Κωνσταντίνος Μπαντούνας
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Βία, ένταση κι ελπίδα – Η Θεσσαλονίκη του 2024

Το τελευταίο διάστημα η Θεσσαλονίκη βρίσκεται ξανά στην επικαιρότητα για όλους τους λάθος λόγους και 7 κάτοικοι της πόλης εξηγούν το γιατί.

Στη Θεσσαλονίκη ο χρόνος επιβραδύνεται. Όλα κινούνται πιο αργά, σε πιο χαλαρούς ρυθμούς συγκριτικά με την υπόλοιπη Ελλάδα και έτσι η ζωή, αυτόματα, ίσως γίνεται καλύτερη, σίγουρα πιο ανθρώπινη για τους κατοίκους της. Η Θεσσαλονίκη, επίσης, λειτουργεί περισσότερο ως μεγάλο χωριό (με τα καλά του) παρά ως μια μεγάλη πόλη (με τα άσχημά της). Αυτό δεν υποστηρίζουν όσοι την επισκέπτονται για δυο τρεις μέρες;

Όλα τα παραπάνω έχουν επικρατήσει και περάσει στο ελληνικό κοινωνικό ασυνείδητο ως κάτι δεδομένο. Δεν είναι. Η εικόνα που έχουμε για τη συμπρωτεύουσα όσοι δε ζούμε σε αυτή, βασίζεται κυρίως στις ολιγοήμερες διακοπές μας, στον καφέ με θέα τον Λευκό Πύργο, στις γευστικές μας αναζητήσεις και στην προχωρημένη της μουσική σκηνή.

Η Θεσσαλονίκη, ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό. Αποτελείται από ζωντανούς οργανισμούς και όπως κάθε ζωντανός οργανισμός εκεί έξω, έχει δύο πρόσωπα. Τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, επιμένει να μας δείχνει το κακό της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχει απαρνηθεί την καλή της πλευρά. Τι συμβαίνει όμως το τελευταίο διάστημα και γιατί η Θεσσαλονίκη βρίσκεται ξανά στην επικαιρότητα για όλους τους λάθος λόγους;

Η κλιμάκωση της βίας

Konstantinos Tsakalidis / SOOC

Ο Περικλής, κάτοικος Θεσσαλονίκης, θεωρεί πως υπάρχει ένταση τουλάχιστον μετά τα συλλαλητήρια για τη Συμφωνία των Πρεσπών, το 2018. «Μαζί με τους εθνικά υπερευαίσθητους και όσους πραγματικά ανησυχούσαν, βγήκαν τότε στον δρόμο ομάδες και άνθρωποι που ήταν για χρόνια στο περιθώριο – ακροδεξιοί, παραθρησκευτικές ομάδες, λούμπεν οπαδοί ποδοσφαίρου».

Την ίδια στιγμή, βάζει στην εξίσωση την πανδημία και την αντιεμβολιαστική ρητορική που ακολούθησε. Πλέον, στο εκρηκτικό αυτό μείγμα, προστέθηκαν τα αθλητικά ραδιόφωνα και ο Κυριάκος Βελόπουλος. «Με διαφορετική σύνθεση και ένταση κάθε φορά, τα παραπάνω στοιχεία συντηρούν την ακροδεξιά βία στη Θεσσαλονίκη, είτε με επιθέσεις στο Pride, είτε με ναζιστικούς χαιρετισμούς στα ΕΠΑΛ της Σταυρούπολης, είτε με επιθέσεις που έχουν οπαδικό μανδύα, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού».

Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Αλέξανδρο Λιτσαρδάκη, η Θεσσαλονίκη παράγει βία στους δρόμους της την τελευταία δεκαετία, είτε αυτό αφορά ακροδεξιές συγκεντρώσεις για το Μακεδονικό, είτε αφορά διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία, είτε την οπαδική βία, με τρεις δολοφονίες σε λίγα μόλις χρόνια. «Η πόλη φαντάζει στο μυαλό πολλών ως ένα μεγάλο χωριό. Τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Στον κεντρικό δήμο της πόλης -και όχι σε όλη την πόλη- συναντιούνται και συνυπάρχουν πολλά διαφορετικά στοιχεία και ταυτότητες, πολλά περισσότερα από το κέντρο της Αθήνας. Αυτό συχνά δημιουργεί εντάσεις».

