© Michaela Verity
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Damon Galgut: «Ακόμα και σήμερα, οι περισσότεροι φτωχοί είναι Μαύροι και οι πιο πολλοί πλούσιοι Λευκοί»

Μία συζήτηση με τον Νοτιοαφρικανό νικητή του βραβείου Booker 2021 για τον ρατσισμό, τις κοινωνικές τάξεις που δύσκολα αλλάζουν, τον αμείλικτο για όλους μας χρόνο αλλά και το γεγονός ότι ένας συγγραφέας πρέπει να είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να επιβιώσει.

Μία συζήτηση με τον Νοτιοαφρικανό νικητή του βραβείου Booker 2021 για τον ρατσισμό, τις κοινωνικές τάξεις που δύσκολα αλλάζουν, τον αμείλικτο για όλους μας χρόνο αλλά και το γεγονός ότι ένας συγγραφέας πρέπει να είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να επιβιώσει.

«Η Αμόρ είναι 13 χρονών, η ιστορία δεν την έχει ποδοπατήσει ακόμα. Δεν έχει ιδέα σε τι χώρα ζει». Τρεις απλές προτάσεις που όμως καταφέρνουν να συνοψίσουν την Υπόσχεση (εκδ. Διόπτρα), την οικογενειακή saga που βραβεύτηκε με το Βραβείο Booker για το 2021. Ένα μυθιστόρημα που μιλά για τις σχέσεις εξουσίας οι οποίες αναπτύσσονται ανάμεσα στα μέλη μίας οικογένειας, για το άδικο σύστημα μίας ολόκληρης χώρας, αλλά και για τον χρόνο που δε γνωρίζει φίλους και εχθρούς, αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια σε όλους μας. 

Πρόκειται για ένα αφηγηματικό επίτευγμα με πάρα πολλούς (και κάποιους τελείως απρόσμενους) αφηγητές, το οποίο όμως έχει τη μαγική ικανότητα να διαβάζεται με ευκολία, και χωρίς να αποτελεί λογοτεχνική σπαζοκεφαλιά για τους αναγνώστες. Μία αφήγηση πολύπλοκα απλή -και όχι απλοϊκή- που όταν κλείσεις την τελευταία της σελίδα γνωρίζεις καλά ότι θα σε ακολουθεί για πάντα.

Πίσω από αυτό το σύγχρονο λογοτεχνικό θαύμα βρίσκεται ο Νοτιοαφρικανός Damon Galgut, του οποίο το όνομα φιγουράρει -καθόλου άδικα- εδώ και αρκετούς μήνες στα βιβλιοπωλεία ολόκληρης της Γης. Άλλωστε, βρέθηκε πολύ κοντά στο Booker άλλες δύο φορές, με συνεπές αποτέλεσμα το όνομά του να μην είναι καθόλου άγνωστο στους λογοτεχνικούς κύκλους.

Ποιο όμως είναι το σημείο εκκίνησης του βραβευμένου μυθιστορήματος; Η υπόσχεση που δίνει η ετοιμοθάνατη μητέρα μίας λευκής οικογένειας στη μαύρη υπηρέτρια που την προσέχει: το μικρό σπιτάκι της φάρμας θα γίνει δικό της όταν η πρώτη φύγει από τη ζωή.

Βέβαια, αυτό είναι απλά μία επιθυμία η οποία όμως θα έρθει σε σύγκρουση με τις επιθυμίες των άλλων μελών της οικογένειας – άλλα θέλει ο μετανιωμένος pater familias, άλλα θέλουν τα «επαναστατημένα» παιδιά του, άλλα οι κοντινοί (και κάπως μοχθηροί) συγγενείς. Όλοι πάντως παλεύουν με τους οικογενειακούς -και όχι μόνο- δαίμονές τους σε μία νοτιοαφρικανική διήγηση που διαρκεί 32 ολόκληρα χρόνια, διατρέχοντας τις κοσμογονικές αλλαγές που είδε η χώρα από το 1986 έως το 2018.

