ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Έλλη Τρίγγου χρωστά στον εαυτό της δύο ταξίδια

Αν δεν περνούσε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, θα ταξίδευε στην Ινδία. Αν δεν της γινόταν η τηλεοπτική πρόταση για τις Άγριες Μέλισσες, θα έφευγε για το Περού. Η ζωή της θα ήταν άλλη. Η ίδια θα ήταν άλλη. 

Σε μία άλλη ζωή, η Έλλη Τρίγγου θα μπορούσε να ζει στα χίπικα 60s και 70s, να κάνει νομαδική ζωή και να αισθάνεται ελεύθερη. Η εικόνα που δημιουργεί αυτή η πρόταση είναι εξάλλου πολύ κοντά της. «Θα μπορούσα να ζω έτσι, ναι. Τουλάχιστον, ένα κομμάτι μου. Βασικά, ήμουν πολύ κοντά στο να συμβεί την εποχή που έδωσα εξετάσεις υποκριτικής», λέει, ενώ προσπαθεί να βολευτεί στο παγκάκι που μόλις έχουμε καθίσει, ένα μαγιάτικο απόγευμα Σαββάτου, στον Εθνικό Κήπο.

Η 32χρονη έγινε γνωστή όταν το 2016, στην παρθενική της εμφάνιση ως ηθοποιός πρωταγωνίστησε στην ταινία Suntan του  Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και βραβεύτηκε δις: απέσπασε το βραβείο β’ γυναικείου ρόλου από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου και το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης ηθοποιού από το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.

Ευρέως γνωστή, όμως, έγινε το 2019, όταν ανέλαβε έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους της δημοφιλούς σειράς του ΑΝΤ1, Άγριες Μέλισσες, υποδυόμενη την Ασημίνα Σταμίρη. Σήμερα, ο περισσότερος κόσμος γνωρίζει το όνομά της, το πρόσωπό της. «Μαθαίνω να διαχειρίζομαι την έκθεση και την αναγνωρισιμότητα. Κάποτε, θα ένιωθα τρόμο μπροστά σε όλο αυτό, σιγά-σιγά τα πάω όλο και καλύτερα. Οι προθέσεις του κόσμου άλλωστε είναι πάντα πολύ καλές. Θέλουν να μοιραστούν τη χαρά που τους προκαλεί αυτό που κάνουμε».

Η απάντησή της έρχεται κάπως σε αντίθεση με τον χαρακτήρα και αυτό που βγάζει προς τα έξω. Η Έλλη είναι ένας άνθρωπος έξω καρδιά, εξωστρεφής. Μία γυναίκα δυναμική, τσαμπουκάς. Τολμά και παίρνει ρίσκα στη ζωή της. «Έχω αίσθηση του φόβου σε χιλιάδες πράγματα, αλλά πάσχω από έλλειψη αίσθησης κινδύνου».

Λίγο πριν το μεγάλο φινάλε των Άγριων Μελισσών και την έναρξης της καλοκαιρινής περιοδείας με την Αντιγόνη του Σοφοκλή, που θα σηματοδοτήσει το ντεμπούτο της στο αρχαίο δράμα και την πρώτη της κάθοδο στην Επίδαυρο, μιλήσαμε για πολλά: από τα παιδικά της χρόνια σε Πάτρα και Αθήνα, την υποκριτική που απλά προέκυψε σε ένα ταξίδι στη Γρανάδα, τα ταξίδια που έκανε, αλλά και δεν έκανε, το Suntan, τους ρόλους που ποτέ δεν ονειρεύτηκε, τη φροντίδα που χρειάζονται οι ερωτικές σκηνές, τον Γιάννη Οικονομίδη, τον κόντρα ρόλο της Ασημίνας, το να απολαμβάνει το τίποτα.

«Είχα κάνει ένα ταξίδι στη Γρανάδα στην Ισπανία και εκεί, ανακάλυψα το θέατρο δρόμου».