Από τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού τον Φεβρουάριο του 2022 και μετά, έχουν καταγραφεί πάνω από 14 περιστατικά οπαδικής βίας στην πόλη. Την ίδια στιγμή, δεν λείπουν οι ομοφοβικές επιθέσεις και οι προπηλακισμοί, με πιο πρόσφατη αυτή στην πλατεία Αριστοτέλους, όταν ένας όχλος από ανήλικους και ενήλικους, κινήθηκε εναντίον δύο μελών της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.

Για τον δημοσιογράφο Κωνσταντίνο Βρεττό, η επίθεση μπορεί να πραγματοποιήθηκε στο κέντρο της πόλης, αλλά ταυτόχρονα μαρτύρησε κάτι πολύ μεγαλύτερο. «Τα βίαια σκηνικά δε σταμάτησαν ποτέ, εμείς στρέψαμε αλλού το βλέμμα. Στις κλειστές αυλές των σχολείων, σε λύκεια που οι καθηγητές σφυρίζουν αδιάφορα ή απλώς κλείνουν τα μάτια, πόσα παιδιά γυρίζουν σπίτι χωρίς να κοιτάζουν πίσω; Στα μικροκλίμα των σχολείων, τα περιστατικά βίας οφείλονται στην αδιαφορία των καθηγητών που παρατηρούν με απάθεια ένα φαινόμενο που αν δεν το κόψεις από τη ρίζα, θα γεννήσει στρατούς που μισούν οτιδήποτε διαφορετικό».

Μπορεί η έλλειψη ελπίδας και ασφάλειας σε βιοτικό επίπεδο να στρέψει την κοινωνία στο μίσος; Η Έλενα (28) θεωρεί πως ναι, «αν και η Θεσσαλονίκη πάντα κόχλαζε, αλλά αυτό ίσως είχε καλυφθεί από άλλα, πιο ευχάριστα πράγματα που μπορούσες να βρεις στην καθημερινότητά της. Πλέον είναι εμφανές ότι ο κόσμος της βράζει και ξεσπά προς πάσα κατεύθυνση και σε κάθε κλίμακα, από τα σιχτίρια και τα στρεσαρισμένα πρόσωπα στους δρόμους της πόλης έως τις γυναικοκτονίες, τα ρατσιστικά και οπαδικά εγκλήματα που δεν έχουν τελειωμό και λογική».

Είναι η Θεσσαλονίκη μια συντηρητική πόλη;

Αντιφασιστική συγκέντρωση έξω από τον κινηματογράφο Ολύμπιο πριν από την έναρξη της ταινίας «Αδέσποτα Κορμιά», στα πλαίσια του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Αδέσποτα Κορμιά. Πόσες φορές, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, διαβάσατε για το ντοκιμαντέρ της Ελίνας Ψύκου; Πολλές. Υπερβολικά πολλές. Η σταυρωμένη, ημίγυμνη εγκυμονούσα στην αφίσα, προκάλεσε αναστάτωση στους κύκλους της Εκκλησίας. Μάλιστα, οι αντιδράσεις ήταν τόσο έντονες που δημιουργήθηκαν δύο στρατόπεδα: από τη μία βρέθηκαν όσοι θέλουν μια τέχνη η οποία δεν περιορίζεται και από την άλλη όσοι θα κάνουν τα πάντα για να την περιορίσουν.

Την ημέρα της προβολής του ντοκιμαντέρ, μια ομάδα ακροδεξιών προσπάθησε να μπει στον κινηματογράφο (πραγματοποιήθηκε αντιπορεία από φοιτητές και μέλη αριστερών οργανώσεων) ενώ είχε προηγηθεί η επιστολή του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης προς τη Γενική Διευθύντρια του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Η συμπρωτεύουσα βρέθηκε ξανά αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό και πλέον καλείται να απαντήσει στο ερώτημα για το εάν είναι ή όχι, συντηρητική. Δεν έχει να κάνει με την αφίσα και τις αντιδράσεις, αυτές ήταν απλώς κάποιες από τις αφορμές για να τεθεί το σημαντικό ερώτημα που ψάχνει εδώ και χρόνια για μια απάντηση.