O 58χρονος συγγραφέας, λοιπόν, βρέθηκε στην Αθήνα στα πλαίσια παγκόσμιας περιοδείας για το βιβλίο του και μας παραχώρησε μία ώρα από τον χρόνο του με σκοπό να ρίξει περισσότερο φως στην ΥπόσχεσηΤον συναντήσαμε το πρωί της περασμένης Τρίτης στο Σύνταγμα και το φουαγιέ του Athens Plaza.

Παρότι ήταν φανερά κουρασμένος από τα άπειρα ταξίδια και τις δεκάδες συνεντεύξεις τύπου που έχει δώσει τον τελευταίο καιρό, είχε κάθε διάθεση να μας μιλήσει για τον ρατσισμό, τις κοινωνικές τάξεις που ελάχιστα έχουν αλλάξει στη Νότια Αφρική από το Απαρτχάιντ μέχρι σήμερα, για τον αμείλικτο χρόνο, την τεράστια ευκαιρία που δίνει το Booker στους βραβευθέντες συγγραφείς αλλά και για το γεγονός ότι αν κάποιος θέλει να γίνει συγγραφέας, θα πρέπει να είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να επιζήσει. 

Ήταν η τρίτη φορά που ένα βιβλίο σου ήταν προτεινόμενο για Booker. Περίμενες ότι θα κερδίσεις αυτή τη φορά;

Προφανώς, δεν ήξερα αν το κερδίσω και κυρίως δεν περίμενα να συμβεί κάτι τέτοιο [χαμογελάει]. Απλά αυτήν τη φορά γνώριζα ότι είχα σημαντικές πιθανότητες. Είχε προηγηθεί άλλωστε αρκετή «κουβέντα» γύρω από το βιβλίο. Η αλήθεια είναι ότι η Υπόσχεση είναι ένα κείμενο πολύ περισσότερο ευθυγραμμισμένο με τις τωρινές κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, όπως για παράδειγμα το κίνημα Black Lives Matter, από ότι προηγούμενα βιβλία μου. 

Η υπόσχεση που δίνει η ετοιμοθάνατη μητέρα της λευκής οικογένειας Swart στη μαύρη υπηρέτρια Σαλώμη αποτελεί το πιο κομβικό σημείο του βιβλίου. Παρότι, όμως, το μυθιστόρημα έχει άπειρους αφηγητές, δεν ακούμε σχεδόν ποτέ τις σκέψεις της τελευταίας. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Το βιβλίο εστιάζει κατά κύριο λόγο στους λευκούς της Νοτίου Αφρικής – τον τρόπο που σκέφτονται, τις αξίες τους, και πάει λέγοντας. Αυτό είναι ένα δυστυχές γεγονός για την πατρίδα μου, αφού οι Λευκοί έχουν την τάση να αγνοούν επιδεικτικά τους μαύρους συμπατριώτες τους. 

Πρόκειται για μία βασική αρχή που εδραιώθηκε κατά τα χρόνια του Απαρτχάιντ: δεν αναπτύσσεις σχέσεις με τους ανθρώπους που καταπιέζεις, γιατί σε διαφορετική περίπτωση το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει.

Θέλησα η σιωπή της Σαλώμης να είναι εύγλωττη, να έχει τη δική της «φωνή». Ήταν ο τρόπος μου ώστε να βιώσουν οι αναγνώστες στο πετσί τους αυτή τη φυλετική διάκριση και να νιώσουν κάπως συνένοχοι σε αυτό που συμβαίνει. Άλλωστε, το βιβλίο σε κάποιες κρίσιμες στιγμές γυρνά προς τους αναγνώστες και τους κατηγορεί για τα κακώς κείμενα που παρακολουθούμε.

«Αν δε γνώριζες τίποτα για αυτήν τη γυναίκα, είναι ίσως επειδή ποτέ δε θέλησες να μάθεις κάτι για αυτήν». Γνωρίζω καλά πως η Σαλώμη πολλές φορές μοιάζει με ένα «νεκρό σημείο» μέσα στο χάρτη της αφήγησης. Είχα όμως λόγο που το έκανα αυτό: θέλησα να μετατρέψω ένα πρόβλημα της πραγματική ζωής σε λογοτεχνικό προβληματισμό.

