ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Γιάννης Οικονομίδης δεν μεγάλωσε σε Σπιρτόκουτο

Ο κινηματογραφιστής που ζει για τις 'ψηλές θερμοκρασίες' στα έργα του δεν περίμενε ότι το πρώτο του θεατρικό θα είχε τέτοια επιτυχία.

Σκηνοθέτησε το ‘Σπιρτόκουτο’, την ‘Ψυχή στο Στόμα’, τον ‘Μαχαιροβγάλτη’ και το ‘Μικρό Ψάρι’ για το σινεμά πριν σκηνοθετήσει την παράσταση ‘Στέλλα κοιμήσου’ που ανεβαίνει για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στο Εθνικό, όπου θα παίζεται μέχρι και τον Γενάρη. Ο Γιάννης Οικονομίδης πάτησε το Rec στο Ραδιόφωνο 24/7 και εξήγησε πώς καταφέρνει να παίρνει κάθε φορά αυτήν την οικονομίδεια ένταση από τους ηθοποιούς του. Και πώς γνώρισε τους Λίτση και Μουρίκη, τις δύο πιο συμβολικές μορφές των έργων του.

(φωτογραφία: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Αυτά είναι μερικά από τα καλύτερα σημεία της συνέντευξης:

“Άλλο τόλμημα το θέατρο. Η επιτυχία ήταν λίγο απρόσμενη. Αυτό το πράγμα που έχει συμβεί και συμβαίνει δεν το περίμενα για να είμαι ειλικρινής. Το έργο αυτό γκέλαρε πιο πολύ από τις ταινίες κατά έναν παράξενο τρόπο”.

“Επειδή κάνω ένα σινεμά ανθρωποκεντρικό και μια δραματουργία με ψηλές θερμοκρασίες που μυρίζει πολύ ανθρωπίλα, στο τέλος της ημέρας (σ.σ. οι ήρωες των έργων μου) είναι άνθρωποι και οι πράξεις τους είναι ανθρώπινες πράξεις. Ο ρόλος ο δικός μου δεν είναι να τους κρίνω, αλλά να τους κατανοήσω. Από τη στιγμή που δεν κουνάμε το δάχτυλο στους ήρωες και δεν βγάζουμε φιρμάνια τύπου ‘καλός-κακός’, από τη στιγμή που για εμάς όλοι είναι άνθρωποι με τα πάθη και τα κουσούρια τους, δεν μπορώ να διαλέξω αγαπημένο ήρωα από το έργο. Είναι όλοι τους υλικά μέσα από τα οποία προσπαθώ να καταλάβω αυτό που λέμε ανθρώπινη κατάσταση”.

“Το ερώτημα κάθε φορά -που δουλεύουμε ένα έργο- είναι το εξής: αν αυτό γινότανε μπροστά στα μάτια μας, πώς θα ήταν;”

“Όσον αφορά τα επίπεδα έντασης, βίας και σκληρότητας/νοσηρότητας, την ‘Ψυχή στο Στόμα’ δεν θα την ξεπεράσει καμία ταινία άλλη. Κουβαλάει και πάρα πολλή τρέλα και παλαβομάρα”.

“Η ‘Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς’ (σ.σ. η επόμενη ταινία του σκηνοθέτη) είναι μια μαύρη κωμωδία. Εκτυλίσσεται στην επαρχία, στην κεντρική Ελλάδα, με επίκεντρο τη Λαμία και γίνεται πάλι το έλα να δεις. Έχει πάρα πολλούς ήρωες, έχει υπόκοσμο, νύχτα, ερωτικά τρίγωνα, σκυλάδικα, μεταλάδες, δολοφόνους, αίμα, καψούρα, ιδρώτας, μουσικές”.

Ακούστε ολόκληρο το Rec με τον Γιάννη Οικονομίδη:

 

“Αυτό που με απασχολούσε πάντα είναι η ακρίβεια της αναπαράστασης του κόσμου που μας περιβάλλει. Πώς αιχμαλωτίζεται όλο αυτό στο σελιλόιντ. Με απασχολεί ακόμα, πώς να στο πω… Άμα δεν με πείσει μια σκηνή που πάω να στήσω ότι αν αυτό συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου, θα συνέβαινε ακριβώς με αυτόν τον τρόπο, δεν προχωράω, δεν μπορώ, είναι για πέταμα για μένα”.

