VENICE VIDI VICI

Το ‘Suspiria’ είναι η παλαβή ταινία που θα βάλει τους πάντες να τσακώνονται φέτος

Γερή ΣΚ έκδοση από Βενετία με πολυαναμενόμενο ‘Suspiria’ να διχάζει, νέους αδερφούς Coen για Netflix, νέο Mike Leigh και γουέστερν με Joaquin Phoenix και Jake Gyllenhaal από τον βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα σκηνοθέτη του ‘Dheepan’.

Κάθε μέρα μεταφέρουμε πρώτες εντυπώσεις από τις μεγάλες παγκόσμιες πρεμιέρες του 75ου Φεστιβάλ Βενετίας, των ταινιών που θα πρωταγωνιστήσουν στη φετινή σεζόν.

***

Πάμε, έχουμε πολύ υλικό σήμερα. Οι τελευταίες τεράστιες πρεμιέρες πρώτης γραμμής στη Βενετία ανοίγουν το δρόμο για τη δεύτερη βδομάδα του Φεστιβάλ, όπου θα αρχίσει να φαίνεται περισσότερο και η σφραγίδα του προγράμματος. Ως τότε, ‘Suspiria’.

SUSPIRIA

Η προηγούμενη ταινία του Luca Guadagnino: To ‘Call Me By Your Name’ για το οποίο και τα είχαμε πει και ο Guadagnino τα είχε πει σε εμάς.

H καινούρια: Ριμέικ του κλασικού αριστουργήματος τρόμου του Dario Argento από το 1977, μια από τις αγαπημένες μου Χριστουγεννιάτικες ταινίες όλων των εποχών. Η Susie Bannion (Dakota Johnson) είναι αμερικανίδα χορεύτρια που γίνεται μέλος της σχολής χορού Markos στο Βερολίνο των ‘70s. Η διευθύντρια, Μαντάμ Blanc (Tilda Swinton) ενθουσιάζεται με τη Susie την ώρα που ο 80χρονος Jozef Klemperer (και πάλι η Tilda Swinton, υπό το ψευδώνυμο Lutz Ebersdorf) προσπαθεί να ανακαλύψει τη σύνδεση της σχολής με εμφάνιση μεταφυσικών στοιχείων. O Guadagnino προτιμά για την ταινία του όρους όπως το cover, επανεκτέλεση δηλαδή, αντί για ριμέικ.

Και πώς είναι: Εγώ προτιμώ να το σκέφτομαι ως film essay πάνω στο πρωτότυπο φιλμ, γιατί κάπως έτσι μοιάζει να έχει σχηματιστεί στο μυαλό του Guadagnino. Ο Ιταλός είναι μέγας σινεφίλ και γνώστης, βλέπει σινεμά περισσότερο (και με τολμώ να πω πιο ενδιαφέροντα τρόπο) από ό,τι φτιάχνει, είναι κριτικός στην καρδιά. Ως εκ τούτου έχει πολύ παγιωμένη αισθητική για το σινεμά εξ ου και το πείσμα του να αφοσιώνεται στην ενέργεια της κίνησης, είτε γυρίζει μια τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης είτε ένα γκροτέσκο mood piece αίματος και αφύπνισης. Η ταινία του διατηρεί κάθε ένα από τα δομικά στοιχεία του πρωτότυπου, την εποχή, την αισθητική, τους χαρακτήρες και την πλοκή, αλλά τα τοποθετεί σε ένα όχι ακριβώς διαφορετικό, αλλά πιο πλούσιο context, οδηγώντας την ταινία αλλού. Είναι κάτι μεταξύ φιλμικής ανάλυσης του πρωτότυπου και δοκιμιακού τύπου προσέγγιση πάνω στις θεματικές που εντοπίζονται (ή ενδεχομένως κατά τον Guadagnino θα άξιζε να εντοπιστούν) σε αυτό.

Αν αυτό ακούγεται βαρετό τότε οφείλω με πόνο να αναφέρω πως σε μεγάλο βαθμό η ταινία είναι πράγματι βαρετή, λιγοστά διασκεδαστική και καθόλου τρόμου. Είναι πιθανώς και λιγότερο έξυπνη από ό,τι πιστεύει, εισάγοντας παράλληλες θεματικές για τη δράση του Κόκκινου Στρατού, την Παλαιστίνη και τη μνήμη του Ολοκαυτώματος δίπλα στο βίαιο χορό των γυναικών της σχολής μαγισσών. Μια τρικυμία. Είναι άτσαλο και συγχυσμένο όμως μέσα από όλα τα προβληματικά του στοιχεία νιώθω πως έχει κάτι ενδιαφέρον να πει (έστω να θίξει) πάνω στο πρωτότυπο φιλμ, την εποχή του, και την αναγκαιότητα του κοινωνικού context, πάνω στη βιαιότητα της γυναικείας εμπειρίας -δίχως να διαθέτει τίποτα το ασφαλές στην κατασκευή του, το οποίο εκτιμώ- με τον τεράστιο βέβαια αστερίσκο πως όλο αυτό έχει γραφτεί και σκηνοθετηθεί από άντρες, και στη σύνδεση της βίας με το χορό, ο οποίος εδώ δεν έχει τίποτα το αιθέριο ή το απαλό.