Υπάρχει κάποια άλλη θεματική που σε απασχόλησε έντονα για αυτό το βιβλίο; 

 Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: εγώ είχα την τύχη να γεννηθώ σε μία προνομιούχα λευκή οικογένεια. Το Απαρτχάιντ ήταν ένα σύστημα που είχε στηθεί ακριβώς για κάποιον σαν και εμένα. Η ζωή μου συνεχίζει να είναι προνομιούχα. Φοβάμαι, όμως, ότι χωρίς κάποιες δραστικές αλλαγές θα βρεθούμε μπροστά σε πολύ άσχημες καταστάσεις.

Θα πρέπει πάντως να πω ότι δεν ήταν η πολιτική το βασικό θέμα στο οποίο ήθελα να απευθυνθώ μέσα από αυτό το βιβλίο μου. Προφανώς, ναι, παίζει ρόλο αλλά υπάρχει ένα πολύ πιο προσωπικό θέμα που με απασχόλησε: ο χρόνος.

Ήθελα να λειτουργήσει το γραπτό μου ως μία αντανάκλαση των όσων μας προκαλεί αυτό το μέγεθος: το πώς ο χρόνος αλλάζει το σώμα σου, το πρόσωπό σου, τις αρχές σου. Κατά κάποιο τρόπο ίσως βέβαια να αντανακλώ τα δικά μου συναισθήματα, αφού είμαι σχεδόν 60 χρονών και βρίσκομαι μετά τη μέση της ζωή μου πια. (Παράξενη σκέψη αυτή, έτσι δεν είναι;).

Winnie Mandela Η Winnie Mandela, σύζυγος του φυλακισμένου ακόμα τότε Nelson Mandela, διαδηλώνει έξω από τα δικαστήρια του Γιοχάνεσμπουργκ, τον Ιούλιο του 1986 / © AP
Η Winnie Mandela, σύζυγος του φυλακισμένου ακόμα τότε Nelson Mandela, διαδηλώνει έξω από τα δικαστήρια του Γιοχάνεσμπουργκ, τον Ιούλιο του 1986

«Η Αμόρ είναι 13 χρονών, η ιστορία δεν την έχει ποδοπατήσει ακόμα. Δεν έχει ιδέα σε τι χώρα ζει». Τελικά, σε ποια ηλικία αντιλαμβανόμαστε την αληθινή ζωή και την άσχημη πλευρά της;

Η αλήθεια για τη Νότια Αφρική είναι πως αν η Αμόρ ήταν ένα παιδί μαύρης οικογένειας, τότε αναγκαστικά θα είχε καταλάβει σε τι χώρα ζει από πολύ πιο νωρίς. Όταν όμως βρίσκεσαι σε προνομιούχα θέση δεν αναρωτιέσαι το ίδιο εύκολα για το τι ακριβώς συμβαίνει, αφού η ζωή σου κυλά αμέριμνα.

Προσωπικά, νομίζω ότι ωρίμασα αρκετά αργά όσον αφορά την κοινωνικοπολιτική μου σκέψη. Έγραψα τα πρώτα μου δύο βιβλία χωρίς να έχω ιδέα από πολιτική. Έτσι, οι κριτικές που έγραφαν «ποιο είναι αυτό το κακομαθημένο αγόρι που δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του», και οι οποίες αναφέρονταν σε ένα πολύ προσωπικό και οικογενειακό θέμα που έθιγα στο δεύτερο μυθιστόρημά μου, ήταν ένα μεγάλο χαστούκι για μένα.

Νομίζω, τελικά, ότι έφτασα 20 χρονών για να αντιληφθώ ότι βρισκόμουν σε μία πολύ ευνοϊκή θέση ενός πολύ άδικου συστήματος. Αν δεν είχα αυτή τη θέση, προφανώς θα είχα «ξυπνήσει» νωρίτερα.

Δεν είναι λοιπόν θέμα ηλικίας το πότε ενηλικιώνεσαι πραγματικά. Είναι θέμα του κατά πόσο το σύστημα σου συμπεριφέρεται (ή όχι) άθλια.

