ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Εις μνήμην Κωνσταντίνου Τζούμα: «Στο χάος της ζωής εγώ έκανα απλά πιρουέτες με χάρη»

«Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι ευχάριστα από τότε που ήμουνα μικρός είναι να με μεταφέρουν οι μεγάλοι στην αγκαλιά τους μετά από γλέντια και ξενύχτια». Η εκ βαθέων εξομολόγηση ενός sui generis Αθηναίου που δε μένει πια εδώ.

«Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι ευχάριστα από τότε που ήμουνα μικρός είναι να με μεταφέρουν οι μεγάλοι στην αγκαλιά τους μετά από γλέντια και ξενύχτια». Η εκ βαθέων εξομολόγηση ενός sui generis Αθηναίου που δε μένει πια εδώ.

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας πέθανε σε ηλικία 78 ετών το Σάββατο 25 Ιουνίου. Είχε γεννηθεί στον Πειραιά το 1944, μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι και στην Αθήνα, έζησε στη Νέα Υόρκη, πρωταγωνίστησε σε μερικές από τις πιο σημαντικές ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, εμφανίστηκε στο θέατρο και την τηλεόραση, υπήρξε ραδιοφωνικός παραγωγός και εξέδωσε τρία αυτοβιογραφικά βιβλία με τους τίτλους Ως εκ θαύματος, Complete Unknown και Πανωλεθρίαμβος.

Με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου από αυτά με υποδέχτηκε στο σπίτι του, στην οδό Δεινοκράτους, τον Μάρτιο του 2008 και μου μίλησε για όλη του τη ζωή μέχρι τότε. Αυτή είναι η εκ βαθέων εξομολόγηση ενός sui generis Αθηναίου που δε μένει πια εδώ.

 

Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι ευχάριστα από τότε που ήμουνα μικρός είναι να με μεταφέρουν οι μεγάλοι στην αγκαλιά τους μετά από γλέντια και ξενύχτια. Αυτό το συναίσθημα της απόλυτης ελευθερίας, του να εγκαταλείπεις την κυριότητα του εαυτού σου, να αφήνεσαι, ήταν κάτι που με ακολούθησε σε όλα τα νεανικά μου χρόνια.

Μεγαλώνοντας μου συνέβαινε εντελώς ασυνείδητα όλο αυτό, γιατί μικρός ήμουν κλειστό παιδί, ίσως επειδή η μητέρα μου “έφυγε” πολύ γρήγορα. Μέσα σε αυτή την ατυχία, μου έγινε ένα δώρο. Πήρα τη ζωή μου στα χέρια μου και αφέθηκα, ίσως γιατί με τον πατέρα δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις, δε μιλάγαμε για ευαισθησίες και τέτοια πράγματα, ήταν απών ο πατέρας στη δική μας οικογένεια για πολύ καιρό. Αφέθηκα λοιπόν για την ίδια τη ζωή στους φίλους, στα παιδιά που έκανα παρέα. Και αυτά με τον τρόπο τους, όντας πιο ανοιχτά, πιο θαρραλέα από μένα, κάτι γενναιόδωρα κορίτσια και αγόρια που αναλάμβαναν να βγαίνουμε συνέχεια έξω και να περνάμε όμορφα, με άλλαξαν ως άνθρωπο. Αρχικά ήταν οι παρέες του Πασαλιμανιού, μετά ήταν οι παρέες στο Κολωνάκι, μετά οι παρέες στη Νέα Υόρκη. Ήταν σαν να είμαι σε περιοδεύον τσίρκο.