Ο Χρήστος (25) πιστεύει πως η πόλη του μοιάζει συντηρητική, χωρίς ωστόσο να είναι απόλυτος. «Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη, η οποία δυστυχώς πάντα αδυνατούσε να κάνει κτήμα της τους ιδιωματισμούς αλλά και τους θεσμούς της. Δεν κατάφερε να νιώσει τη μέγιστη προσφορά των Εβραίων πολιτών της και τους χλεύασε.Σκέφτομαι τον εμπρησμό του Κάμπελ και τα «Τρία Έψιλον», κοινά μυστικά για σκάνδαλα με κληρικούς και χορωδίες, το Μακεδονικό, την επίθεση σε δυο συμπολίτες μας και τις γραφικότητες για την αφίσα και την προβολή των ‘’Αδέσποτων Κορμιών’’ στο στολίδι μας, το Ολύμπιον».

Την ίδια στιγμή, ο Χρήστος σκέφτεται το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, τη Θεσσαλονίκη του Σαββόπουλου, το Τοπίο στην Ομίχλη, τη συμβολή Αφροδίτης και Ταντάλου, τον Τσιτσάνη και τον Ιωάννου. «Δεν μπορεί να είναι συντηρητική αυτή η πόλη. Απλώς, μια -μεγάλη- μερίδα του κόσμου της δεν κατάφερε να ταυτιστεί με όλα αυτά».

«Η πόλη πάντα είχε και έχει δύο πρόσωπα: Υπάρχει η Θεσσαλονίκη του Αγγελάκα και του Χριστιανόπουλου και η Θεσσαλονίκη του Ψωμιάδη», λέει Κώστας ενώ ο Αλέξανδρος Λιτσαρδάκης θεωρεί πως αν το Αριστοτέλειο έκλεινε αύριο το πρωί, η πόλη θα ερήμωνε από τον νέο πληθυσμό που προσδίδει διαχρονικά μια προοδευτική νότα. «Κατά τα άλλα, η πόλη δεν είναι άσπρο ή μαύρο. Σε μια πόλη κυριαρχεί αυτός που ακούγεται και φαίνεται περισσότερο: στην προκειμένη είναι ο προοδευτικός κόσμος. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι απαραίτητα η πλειοψηφία». Αυτός ο προοδευτικός κόσμος, ωστόσο, είναι και η ελπίδα της Θεσσαλονίκης.

Πώς επηρεάζει η Εκκλησία την καθημερινότητα των κατοίκων; Αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις για την αφίσα, την επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό. Το ίδιο πιστεύει και ο Περικλής: «Είναι αναμφίβολα μία συντηρητική πόλη, διαχρονικά. Τα ποσοστά στις εκλογές και ο ρόλος της Εκκλησίας είναι δύο βασικοί δείκτες. Επιπλέον, το πολιτικό προσωπικό της πόλης, εκτός από εκλάμψεις, είναι παρακμιακό. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κάνει πολιτική καριέρα ή έχουν βγάλει χρήματα, ήδη από τη δεκαετία του ’90, πουλώντας ‘’Μακεδονία’’ και τη δικαιολογία ότι για όλα φταίει η Αθήνα – φταίει για πολλά, όχι όμως για όλα».

Η Θεσσαλονίκη αναμετριέται καθημερινά με το παρελθόν της, υποστηρίζει ο Γιώργος και καθιερώνεται στη συνείδηση της γενιάς μας ως μια πόλη βαθιά συντηρητική απεμπολώντας την ιστορική ταυτότητα της πρωτοπορίας στη συμπερίληψη και τη συμβίωση διαφορετικών κοινοτήτων, ομάδων και ανθρώπων στις αρχές του 20ού αιώνα. «Η πορεία των χρόνων και των ιστορικών εξελίξεων μετέτρεψε τη Θεσσαλονίκη σε μια πόλη κλειστή και αρκετά πιο φοβική. Η σύγχρονη πόλη παλεύει ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, δείχνει όμως βαθιά διχασμένη για τις προθέσεις της. Η σκιά του συντηρητισμού καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλονίκης γεγονός που ερμηνεύει πολλά από τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην πόλη».

