©2016/AP Photo/Mike Stewart
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Alt-right: Τι είναι, πώς συγκροτήθηκε και ποια η σχέση της με την Ελλάδα

Ανατέμνοντας την ιδεολογία και τις πρακτικές του κινήματος που προσπάθησε να κάνει rebranding του ρατσιστικού και ακροδεξιού λόγου.

Ξανθός, ξυρισμένος και με ένα γλυκό -στα όρια του ντροπαλού- χαμόγελο και κουστούμι. Τα μαλλιά του είναι κοντά με έναν συμβατικό και παραδοσιακό τρόπο. Έχει δε και μία χωρίστρα για να μην αφήνει καμία αμφιβολία. Όλα πάνω του είναι τόσο καθώς πρέπει, ώστε να σε κάνει να νιώθεις μία ασφάλεια. Κάπως έτσι θα περιέγραφε κάποιος τον Richard B. Spencer μετά από μία φευγαλέα ματιά. Ο 42χρονος σήμερα Spencer όμως δεν είναι αυτό που θέλει να δείξει. Πρόκειται για τον ηγέτη του κινήματος της λεγόμενης alt-right που γεννήθηκε στον ψηφιακό χώρου και εκτοξεύτηκε περίπου την περίοδο που ο Donald Trump εκλεγόταν Πρόεδρος των ΗΠΑ. Τον Spencer δεν θα τον δείτε ποτέ με πέτσινα μπουφάν, ξυρισμένο μαλλί, αρβύλες και στρατιωτικές παραλλαγές.

Οι περισσότεροι από όσους ασχολούνται με το internet σίγουρα θα έχουν ακούσει τον όρο alt-right. Συντομογραφία του “alternative right” που μεταφράζεται πρακτικά ως εναλλακτική δεξιά. Συχνά υπάρχει μία παρανόηση ως προς το τι είναι αυτή η περίφημη alt-right, σαν να χάθηκε λίγο στη μετάφραση κάνοντας το ταξίδι από την άλλη άκρη του Ατλαντικού. Απόλυτα λογικό. Όσα δημιούργησαν αυτό το κίνημα-εκφραστή μίας πληγωμένης λευκής τάξης είναι σε κάποιες βασικές εκδοχές τους ξένα στην ελληνική πραγματικότητα.

Τι είναι όμως τελικά αυτή η περίφημη alt-right που προσπάθησε με αρκετή επιτυχία και συνεχίζει ακόμα και σήμερα (έχοντας υποστεί σημαντικές ήττες) να κάνει ένα rebranding στον λόγο της ρατσιστικής ακροδεξιάς, ακόμα και νεοναζιστικών οργανώσεων; Στην προσπάθειά μας να τη σκιαγραφήσουμε απευθυνθήκαμε σε τρεις ειδικούς. Η Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ο Γιώργος Αρχόντας είναι Διδάκτορας πολιτικής φιλοσοφίας και οικονομικής θεωρίας και υπεύθυνος εκπαιδευτικών προγραμμάτων του ΚΕΦίΜ. Η Βασιλική Μαρούλη, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πάντειο, έχει κάνει μία σημαντική έρευνα ως προς τη σχέση της alt-right με την ελληνική πραγματικότητα. Με τη βοήθειά τους αναζητήσαμε την ιδεολογία, τις πρακτικές και την ελληνική εκδοχή του κινήματος.

 

Το ιδεολογικό υπόβαθρο και το λευκό αυτομίσος

Αν έπρεπε να βρούμε έναν ιδεολογικό πυρήνα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η alt-right, για τη Βασιλική Γεωργιάδου πρέπει πρώτα απ’όλα να επικεντρωθούμε στην ιδέα της λευκής φυλής. «Η ιδέα της “λευκής φυλής” και της διάβρωσής της εξ αιτίας του λεγόμενου “λευκού αυτομίσους”, που στο αφήγημα της alt-right θεωρείται πως καλλιεργείται στον ανοικτό, φιλελεύθερο, παγκοσμιοποιημένο και πολυπολιτισμικό κόσμο, συνθέτει τον πυρήνα του παζλ του alt-right φαινομένου. Συνεπώς, η υπεράσπιση της απειλούμενης “λευκής ταυτότητας” και η λεγόμενη “λευκή αλληλεγγύη” βρίσκεται στο επίκεντρο της ιδεολογίας του alt-right, που ακουμπά σε πολλές παραδόσεις: του φασισμού, του ναζισμού, της Παλιάς αλλά και της Νέας Δεξιάς, με τον μυστικισμό, τον μηδενισμό και τον αντιδραστισμό να διανθίζουν το πλέγμα ιδεών του φαινομένου».