Ποτέ δεν έβαλα στόχους στη ζωή μου, δεν ήξερα τι θα γίνει στο μέλλον. Είχα βέβαια αυτό που λέμε μία παιδική κλίση για θεατρινισμούς, χορευτικά, διακωμώδηση της ετικέτας της αγγλικής κοινωνίας. Από κάτι ταινίες που βλέπαμε στο ΣΙΝΕΑΚ. Λες και ξέραμε εμείς τότε τι σημαίνει να πίνεις τσάι στο σωστό σερβίτσιο. Κάτι τέτοια μικρά πράγματα είναι όμως που αργότερα σε χαρακτηρίζουν καλόγουστο ή κακόγουστο, εστέτ ή σνομπ.

Μικροί βλέπαμε βέβαια ότι υπήρχε μια κόντρα ανάμεσα στον τρόπο που ζούσαμε και σε αυτό που συνέβαινε τριγύρω. Κι επειδή δεν ήμασταν παιδιά πολιτικοποιημένα, με την έννοια του να ανήκουμε στη νεολαία κάποιου κόμματος, δε μας ενδιέφερε αυτό, ήμασταν πιο εκτεθειμένοι από τα παιδιά που είχαν το κουκούλι μιας επίσημης ιδεολογίας και μπορούσαν στις μικρές τους κόντρες με την αντίπαλη όχθη, να ξαναγυρνάνε ήσυχοι στην έδρα τους. Εμείς ήμασταν εκτεθειμένοι σε καθενός την κριτική, το υψωμένο φρύδι. Και αυτός ο καθένας μπορούσε να είναι ο εισπράκτορας, ο περιπτεράς της γειτονιάς, ο στριφνός θείος, ένας γέρος που μας ρωτούσε συνέχεια γιατί ντυνόμαστε έτσι. Εμάς μας άρεσε ότι το παιχνίδι που παίζαμε με τους δικούς μας όρους μπέρδευε τους άλλους. Αυτό που πρέπει να κάνει κάθε νέα γενιά. Να υπονομεύει και να αμφισβητεί. Ζούσαμε μια χαρά και στα παλιά μας τα παπούτσια αν εκείνοι δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ανάμεσα σε δύο κορμιά που ήταν αγκαλιασμένα και φιλιόντουσαν, αν ήταν αγόρια ή κορίτσια επειδή τα μαλλιά ήταν μακριά και το ντύσιμο unisex.

Ποτέ δε μας είχε περάσει από το μυαλό το θέμα εξουσία. Όλα τα παιδιά που κάναμε παρέα και στα οποία αναφέρομαι στο βιβλίο μου, δεν τους ενδιέφερε η πρωτιά, να σκίσουν, δεν ήταν βιαστικά παιδιά που έριχναν αγκωνιές ή βάζανε τρικλοποδιές προκειμένου να ανοίξουν δρόμο. Εμείς ήμασταν παιδιά των εκδρομών, των ερώτων, της μουσικής, των γεύσεων, του καλού γούστου, μιας κοσμοπολίτικης ζωής. Χαμόγελα αντρικά, χαμόγελα γυναικεία, γενναιοδωρία, μακριά δάχτυλα και πόδια, αγιοσύνη και αμαρτία μαζί. Όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα.

Οι περισσότεροι άνθρωποι μετά την εφηβεία παύουν να ζουν ζωηρά, ανήσυχα, συναρπαστικά, διονυσιακά. Μπαίνουν σε ένα λούκι εν ονόματι κάποιων ευθυνών και χάνουν τη συνέχεια. Ενώ υπάρχει συνέχεια. Όσες φορές έχω βρεθεί σε reunions, ένιωσα κάτι πολύ μελαγχολικό και “φαντασματικό”. Είδα παιδιά που μετά την εφηβεία βρήκαν μια δουλειά, έκαναν οικογένεια και δεν αστειεύτηκαν ξανά, δεν επιδόθηκαν ξανά σε κομψές αλητείες, δε δοκίμασαν τίποτα. Και γι’ αυτό τους έχει μείνει η παιδική ηλικία ως κάτι το καταπληκτικό. Ορισμένοι διατηρήσαμε αυτή την ξενοιασιά, το να πηγαίνεις χωρίς σκοπό, χωρίς πρόγραμμα. Κάποια στιγμή βέβαια περάσαμε στην άλλη άκρη. Υπήρξε μία εμμονή στην ηδονή χωρίς κανένας από μας να λάβει υπ’ όψιν του τις συνέπειες. Οι επιδόσεις στο αλκοόλ, στις ουσίες, στα ξενύχτια, το φανατικό κυνήγι του σεξ, όλα έχουν συνέπειες. Και οργανικές και ψυχολογικές. Κάτι κερδίζεις κάτι χάνεις. Από τη μία λες ότι είσαι χορτασμένος και χωρίς συμπλέγματα, από την άλλη όμως “τελειώνεις” γρηγορότερα, εγκαθίσταται η Κυρία Πλήξη πολύ νωρίς και σε κυριεύει μία αίσθηση ματαιότητας.