Η Υπόσχεση ανήκει στην ευρεία κατηγορία μυθιστορημάτων που ονομάζουμε family sagas. Τι είναι εκείνο που κάνει τις «οικογενειακές ιστορίες» τόσο γοητευτικές για τους αναγνώστες και τους συγγραφείς;

Σε κάποια φάση του μυθιστορήματος ο Άντον, ο μεγάλος γιος της οικογένειας, σημειώνει στο περιθώριο του βιβλίου που γράφει: «είναι farm novel ή οικογενειακή saga;». Αυτή ήταν μία ερώτηση που έκανα και εγώ ο ίδιος στον εαυτό μου όλη την ώρα. Τα «μυθιστορήματα αγροκτήματος» αποτελούν μία πολύ βασική σταθερά της νοτιοαφρικανικής λογοτεχνίας, κάτι που δεν ισχύει για τις οικογενειακές sagas. 

Για να απαντήσω στην ερώτηση σου πάντως: χωρίς να είμαι σίγουρος, πιστεύω ότι οι «οικογενειακές ιστορίες» μας γοητεύουν τόσο πολύ επειδή οι οικογένειες αποτελούν το πλαίσιο μέσα από τον οποίο γνωρίζουμε τον κόσμο για πρώτη φορά. 

Η οικογένεια σου διδάσκει τι είναι «φυσιολογικό» και τι «μη-φυσιολογικό». Μάλιστα, στη Νότιο Αφρική αυτό είναι κάπως διαστρεβλωμένο, αν σκεφτώ -για παράδειγμα- το γεγονός ότι η οικογένειά μου μού δίδασκε πως το Απαρτχάιντ είναι απολύτως αναγκαίο και απόλυτο φυσιολογικό. Εν ολίγοις, για εκείνους ήταν απλά αυτό που έπρεπε να κάνουμε.

Πρέπει, λοιπόν, να ξεμάθεις όλα αυτά τα «σκατά» που η οικογένειά σου σού έχει βάλει στο κεφάλι. Ίσως, αυτό να μην ισχύει παντού, ισχύει πάντως σε κάθε περίπτωση στη χώρα μου.

Οι δυναμικές της εξουσίας εμφανίζονται για πρώτη φορά μέσα στα πλαίσια μίας οικογένειας – μέσω των γονιών, των αδερφών, των συγγενών σου. Για αυτόν τον λόγο όλοι βρίσκουμε κάποια σύνδεση με τις family sagas. Ίσως, για αυτό και ο κόσμος να συνδέθηκε περισσότερο από όσο περίμενα με το δικό μου βιβλίο: οι οικογένειες αποτελούν ένα σύστημα που όλοι ανεξαιρέτως φυλής και τάξης γνωρίζουν πολύ καλά.

Συζητώντας με κάποιους φίλους σχετικά με το βιβλίο σου, αναφέρθηκαν κάποιες εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στην Υπόσχεση και το Καθώς ψυχορραγώ του William Faulkner. Μπορούμε να έχουμε ένα σχόλιο πάνω σε αυτό;

Οι φίλοι σου πρέπει να είναι πολύ καλά διαβασμένοι. Σκεφτόμουν συνεχώς το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Faulkner καθώς έγραφα το δικό μου. Έχει γραφτεί σε κριτικές πως η Υπόσχεση θυμίζει σε κάποιον βαθμό τη Βουή και τη Μανία του ίδιου συγγραφέα, αλλά η αλήθεια είναι πως το Καθώς ψυχορραγώ υπήρξε πολύ πιο καθοριστικό για αυτήν.

Ο William Faulkner υπήρξε μία πολύ σημαντική φιγούρα, μία τεράστια έμπνευση, ένα συγγραφικό είδωλο που ακολουθώ από τότε που ήμουν 20 χρονών. Μέχρι να γνωρίσω τη γραφή του με ενδιέφερε μονάχα η αφήγηση – και όχι το πως ένα μυθιστόρημα μπορεί να αφήσει την αφήγηση στην άκρη και να σπάσει την ίδια του τη φόρμα. Ήταν μία αποκάλυψη για μένα.