Έλλη, να το πάμε από την αρχή;

Φυσικά.

Γεννήθηκες στην Πάτρα, αλλά μεγάλωσες στην Αθήνα. Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια; 

Όταν ήμουν δύο χρονών, οι γονείς μου πήραν διαζύγιο. Έφυγα με τη μητέρα μου από την Πάτρα και πήγαμε να ζήσουμε στον Βύρωνα. Το διαζύγιο τους δεν το κατάλαβα. Ήμουν μικρό παιδί. Μεγάλωσα γνωρίζοντας ότι ζω με τη μαμά και ο μπαμπάς ζει κάπου άλλου, αλλά έρχεται συχνά να μας βλέπει. Όταν ξεκίνησα πλέον να έχω αναμνήσεις ήταν όλα σε αρμονία. Υπήρξαν, δεν υπήρξαν εντάσεις, δεν της πήρα χαμπάρι. Επίσης, με τον πατέρα μου έζησα στην Πάτρα δύο χρόνια, όταν πήγαινα τρίτη Γυμνασίου και πρώτη Λυκείου.

Πώς ήταν αυτή η αλλαγή;

Ήταν μία συλλογική απόφαση και μία εμπειρία που μου έκανε καλό. Την είδα σαν μία μεγάλη περιπέτεια. Ενώ δεν είχα πρόβλημα από παιδί με τις αλλαγές και ήμουν φουλ προσαρμοστική, ένα σοκ το έπαθα όταν έφυγα από ένα μικρό, μόλις δύο ατόμων, οικογενειακό περιβάλλον και ξαφνικά βρέθηκα με παππούδες, γιαγιάδες, ξαδέρφια. Κάπου εκεί, ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησα τα δύο ετεροθαλή αδέρφια μου. 

Γενικά ήμουν ήσυχο παιδί, όταν όμως μπήκα στην εφηβεία, ήρθαν τα πάνω-κάτω. Πολύ έντονα χρόνια, πολλές τρέλες.

Η ενασχόληση με την υποκριτική ξεκίνησε ως μία τρέλα;

Κατά μία έννοια, ναι. Είχα κάνει ένα ταξίδι στη Γρανάδα στην Ισπανία και εκεί, ανακάλυψα το θέατρο δρόμου. Όπου και αν γυρνούσες το βλέμμα σου έπεφτες πάνω σε μουσικούς, ζωγράφους, ακροβάτες, ζογκλέρ, κάθε λογής καλλιτέχνες. Κάτι ταράχτηκε τότε μέσα μου και είπα «Κοίτα να δεις, ωραία περνάνε αυτοί οι άνθρωποι». Ήμουν 22 και έψαχνα να βρω πού ανήκω. Στο μυαλό και στην ψυχή μου υπήρχε χάος και αυτό το μέρος ήταν γεμάτο φως.

Αποφασίσαμε λοιπόν να μείνουμε με τους φίλους μου στη Γρανάδα περισσότερες ημέρες, αλλά δεν είχαμε χρήματα. Έτσι, ξεκινήσαμε και εμείς να κάνουμε περφόρμανς στον δρόμο. Θυμάμαι φτιάχναμε μόνοι μας ένα υλικό από σαπούνι και γλυκόζη και κάναμε τεράστιες φούσκες, εγώ περνούσα με το καπέλο και ευχαριστούσα τον κόσμο, τους μιλούσα ελληνικά, είχε πολύ πλάκα. Ήταν απολύτως απελευθερωτικό. Δεν είχα καμία αίσθηση του φόβου, ενώ δεν ήξερα τι ακριβώς έκανα εκεί.

Δε σε διακρίνει γενικότερα η αίσθηση του φόβου;

Όπως σου είπα, φοβάμαι χιλιάδες πράγματα. Τον κίνδυνο δεν αντιλαμβάνομαι καμιά φορά. Αλλά το δουλεύω!