Εμένα μου συνέβη αυτό πολύ σύντομα, γύρω στα 30. Στην περιβόητη ηλικία του Αλεξάνδρου και του Ιησού. Πας με φόρα μέχρι τα 30-33 και ξαφνικά κάτι γίνεται και τραβιέται το χαλί κάτω από τα πόδια σου. Το πήρες χαμπάρι αλλά όχι την ώρα που έγινε, ούτε ποιος το έκανε. Και μετά μένεις μετέωρος γιατί σου έχουν τελειώσει όλα αυτά που σε πήγαιναν ωραία. Πολλά παιδιά σε αυτό το σημείο κολλάνε και ζουν σε μία παρατεταμένη εφηβεία ακούγοντας rock ’n’ roll μέχρι τα 80, καπνίζοντας τρίφυλλα. Άλλοι ζορίζονται πολύ και σαλτάρουν. Και υπάρχουν και εκείνοι που αποφασίζουν να συνεχίσουν προσαρμόζοντας εαυτόν στις εκάστοτε συνθήκες, σαν να προσπαθούν να κερδίσουν τον τίτλο του ανθρώπου για όλες τις εποχές. Προφανώς μιλάω για τον εαυτό μου. Δεν κάνω δουλειά κοινωνιολογικής ταξινόμησης για να φροντίσω να κοιτάξω από όλες τις πλευρές ένα θέμα. Ξέρω τα πράγματα όπως τα έζησα εγώ.

Θυμάμαι ότι η Χούντα ανέλαβε την εξουσία μερικούς μήνες αφού είχα απολυθεί από τον στρατό, όπου έκανα και πολλούς μήνες φυλακή. Εμείς συνεχίσαμε να πηγαίνουμε στο Ηρώδειο και να βλέπουμε παραστάσεις. Με το Ελεύθερο Θέατρο είχαμε κάνει την Όπερα του Ζητιάνου και υπήρχαν απόψεις τότε για ομαδική σκηνοθεσία, για μία παράσταση με σκοπό να αφυπνίσουμε το κοινό. Εγώ για να είμαι ειλικρινής δεν ήθελα να ακολουθήσω αυτή τη γραμμή. Με ενδιέφερε πιο πολύ η Τέχνη παρά η Αντίσταση. Βέβαια το ότι είχα γίνει ηθοποιός ήταν από μόνο του μία μικρή αντίσταση γιατί την εποχή εκείνη το να πεις “είμαι ηθοποιός” ήταν συνώνυμο των ελαφρών ηθών. Κι εγώ σε κάποιο βαθμό από κόντρα το έκανα. Όχι γιατί ασφυκτιούσα ή γιατί ήθελα πάση θυσία να εκφραστώ μέσα από την υποκριτική. Εκφραζόμουν κάθε βράδυ στα ξενύχτια, στους έρωτες, στο rock ’n’ roll, στις καφετέριες, στα μπιλιαρδάδικα. Μου φαινόταν όμως λίγο αποπνικτική η ατμόσφαιρα εκείνη την εποχή. Πολλοί γνωστοί εξαφανίζονταν, άλλοι έφευγαν στο εξωτερικό με ψεύτικα διαβατήρια, μια σειρά δυσάρεστων πραγμάτων. Οπότε το είδα σαν μία ευκαιρία να φύγω για Νέα Υόρκη με την περιοδεία που θα έκανε η Ζουζού Νικολούδη το ’69, και να μείνω εκεί. Και έμεινα γύρω στα τέσσερα χρόνια.