Μάλιστα, πρέπει να πω ότι έχω κάνει αρκετά «προσκυνήματα» στο σπίτι του Faulkner στον Μισισιπή.

Είναι φανερή η θέση σου στο αιώνιο δίλημμα ανάμεσα σε Ernest Hemingway και William Faulkner, σωστά; 

Ναι [γελάει]. Σίγουρα μου αρέσει και ο Hemingway -όπως για παράδειγμα ο ρυθμός των προτάσεών του- αλλά ο Faulkner ήταν ένας οραματιστής της λογοτεχνίας. Άλλαξε τα πάντα.

Έχω έναν φίλο που δεν αντέχει το «μεθυσμένο στυλ» του Faulkner καθώς ισχυρίζεται ότι ο συγγραφέας πρέπει να ήταν μεθυσμένος όταν έγραφε. Κάτι, βέβαια, που δεν αποκλείεται καθόλου να είναι αλήθεια. Παρ’ όλα αυτά, το αλκοόλ κάνει θαύματα για κάποιους ανθρώπους.

«Όσον αφορά αυτό το βασικό πρόβλημα η απάντηση είναι απλή: όχι, η Νότια Αφρική δεν έχει αλλάξει και πολύ» | picture alliance (Contributor, Getty Images)

Πρέπει να πω ότι με εντυπωσίασε το γεγονός του πόσο ευκολοδιάβαστο είναι το μυθιστόρημά σου. Ιδιαίτερα όταν σκέφτομαι την εκλεκτική του συγγένεια με τη γραφή του William Faulkner.

Για να πω την αλήθεια, οι περισσότεροι συγγραφείς που αγαπάω δε θα έβρισκαν σήμερα τον δρόμο προς τα τυπογραφεία σήμερα. Ζούμε σε τελείως διαφορετικές εποχές τώρα πια, και τα βιβλία έχουν να συναγωνιστούν τα νέα Μέσα που στηρίζονται στην εικόνα.

Έτσι, σήμερα, οι περισσότεροι συγγραφείς και εκδότες φοβούνται να πειραματιστούν με τη φόρμα. Κάτι, δηλαδή, που θεωρώ καταστροφικό για τη λογοτεχνία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ακόμα και αν κάποιος πειραματιστεί, θα πρέπει το αποτέλεσμα να είναι πολύ  στρωτό – το κοινό δεν έχει πια τον χρόνο να διαθέσει που είχε κάποτε.

Προσωπικά, θα ήθελα να μπορούσαν οι αναγνώστες να αφιερώνονται σε ένα βιβλίο όπως έκαναν πριν ξεκινήσει ο 21ος αιώνας. Επειδή, όμως, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, θεωρώ ότι σήμερα τα βιβλία οφείλουν να σπάνε τις φόρμες αλλά να το κάνουν με έναν τρόπο που θα φέρνει νέους αναγνώστες στη λογοτεχνία αντί να απομακρύνει τους ήδη υπάρχοντες.

Πώς είναι να μεγαλώνεις σε μία περίοδο βίαιων ταραχών -αναφέρομαι στην Εξέγερση του Σοβέτο του 1976- οι οποίες προκάλεσαν τον θάνατο περισσότερων από 500 ανθρώπων;

Η αλήθεια είναι ότι έγραψα την παράγραφο, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω (σ.σ: όπου η Αμόρ δεν καταλάβαινε σε τι χώρα έχει γεννηθεί) σκεπτόμενος αρκετά εκείνη την περίοδο και τόσο πόσο αδαής ήμουν σχετικά με το τι γινόταν γύρω μου.

Οι γονείς μας προσπάθησαν να μας προστατέψουν λέγοντας πως «υπάρχουν ταραχές στη χώρα αλλά δε θα έπρεπε να ανησυχείτε καθόλου».

Ακούγαμε φήμες και κάναμε ασκήσεις στο σχολείο για το πως θα πέφταμε κάτω από το θρανίο σε περίπτωση που δεχόμασταν επίθεση. Θα μπορούσες να πεις ότι ζούσαμε μία «ελεγχόμενη υστερία» εκείνα τα χρόνια.