Ηθοποιός λοιπόν πώς έγινες;

Επέστρεψα από τη Γρανάδα και γράφτηκα σε μία σχολή ακροβατικών και σε μία ερασιτεχνική θεατρική ομάδα. Μου άρεσε και έδωσα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Την ημέρα που θα μάθαινα αν θα γινόμουν δεκτή στη σχολή, κάποιοι φίλοι με περίμεναν με ένα βαν στην Πειραιώς. Ή θα έμπαινα στη Σχολή ή θα έφευγα μαζί τους στην Ινδία. 

Και μπήκες στη Δραματική και έχασες το ταξίδι.

Ακριβώς. Αν δεν είχα περάσει, ποιος ξέρει πώς θα ήταν τώρα η ζωή μου.

Δε θα είχες γυρίσει και το Suntan

Αυτό πού το πας! Πέρασα δύο μήνες στην πανέμορφη Αντίπαρο με την αφρόκρεμα του ελληνικού κινηματογράφου μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Αλλά και τι όμορφη ταινία, ε; Γεμάτη αντιθέσεις, που πιστεύω ότι ήταν και η επιτυχία της. Από τη μία το φως, από την άλλη το σκοτάδι. Από τη μία τα νιάτα, από την άλλη, κάποιος που φεύγει από ένα στάδιο της ζωής σου και πηγαίνει σε ένα άλλο. Από τη μία, ο απόλυτος έρωτας και από την άλλη, η απόλυτη πτώση.

Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Αργυρή Παπαδημητρόπουλο;

Είχα μόλις τελειώσει το πρώτο έτος της σχολής, πέρασα από πολλά κάστινγκ και τελικά, ο Αργύρης μού έδωσε τον ρόλο, αφού πρώτα του είχα ξεκαθαρίσει ότι δεν είχα ιδέα από υποκριτική, σινεμά, ήταν η πρώτη μου δουλειά. «Αυτό θέλουμε», μου είπε. Μου εξήγησε επίσης ότι θα έχω ερωτικές σκηνές, ότι θα κάνω γυμνισμό σε παραλία και του είπα ότι όλο αυτό φαντάζει τρομακτικό, αλλά και πολύ γοητευτικό ταυτόχρονα.

Έπεσες δηλαδή κατευθείαν στα βαθιά;

Οι ερωτικές σκηνές είναι πολύ αμήχανο πράγμα. Χρειάζεται οι ηθοποιοί να αισθανθούν ασφαλείς και προστατευμένοι για να είναι καλά μέσα σε όλο αυτό και να βγει και ένα όμορφο αποτέλεσμα. Προσωπικά, είχα την ευλογία να συνεργαστώ στο Suntan με τρομερά επαγγελματίες ανθρώπους. Με έμαθαν στην απόλυτη φροντίδα, τον απόλυτο σεβασμό και την ευγένεια.

Αυτή η φροντίδα σε ακολούθησε και στις υπόλοιπες δουλειές σου; 

Συχνά ναι, αλλά όχι πάντα, έχω αισθανθεί τι σημαίνει έλλειψη σεβασμού. Ακραίες καταστάσεις δεν έχω βιώσει. Ίσως, το πιο ακραίο ήταν όταν είχα πάει σε ένα κάστινγκ το οποίο αποδείχθηκε ότι ήταν σε ένα σπίτι στον 7ο όροφο μίας πολυκατοικίας, όπου ήταν ένας τύπος και η όλη φάση μου φάνηκε πολύ περίεργη και έφυγα. 

Τώρα που το ξαναθυμάμαι μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, γιατί σκέφτομαι τι θα μπορούσε να συμβεί αν δεν έφευγα ή αν δεν είχα αυτό το νεύρο ή αν ήταν όνειρο ζωής το να γίνω ηθοποιός και είχα επενδύσει τα πάντα, είχα δώσει τρομερό αγώνα για να ξεχωρίσω και να βρω τη θέση μου σε αυτό τον χώρο, όπως συμβαίνει με πολλούς συναδέλφους μου. Εγώ δεν είχα τότε τίποτα να χάσω. Δεν ήταν ένα επάγγελμα που ονειρευόμουν μία ζωή να κάνω και στην τελική, αν δεν πήγαινε καλά, θα έκανα κάτι άλλο. 