Εκεί έζησα στο έπακρο το παιχνίδι των μεταμορφώσεων, το οποίο παραπέμπει κατευθείαν στην ελληνική μυθολογία. Ήμουν “a complete unknown, like a rolling stone”. Ένας άγνωστος μεταξύ, όμως, διασημοτήτων. Γνώρισα έναν κόσμο καταπληκτικό μέσα από τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργαζόμουν στο χοροθέατρο που είχα υποτροφία και στα υπόλοιπα καλλιτεχνικά εργαστήρια που έμπαινα κι έβγαινα. Έναν κόσμο ανοιχτό, φιλόξενο, χωρίς υπερτροφικά εγώ. Εκεί λοιπόν εγώ ήμουν ο κανένας ή μάλλον ο καθένας, οπότε μπορούσα να παίξω ό,τι ρόλο ήθελα. Και επειδή ήμουνα σκυμμένος από τα χρόνια της εξαπάτησης, του έδινα και καταλάβαινε.

Όταν είμαστε μικροί μας εξαπατά το σύστημα, η θρησκεία, κάποιος πιο έξυπνος φίλος, οτιδήποτε. Με τη σειρά μας εξαπατούμε κι εμείς για να επιβιώσουμε. Οπότε τα εφηβικά χρόνια δεν είναι ακριβώς χρόνια αθωότητας, είναι χρόνια εξαπάτησης. Και για μένα ήταν μια καλή προπόνηση. Στη Νέα Υόρκη ανέπτυξα κάποια τρικ εξαπάτησης για να μπορώ να επιβιώνω και να είμαι στις παρέες. Η σύντροφός μου τότε είχε μία μπουτίκ που ντύνονταν οι πλούσιες και διάσημες της Νέας Υόρκης. Κάθε μέρα περνούσαν η Αν Μπάνκροφτ, η Τζόνι Μίτσελ, η Μπιάνκα Τζάγκερ, η Γιόκο Όνο, ο Άντι Γουόρχολ με τους ηθοποιούς των ταινιών του, διάφορες διάσημες τραβεστί. Με όλους αυτούς υπήρχε σχέση, μας καλούσαν στα πάρτι και στις πρεμιέρες τους, σε Σαββατοκύριακα στην εξοχή. Έτσι βρέθηκα πολύ κοντά στη Διασημότητα.

Αυτό που μου έκανε πιο μεγάλη εντύπωση δεν ήταν ότι εγώ ο άγνωστος βρέθηκα εν μέσω διασήμων, αλλά το ότι πολύ συχνά το διπλανό διάσημο τραπέζι ήταν σε κατάσταση βατερλό υπαρξιακού και οργανικού. Εκεί η ματαιότητα μου χτύπησε δυνατά την πόρτα. Σκέφτηκα “κοίταξε τι κόστος έχει όλο αυτό. Και τι νόημα;” Με έπιασε μια μελαγχολία.