Στο κείμενο για το ‘Call Me By Your Name’ έγραφα για το πώς ο Guadagnino αντιλαμβάνεται το σινεμά ως την αισθητική των κινήσεων κι αυτό παραμένει όχι απλά αληθές αλλά και κεντρικό εδώ. Γκροτέσκος χορός, αίμα, μυστικισμός και βία γίνονται ένα κάτω από τις μελαγχολικές ιαχές τρόμου της πρωτότυπης μουσικής του Thom Yorke των Radiohead και στο τέλος ξύνουμε τα κεφάλια μας- ή σιγουρευόμαστε ότι είναι ακόμα στη θέση τους. Το πόσο ανοιχτή είναι η κατασκευή αυτής της ταινίας το καταλαβαίνω επειδή 2 μέρες μετά ακόμα προσπαθώ να καταλάβω αν μου άρεσε, κι επειδή σχεδόν ό,τι γνώμη πετύχω για αυτήν, με βρίσκω να συμφωνώ. Ο Guadagino μάλλον μας έχει αρχίσει στο δούλεμα.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η πρώτη σκηνή χορού, όπου οι κινήσεις της χορεύτριας συνδέονται με μια οριακά καρτουνίστικη οριακά φρικώδη σκηνή βίας σε ένα άλλο δωμάτιο. Αναδιπλωθήκαμε.

Πώς θα τη δούμε; Στις αίθουσες 1 Νοεμβρίου από την Seven.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ

Τα καλύτερα horror του 2017 και ο αληθινός τρόμος
Οι 25 καλύτερες ταινίες τρόμου των τελευταίων 25 χρόνων
10 θρίλερ τόσο τρομακτικά που οι θεατές του Netflix δεν τα ολοκληρώνουν

ΤΗΕ SISTERS BROTHERS

Η προηγούμενη ταινία του Jacques Audiard: Το ‘Dheepan’ για το οποίο κέρδισε Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.

H καινούρια: Το πρώτο του αμερικάνικο φιλμ, σε ηλικία 66 χρονών. Το βρίσκω λίγο συγκινητικό, δε θα το αρνηθώ. Διασκευή ομώνυμου βιβλίου, στο οποίο τα αδέλφια Eli και Charlie Sisters (John C. Reilly και Joaquin Phoenix), διαβόητοι δολοφόνοι στην Άγρια Δύση, κυνηγώντας ένα στόχο τους (Riz Ahmed, και κάπου εκεί τριγύρω μπλέκεται κι ο Jake Gyllenhaal) μπλέκονται στον πυρετό του χρυσού.

Και πώς είναι: Το φοβόμουν πάρα πολύ γιατί πολλοί ευρωπαίοι σκηνοθέτες δεν ταξιδεύουν πολύ καλά στην Αμερική κι επειδή ακόμα περισσότερο, το σκηνικό είναι τόσο αμερικάνικο που αναρωτιόμουν πώς θα κατάφερνε ο Audiard να μη φτιάξει κάτι σχηματικό, τουριστικό. Με χαρά και έκπληξη διαπίστωσα πως η ταινία είναι μια νίκη. Μια γλυκιά κι αστεία περιπέτεια για ανθρώπους που προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν ποια είναι η θέση τους σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο (οι πρωτόλειες τότε οδοντόβουρτσες είναι μια φανταστική πινελιά, ενώ η κυριολεκτικά πρώτη σκηνή της ταινίας με τις φωτεινές αιχμές και της ηχητική ωμότητα των πιστολιών μες στην πίσσα του σκοταδιού, προλογίζει σημειολογικά την ταινία που ακολουθεί).

