ΒΙΒΛΙΟ

Ένα από τα λαμπρότερα δείγματα της weird λογοτεχνίας γράφτηκε από Ελληνίδα

Μια συζήτηση με την Νατάσα Παυλίτσεβιτς με αφορμή το συγγραφικό της ντεμπούτο στο εξαιρετικό 'Κάπου Αλλού'.

Με τα είδη της speculative λογοτεχνίας, το φανταστικό, τον τρόμο και την επιστημονική φαντασία έχουμε ασχοληθεί αρκετές φορές στο παρελθόν εδώ στο Oneman. Έχουμε μιλήσει για το πώς οι Έλληνες αναγνώστες στρέφονται όλο και συχνότερα σε Έλληνες συγγραφείς αυτών των ειδών και έχουμε παρουσιάσει μπόλικες προτάσεις βιβλίων για όσους θέλουν να ανακαλύψουν την πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη αναγνωστική και συγγραφική κοινότητα της χώρας μας.

Στην πρόσφατη λίστα μας με προτάσεις αναγνωσμάτων από Έλληνες συγγραφείς από το 2016 μέχρι και σήμερα, ένα μυθιστόρημα ξεχώρισε: Το Κάπου Αλλού της Νατάσας Παυλίτσεβιτς είχε κυκλοφορήσει μόλις ένα μήνα πριν από τις Εκδόσεις Bell, το μοναδικό βιβλίο του 2020 που χώρεσε στους 55+ τίτλους που αναφέρονται στις επιλογές μας. Πρόκειται μάλιστα για το ντεμπούτο της νεαρής συγγραφέα, που ζει και εργάζεται ως δασκάλα στη Σουηδία, ένα βιβλίο που κατατάσσεται στο είδος της Weird λογοτεχνίας, έργα της οποία δε συναντάμε συχνά στα ελληνικά.

Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται γύρω από την Εύα και τη Δάφνη, ένα ζευγάρι που ζει σε ένα απομονωμένο σπίτι έξω από τη Θεσσαλονίκη, με τη σχέση τους και τον ίδιο τους τον κόσμο να σκοτεινιάζει και να απομακρύνεται σιγά σιγά μακριά τους. Έχει αποσπάσει ιδιαίτερα θετικές κριτικές από τους αναγνώστες, ενώ βρίσκεται σταθερά από τον Ιανουάριο στα ευπώλητα βιβλία του εκδοτικού.

Είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τη Νατάσα για το βιβλίο της, τη συγγραφή, τη ζωή της στη Σουηδία και τους αναγνώστες του τρόμου, του φανταστικού και της επιστημονικής φαντασίας.

Κάπου Αλλού

Το Κάπου Αλλού είναι το πρώτο σου μυθιστόρημα, ποια είναι όμως η πρώτη σου επαφή με τη συγγραφή; Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σου με το γράψιμο;

Μου άρεσε να γράφω από μικρή, και πέρα από τις εκθέσεις του σχολείου δημιουργούσα και δικές μου ιστορίες. Σε κάποια φάση γράφαμε μαζί με την αδερφή μου μια ιστορία τύπου Χάρι Πότερ! Αργότερα συνέχισα εγώ με ποίηση στην εφηβεία μου κι έπειτα διηγήματα. Μόλις άρχισα να κερδίζω σε διαγωνισμούς συγγραφής το πήρα σοβαρά: Διάβασα για το γράψιμο, παρακολούθησα μαθήματα αφήγησης, έγραψα πολύ, εκτέθηκα σε κριτικές.

Η ιστορία που αφηγείσαι στο βιβλίο πατάει σταθερά στο υποείδος της λογοτεχνίας τρόμου που ονομάζεται weird. Ποια ήταν εκείνα τα έργα που σε παρακίνησαν να ασχοληθείς με αυτό το είδος;

Το Weird είναι ιδιαίτερο υποείδος αλλά είμαι σίγουρη ότι πολλοί αναγνώστες έχουν επαφή με αυτό, έστω κι ασυνείδητα. Είναι παρακλάδι του τρόμου αλλά δεν έχει σκοπό να τρομάξει, έχει σκοπό να παίξει με τη σχέση αληθινού και ψεύτικου. Το Weird ξεκινάει συνήθως από μια ρεαλιστική βάση σε ένα αστικό πλαίσιο και γλιστράει στο μη οικείο, χρησιμοποιώντας στοιχεία που συναντάμε στον τρομο και γενικά στο speculative fiction. Έτσι και το Κάπου Αλλού ξεκινάει από την ρεαλιστική κατάσταση ενός ζευγαριού που θα κάνει διακοπές σε ένα σπίτι. Μια χαρά δηλαδή! Οι χαρακτήρες όμως συνειδητοποιούν ότι το δασος, τα χωράφια και ο δρόμος έξω από το σπίτι αρχίζουν να αποτραβιούνται στο πουθενά, να τις αφήνουν όλο και πιο απομονωμένες. Εδώ την πατήσαμε… Υπάρχει μια τεράστια ανθολογία διηγημάτων που συνέταξε το ζεύγος Vandermeer ονόματι The Weird. Εκεί μέσα θα βρείτε διηγήματα του King, του Clive Barker, αλλά και της Shirley Jackson, της Daphne du Maurier κι άλλων.

