ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μιχάλης Ρέππας-Θανάσης Παπαθανασίου: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να γίνεσαι viral»

Ένα μεσημέρι δίπλα στο πιο διάσημο δίδυμο της ελληνικής κωμωδίας, συζητώντας για το Safe Sex, τις Τρεις Χάριτες και το νέο τους σίριαλ Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη, αλλά και τον Ντοστογιέφσκι που έγραφε σίριαλ, τη φετινή τηλεοπτική φούσκα, την κωμωδία ως κατοικία του μέτριου, τη δημοκρατία του θράσους και την επιτυχία που δεν την κάνεις εσύ - την κάνει το κοινό.  

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Ένα μεσημέρι δίπλα στο πιο διάσημο δίδυμο της ελληνικής κωμωδίας, συζητώντας για το Safe Sex, τις Τρεις Χάριτες και το νέο τους σίριαλ Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη, αλλά και τον Ντοστογιέφσκι που έγραφε σίριαλ, τη φετινή τηλεοπτική φούσκα, την κωμωδία ως κατοικία του μέτριου, τη δημοκρατία του θράσους και την επιτυχία που δεν την κάνεις εσύ - την κάνει το κοινό.  

Ποιος δεν έχει δει το Safe Sex, τις Τρεις Χάριτες σε επανάληψη, και ποιος δεν έχει βάλει τη σκηνή με το «Πόσοι γαμάνε την Τούλα τελικά» από το Αυστηρώς κατάλληλο στο YouTube; Κάποια ονόματα πηγαίνουν πακέτο, αφού είναι δεδομένο ότι το κωμικό κείμενο λειτουργεί καλύτερα σε δυάδες. Ρήγας-Αποστόλου, Ρώμας-Χατζησοφιά και το πιο διάσημο ντουέτο από όλα: Ρέππας-Παπαθανασίου. Για όσους, λοιπόν, γεννηθήκαμε στα 90s οι τελευταίοι αποτελούν σημείο αναφοράς· τα ονόματά τους έχουν συνδεθεί με εκατοντάδες θεατρικές, τηλεοπτικές και κινηματογραφικές αναμνήσεις. 

Χαρακτήρες που έχουν αφήσει ιστορία, αξέχαστες σκηνές και μία πάντα σκωπτική αλλά πάντα ανάλαφρη (μα καθόλου απλοϊκή) ματιά στα πράγματα. Κάπως έτσι, τους έχω στο μυαλό μου και δεν είμαι ο μόνος.  Μάλιστα, δυσκολεύομαι κάπως να τους φανταστώ χωριστά τον έναν από τον άλλο. Ξέρω πολύ καλά τη δουλειά τους αλλά δεν έχω καμία ιδέα πώς μπορεί να είναι από κοντά. Η επιστροφή τους στην ελληνική τηλεόραση με το Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη του MEGA ήταν, λοιπόν, μία πολύ καλή αφορμή για να τους γνωρίσω από κοντά.

Fast forward μερικές στιγμές μετά. Ύστερα από την πρώτη χειραψία, γρήγορα καταλαβαίνεις ότι αποτελούν ένα ιδιαίτερο γιν-γιανγκ. Είναι φανερό ότι αλληλοσυμπληρώνται: ορμητικός, βροντόφωνος και πάντα έτοιμος για προβοκατόρικες συζητήσεις ο Μιχάλης Ρέππας, τρομερά ευγενής, χαμηλών τόνων και με φλεγματικό χιούμορ ο Θανάσης Παπαθανασίου.

Το μαγνητοφωνάκι άνοιξε γύρω στη μία το μεσημέρι μίας βροχερής Κυριακής στο σπίτι του πρώτου και όταν έκλεισε, δύο ώρες μετά, νόμιζα ότι είχαν περάσει λίγα λεπτά. Ήταν ένα σύντομο ταξίδι στη ζωή και το έργο ενός ντουέτο που έχει σφραγίσει την ελληνική κωμωδία. Μία συζήτηση όπου πιο συχνά παρά σπάνια καταλάβαινες πως -παρά τις διαφορές τους- αποτελούν ένα αχώριστο ντουέτο.

Δύο άνθρωποι που μιλούν με μία φωνή όσον αφορά το θέατρο, το σινεμά, την τηλεόραση αλλά και όσα τους ένωσαν και τους κάνουν να συνεργάζονται με κλειστά μάτια περισσότερα από 30 χρόνια μετά.