Πώς είναι να ζεις στη Θεσσαλονίκη το 2024;

Σίγουρα διαφορετικά απ’ ό,τι έχουμε στο μυαλό μας όλοι οι υπόλοιποι, αυτοί που φωτογραφίζουμε τις ομπρέλες, δοκιμάζουμε την κουζίνα της και χορεύουμε με τη μουσική της. Πρόκειται για ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, στοιχείων και ταυτοτήτων. Για τον Αλέξανδρο Λιτσαρδάκη, «είναι πόλη που όλοι είναι ευπρόσδεκτοι και που δείχνει ανοχή στη διαφορετικότητα. αυτό δε σημαίνει ότι την αποδέχεται. Είναι μια πόλη με ένταση και αντιθέσεις».

Οι αναγκαστικές πολλές φορές συγκρίσεις με την Αθήνα δεν λείπουν. Τόσο ο Χρήστος όσο και ο Κώστας, εκτός από τους μισθούς, εστιάζουν και στη διασκέδαση, ένα στοιχείο που βρίσκεται στο DNA της Θεσσαλονίκης. «Γίνεται διαρκής σκέψη συγκρίσεων», λέει ο πρώτος. «Για τα λεφτά και τους μισθούς που παίζουν στην Αθήνα. Για τα μαγαζιά και τις περισσότερες επιλογές που υπάρχουν κάτω, για το αδρανές μοναδικό Υπουργείο που έχουμε εδώ, για τις ευκαιρίες εκθέσεων στα μουσεία και για την αργοπορία των θεατρικών παραστάσεων να πάρουν τον ανηφορικό δρόμο για τον Βορρά. Ένα γιατί εκεί και όχι εδώ, αφού μπορούμε».

Ο Κώστας, στην ίδια σελίδα με τον Χρήστο, βλέπει το επίπεδο να πέφτει όλο και πιο χαμηλά. «Η απόσταση από την Αθήνα μεγαλώνει σε επίπεδο καθημερινότητας, θεαμάτων, συναυλιών και διασκέδασης. Η πόλη μπορεί να μετατραπεί σε τουριστική, που περιμένει τους τουρίστες για να ζήσει».

Το «μένουμε ή φεύγουμε» είναι πλέον το δίλημμα στο μυαλό του Γιώργου και η σκέψη μιας στιγμιαίας απόδρασης, εναλλάσσεται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα με όρκους αιώνιας παραμονής. «Οι μετακινήσεις δυσκολεύουν, τα διάφορα έργα υποδομών παραμένουν ανολοκλήρωτα, η φυσιογνωμία του κέντρου της πόλης μεταλλάσσεται δυναμικά αυξάνοντας κατακόρυφα το κόστος διαβίωσης. Κάτι, ωστόσο, πρέπει να αλλάξει στην πόλη».

Αν κάτι περιμένουν οι κάτοικοι να αλλάξει στη Θεσσαλονίκη, είναι ο τρόπος που μετακινούνται. Το μετρό, όμως, παραμένει το πιο γνωστό ανέκδοτο στην Ελλάδα. Στα μάτια του Κωνσταντίνου Βρεττού, η πόλη θυμίζει ένα απέραντο εργοτάξιο κι αυτό λόγω των ανολοκλήρωτων έργων. «Δυστυχώς, όσο κι αν ανατέλλει ο ήλιος πάνω από το Θερμαϊκό, ‘’αυτή η πόλη μοιάζει βομβαρδισμένη’’, όπως λέει κι ο ΛΕΞ. Η “σαλούγκα” όντως ασχημαίνει και η κοινωνία της πρέπει να αποφασίσει αν αυτή η πόλη γοητεύεται από την ασχήμια ή αν θέλει όντως να αποκτήσει μια νέα μορφή, διατηρώντας τη γοητεία του παλιού. Η Θεσσαλονίκη και δρόμοι της μπορούν με την ίδια ευκολία που σε αγκαλιάζουν και σε κάνουν κομμάτι της, να σε στείλουν στην Αθήνα και το εξωτερικό. Όπου κι αν ταξιδέψεις όμως, θα θέλεις να φτιάξεις μια μικρή Θεσσαλονίκη. Είναι στο αίμα των κατοίκων της, κι αυτό δεν αλλάζει.