Όταν άρχισα να αισθάνομαι ότι ίσως και να κατέληγα ένας μπλαζέ Νεοϋορκέζος, όταν χρειαζόταν να πηγαίνω σε οντισιόν και γενικά να προσπαθώ να αποδείξω ότι έχω ένα ταλέντο, δυσανασχέτησα. Είχα χωρίσει και με την Ίζαμπελ, οπότε σκέφτηκα ότι είχε κλείσει ένας κύκλος. Επέστρεψα ένα καλοκαίρι εδώ για κάποιες παραστάσεις στην Κρήτη με τον Γιώργο Χριστοδουλάκη. Ωραία προσγείωση. Ελληνικό καλοκαίρι στην Κρήτη. Μετά έγινε τον Σεπτέμβρη στη Μακρόνησο το Happy Day με τον Παντελή Βούλγαρη. Στο περίφημο Long Island. Πειράζαμε την κοπέλα του Στάθη Γιαλελή που μας ρωτούσε πώς λένε το μέρος. Αυτή φαντάστηκε ότι θα έβλεπε καφετέριες, clubs και τέτοια. Και ξαφνικά βρέθηκε σε μία ερημιά, με το κοκκινόχωμα να μας θολώνει τα μάτια και τον αέρα να μας βασανίζει τα αυτιά. Και φίδια παντού!

Τον πρώτο καιρό μετά τη Νέα Υόρκη αισθανόμουν λίγο σαν φιλέλληνας. Είχα κολλήσει στο νεοϋορκέζικο ρυθμό κι εδώ μου φαίνονταν όλα πάρα πολύ αργά, τα σπίτια σαν χαρτοκοπτική και οι δρόμοι τόσο στενοί που ένιωθα ότι αν άνοιγα τα χέρια μου θα άγγιζα τους τοίχους.

Το πρώτο μέρος των ημερολογίων μου λέγεται “Ως εκ θαύματος”, το δεύτερο “Εντελώς άγνωστος” και το τρίτο που πραγματεύεται την επιστροφή στην Ελλάδα έχει τον τίτλο “Πανωλεθρίαμβος”. Είναι που έρχεσαι με όρεξη, γιατί πιστεύεις ότι έχεις προχωρήσει ως άνθρωπος μιας και συμμετείχες στα καλλιτεχνικά δρώμενα μιας μητρόπολης. Αλλά εδώ διαπιστώνεις ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Αυτό βέβαια δε φάνηκε από την αρχή. Ίσως γιατί με το που ήρθα έκανα το “Happy Day”, μετά έγινε μία παράσταση με το Χατζιδάκι στη Λυρική Σκηνή, και άλλα θεατρικά. Ακολούθησαν τα “Κουρέλια” και μια σειρά ταινιών η μία μετά την άλλη,  “Δράκουλας των Εξαρχείων”, “Βαποράκια”, “Ρεμπέτικο”, “Γλυκιά Συμμορία”.

Η περίοδος των “Κουρελιών” ήταν μία φάση εξαιρετική γιατί βρεθήκαμε κάποιοι άνθρωποι που ταιριάζαμε. Ο Νίκος Νικολαΐδης, ο Άλκης Παναγιωτίδης, ο Χρήστος Βαλαβανίδης, η Όλια Λαζαρίδου, όλοι γνωριζόμασταν από παλιά, ταίριαζαν τα χνότα μας. Μπορεί τότε να δημιουργούσαμε την αίσθηση μίας ομάδας, μίας σέχτας, αλλά η αλήθεια είναι ότι κανείς από εμάς δεν ήθελε να ηγηθεί ενός κλειστού γκρουπ, γύρω από το οποίο μελλοντικά θα συσπειρώνονταν νέοι άνθρωποι. Δεν ήμασταν από αυτούς που θα έφτιαχναν μια ομάδα κοινωνική που θα έκανε κρούσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει και το καταφέρνουν αυτό. Όπως η Ομάδα Εδάφους, οι παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή, το Θέατρο Στοά, παλιότερα ο Κουν. Εμείς δίναμε πολύ μεγάλη σημασία στη ζωή μας ο καθένας. Ήταν ωραία να συζητάμε την ιδέα μιας ομάδας, περνούσαμε όμορφα για ακόμη μία βραδιά, αλλά κανείς δε σηκωνόταν την επομένη για να κάνει τη δουλειά που έπρεπε να γίνει για να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο. Αυτή είναι και μία βασική διαφορά του νεοϋορκέζικου σκηνικού από το αθηναϊκό. Εδώ πέφτει πάρα πολύ συζήτηση και ονειροπόληση. Εκεί όταν λες κάτι, ο άλλος είναι στην τσίλια να το βάλει μπρος. Θυμάμαι πως οτιδήποτε έλεγα ως ιδέα, όλοι μου έλεγαν “το έχεις ξεκινήσει;” Και όταν απαντούσα ότι απλά ήταν μια ιδέα εκείνοι απορούσαν. Αλλά αυτός είναι ο μεσογειακός τρόπος. Να ονειρεύεσαι και να αφήνεις τα πράγματα να μετατίθενται αργότερα.