Ο Audiard προσαρμόζει τον κόσμο της Άγριας Δύσης στη δική του ματιά ώστε να λειτουργεί σε επίπεδο πιο αόριστο και συμβολικό, παρά βιωματικό. Εντός των ορίων του κόσμου αυτού κάθε στιγμή τρυφερότητες, κάθε σκληρή στιγμή πόνου, κάθε στιγμή καλόκαρδου χιούμορ, μοιάζει κερδισμένη. Το κυνήγι από μικρή πόλη με μικρή πόλη δεν γίνεται ούτε μονότονο ούτε καταλήγει ποτέ αναμενόμενο, και σε αυτό βοηθούν και οι θαυμάσιες ερμηνείες από όλα τα μέλη του καστ, ένας απολαυστικός περιφερόμενος θίασος σε αναζήτηση κάποιου σπιτιού. Το απόλαυσα ακόμα κι αν δεν είναι (ή βασικά επειδή δεν είναι) κάτι αποπνικτικά βαρύγδουπο.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Θα ξεφύγω λίγο από την ταινία γιατί η σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό ήταν ο Audiard να αδειάζει ένα καουμπόικο εξάσφαιρο πάνω στο λιοντάρι της Βενετίας αναφορά με το θέμα της θλιβερής εκπροσώπησης γυναικών δημιουργών στο Διαγωνιστικό. (Μία μόλις ταινία για δεύτερη σερί χρονιά.)

«Όταν έμαθα πως στη διοργάνωση ήταν 20 άντρες και μόλις μία γυναίκα έγραψα ένα μήνυμα στους συναδέλφους μου στην ομάδα επιλογής αλλά δε μου έδωσαν απαντήσεις. Μετά άκουσα πως το φύλο δε μετράει όταν μιλάμε για ταινίες, μόνο η ποιότητα του έργου», είπε ο Audiard αναφερόμενος στην κλασικότατη απάντηση όποτε η Μεγάλη Συζήτηση αφορά την εκπροσώπηση. «Οπότε ας μη ρωτήσουμε για το φύλο του σκηνοθέτη και αντ’αυτού να ρωτήσουμε αν το Φεστιβάλ έχει φύλο. Σε 25 χρόνια εμφάνισής μου σε Φεστιβάλ δεν έχω δει πολλές γυναίκες να ηγούνται των διαφόρων events. Και πάντοτε βλέπω τα ίδια πρόσωπα, τους ίδιους άντρες, ακόμα και σε διαφορετικούς ρόλους. Οπότε ας σταματήσουμε να σκεφτόμαστε άλλα πράγματα. Το σύστημα δεν λειτουργεί και κάτι πρέπει να αλλάξει. Είναι ζήτημα ισότητας και δικαιοσύνης».

Πώς θα τη δούμε; Σε διανομή από τη Spentzos.

PETERLOO

Η προηγούμενη ταινία του Mike Leigh: To ‘Mr. Turner’ το οποίο ήταν όμορφο υποθέτω.

H καινούρια: Φιλμική αναπαράσταση της σφαγής του Πιτερλού, όπου 60,000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν ειρηνικά στο Μάντσεστερ ζητώντας την αναδιάρθρωση του κοινοβουλίου και ένοπλη φρουρά τους επιτέθηκε με αποτέλεσμα νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Φέτος είναι η 200ή επέτειος του μακελειού.

Και πώς είναι: Είναι ένα κάποιο αγκομαχητό, φτιαγμένο με συγκεκριμένο σκοπό. Ο Leigh τοποθετεί όλη τη δράση του πρώτου διώρου (του πρώτου διώρου, ναι, αράχτε) μέσα σε δωμάτια όπου ξύλινος πολιτικός λόγος ανταλάσσεται κατά βάση έχοντας μηδενική επαφή με τον έξω, αληθινό κόσμο, μια ρυθμική άσκηση υπομονής και αντοχής με στόχο το ξέσπασμα του τέλους. Είναι σαν ποδηλατικό ετάπ όπου μπορεί για 6-7 ώρες να παρακολουθείς μια μονότονη ρυθμική κούρσα αναμένοντας τα αλεπάλληλα ξεπεράσματα του φινάλε καθώς φτάνουμε στην κορυφή της ανηφόρας.

Φτάνοντας εκεί, ο Leigh κινηματογραφεί την επώνυμη σφαγή με έναν τρόπο απόλυτα ταιριαστό στην αισθητική του σινεμά του, όπου κορμιά συγκρούονται με τρόπο καθόλου στυλιζαρισμένο, ολότελα άτσαλο και πολλές φορές αμήχανο, άνθρωποι πεταμένοι να αλληλοεξοντωθούν στην τεράστια πίσω αυλή μιας άρχουσας τάξη που κοιτά αμέριμνη από το παράθυρο. Βασικά ο Mike Leigh έχει φτιάξει μια ταινία για να σπάσει τα νεύρα του θεατή ώστε φτάνοντας στην κορύφωση να θέλει να βγει στους δρόμους, το οποίο, τι να πω τώρα, καλά νά’ναι ο άνθρωπος. Καταλαβαίνω γιατί απέρριψαν την ταινία οι Κάννες, αλλά τον στηρίζω κι αυτόν. (Σε αντίθεση με μια άλλη high profile ταινία που απέρριψαν οι Κάννες, που και καταλαβαίνω γιατί την απέρριψαν, και χαίρομαι που το έκαναν. Αλλά δε μπορώ να πω περισσότερα.)