Αργότερα, όταν πια είχα πολιτική συνείδηση, τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, αφού η χώρα μου έφτασε στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου.

Τελικά, το πιο τρομακτικό πράγμα είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν μπορείς να ελέγξεις στην ιστορία· παρακολουθείς δυνάμεις που δρουν ανεξέλεγκτα και θα μπορούσαν να καταστρέψουν εσένα αλλά και όσους αγαπάς, χωρίς όμως να μπορείς να κάνεις τίποτα. 

Πόσο έχει αλλάξει η πολιτική κατάσταση στη Νότιο Αφρική από την πτώση του Απαρτχάιντ μέχρι σήμερα;

Εδώ και σχεδόν 30 χρόνια έχουμε κυβερνήσεις οι οποίες εκλέχθηκαν για να εκπροσωπήσουν ακριβώς αυτούς τους ανθρώπους· τους πολίτες που δεν έχουν καμία φωνή, καμία δύναμη, καμία παρουσία. Κάτι τέτοιο όμως δε συμβαίνει. Συνεπώς, όσον αφορά αυτό το βασικό πρόβλημα η απάντηση είναι απλή: όχι, η Νότια Αφρική δεν έχει αλλάξει και πολύ.

Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι η χώρα μου έχει αλλάξει σε τρομερό βαθμό στην επιφάνεια των πραγμάτων. Παλιότερα ήταν παράνομο ένας Λευκός και ένας Μαύρος να μοιράζονται ένα τραπέζι -όπως κάνουμε εμείς οι δύο τώρα- ή να μπουν σε ένα κτίριο από την ίδια πόρτα.

Επί της ουσίας, όμως, δόθηκε πολιτική αλλά όχι οικονομική δύναμη [σ.σ: στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα]. Είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις τη ζωή σου προς το καλύτερο όσο η αγοραστική σου δύναμη παραμένει χαμηλή. Έτσι, όσοι ήταν πλούσιοι και προνομιούχοι συνεχίζουν να ανήκουν σε αυτές τις δύο κατηγορίες σχεδόν 30 χρόνια μετά.

Χιλιάδες μαύροι εργάτες ετοιμάζονται για δυναμικές απεργίες, 20 χιλιόμετρα ανατολικά του Γιοχάνεςμπουργκ, τον Αύγουστο του 1987 / © John Parkin / AP

Υπάρχει όμως μία ουσιώδης διαφορά: η απόσταση ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους έχει μεγαλώσει ακόμη περισσότερο. Η Νότια Αφρική κατέχει μία άσχημη πρωτιά παγκοσμίως σε αυτόν τον τομέα.

Μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι φτωχοί είναι Μαύροι και οι περισσότεροι πλούσιοι είναι Λευκοί. Έτσι, τα πράγματα λίγο έως πολύ παραμένουν τα ίδια. Για αυτό και βρισκόμαστε εν μέσω μίας τρομερής πολιτικής κρίσης στη χώρα μου.

Ποιο θεωρείς το πλέον οπισθοδρομικό στοιχείο στην πολιτικοκοινωνική ζωή της Νότιας Αφρικής;

Κατά την άποψή μου, το βασικό πρόβλημα είναι το θέμα των ταξικών ανισοτήτων. Βέβαια, στην περίπτωσή της Νότιας Αφρικής η τάξη ταυτίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό με τη φυλή – είναι πολύ εύκολο να μπερδέψουμε τις δύο διαφορετικές αυτές συνθήκες.

Σίγουρα, κάποια πράγματα έχουν αλλάξει: υπάρχει πια μία πολύ ισχυρή «μαύρη» ελίτ που κάνει κουμάντο στη χώρα καθώς και μία «μαύρη» μεσαία τάξη η οποία αριθμητικά είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη «λευκή».

Δεν υπάρχει όμως καμία κοινωνική ενσωμάτωση -με ή χωρίς φυλετικά χαρακτηριστικά- ανάμεσα στις διαφορετικές τάξεις. Και επειδή το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού ανήκει στην ασθενέστερη οικονομικά τάξη, αυτό σημαίνει ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι παραμένουν μία μάζα χωρίς καμία ουσιαστική φωνή. 