Η αντίδραση στην πολιτική ορθότητα είναι επίσης βασικό στοιχεία της ίδια της ύπαρξης του κινήματος. «Συνολικά η άκρα δεξιά καταγγέλλει την πολιτική ορθότητα υπερερμηνεύντάς την και επιχειρώντας με τον τρόπο αυτό αφενός μεν να δικαιώσει τις εναντιωματικές θέσεις της κατά της εθνικο-πολιτισμικής διαφορετικότητας που κατ’αυτήν οδηγεί σε “εθνολογική αλλοίωση” και υπονόμευση της “λευκής ταυτότητας”, αλλά και αφετέρου να βγει έξω από τις καθιερωμένες λεκτικές και ευρύτερα εκφραστικές φόρμες που αναγνωρίζουν τη διαφορετικότητα, επιβεβαιώνοντας η ίδια με αυτόν τον τρόπο την εναντίωσή της στο status quo.  Στο χώρο του alternative right αυτό το διπλό εγχείρημα κατέχει μια απόλυτα κεντρική θέση σε σύγκριση με την “παραδοσιακή” ακροδεξιά. Η “εναλλακτική δεξιά”, όπως και η άκρα δεξιά, απορρίπτει και καταγγέλλει τα identity politics, ωστόσο κάθε τέτοια κριτική σε πτυχές των identity politics δεν πρέπει αυτόματα να εκλαμβάνεται ως επιβεβαίωση μιας alt-right ταυτότητας».

Υπάρχουν όμως συγκεκριμένοι θεωρητικοί και αναγνώσεις θεωρητικών πάνω στις οποίες στήνεται η alt-right ιδεολογία. «Δεδομένου του πολυπρισματικού της χαρακτήρα, οι αναφορές είναι πολλές: είναι η γαλλική νέα δεξιά και κυρίως ο Alain de Benoist, οι αντιδιαφωτιστές-αντιδραστικοί στοχαστές όπως ο Joseph de Maistre και ο Julius Evola, είναι συγκεκριμένες αναγνώσεις του Oswald Spengler, του Carl Schmitt και του Martin Heidegger και πάει λέγοντας. Είναι επίσης σύγχρονοι σχολιαστές και ακτιβιστές όπως ο Richard Spencer, o Steve Bannon, ο Carl Benjamin (Sargon of Akkad) στις διάφορες ιστοσελίδες του κινήματος που παρουσιάζουν αρκετή κινητικότητα και ανακατατάξεις ιδίως από την εκλογή του Trump και μετά. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η οικειοποίηση του Jordan Peterson, κυρίως λόγω της κριτικής που ασκεί σε εκφάνσεις της πολιτικής ορθότητας, μολονότι μάλλον δύσκολα θα εντόπιζε κανείς ακροδεξιά χαρακτηριστικά στο έργο του», τονίζει με τη σειρά του ο Γιώργος Αρχόντας.

Ένα κίνημα των αντρών millennials

Για να κατανοήσεις ένα πολιτικό και ιδεολογικό κίνημα, ιδίως ένα με τα χαρακτηριστικά της alt-right, πρέπει να αναζητήσεις και τα δημογραφικά του χαρακτηριστικά. Η πληγωμένη και χτυπημένη από την οικονομική κρίση του 2008 λευκή εργατική τάξη νιώθει αποκλεισμένη από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων καταφεύγοντας όλο και περισσότερο σε ακραίες ιδέες και πρακτικές. Μία από τις εκφάνσεις αυτών των καταφυγίων για τους νέους λευκούς άντρες είναι και η alt-right.