Λίγα πράγματα μπορούν να συγκριθούν με το άγχος ενός συγγραφέα πριν την έκδοση του ντεμπούτου του. Εσύ πως έζησες την έκδοση του Κάπου Αλλού, πριν και μετά την κυκλοφορία του στα βιβλιοπωλεία;

Αχ, πραγματικά, ήταν πολύ ωραία εμπειρία. Όταν άλλοι άνθρωποι σκέφτονται το γάμο τους, εγώ οραματιζόμουν την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου. Είχα χαμηλές προσδοκίες γενικώς γιατί αναγνωρίζω ότι παίζω σε δύσκολο επίπεδο. Επειδή το Κάπου Αλλού είναι Weird, έχει κεντρικούς χαρακτήρες ένα ζευγάρι γυναικών, κι ο δρόμος της έκδοσης είναι πολύ δύσκολος τα τελευταία χρόνια λόγω οικονομικής ανησυχίας, δεν περίμενα να λάχει τόσο θερμής υποδοχής στη Bell και στα ράφια γενικώς. Πραγματικά όμως οι κριτικές είναι απίστευτα θετικές, το βιβλίο το σπρώχνουν πολύ, μου έρχονται μηνύματα συνεχώς για τις ανατροπές που έχει το κείμενο και για το πόσο αρέσει κι εγώ είμαι απλά ευγνώμων.

Τα τελευταία χρόνια ζεις και εργάζεσαι στη Σουηδία, θεωρείς πως έχει επηρεάσει τη δημιουργικότητά σου η χώρα;

Αν ήμουν στην Ελλάδα κατά πάσα πιθανότητα δε θα είχα αυτό που λέμε day job. Είμαι δασκάλα, και οι περισσότερες συμφοιτήτριές μου, αν και ικανότατες παιδαγωγοί, δουλεύουν πλέον σε φούρνους, αεροπορικές εταιρείες, καφέ κι αυτές είναι οι τυχερές. Το Κάπου Αλλού το έγραψα σε φάση που είχα αποκτήσει μια σταθερή δουλειά στη Σουηδία, ένιωθα ανεξάρτητη και μπορούσα να συγκεντρωθώ σε κάτι που με γέμιζε. Βέβαια δε μπορούμε να τα έχουμε όλα. Ίσως να ήμουν ακόμη πιο δημιουργική αν μπορούσα να εργάζομαι στη χώρα μου, να μιλάω τη γλώσσα μου και να μη μου λείπει η μαμά μου. Για μένα όμως πρέπει να κάνεις το καλύτερο που μπορείς στις συνθήκες όπου βρίσκεσαι.

Φαντάζομαι πως ο πρώτος beta reader των ιστοριών σου είναι ο σύζυγός σου Κωνσταντίνος Κέλλης, επίσης συγγραφέας βιβλίων τρόμου. Πώς αλλιώς επεκτείνεται η σχέση σας σε ό,τι αφορά τη συγγραφή;

Ξεκάθαρα είναι ο πρώτος που διαβάζει τα προσχέδια κι είναι αυστηρός. Η σχέση μου με τον Κωνσταντίνο με βοήθησε να δω το χώρο των Εκδόσεων εκ των έσω, να καταλάβω πώς λειτουργούν τα συμβόλαια, η προώθηση κι η επαφή με τους αναγνώστες. Θέλει να είσαι σκληρό καρύδι για να μη σε πάρει από κάτω. Κάτι που έγραψες σε κάποιους μήνες, το διόρθωνες για κανένα χρόνο, το έδινες σε beta readers και μετά το ξαναέγραφες, ο άλλος μπορεί να το διαβάσει μέσα σε μια μέρα και να έχει την άποψη του. Οι συζητήσεις που έχουμε κάνει με τον Κωνσταντίνο πάνω σε αυτό το ζήτημα με έχουν βοηθήσει πολύ.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στο Κάπου Αλλού έχει η σχέση μεταξύ δύο γυναικών, της Δάφνης και της Εύας. Πόσο σημαντική ήταν για σένα η απεικόνιση μιας ομοφυλοφιλικής σχέσης στο έργο σου;

Η πρώτη ιδέα ήταν ένα σπίτι όπου το φυσικό περιβάλλον απομακρύνεται. Σκέφτηκα λοιπόν πώς μπορεί αυτή η κατάσταση να έχει όσο το δυνατόν περισσότερη ένταση. Ένα ζευγάρι είναι μια διαρκής πάλη να συνεννοηθείς με κάποιον άλλο, οπότε προσφέρεται ιδιαίτερα για δυνατές σκηνές. Μετά σκέφτηκα ότι ένα ζευγάρι που δεν έχει οικογενειακή υποστήριξη υποχρεούται να τα βγάλει πέρα μόνο του, ακόμη και σε κρίσιμες καταστάσεις. Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα ανθρώπων που οι γονείς τους έκλεισαν την πόρτα γιατί έτυχε να αγαπήσουν άτομο στο λάθος φύλο, στη λάθος θρησκεία, στη λάθος “πλευρά”. Επίσης αυτό θα μου έδινε την ευκαιρία για κοινωνικό σχολιασμό που θα έβγαινε οργανικά μέσα από τους χαρακτήρες, δίνοντας άλλο βάθος στο μυθιστόρημα.