Τελικά, το βασικό ζητούμενο είναι το πώς θα «ανέβει» βιοτικό επίπεδο αυτή η μάζα, το πώς θα αναρριχηθούν στην κλίματα ενός ταξικού συστήματος. Ή πιο απλά: πώς θα έχουμε περισσότερους μαύρους Νοτιοαφρικανούς που θα ανήκουν στη μεσαία τάξη.

Πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί από μεμονωμένους ανθρώπους. Χρειάζεται πολιτική και κρατική βούληση. Δεν υπάρχει όμως κανένα όραμα για κάτι τέτοιο. Η κυβέρνηση δε θέλει να δώσει περισσότερο ριζοσπαστικές λύσεις και έτσι συνεχίζει στο παλιό μοντέλο που όμως δε δουλεύει καθόλου καλά. Είναι πολύ δυσάρεστο όλο αυτό.

Ειλικρινά, με πιάνει σύγκρυο καθώς σκέφτομαι πόσοι τόνοι χρημάτων έχουν κλαπεί, αφού εδώ και χρόνια η χώρα λειτουργεί περισσότερο ως κλεπτοκρατία παρά ως δημοκρατία. Αν όλα αυτά τα χρήματα είχαν χρησιμοποιηθεί στην εκπαίδευση και τη στέγαση, η κατάσταση της χώρας θα ήταν πολύ διαφορετική. Χρειαζόμαστε κάτι δραστικό, κάτι ριζοσπαστικό, κάτι όπως το αμερικανικό New Deal του 1930.

Όπως είπα, συνεχίζουμε όπως και πριν: με τη (χαζή) ελπίδα ότι ο καπιταλισμός θα δώσει πίσω χρήματα στους φτωχούς. Κάτι τέτοιο όμως δε συμβαίνει ποτέ – όχι μόνο στη Νότια Αφρική αλλά παντού. Τα υψηλά οικονομικά στρώματα που κατέχουν την εξουσία, δεν πρόκειται ποτέ να παραδώσουν τα ηνία της.

Μήπως το μέλλον της λογοτεχνίας ανήκει στις «μικρότερες» πληθυσμιακά χώρες αλλά και τις επί χρόνια καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες;

Ναι, ίσως. Είναι λίγο δύσκολο να καταφέρεις να «διαβάσεις» αυτές τις αλλαγές στις τάσεις. Αναρωτιέμαι πάντως: βλέπουμε άραγε νέες λογοτεχνικές φωνές να αναδύονται επειδή αυτές οι φωνές γίνονται πραγματικά πιο δυνατές ή επειδή απλά ο εκδοτικός κόσμος φροντίζει επιτέλους να τις ακούσει; 

Σίγουρα πάντως η μετάφραση ξενόγλωσσων έργων -η οποία είναι κομβική για την εξέλιξη των πληθυσμιακά «μικρότερων» λογοτεχνιών- βρίσκεται σε μεγάλη άνοδο τα τελευταία χρόνια και αναγνωρίζεται ως μία τέχνη πια από μόνη της.

Από την άλλη πάλι, ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα -όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι τουλάχιστον- είναι η πολύ μικρή αξία την οποία δίνουν οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών στη λογοτεχνία τους. Όταν η ίδια σου η χώρα αδιαφορεί για τα βιβλία της, είναι δύσκολο να χρεώσεις σε οποιονδήποτε άλλο οτιδήποτε.

Οι Ρώσοι για παράδειγμα τιμούν τη λογοτεχνία τους σε πολύ μεγάλο βαθμό. Στον αντίποδα όμως αυτού, στη Νότια Αφρική περάσαμε από μία εποχή όπου τα βιβλία εκλαμβανόταν ως κάτι τόσο επιδραστικό ώστε πολλές φορές έπρεπε ακόμα και να απαγορευτούν (όπως, δηλαδή, συνέβαινε με τα έργα της Nadine Gordimer) σε μία εποχή πλήρους αδιαφορίας: η κυβέρνηση της χώρας μου δεν έχει κάνει την παραμικρή αναφορά στη βράβευσή μου, μηδέν, τίποτα.