Ρώτησα τη Βασιλική Γεωργιάδου πού ανήκουν στην πλειοψηφία τους οι υποστηρικτές του κινήματος; «Κυρίως ανήκουν στους millennials, έχουν χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο και επίσης χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό στάτους. Σε ό,τι όμως αφορά τη δυνητικότητα περαιτέρω επιρροής αυτού του χώρου, έρευνες στις ΗΠΑ δείχνουν ότι οι οπαδοί των ιδεών της “λευκής ταυτότητας” έχουν διείσδυση και σε μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, σε άτομα από τον ενεργό πληθυσμό που βρίσκονται εκτός της αγοράς εργασίας, σε εκείνους προπάντων που μοιράζονται αισθήματα ατομικής ή και συλλογικής θυματοποίησης».

Ο Γιώργος Αρχόντας συμπληρώνει ότι «πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για νέους άνδρες (με υψηλότατες διαδικτυακές δεξιότητες) που νιώθουν να απειλείται η ταυτότητα και η κοινωνική τους θέση, από έναν δημόσιο λόγο που βλέπουν να υπερασπίζεται πρόθυμα άλλες πληθυσμιακές ομάδες όπως οι γυναίκες και οι μειονότητες, ενώ τους ίδιους τους συγκαταλέγει συλλήβδην σε μια προνομιακή πλειονότητα ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες προσωπικές τους συνθήκες ζωής».

Ο Pepe the Frog, το ίντερνετ και η alt-right

«Χωρίς το διαδίκτυο δεν θα μπορούσε να υπάρξει η alt-right. Ξεκίνησε άλλωστε από κάτω προς τα πάνω, σε διαδικτυακά ανώνυμα φόρουμ όπως το 4chan που συγκέντρωναν κυρίως νέους άνδρες που αναζητούν έναν εικονικό χώρο για γυμνασιακό χιούμορ και ταυτόχρονα έναν χώρο όπου μπορούν να εκφράσουν ανώνυμα, χωρίς περιορισμούς και συνέπειες το άγχος, τις ανησυχίες και τα αδιέξοδά τους», τονίζει ο Γιώργος Αρχόντας. 

Η μεγάλη επιδεξιότητα στη χρήση της γλώσσας του internet είναι κάτι που τη διακρίνει από ακροδεξιές ομάδες που ξέραμε μέχρι τώρα. Το κομμάτι της ειρωνείας είναι πολύ βασικό. «Σύμφωνα με τον λεγόμενο “νόμο του Poe”, στο διαδίκτυο αν δεν καταστήσεις εντελώς σαφές ότι μιλάς ειρωνικά (για παράδειγμα με κάποιο εμότικον ή γράφοντας ρητά), τότε είναι πρακτικά αδύνατον ακόμη και αν ειρωνεύεσαι την πιο ακραία ή παράλογη θέση να μη βρεθούν κάποιοι που θα διαβάσουν αυτό που γράφεις κυριολεκτικά. Αυτή η εγγενής αμφισημία είναι και ένα εργαλείο: μπορεί να αξιοποιηθεί τόσο για την προβολή μιας αίσθησης ανωτερότητας έναντι εκείνων που δεν πιάνουν το αστείο, όσο και για τον αποκλεισμό από την κοινότητα των “ξένων” από τους οποίους παρακρατείται το αναγκαίο συγκείμενο, ο κώδικας κατανόησης των όσων συμβαίνουν επικοινωνιακά», συμπληρώνει ο Γιώργος Αρχόντας.

Από ένα σημείο και μετά ο Pepe the Frog έγινε το σύμβολο της alt-right. «Χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τη δημιουργία μιμιδίων στις κλειστές ομάδες των φόρουμ – imageboards τύπου 4chan χωρίς έντονο ιδεολογικό περιεχόμενο. Κάποια στιγμή, τα μιμίδια αυτά ξέφυγαν από τις κοινότητες αυτές και άρχισαν να τα αναπαράγουν διάσημοι όπως η Katy Perry – άτομα δηλαδή με διαμετρικά διαφορετικά χαρακτηριστικά από τους αρχικούς χρήστες. Οι τελευταίοι, θέλοντας να επανοικειοποιηθούν κάτι που ένιωθαν να αποτελεί ιδιαίτερο στοιχείο της ιδεολέκτου τους, άρχισαν να δίνουν στον Pepe ολοένα και πιο ακραία χαρακτηριστικά – φτιάχνοντας για παράδειγμα τη σημαία της υποθετικής χώρας του που ξεκάθαρα ήταν παραλλαγή μιας αντίστοιχης ναζιστικής – με τη λογική ότι οι ίδιοι θα αναγνώριζαν την ειρωνεία ενώ οι “ξένοι” θα τη διάβαζαν κυριολεκτικά και θα απομακρύνονταν με αποτροπιασμό».

