ετών και αποτελεί τον γηραιότερο δρομέα που θα τρέξει και στον φετινό μαραθώνιο της πόλης. Στέκομαι για ώρες έξω από την είσοδο του σταδίου, αναμένοντας να εμφανιστεί. 

Η αγωνία μου να τον αναγνωρίσω φτάνει στον Θεό, εξαιτίας του γεγονότος, πως ο ίδιος, όπως μου εξήγησε όταν τον κάλεσα πριν από μερικές ώρες στο σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού του, δεν κυκλοφορεί ποτέ με κινητό τηλέφωνο. 

Λίγο πριν τις 5 το απόγευμα, εμφανίζεται. Έτσι ακριβώς, όπως μου είχε πει. Δίπλα του στέκονται μερικά μέλη του Τελμησσού, ενός από τους πιο ιστορικούς συλλόγους μαραθωνοδρόμων που εδρεύει εδώ και δεκαετίες στη Νέα Μάκρη. Πηγαίνω κοντά για να του μιλήσω. Δεν έχει ξεχάσει το ραντεβού που είχαμε δώσει. Μαζί μου, όμως, φτάνουν δεκάδες άνθρωποι που τον σταματούν για να τον χαιρετήσουν, να του δώσουν δύναμη και να βγάλουν μαζί μια φωτογραφία. 

«Είναι ο διασημότερος δρομέας του μαραθωνίου, κι ας μη βγαίνει πρώτος» λέει ένας από τους θαυμαστές του που δείχνει να τον ξέρει καλά. Αυτή είναι η, σχεδόν μυθιστορηματική, ζωή του. 

Η γερμανική Κατοχή και η μεγάλη πείνα

Γεννήθηκα το 1931 στον Νέο Κόσμο και μεγάλωσα στη Γούβα. Τότε η Αθήνα ήταν χωριό. Όλα τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες και εμείς κοιμόμασταν στις αυλές που βάζαμε κανένα κλήμα για να κάνει σκιά. Μόνο στο Κολωνάκι υπήρχαν μερικά μαζεμένα σπίτια.  Εκεί πήγα σχολείο. Μετά ήρθαν οι Γερμανοί. Έκανα μόνο δύο χρονιές στο δημοτικό και μετά τέλος. Δεν μπορούσες να κάνεις παραπάνω. Μάθαινες, ό,τι μάθαινες και σε έδιωχναν.

Τον πόλεμο και την Κατοχή τη θυμάμαι πολύ καλά. Τον έζησα. Σήκωνα το κεφάλι μου και έβλεπα τις αερομαχίες των Εγγλέζων με τους Γερμανούς. 

Έπεσε μεγάλη πείνα, δυστυχία και ξυπολησιά. Είναι ένα περιστατικό που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήμουν εγώ με έναν φίλο μου στις Στήλες του Ολυμπίου Διός και εκείνη την ώρα περνούσε ένα γερμανικό φορτηγό που ήταν γεμάτο με κουραμάνες. Δεν το έλεγαν ψωμί τότε. Ξαφνικά ο φίλος μου σάλταρε πάνω στο φορτηγό χωρίς να το πάρουν χαμπάρι οι Γερμανοί και πέταξε μερικές κουραμάνες στον δρόμο. Ήταν πολύ φτωχοί άνθρωποι και πεινασμένοι και έφαγαν. Δεν το ξεχνάω αυτό.

Η μεγάλη αγάπη για το ποδόσφαιρο

Η πρώτη και μεγάλη αγάπη ήταν το ποδόσφαιρο. Ξεκίνησα από πιτσιρίκος να παίζω με τόπι που ήταν φτιαγμένο είτε από πανί, είτε από κάλτσες της μάνας μου. Ξυπόλητοι, μη φανταστείς. Δεν μας ένοιαζε, όμως, γιατί μας άρεσε που παίζαμε. 

Πρώτα έπαιξα στη Νίκη Πλάκας. Εκεί με φωνάζανε γκολτζή. Δεν ξέρω. Το μάτι μου έκοβε, έμπαινα μέσα στην περιοχή σε συγκεκριμένα σημεία, μου ερχόταν η μπάλα και τερμάτιζα.

Το πιο χαρακτηριστικό γκολ που θυμάμαι είναι ένα που πέτυχα κόντρα στον Αρίωνα. Το έβαλα στα τελευταία λεπτά του αγώνα, με σουτ έξω από την περιοχή. Τότε με σήκωσαν στα χέρια οι οπαδοί της Νίκης και με έβγαλαν έτσι έξω από το γήπεδο. Ήταν πολύ περίεργο για μένα, γιατί ο Αρίωνας ήταν η ομάδα μου. Είμαι Γουβιώτης και Αριωνιώτης από μικρό παιδί. 

Εκείνη τη χρονιά, πήραμε το πρωτάθλημα. Μετά στην ομάδα μου. Με τη φανέλα του Αρίωνα, έπαιξα κόντρα σε όλους τις ομάδες της Αθήνας. Ακόμη και με τον Παναθηναϊκό έπαιξα, αλλά ήταν φιλικό και 7Χ7.