Φαντάσου λοιπόν κάποιος που είναι το όνειρό του να γίνει ηθοποιός και έρχεται ένας τύπος και του λέει ότι για να το κάνεις πραγματικότητα πρέπει να περάσεις αυτό, να καταπατηθούν τα όρια, η προσωπικότητα, το σώμα και η ψυχή σου. Μπροστά σε αυτό ναι, νιώθω όχι φόβο, αλλά τρόμο.

«Στο Suntan είχα την ευλογία να συνεργαστώ με τρομερά επαγγελματίες ανθρώπους. Με έμαθαν στην απόλυτη φροντίδα, τον απόλυτο σεβασμό και την ευγένεια».

Κι όταν έγινες ηθοποιός και ήρθαν οι πρώτες δουλειές μετά το Suntan, τότε τι ονειρευόσουν;

Δεν ονειρεύτηκα ποτέ ρόλους, μόνο όμορφες και δημιουργικές συναντήσεις.

Με τον Παπαδημητρόπουλο ξανασυναντήθηκες στην επόμενη ταινία του, το Monday.

Εκεί, είχα ένα μικρό ρόλο στο όνομα της φιλίας και της αγάπης μας. Ήταν ένα κλείσιμο του ματιού για να βρεθούμε ξανά μαζί στο γύρισμα. Ο Αργύρης έχει μία επαγγελματική οικογένεια, που του αρέσει να τη συναντάει με διάφορους τρόπους.

Είσαι και εσύ τέτοιος τύπος;

Είμαι ναι. Για παράδειγμα, εκτός από τον Παπαδημητρόπουλο, συνεργάστηκα για τρία χρόνια με την ομάδα της παράστασης Στέλλα Κοιμήσου, που είχαμε γίνει πια οικογένεια, αλλά και με τον Γιάννη Κακλέα σε δύο παραστάσεις. Αποζητώ αυτή τη ζεστασιά και την οικειότητα που προσφέρει η συνάντηση με γνώριμους ανθρώπους, που υπάρχει αμοιβαία εκτίμηση. Μου αρέσει όμως και το αντίθετο. Να βρίσκομαι σε αχαρτογράφητα νερά, να ξεκινούν όλα από το μηδέν.

Πώς ήταν το ταξίδι στο σύμπαν του Γιάννη Οικονομίδη με το Στέλλα Κοιμήσου;

Ήταν γεμάτο τρυφερότητα και βία. Ξερνούσαμε θυμό, πόνο και έλλειψη αγάπης κάθε φορά που ανεβαίναμε στη σκηνή. Θυμάμαι εκείνη την περίοδο ότι ό,τι και να μου έλεγες δε με ενοχλούσε τίποτα. Εκτονωνόμουν τις ώρες που ήμουν στη σκηνή και όλη την υπόλοιπη ημέρα ήμουν ζεν. 

Τι είναι αυτό που κάνει τον κόσμο να αγαπά ή να μισεί τις ιστορίες του;

Ο Οικονομίδης είναι ένας δημιουργός που έχει έναν ωμό ρεαλισμό. Αναζητά μανιωδώς την αλήθεια στις σχέσεις, στη ζωή γενικότερα. Αυτό που είναι πίσω από αυτό που φτιάχνουμε για να είμαστε κοινωνικά όντα και αιμορραγεί και δεν είναι πάντα όμορφα ή ευχάριστο. Όλο αυτό έχει κάτι απελευθερωτικό, κάτι λυτρωτικό και κάτι αποκρουστικό, φυσικά. Σε κάποιους αρέσει και σε κάποιους όχι. Προσωπικά, το λατρεύω.