Γιατί δεν τη λέμε απλά ακροδεξιά;

Πολλά από όσα πρεσβεύουν οι θεωρητικοί και οι ηγετικές ομάδες της εναλλακτικής δεξιάς έχουν βαθύτατες ρίζες στην αμερικανική αλλά και ευρωπαϊκές εκδοχές της ακροδεξιάς. «Υπάρχουν κοινά σημεία και συγκλίσεις ιδίως με την εκδοχή της εξτρεμιστικής δεξιάς. Η αντισημιτική προκατάληψη αποτελεί ένα σημείο σύγκλισης του alt-right φαινομένου με την άκρα δεξιά, η λαϊκιστική-ριζοσπαστική εκδοχή της οποίας καμουφλάρει ή και αποποιείται τον ανοικτό αντισημιτισμό», τονίζει η Βασιλική Γεωργιάδου.

Για τον Γιώργο Αρχόντα, η προσπάθεια να διακρίνεις τι το καινούργιο φέρνει είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. «Πρώτον, γιατί δεν πρόκειται για μια συμπαγή ιδεολογική πρόταση, αλλά περισσότερο για έναν αστερισμό επιμέρους πεποιθήσεων και προσεγγίσεων. Και δεύτερον, γιατί τις επιμέρους αυτές πεποιθήσεις, τις έχουμε ξαναδεί και στο παρελθόν: Είναι η απόρριψη της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του ατομισμού, του κοσμοπολιτισμού και του καπιταλισμού, της πολιτικής ορθότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, η έμφαση στη φυλετική ταυτότητα και καθαρότητα, ο μισογυνισμός, η προτίμηση για αυταρχικές ιεραρχίες που υποτίθεται πως ανταποκρίνονται σε “φυσικές, επιστημονικά αποδεδειγμένες” ανισότητες.  Υπ’ αυτή την έννοια, πρόκειται περισσότερο για μια επικαιροποίηση κάποιων σταθερών συστατικών της ακροδεξιάς, παρά για νέες ιδέες».

«Η δεύτερη μεγάλη διαφορά είναι η αποτελεσματική μίμηση της κινηματικής πρακτικής και των ταυτοτικών πολιτικών της αριστεράς. Πρόκειται για μια εξέλιξη που ιχνηλατείται ήδη από τη γαλλική νέα δεξιά της δεκαετίας του 1970, όμως στην alt-right βρίσκει την πιο αποτελεσματική έκφανσή της», συμπληρώνει ο Γιώργος Αρχόντας. «Σημαντική διαφορά είναι και η επίδραση που είχε η alt-right στη μετακίνηση του δημόσιου διαλόγου ιδίως στης ΗΠΑ και η συμπόρευσή της με τον Donald Trump, μια επιρροή που η παραδοσιακή ακροδεξιά ποτέ μεταπολεμικά δεν είχε».

Τελικά υπάρχει alt-right στην Ελλάδα

Το τελευταίο κομμάτι του αφιερώματος αφορά τη σχέση της alt-right με την ελληνική πραγματικότητα. Η αναμενόμενη φθορά της δεξιάς κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αλλά και η διάλυση της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής καθιστούν τον ενδιάμεσο μεταξύ τους χώρο ορφανό. Θα μπορούσε να καλυφθεί από μία πολιτική δύναμη που βρίσκει τις βασικές της αναφορές σε όσα πρεσβεύει η εναλλακτική δεξιά;

Προς το παρόν, σύμφωνα με τη Βασιλική Γεωργιάδου, δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε μία τέτοια τάση την Ελλάδα. «Η έννοια ως προσδιοριστική μιας συγκεκριμένης ταυτότητας έχει μόνο περιθωριακά διεκδικηθεί στην Ελλάδα από άτομα που επιχειρούν να συνδέσουν την ταυτότητά τους με την ακροδεξιά σκηνή. Παρότι ο χώρος της alt-right στην Ελλάδα δείχνει περιθωριακός, έχουν εντοπιστεί εκφράσεις του σε ιστοτόπους που οικειοποιούνται τη θεματολογία, ρητορική και αισθητική που ο χώρος αυτός εμφανίζει».