«To Safe Sex ήταν μία στιγμή που οι Έλληνες δεν ντρέπονταν να πουν ότι βλέπουν μία ελληνική ταινία στο σινεμά»

Από το θεατρικό σανίδι στα κινηματογραφικά πλατό

Ζούμε μία ονειρεμένη χρονιά στο θέατρο. Τα πάντα είναι γεμάτα. Ελπίζουμε μόνο να μη φοβηθεί ξανά το κοινό -για υγειονομικούς λόγους- τους χώρους συνάθροισης.

Αναρωτιόμαστε αν κάποιοι Έλληνες ηθοποιοί έχουν αδαμαντωρυχεία στο Γιοχάνεσμπουργκ. Τους γίνεται μία πρόταση για κεντρικό θέατρο και εκείνοι επιλέγουν να παίζουν δυο-τρεις φορές την εβδομάδα σε αίθουσες των 120 θέσεων. Και τους αρκεί αυτό.

Οι περισσότεροι άνθρωποι του θεάτρου είμαστε κατά βάση φτωχά παιδιά. Ναι, υπάρχουν κάποιοι που μπορούν να βασίζονται στον «πλούσιο μπαμπά», αλλά είναι πολύ λίγοι.

Ένας από τους μεγαλύτερους χαρακτήρες στο παγκόσμιο θέατρο είναι ο Οιδίποδας. Βέβαια, αυτό που του συνέβη δεν πρέπει να έχει συμβεί στους περισσότερους από εμάς. Κι όμως, όλοι μας για έναν παράδοξο λόγο σε αυτήν την παράφορη ζωή αναγνωρίζουμε σε αυτόν τον εαυτό μας. Αντίστοιχα, ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους κωμικούς ρόλους είναι ο Δικαιόπολις του Αριστοφάνη. Εμείς είμαστε ο Δικαιοπόλις, εμείς οι μέτριοι.

To Safe Sex ήταν μία στιγμή που οι Έλληνες δεν ντρέπονταν να πουν ότι βλέπουν μία ελληνική ταινία στο σινεμά. Λίγο καιρό πριν, δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η τηλεόραση βοήθησε προς αυτήν την κατεύθυνση.

Η κωμωδία είναι η κατοικία του μέτριου, του συνηθισμένου, του καθόλου ηρωικού. Αυτό που πιο πολύ είμαστε εμείς.

Το Μπαμπάδες με ρούμι ήταν να το πούμε Ζωή σε λόγου μας, αλλά ήταν τότε άρρωστη η Αλίκη Βουγιουκλάκη που είχε το θέατρο και -για ευνόητους λόγους- μας ζητήθηκε να βρούμε άλλον τίτλο. Έτσι, ανοίξαμε ένα βιβλίο μαγειρικής. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Το σχέδιο Μάρσαλ στον πολιτισμό ήταν η παραμυθία της Αλίκης Βουγιουκλάκη τη δεκαετία του ‘60. Στη δεκαετία του ‘80, η διαχείριση του άφθονου χρήματος ανέδειξε ένα άλλο είδωλο· μία μελαχρινή που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τις ξανθιές, μία σούπερ-επιτυχημένη, αυτόνομη, και αυτάρκη γυναίκα, τη Μιμή Ντενίση.

H θεατρική κριτική έφτασε από την κομψή γλώσσα των παλιών στη λοιδορία. Είναι δυνατόν να μη λαμβάνεται υπ’όψη τι έχει παρουσιάσει κάποιος σε όλη του ζωή και πάνω από όλα το πόσο χρονών είναι; Απαξιώνουμε εύκολα τους πάντες και τα πάντα.

Οι Συμπέθεροι από τα Τίρανα δεν είναι απλά ένα ευχάριστο εργάκι. Είναι κατά κάποιον τρόπο μία πολιτική παρέμβαση. Οι Έλληνες και οι Αλβανοί κάθονταν δίπλα-δίπλα και γελούσαν με τα ίδια αστεία.

Μερικές φορές για να δεις την αλήθεια, ενδέχεται να πρέπει να την παραμορφώσεις πολύ. Αυτό συνέβαινε με τους Συμπέθερους από τα Τίρανα – μία παράσταση που ανήκει στην παράδοση της χοντρής φάρσας.

Το Οξυγόνο έκανε 150 χιλιάδες εισιτήρια. Δεν περιμέναμε να κάνει περισσότερα βέβαια. Ο κόσμος -σωστά και δίκαια- μας έχει ταυτίσει με την κωμωδία.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να γινόμαστε viral. Μας αρέσει παρά πολύ να βλέπουμε ότι ο κόσμος κάθεται και βλέπει σκηνές από τις ταινίες μας τόσα χρόνια μετά στο YouTube.