Αποφάσισα συνειδητά να κάνω μόνο σινεμά και θέατρο, να μην πολυασχολούμαι με την τηλεόραση ή οτιδήποτε άλλο υψηλής ακροαματικότητας γιατί μου είχε σφηνωθεί η ιδέα ότι αυτό θα μου στερούσε τη δυνατότητα να έχω προσωπική ζωή. Δεν ήθελα να με γνωρίζουν. Ήθελα να παρατείνω την ευτυχισμένη περίοδο της Νέας Υόρκης που δε με ήξερε κανείς και έκανα ό,τι λαχταρούσε η ψυχή μου. Φυσικά εδώ δεν μπορεί να γίνει αυτό γιατί είναι πολύ μικρή χώρα και ξέρουμε ο ένας τον άλλο. Πάντως ποτέ δε με ενδιέφερε να είμαι στην πρώτη γραμμή. Προτιμούσα να είμαι στα μετόπισθεν, με τα γυναικόπαιδα. Το έβρισκα πολύ πιο διασκεδαστικό, πιο συναρπαστικό, πιο παιχνιδιάρικο.

Κάποια στιγμή σταμάτησα και το σινεμά. Έπαψε να με ενδιαφέρει, δεν υπήρχε κάτι που να ζήλευα και να ήθελα να κάνω. Όπως έχει πει και κάποιος φίλος, οι περισσότερες ελληνικές ταινίες είναι σαν πιλότοι που τις δείχνεις σε ένα παραγωγό και σου λέει “εντάξει, γύρισε τις τώρα”. Τα χρήματα δε με δελέασαν ποτέ. Και επειδή ποτέ δεν έκανα καμία ιδιαίτερη προσπάθεια να το αποκτήσω, διαπίστωσα ότι και το ίδιο το χρήμα με απέφευγε συστηματικά. Ευτυχώς υπήρξα τυχερός γιατί πάντα βρισκόμουν δίπλα σε γενναιόδωρους ανθρώπους. Γενικά στις παρέες μου, όποιος είχε χρήματα, είτε εγώ είτε κάποιος άλλος, φρόντιζε για όλους. Αλλά μεγαλώνοντας ήρθαν μόνα τους τα χρήματα, χωρίς να κάνω ατέλειωτες οικονομικές συζητήσεις με παραγωγούς και επιχειρηματίες. Βαριέμαι και μόνο που το ακούω. Μερικά πράγματα έχουν να κάνουν με το ότι το ράσο κάνει τον παπά. Καμιά φορά και μόνο ο τρόπος που ζεις, που ντύνεσαι, που κυκλοφορείς, η αύρα που εκπέμπεις, επιβάλλει και την οικονομική σου διαπραγμάτευση με κάποιον. Σου λέει “δεν το συζητάει, θα του δώσω ό,τι ζητήσει”. Είναι μία σοβαρή διαπίστωση αυτή.