Γνωρίζω πως έχεις τραβήξει από την πραγματικότητα την τοποθεσία στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα της ιστορίας σου. Υπάρχουν άλλα στοιχεία του βιβλίου που προέρχονται από την πραγματική ζωή;

Η τοποθεσία είναι 100% πραγματική, όντως. Τα άλλα ρεαλιστικά στοιχεία που έχω ζήσει η ίδια ή έχω δει μέσω κοντινών μου ανθρώπων είναι το πώς βιώνει η Εύα την εργασία σε ιδιωτικό σχολείο σαν μια ψυχοβγαλτική κατάσταση, το πώς αντιμετωπίζεται ένα διαφορετικό ζευγάρι από οικογένεια και κοινωνία, το πώς η ζωή ενός ανθρώπου σε αναπηρική καρέκλα περιορίζεται από τις υποδομές της περιοχής του. Επίσης, η τάση να μπερδεύουμε την αγάπη με ανάγκη για έλεγχο είναι κάτι που με απασχόλησε πολύ σε προσωπικές μου σχέσεις και χαίρομαι τώρα που μου έρχονται μηνύματα από ανθρώπους που ταυτίστηκαν, είτε με την Εύα είτε με τη Δάφνη.

Υπάρχουν τραγούδια που θεωρείς πως ταιριάζουν με το μυθιστόρημά σου; Τι θα έβαζες στο soundtrack του Κάπου Αλλού;

Όπως είπε κι η αναγνώστρια Ευαγγελία στην 5άστερη κριτική της (για την οποία την ευχαριστώ πολύ), το βιβλίο έχει μια πινελιά μέταλ. Ένας από τους χαρακτήρες αγαπάει πολύ αυτό το είδος κι επίσης η μέταλ γενικώς βγάζει μια επανάσταση, μια αμφισβήτηση που ταιριάζει με κάποια κομμάτια του βιβλίου. Αλλά είδη μουσικής θα ήταν κάτι μελαγχολικά έντεχνα κομμάτια τύπου “Το παράπονο” ή το “Λευκό μου γιασεμί” που το άκουγα στο repeat καθώς έγραφα κάποιες σκηνές. Αν γινόταν ταινία το Κάπου Αλλού, όπως ευγενικά πρότειναν αρκετές αναγνώστριες, μάλλον θα είχε μουσική επένδυση από έγχορδα τα οποία ξαφνικά θα έκαναν κρεσέντο και το ίδιο ξαφνικά θα σταματούσαν σε σημεία-κλειδιά της υπόθεσης.

 

Έχεις να πεις κάτι στους αναγνώστες που δε γνωρίζουν πως και στην Ελλάδα υπάρχει μια μεγάλη σκηνή φανταστικού και τρόμου;

Ναι, να διαβάσετε ελληνικό τρόμο κι ελληνικό φανταστικό. Αν δε ξέρετε από πού να αρχίσετε να ρωτήσετε σε βιβλιοομάδες ή να συμβουλευτείτε το Goodreads. Ο άντρας μου, Κωνσταντίνος Κέλλης γράφει τον τρόμο που μου αρέσει προσωπικά καθώς εστιάζει σε οικογενειακές σχέσεις, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουν βγει κι άλλοι συγγραφείς που εμπλουτίζουν την εγχώρια σκηνή. Από επιστημονική φαντασία προτείνω τον Μιχάλη Μανωλιό, από φανταστικό τη Βάσω Χρήστου και υπάρχουν και πολλοί άλλοι ακόμη.

Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σένα;

Ο ανοιχτόμυαλος, που δε θα μου στείλει μήνυμα να με κράξει που έχω ομοφυλοφιλία στο βιβλίο (το ζήσαμε κι αυτό), κι αυτός που θα κάνει κριτική από την προσωπική του σκοπιά του τύπου “εμένα μου άρεσε για αυτό το λόγο, προσωπικά δε μου άρεσε για εκείνο το λόγο”. Κανένα βιβλίο δεν είναι από μόνο του σκουπίδι ή αριστούργημα. Όλα είναι σχετικά κι όταν κάνουμε κριτική, καλό είναι να διατηρούμε μια ψυχραιμία.

Ιδέα για το επόμενο βιβλίο σου υπάρχει;

Ναι, είχα ιδέα για ένα μυθιστόρημα για το οποίο έχω κρατήσει πολλές σημειώσεις αλλά δε νομίζω ότι είμαι σε φαση να το γράψω κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Θα γυρίσω για κάποιο καιρό στην πρώτη μου αγάπη γράφοντας διηγήματα κατά πάσα πιθανότητα στο είδος του τρόμου. Θα χαρώ πολύ να δω ακόμη ένα διήγημά μου να κυκλοφορεί στο εξωτερικό, όπως έγινε πέρυσι μέσω του αμερικανικού περιοδικού LampLight.