Μας στέλνουν βίντεο από το TikTok που μεταμφιέζονται και παίζουν τις σκηνές μας. Άνθρωποι είμαστε, έχουμε τη ματαιοδοξία μας, χαιρόμαστε πολύ με αυτά.

Μία ζωή τηλεόραση

Είναι δεδομένο ότι η μυθοπλασία επιστρέφει. Άλλωστε, φαίνεται και από το γεγονός ότι τα ριάλιτι δεν πάνε καθόλου καλά φέτος. Βέβαια, αυτό θα μπορούσε να συμβεί και με το να γυριστούν 10 σίριαλ. Δεν είμαστε σίγουροι, δηλαδή, ότι τα 40 σίριαλ είναι και τόσο απαραίτητα…

Ειλικρινά, ποιος θα τα δει όλα αυτά τα σίριαλ φέτος; Θα πρέπει ή να μην έχεις δουλειά ή να είσαι φοιτητής. (Και να μην κοιμάσαι ποτέ για να μπορέσεις να τα δεις όλα, και να έχεις βάλει και μία οθόνη στην τουαλέτα).

Σαν λαός δεν έχουμε ποτέ μέτρο. Ή θα κάνουμε τη βουτιά στον κορονοϊό που δε γυριζόταν τίποτα ή θα φτάσουμε να κάνουμε τόσες πολλές παραγωγές, όσες δε γίνονταν παρά μονάχα τις χρυσές εποχές στις αρχές του 2000.

Σήμερα που λεφτά υπάρχουν, είναι απορίας άξιο το ποιος θα καλύψει όλες αυτές τις ανάγκες των τηλεοπτικών παραγωγών σε τεχνικό και καλλιτεχνικό προσωπικό. Είναι λογικό, λοιπόν, από πλευράς ποιότητας να μην είμαστε και πάντοτε «καταπληκτικά».

Αυτό που ζούμε φέτος είναι μία τηλεοπτική φούσκα. Όπως, αντίστοιχα, είναι φούσκα και αυτό που συμβαίνει με τις θεατρικές παραγωγές. Δεν είμαστε και πολύ σίγουροι πως ο θεατρικός πολιτισμός είναι τόσο «υψηλά» για να αντέξει εκατοντάδες παραγωγές τον χρόνο.

Τα πιο επιτυχημένα λογοπαίγνια είναι τα αυθόρμητα. Βέβαια, καμιά φορά για να βγει ένας τίτλος πρέπει να γίνει «εργαστηριακά». Να κάτσεις και να τον σκεφτείς πολύ καλά.

Η ιδέα για το Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη ήρθε για πρακτικούς λόγους – όπως, δηλαδή, έχει συμβεί και με πολλές άλλες ιδέες μας και ευχαριστούμε τον θεό για αυτό. Το συγκεκριμένο σίριαλ μας το πρότεινε ο Διονύσης ο Παναγιωτάκης, ο παραγωγός. Όταν το πρωτακούσαμε την ιδέα μας έπιασε βαρεμάρα. Σκεφτήκαμε πως ό,τι έχουμε να πούμε για τρεις γυναίκες το έχουμε πει στις Τρεις Χάριτες.

Επιλέξαμε το όνομα Μαίρη αντί για το όνομα Μαρία επειδή είναι πιο ανάλαφρο, πιο οικείο, πιο δροσερό. Το Μαρία πρώτα απ’ όλα παραπέμπει στην Παναγία – έχει κάτι το σοβαρό, το κάθετο, το δωρικό. Άλλωστε, το Μαρία, Μαρία, Μαρία δεν ακούγεται καθόλου καλό.

Είναι κόλαση το να είσαι μόνος σου και είναι κόλαση το να ζεις με κάποιον. Κάπως έτσι, θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς το τι είναι το Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη. (Εντάξει, δεν είναι μόνο κόλαση είναι και παράδεισος, όλα μέσα στη ζωή είναι).