Μετά το σινεμά, ήρθε το θέατρο και μετά το θέατρο, η τηλεόραση και οι Άγριες Μέλισσες.

Την απέφευγα την τηλεόραση. Δεν ένιωθα έτοιμη υποκριτικά, αλλά ούτε και σε προσωπικό επίπεδο. Τρόμαζα με την έκθεση και την αναγνωρισιμότητα. Δεν είχα δεχθεί και κάποια πρόταση που να μου κάνει κλικ. Μέχρι που ήρθε μία τηλεοπτική σειρά που μου άρεσε και είπα το ναι. Όμως στο παρά πέντε ναυάγησε και έμεινα μετέωρη. Πάνω που ξεκίνησα να οργανώνω ένα ταξίδι στο Περού, γιατί έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, δεν είχα δουλειά, με κάλεσε ο Λευτέρης Χαρίτος. 

Αρχικά, μου πρότεινε τον ρόλο της μικρότερης αδερφής, της Δρόσως Σταμίρη. Η Δρόσω έχει υπέροχη φωνή, εμένα δε με λες και σοπράνο, οπότε είπα στο Λευτέρη ότι δεν κάνω για αυτό που θέλει και ζητάει. Λίγες ημέρες μετά, χτύπησε ξανά το τηλέφωνο μου. «Θα κάνεις τη μεσαία αδερφή, την Ασημίνα», μου είπε. Διάβασα τον ρόλο και ήταν εντελώς κόντρα: ένα γλυκό, συνεσταλμένο κορίτσι, πολύ εσωστρεφές. Δηλαδή με την πρώτη ματιά, δε θα έλεγε κάποιος, «Α, να πάρουμε την Έλλη να την υποδυθεί». 

Θέλεις να έχεις κοινά στοιχεία με τους ρόλους που αναλαμβάνεις;

Όχι, απαραίτητα. Απλά μέχρι τότε είχε τύχει να υπάρχει σχεδόν πάντα σημείο επαφής. Τελικά, ήταν ευλογία που ανέλαβα τον ρόλο της Ασημίνας. Μπήκα σε μία περιοχή που δε μου είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να τη γνωρίσω και να κολυμπήσω στα νερά της. Μέσα από αυτή τη διαδικασία την αγάπησα. Η Ασημίνα είναι ένα πλάσμα που αναζητά ποια είναι διαρκώς και αυτό με συγκινεί.

Με τη σειρά σε ένα μήνα περίπου από τώρα να ολοκληρώνεται, ποια είναι τα συναισθήματά σου;

Χαίρομαι και για τα τρία χρόνια που ήμουν κομμάτι των Μελισσών, αλλά και για το τέλος που έρχεται. Δε γνωρίζω πώς θα τελειώσει η ιστορία μας, ούτε ποια θα είναι η κατάληξη της Ασημίνας. Περιμένω με την ίδια αγωνία που έχει και ο κόσμος να μάθω τι θα απογίνουμε.

Τι θα αφήσουν πίσω τους οι Άγριες Μέλισσες;

Την επιστροφή στην καλή, ελληνική τηλεόραση, αλλά και το σπάσιμο του στενού «οικογενειακού» τηλεοπτικού κύκλου. Ο Λευτέρης Χαρίτος στην πρώτη του κιόλας τηλεοπτική δουλειά τόλμησε να γυρίσει μία σειρά με τους δικούς του όρους. Ένας από αυτούς ήταν να επενδύσει σε άγνωστους στο ευρύ κοινό ηθοποιούς, που δεν ήταν τηλεοπτικοί, αλλά θεατρικοί. Κάπως έτσι, εξάλειψε τις ταμπέλες «εσύ, είσαι θεατρικός ηθοποιός, ο άλλος είναι τηλεοπτικός και εκείνος κινηματογραφικός». Όχι, είμαστε απλά ηθοποιοί και εν δυνάμει τα πάντα.