H Βασιλική Μαρούλη είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια Συγκριτικής Πολιτικής και Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Junior Editor στη διαΝΕΟσις. Η έρευνά της αφορά ακριβώς την ύπαρξη alt-right πυρήνων στο ελληνικό διαδίκτυο. «Οι ελληνικοί ακροδεξιοί ιστότοποι επικεντρώνονται στη διάδοση του μηνύματος τους με παραδοσιακό λόγο, είτε εθνικιστικό είτε φανερά νεό-ναζιστικό, και στην πλειοψηφία τους δεν ακολουθούν την εναλλακτική αφήγηση του alt-right.  Στην περίπτωση των ιστότοπων με εθνικιστικό περιεχόμενο βρίσκεται στο κέντρο η Ελληνική φυλή και κουλτούρα, έναντι της Λευκής φυλής/κουλτούρας που συναντάμε στην παραδοσιακή alt-right ιδεολογία». 

Υπάρχουν όμως τάσεις αλλαγής σε αυτό το μοτίβο. «Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν μπορεί να γίνει λόγος για την ύπαρξη ενός στιβαρού alt-right κινήματος στην Ελλάδα. Ωστόσο, η παραδοσιακή ακροδεξιά σκηνή που δραστηριοποιείται στο διαδίκτυο φαίνεται σιγά-σιγά να αλλάζει, τόσο λόγω της ανάγκης αναζωογόνησης του παραδοσιακού κινήματος, όσο και εξαιτίας των επιρροών που δέχεται από το εξωτερικό. Οι παλαιοί ιστότοποι που δεν παρουσιάζουν εξέλιξη εγκαταλείπονται σιγά-σιγά τόσο από τους αναγνώστες όσο και από τους διαχειριστές, και στη θέση τους εμφανίζονται άλλοι, με περιεχόμενο συγγενικό με αυτό της alt-right, αν και τις περισσότερες φορές “άτοπο”, καθώς τουλάχιστον μέχρι στιγμής η  “μετεγγραφή” της συγκεκριμένης ιδεολογίας και των ανησυχιών που αυτή εκφράζει, δεν είναι απολύτως εφικτή».

Υπάρχει όμως κίνδυνος για κάτι τέτοιο; Ο Γιώργος Αρχόντας τονίζει ότι «στο πλαίσιο ίσως μιας στρατηγικής εγκιβωτισμού των δεξιότερων ψηφοφόρων, αναπτύσσεται μερικές φορές από στελέχη της ΝΔ μια ρητορική που, μολονότι δεν έχει ανοιχτά alt-right χαρακτηριστικά, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως συμβατή και ανεκτική προς ακροατές με τέτοιες κλίσεις. Βεβαίως, η ΝΔ πρωτοστάτησε στην έξωση του ακροδεξιού Fidesz από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, και διατηρεί τη διακηρυκτική της προσήλωση στη φιλελεύθερη δημοκρατία. Υπάρχουν όμως ζητήματα τα οποία μπορεί να δοκιμάσουν έντονα την προσήλωση αυτή όπως το μεταναστευτικό-προσφυγικό, οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και την ΕΕ, αλλά και μια ενδεχόμενη μακρά οικονομική ύφεση καθώς και το δίπολο ασφάλεια-δικαιώματα»

Το κρίσιμο κατά τον Γιώργο Αρχόντα είναι «η κανονικοποίηση του λόγου και των προτάσεων της ακροδεξιάς και η υιοθέτησή τους από τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις. Σε κάθε περίπτωση, η αμέσως επόμενη περίοδος μετά τον COVID θα μας δείξει πιθανότατα αν η Ελλάδα πέρασε την επιδημία της alt-right νωρίς και βαριά με την Χρυσή Αυγή κι έχει πλέον αντισώματα, ή αν μας περιμένει και δεύτερο κύμα».