Ίσως το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς στη ζωή μου να είναι το ραδιόφωνο. Όταν γύρισα από τη Νέα Υόρκη με ψάρεψε η Σοφία Μιχαλίτση. Έκαναν τότε το “Θέατρο στο μικρόφωνο”. Άρεσε στη διευθύντρια του Β’ Προγράμματος η φωνή μου. Έτσι άρχισα να κάνω εκπομπές. Όπως το “Κάθε μέρα παντού”, που ήταν η πρώτη live εκπομπή με ανοιχτή επικοινωνία με όλη την Ελλάδα. Ένα πρωί, όμως, όπως έμπαινε το φως του ήλιου μέσα από τα γαλακτερά τζαμωτά της ΕΡΤ μου φάνηκε σαν τη φωλιά του κούκου. “Θα περάσω τη ζωή μου κάνοντας κάθε μέρα εκπομπή μέσα σε αυτό το τρελοκομείο;” σκέφτηκα. Πολύ σύντομα παραιτήθηκα. Όταν όμως μου τέλειωσε το σινεμά, σκέφτηκα ότι αφού το ραδιόφωνο είναι ένας χώρος που μπορώ να κάνω παιχνίδι, είναι μαγικό, μια εικόνα χωρίς εικόνα, μια φωνή που σε ταξιδεύει, ξεκίνησα πάλι στο Κανάλι 15, μετά ήρθε ο Rock FM, μετά κάτι Σαββατοκύριακα στον Klik, δοκίμασα γενικά διάφορα πράγματα για να καταλήξω στον Εν Λευκώ, όπου είμαι όντως “εν λευκώ”.

Δε σταμάτησα να κάνω ραδιόφωνο ούτε όταν πέρασα τη μεγάλη περιπέτεια της υγείας μου, της ζωής μου, το 2004. Δεν άφησα την αρρώστια να με κυριεύσει. Μετά από κάθε πενθήμερο χημειοθεραπείας, έβγαινα για δυόμιση εβδομάδες και αμέσως ξεκινούσα και πάλι τις εκπομπές. Εξαιτίας όμως αυτής της αρρώστιας, έμεινα πολύ καιρό μόνος με τον εαυτό μου. Γιατί οι μεγάλες, οι ζόρικες αρρώστιες, όπως και οι ζόρικοι έρωτες, είναι μοναχικά ταξίδια. Μπορεί να βοηθάνε από δίπλα οι συγγενείς ή οι φίλοι ή οι ερωμένες, αλλά μόνος σου τα περνάς εν τέλει. Ευτυχώς όμως δεν κατέφυγα στο δράμα. Ποτέ δε μου άρεσε. Το βρίσκω πολύ εύκολο. Από μικρός αλλά και ως ηθοποιός το απέφευγα. Μου άρεσε το πρόσωπο μάσκα. Και κάτω από αυτή τη μάσκα μπορεί να είναι τα πάντα. Αλλά όχι υπερβολική χρήση εκφράσεων, αγκομαχητών, δακρύων. Κι έτσι πέρασα αυτή την περιπέτεια. Μου έλεγαν οι γιατροί ότι θα μου κοπεί η όρεξη κι εγώ πήρα δέκα κιλά. Εγώ που ποτέ δεν ήμουνα του φορτωμένου φαγητού, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είχα μια μανία για βαρβαρικά δείπνα, γουρουνόπουλα ψητά, τεράστιες σαλάτες, κόκκινα κρασιά, ένα παραλήρημα γεύσεων! Απορούσαν κιόλας. “Μα δεν πονάτε;” με ρωτούσαν. “Φυσικά, αλλά δεν πρόκειται να το δείξω”, απαντούσα. “Είμαι εκπαιδευμένος για πράκτορας”. Αυτή όμως είναι η στάση μου απέναντι στη ζωή. Κάποια στιγμή μία ευγενής και ευαίσθητη γιατρός μου είπε: “Και στην προσωπική σας ζωή είστε έτσι κύριε Τζούμα;” “Ακριβώς. Λειτούργησα πολλά χρόνια ως παυσίπονο και οι εκπαραθυρώσεις με τις εκάστοτε συντρόφους μου γίνονταν με το γάντι”.