Μήπως δε θέλει να προβάλλει το βιβλίο γιατί δεν τη βολεύει πολιτικά;

Αυτό είναι κάτι που ισχυρίζονται πολλοί φίλοι μου αλλά προσωπικά πιστεύω ότι δεν το έχουν καν αντιληφθεί και ουσιαστικά δεν τους ενδιαφέρει καθόλου. Ίσως, αν ήμουν τραγουδιστής να έδιναν μεγαλύτερη σημασία – ποιος ξέρει;

Damon Galgut

Η Νότια Αφρική έχει κερδίσει παλιότερα δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας με τη Nadine Gordimer και τον J.M. Coetzee. Ελπίζεις για κάτι αντίστοιχο;  

Θα ήταν μάλλον αστείο να κάνω τέτοιες υποθέσεις, πόσο μάλλον να περιμένω ότι θα το κερδίσω [γελάει]. Είναι κάτι που δεν περνά από το χέρι μου. Άλλωστε, ποιος ξέρει αν το βραβείο Νόμπελ θα υπάρχει σε 20 χρόνια από τώρα; Τώρα, που σκέφτομαι αυτή είναι μία ερώτηση στην οποία δε θα ήθελα να δώσω απάντηση – είναι σαν να δοκιμάζω την τύχη μου!

Δουλεύεις πάνω στο επόμενο βιβλίο σου;

Έγραφα μία συλλογή διηγημάτων αλλά μετά την ανακοίνωση της βράβευσής μου σταμάτησα. Προσπάθησα στην αρχή να συνεχίσω αλλά ήταν αδύνατο με όλα αυτά τα ταξίδια. Έτσι, αποφάσισα να προσφέρω ολοκληρωτικά τον εαυτό μου στο Booker. Το παντρεύτηκα, αν και ελπίζω μέχρι το τέλος της χρονιάς να έχουμε πάρει διαζύγιο.

Πόσο μεγαλύτερη δημοσιότητα λαμβάνει ένας συγγραφέας όταν κερδίσει το Booker;

Θα στο πω απλά: ακόμα και όταν μπεις στη βραχεία λίστα έχει τεράστια, χαοτική διαφορά. Πριν γίνω shortlisted πρώτη φορά για το βραβείο Booker (σ.σ: το 2003 για το μυθιστόρημα Ο καλός γιατρός) πουλούσα 2-3 χιλιάδες αντίτυπα. Μετά πουλούσα σχεδόν 100 χιλιάδες αντίτυπα παγκοσμίως. Τώρα, η βράβευσή μου μπορεί ακόμα και να δεκαπλασιάσει αυτό το νούμερο. 

Πότε κατάφερες να ζήσεις για πρώτη φορά από τα βιβλία σου;

Όταν μπήκα για πρώτη φορά στη βραχεία λίστα των βραβείων Booker για το μυθιστόρημα Ο καλός γιατρός. Μάλιστα, πρέπει να πω ότι εκείνη την περίοδο είχα αποφασίσει μάλλον να τα παρατήσω. Οι συνεργασίες με τους εκδότες του εξωτερικού είχαν κοπεί ενώ μου ήταν δύσκολο να βρω εκδότη ακόμα και στη χώρα μου. Το συγκεκριμένο όμως μυθιστόρημα μου έδωσε το φιλί της ζωής.

Τι έκανες λοιπόν πιο πριν επαγγελματικά;

Ω, πάρα πολλές δουλειές! Έχω δουλέψει πολύ στο θέατρο (στο οποίο έχω σπουδές), έχω κάνει μαθήματα σε δραματικές σχολές, έχω δουλέψει ως σερβιτόρος, έχω υπάρξει υπάλληλος σε μαγαζί με αντίκες και έχω κάνει -αν και πρέπει να τονίσω ότι αυτό το τελευταίο συνέβαινε όταν ήμουν πολύ νεότερος- το γυμνό μοντέλο σε μαθήματα ζωγραφικής. Ως συγγραφέας θα πρέπει να είσαι διατεθειμένος να κάνεις τα πάντα για να επιβιώσεις.