Στα 28 μου αποφάσισα να σταματήσω το ποδόσφαιρο γιατί έπρεπε να ασχοληθώ με τη δουλειά μου. Ήμουν ελαιοχρωματιστής. Έκανα, όμως, πίνακες, ζωγραφιές. Όλα τα παλιά σπίτια στο Κολωνάκι και τον Λυκαβηττό ήταν πελάτες μου. Τα ομόρφαινα. Έτσι μάζεψα χρήματα και άνοιξα μαγαζί μαζί με τη γυναίκα μου, στον Βύρωνα, στην οδό Κύπρου. Εκείνη το δουλεύει μέχρι σήμερα. Είναι 78 χρονών, αλλά δεν τρέχει. 

Μέχρι τα 59 μου, κάθε απόγευμα, έπαιρνα τον γιο μου και πηγαίναμε και παίζαμε ποδόσφαιρο στον Άγιο Κοσμά. Τότε ένας γείτονάς μου με έπιασε και μου είπε: «Πας και παίζεις μπάλα. Θα σε βαρέσουν καμιά κλωτσιά και θα μείνεις ανάπηρος». Εκείνος ήταν δρομέας σε αγώνες και μου έβαλε το μικρόβιο. Εγώ μέχρι τότε δεν το είχα καν στο μυαλό μου. Πήγα έτρεξα ένα πεντάρι, του έδειξα τον χρόνο και μου είπε: «Εσύ είσαι πρωταθλητής Ελλάδος». 

Τρέχοντας δίπλα σε φίδια και κάτω από τους Καταρράκτες του Νιαγάρα

«Όσο τρέχω, το μόνο που σκέφτομαι είναι να φτάσω στο Καλλιμάρμαρο». © Γιώργος Κονταρίνης / Eurokinissi

Δεν έχω σταματήσει όλα αυτά τα χρόνια να τρέχω μαραθώνιους. Κι όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Έχω πάει στην Ολλανδία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία, την Ισπανία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Αμερική, την Αυστραλία.

Οι πιο δύσκολοι αγώνες ήταν στις Σεϋχέλλες που έτρεχα δίπλα στα φίδια και στο Μπάφαλο των ΗΠΑ. Ξεκινήσαμε από εκεί και τερματίσαμε στους καταρράκτες του Νιαγάρα. Να τρέχεις και να σκάει το νερό πάνω σου. Πολύ κρύο. 

O αγαπημένος, όμως, είναι ο δικός μας. Αλλού τρέχεις μέσα στους ουρανοξύστες. Εδώ η μεγαλύτερη διαδρομή είναι μέσα στα δέντρα και το πράσινο. Είναι μεγάλο πράγμα για την Ελλάδα ο μαραθώνιος.

Έχω πάει σε 25 χώρες στη ζωή μου. Υπάρχουν πολλοί που δεν ξέρουν την Αθήνα αλλά ξέρουν τον μαραθώνιο. Είναι μια γιορτή. Και για τα νέα παιδιά και για όλους μας. 

Όσο τρέχω, το μόνο που σκέφτομαι είναι να φτάσω στο Καλλιμάρμαρο, να πάρω από το χέρι τα εγγόνια μου και να τερματίσω μαζί τους. Και μετά τον αγώνα, είμαι ξεκούραστος. Να φανταστείς πως το παίρνω με τα πόδια και πηγαίνω στο μαγαζί στον Βύρωνα. 

Τρέχω τρεις φορές την εβδομάδα, περισσότερα από πέντε χιλιόμετρα την κάθε φορά. Την εβδομάδα πριν από τον αγώνα, τρώω ασπράδια αυγού, φακές και τις τρεις τελευταίες μέρες κρέας με ζυμαρικά. Όλα αυτά τα μαγειρεύω μόνος μου. Δεν τρώω ποτέ απ’ έξω. 

Τρέχω και κάθε φορά ακούω το σώμα μου και την καρδιά μου. Φέτος, είναι η μόνη χρονιά που είπα πως θα ξεκουραστώ για να τρέξω. Γιατί στον περσινό με τσίμπησε η μέση μου και άργησα να τερματίσω. 

Το μυστικό που του δίνει ακόμη ζωή

«Κάθε πρωί που ξυπνάω, ζωντανεύω. Η ουσία της ζωής είναι να χαίρεσαι που ξυπνάς».

Έχω φύγει από την Αθήνα εδώ και 20 χρόνια και ζω σ’ ένα κτήμα στον Μαραθώνα. Δεν παλευόταν άλλο αυτή η πόλη με τη ρύπανση του αέρα και τα τόσα αυτοκίνητα. Δεν μπορώ να σου περιγράψω την ομορφιά που ζω εδώ. Βλέπω τον ουρανό, τα βουνά, το πράσινο. Με ξυπνάνε τα πουλιά. 

Έχω φτιάξει ένα μεγάλο σπίτι, με γήπεδα με τα πάντα. Το έκανα για να το χαρούν τα εγγόνια μου. Εκεί παίζω ακόμα με τα εγγόνια μου ποδόσφαιρο. Ψάξτους παίζουν στον Αθηναϊκό. Είναι μεγάλα ταλέντα. 

Δε μου αρέσει η πολυτέλεια. Μένω σε μια «παράγκα». Έχω ένα κοτέτσι που είναι εκατό μέτρα μακριά και κάθε πρωινό τρέχω για να φτάσω ως εκεί.

Κάθε πρωί που ξυπνάω, ζωντανεύω. Η ουσία της ζωής είναι να χαίρεσαι που ξυπνάς. Είναι πολύ όμορφο πράγμα να χαίρεσαι για κάθε αρχή μιας νέας μέρας. Να βλέπεις τη φύση και να λες «δόξα τον θεό που είμαι ζωντανός».