“Από το ‘Σπιρτόκουτο’ και μετά, θεωρώ ότι υπάρχει μια εξέλιξη, ότι έχω προχωρήσει. Και φυσικά υπάρχει ακόμα δρόμος. Δεν είναι εύκολο όλο αυτό το κυνήγι, το να αποτυπώσεις με ακρίβεια τον κόσμο”.

“Δεν είχα φιγούρες όπως αυτές του ‘Σπιρτόκουτου’ στο περιβάλλον μου. Γέννησα τους χαρακτήρες με την παρατήρηση και με βάση το τι χαρακτήρας είμαι εγώ. Θέλω έντονα πράγματα. Μετά απλά πρέπει να βρεις μια φόρμα για να το χωρέσεις όλο αυτό. Αυτό λοιπόν δεν σημαίνει ότι όλα αυτά είναι ιδιωτικά βιωματικά, ότι τα έχεις ζήσει. Η δουλειά μου είναι να είμαι παρατηρητής. Είτε παρατηρώ τον κόσμο που με περιβάλλει είτε τα βρίσκω μέσα από ταινίες ή διαβάσματα. Κι αυτά προσωπικά βιώματα είναι”.

“Όταν στήναμε τις σκηνές στη βιοτεχνία με τα δύο φασιστάκια, τους τραμπούκους στην ‘Ψυχή στο Στόμα’, η αναφορά στο μυαλό μου ήταν ο στρατός και το γήπεδο, τα οποία τα έχω ζήσει. Από εκεί και πέρα, μπαίνει η φαντασία και το πώς θα μπορούσες να μεταφέρεις όλο αυτό το κλίμα σε ένα εργασιακό περιβάλλον”.

“Όταν είδα για πρώτη φορά τον Λίτση, μου άρεσε πολύ η φάτσα του, τα μάτια του, το στιλ, η φωνή του. Είναι ένα πρόσωπο γραμμένο αυτό του Ερρίκου, κουβαλάει κάτι δυνατό η φάτσα του, δεν είναι φλατ, έχει δεύτερο επίπεδο”.

“Τον είχα δει για μια άλλη ταινία που θα έκανα τότε αλλά δεν βγήκε ποτέ, όχι για το ‘Σπιρτόκουτο’. Θα του έδινα έναν τρίτο ρόλο, θα έπαιζε έναν σουβλατζή που τραμπουκίζεται από κάποιον στον οποίο χρωστάει. Αρχίζουμε τις πρόβες και πάμε να κάνουμε τη σκηνή με τον Ερρίκο και τον πρωταγωνιστή της ταινίας. Αρχίζει η σκηνή και -πόσο διαρκούσε, τρία τέσσερα λεπτά;- δεν πήραμε τα μάτια μας από τον Ερρίκο. Ο άλλος είχε εξαφανιστεί, δεν τον έβλεπες, είχε γίνει αόρατος άνθρωπος. Όταν κατέρρευσε λοιπόν η ταινία που πήγαινα να στήσω και έπεσε στο τραπέζι το να κάνουμε κάτι πιο low-budget, είπα ότι πρέπει να προχωρήσω με αυτόν τον άνθρωπο. Μπορείς να χτίσεις ταινία πάνω του”.

“Ο Βαγγέλης (σ.σ. Μουρίκης) είναι δίπλα μου και στην παράσταση. Τι να πει κανείς για τον Βαγγέλη; Είναι ο πιο μεγάλος Έλληνας κινηματογραφικός ηθοποιός και πολύ μεγάλη προσωπικότητα. Ξέρει το σινεμά απέξω κι ανακατωτά, βλέπει σινεμά ασταμάτητα, ξέρει από παραγωγή, από σενάριο, είναι ένας συνολικός άνθρωπος του κινηματογράφου. Και πάρα πολύ δοτικός, μια πολύ μεγάλη ψυχή”.

Το Rec με τον Γιάννη Οικονομίδη μεταδόθηκε το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στο Ραδιόφωνο 24/7.