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Αυτή που οι ποδηλάτες φτάνουν στην κορυφή, που λέγαμε παραπάνω.

Πώς θα τη δούμε; Σε διανομή από την Odeon.

THE BALLAD OF BUSTER SCRUGGS

Η προηγούμενη ταινία των αδερφών Coen: Το ‘Hail, Caesar!’

H καινούρια: Είναι μια κάποια ειδική περίπτωση, ξεκινώντας ζωή ως ανθολογική μίνι σειρά στο Netflix με ιστορίες εμπνευσμένες από τη μυθολογία της Άγριας Δύσης. Στην πορεία υποθέτω τα επεισόδια γίναν μικρότερα και κάπου όλοι το ξανασκέφτηκαν και μη τα πολυλογούμε τώρα το πρότζεκτ είναι πια ταινία. Που παραμένει ακριβώς σαν την αρχική σύλληψη ωστόσο, με 6 αυτοτελείς και ασύνδετες ιστορίες, η μία μετά την άλλη. Σαν χαλαρό binge 6 25λεπτων επεισοδίων ένα απόγευμα Κυριακής.

Και πώς είναι: Άνισο φυσικά, όπως οι περισσότερες ανθολογίες, όμως επιπλέον νιώθω πως η παράδοση των ιστοριών σα μικρά σφηνάκια αφαιρεί κάτι από τη δύναμη που έχουν οι ιστορίες των Coen, όταν τα διαφορετικά στοιχεία τραβούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις δημιουργώντας μια μοναδική ένταση. Εδώ τα πάντα έρχονται σε μικρές δόσεις, το οποίο δεν είναι κακό, απλά μου λείπει το ταξίδι χαρακτήρων σαν τον Llewyn Davis ή το γαϊτανάκι του παραλόγου (είτε σε δραματική εκδοχή, όπως στο ‘No Country for Old Men’ είτε σε σλάπστικ, όπως στο ‘Burn After Reading’, που είναι το ίδιο πράγμα τελικά).

Επιμέρους στιγμές φυσικά είναι φανταστικές (το αγαπημένο μου επεισόδιο είναι με τον χρυσοθήρα, ενώ και το μεγαλύτερο σε διάρκεια 5ο επεισόδιο με τη Zoe Kazan μόνη και αβοήθητη σε ένα καραβάνι έχει τις στιγμές του), αλλά δεν είμαι σίγουρος αν όλο μαζί έχει την ίδια ισχύ. Λειτουργεί περισσότερο σαν μια συλλογή ιστοριών πάνω στην ίδια την παράδοση των αφηγήσεων για την Άγρια Δύση, γεμάτες στερεοτυπικές απεικονίσεις (οι Ινδιάνοι, ας πούμε) και παραδοσιακά αρχέτυπα του είδους, ειδωμένα μέσα από το κοενικό πρίσμα. Ικανούς τους έχω να θεωρείται κλασικό κι αυτό σε μερικά χρόνια, αλλά σε πρώτη θέαση δεν το βλέπω.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Το επεισόδιο με τον Tom Waits ως γερασμένο χρυσοθήρα. Ναι, αυτό. Αφιερώνει υπερβολικά μεγάλο μέρος του σε πράγματα καθαρά διαδικαστικά, πώς ξεπλέναν το χώμα για να βρουν χρυσό, πώς εντόπιζαν τις φλέβες, πώς τις ακολουθούσαν, πώς έσκαβαν. Λατρεύω διαδικασία σε οτιδήποτε.

Πώς θα τη δούμε; Στο Netflix.

***

Στις σημερινές πρεμιέρες ξεχωρίζουν το ‘Dragged Across Concrete’, η νέα ταινία του Craig Zahler μετά το ‘Brawl in Cell Block 99’ που είχα λατρέψει στην περσινή Βενετία, και το ‘Sunset’, η νέα ταινία του Laszlo ‘Son of Saul’ Nemes.

ΚΙ ΑΛΛΗ ΒΕΝΕΤΙΑ

Η μέρα που όλοι περιμέναμε: Πρεμιέρα για ταινίες της Lady Gaga και του Orson Welles
Η βασιλική πρεμιέρα του νέου Λάνθιμου στη Βενετία
Το πρώτο βήμα του Ryan Gosling στο φεγγάρι
Όλη η ανταπόκριση του PopCode