Όταν διάβασα τον ρόλο της Ασημίνας Σταμίρη διαπίστωσα ότι ήταν εντελώς κόντρα: ένα γλυκό, συνεσταλμένο κορίτσι, πολύ εσωστρεφές. Δηλαδή με την πρώτη ματιά, δε θα έλεγε κάποιος, «Α, να πάρουμε την Έλλη να την υποδυθεί». 

Σινεμά, θέατρο, τηλεόραση. Χαρακτήρισέ μου με μία-δύο λέξεις τι σημαίνει η καθεμία μορφή τέχνης για σένα.

Το σινεμά είναι ζεστασιά. Το θέατρο ένας αποκαλυπτικός τόπος. Η τηλεόραση οικοδομή. Με έμαθε να είμαι επαγγελματίας. Ο τρελός ρυθμός της με κούρδισε.

Μετά τις Άγριες Μέλισσες και την πρώτη σου εμφάνιση στην ελληνική τηλεόραση, ετοιμάζεσαι φέτος το καλοκαίρι για ακόμα μία πρωτιά. 

Πρώτη φορά σε αρχαίο δράμα, πρώτη φορά στην Επίδαυρο. Λένε ότι είναι το πιο φιλόξενο θέατρο στον κόσμο για έναν ηθοποιό, την ίδια ώρα όμως προκαλεί τρομερό δέος. Θα περιοδεύσουμε με την Αντιγόνη του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις παρέα με έναν υπέροχο θίασο που θαυμάζω και θα υποδυθώ την ομώνυμη ηρωίδα. Υπάρχει μπόλικο άγχος και τεράστια χαρά, μαζί. Περιπέτεια!

Όταν βρίσκεις τον χρόνο να αράξεις, τι κάνεις;

Απολαμβάνω το τίποτα. Είναι λύτρωση για μένα να μην κάνω απολύτως τίποτα. Απλά να κάθομαι και να κοιτάζω το ταβάνι. Το επιλέγω συνειδητά. 

Και όταν δεν κάνεις το τίποτα;

Χαλαρώνω φροντίζοντας τα φυτά μου, παίζοντας με τις γάτες μου, συναντώ αγαπημένους φίλους, τρέχω σε βουνά και θάλασσες.

Πες μου ένα τρελό ταξίδι που έχεις κάνει.

Έχω πάει στο Ισραήλ, κατά λάθος. Στην Ιορδανία ήθελα να πάω, αλλά ξέχασα να βγάλω βίζα. Πέρασα λοιπόν ένα Πάσχα εκεί και συνάντησα κυριολεκτικά όλες τις φυλές του Ισραήλ. Θυμάμαι ότι καθόμουν σε ένα παγκάκι σε μία εβραϊκή συνοικία και νόμιζα ότι ήμουν στο πλατό της σειράς Unorthodox του Netflix, με όλους αυτούς τους ανθρώπους με τα περίεργα μπουκλάκια και καπέλα να περνούν μπροστά μου.

Σε μία άλλη συνοικία πιο κάτω, πίσω από το δυτικό τείχος ήταν οι Παλαιστίνιοι, μουσουλμάνοι δηλαδή. Αυτή είναι μια μεγάλη πληγή. Μετά βρέθηκα στο ναό της Ιερουσαλήμ που είχε πλημμυρίσει από χριστιανούς. Κάπου πιο κάτω ένας άντρας κρατούσε στην αγκαλιά το παιδί του και στο άλλο χέρι ένα καλάσνικοφ και αυτό ήταν εντελώς κανονικό γιατί πάντα κάτι κινδυνεύει να συμβεί σε αυτή την κατά τα άλλα πανέμορφη χώρα.

Την επόμενη ημέρα έγιναν συμπλοκές στο όνομα της θρησκείας και τη μεθεπόμενη, επισκέφθηκα τη Νεκρά Θάλασσα και έκανα λασπόλουτρα. Απολύτως παρανοϊκό ταξίδι.