Δε θα μπορούσα να είχα μείνει με καμία γιατί αυτό που δεν έχω καθόλου είναι η αφοσίωση. Δεν ξέρω αν είναι ποιότητα ή χάρισμα, πάντως δεν το είχα ποτέ. Ήμουνα πάντα από δω κι από ‘κει. Συλλέκτης εμπειριών; Αρσενική πεταλούδα που πετάει δεξιά κι αριστερά; Δεν ξέρω αλλά η αφοσίωση ποτέ δε μου προέκυψε. Δεν μπόρεσα ποτέ να αφοσιωθώ ούτε στην Τέχνη μου, ούτε σε ένα πρόσωπο, ούτε σε μία ιδεολογία.

Σκέφτομαι καμιά φορά ότι θα μπορούσα να έχω ένα παιδί και να ασχολούμαι μαζί του. Από την άλλη θυμάμαι ένα ανέκδοτο του Μπέκετ. Ένας κύριος πάει στο ράφτη του για να του φτιάξει ένα παντελόνι για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Συνεχώς αναβάλλεται η προετοιμασία του παντελονιού, όλο κάτι φταίει, ο καβάλος, οι τσέπες, τα ρεβέρ. Και περνάνε έξι μήνες μέχρι να το ετοιμάσει. Κάποια στιγμή γίνεται έξαλλος ο πελάτης και λέει στο ράφτη “μα καλά έξι μέρες χρειάστηκε ο θεός για να φτιάξει τον κόσμο κι εσείς παλεύετε έξι μήνες για να φτιάξετε ένα παντελόνι;” Και του λέει ο ράφτης το εξαιρετικό: “Ναι αλλά κοιτάξτε τον κόσμο και κοιτάξτε και το παντελόνι μου”. Οπότε, που θα ζούσε αυτό το παιδί;

Δε θεωρώ τον εαυτό μου αυθεντικό. Νομίζω ότι είμαι πιο πολύ καλόγουστος κλέφτης. Κάτι που μου αρέσει αμέσως μου τραβάει το βλέμμα, από ηχόχρωμα φωνής μέχρι βάδισμα στο δρόμο. Μου συμβαίνει συχνά αυτό. Υπήρχε πάντα μία μύτη, ένα μάτι, ένα αυτί για καλόγουστα πράγματα. Γι’ αυτό θέλω να πιστεύω ότι στο χάος της ζωής εγώ έκανα απλά πιρουέτες με χάρη.

Εδώ και πολύ καιρό μου είχε σφηνωθεί η ιδέα ότι καλό θα ήταν ο καθένας να γράψει κάποια στιγμή τη ζωή του και να τη δώσει στους φίλους του, στα παιδιά του, να την αφήσει γενικά να υπάρχει. Εγώ θέλησα να γράψω αυτό το βιβλίο εξαιτίας όλων αυτών των παιδιών στα οποία αναφέρομαι. Νιώθω ότι τους χρώσταγα αυτή τη χάρη. Γιατί τελικά το βιβλίο έχει να κάνει με τα καλύτερα παιδιά που κουράστηκαν αλλά δε γύρισαν σπίτι, όπως λέει ο στίχος του Σαββόπουλου, γιατί δεν υπήρχε πια σπίτι. Ήταν ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Μετά από τέτοια αμφισβήτηση, υπονόμευση και ειρωνεία των πάντων, να γυρίσεις που; Ήμαστε όλοι σκόρπια δύναμη, δεξιά και αριστερά και μάλιστα της απαλής δράσης, όχι γροθιά στο στομάχι. Σαν παιδικό παιχνίδι κύλησε η ζωή μας, επαγγελματική και μη. Λίγο χύμα. Ένιωθα ωραία όμως βλέποντας το πράγμα να τραβάει χαλαρά το δρόμο του κι εγώ να το ακολουθώ. Μια χαρά ήταν.

INFO

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε πρώτη φορά την Άνοιξη του 2008 στο περιοδικό Esquire.