Την επιτυχία δεν την κάνεις εσύ, την κάνει ο κόσμος. Τι συνέβη τώρα με τις Τρεις Χάριτες; Για εμάς ήταν πολύ απλός και πρακτικός ο τρόπος που σκεφτήκαμε το σενάριο: να ενώσουμε τρεις κοπέλες από μία σχολή χιούμορ που ήταν το Ελεύθερο Θέατρο. Τι πιο εύκολο από το να είναι αδερφές, και αφού είναι Χάριτες να λέγονται και Αδερφές Χαρίτου. Κλέψαμε και τα ονόματα από τον Αντόν Τσέχωφ (Όλγα, Μαρία, Ειρήνη) και εμένα από κοντά (Αντρέα). Μόνο η Μπεμπέκα μας ξέφυγε. Στήσαμε, δηλαδή, κάτι για τρεις αγαπημένες ηθοποιούς και έναν αγαπημένο τρόπο έκφρασης που μας είχε διδάξει το Άλσος Παγκρατίου.

Γράψαμε μία κωμωδία για τρεις αυτόνομες γυναίκες σε μία στιγμή που εκεί έξω υπήρχαν στρατιές αυτόνομων γυναικών για να ταυτιστούν μαζί τους. Ενώ υπήρχαν, λοιπόν, στην κοινωνία δεν εκπροσωπούνταν με κανέναν τρόπο στην τηλεόραση.

Η γενιά των δικών μας μανάδων ετεροπροσδιοριζόταν απόλυτα από τους άντρες. Ήταν πλήρως εξαρτημένες από τους συζύγους τους. Έτσι και χώριζαν είχαν δυσκολία ακόμα και να επιβιώσουν.

Ποτέ δε φανταστήκαμε αυτό που θα συνέβαινε με τις Τρεις Χάριτες. Δεν είπαμε ποτέ με περισπούδαστο ύφος ο ένας στον άλλον ότι εκείνη την εποχή ήταν τεράστια τα πλήθη των αυτόνομων γυναικών που αυτοπροσδιορίζονται και τρέφονται οι ίδιες από δική τους επαγγελματική δραστηριότητα, δίχως να έχουν καμία άλλη ανάγκη τον άντρα πέρα από τον έρωτα και για να κάνουν παιδιά. Δεν τα σκεφτήκαμε όλα αυτά. Όμως αυτό συνέβαινε.

Κάπως έτσι, αναδείχθηκε ένα νέο είδος γυναικών στην τηλεόραση: ο ρόλος της Τζόυς Ευείδη στος Μεν και τους Δεν, η Δήμητρα Παπαδοπούλου στους Απαράδεκτους, αργότερα η Βασιλική Ανδρίτσου. Πρόκειται για ένα είδος γυναίκας που δεν απαντάται στο παραδοσιακό σινεμά – ούτε από την Αλίκη, ούτε από την Τζένη Καρέζη, ούτε από καμιά. Δεν υπάρχει η αυτοπροσδιοριζόμενη, αυτόνομη και σημερινή γυναίκα που μπορεί να είναι ένα απλό, λαϊκό κορίτσι με αγορίστικο τσαμπουκά.

Αλλάζουν οι κοινωνίες, αλλάζουν οι συνήθειες. Εμείς που είμαστε παλιότεροι θυμόμαστε το πόσο απίστευτες φαίνονταν στον κόσμο οι μονογονεϊκές οικογένειες.

Αν ένα φαινόμενο δεν έχει μαζικότητα δεν μπορεί να περάσει στο μεγάλο εμπορικό θέατρο και ιδιαίτερα στην κωμωδία. Όχι, μια-δυο-τρεις περιπτώσεις αλλά εκατοντάδες περιπτώσεις μέσα στον λαό.

Οι παραγγελίες σε οδηγούν να γίνεις πιο παραγωγικός, να βρεις λύσεις που μπορεί να μην είχες σκεφτεί. Έχεις ιδέα πόσα διάσημα τραγούδια και δίσκοι έχουν γραφτεί κατά αυτόν τον τρόπο;

Και ο Ντοστογιέφσκι σίριαλ έγραφε. Έδινε τα κομμάτια του στις εφημερίδες για να δημοσιευτούν σε συνέχειες. Και ο Σαίξπηρ τι ήταν; Ένας «μεροκαματιάρης της διασκέδασης» ήταν.

Η μαζικότητα στην τέχνη ξεχωρίζει κάποιους ανθρώπους. Από αυτούς κάποιοι αντέχουν και κάποιοι άλλοι όχι. Αντίστοιχα, υπάρχουν και καλλιτέχνες που θεωρήθηκαν σπουδαίοι στην εποχή τους αλλά τώρα δεν τους θυμάται κανείς. Στον αντίποδα αυτών, βρίσκονται συγγραφείς όπως ο Arthur Miller που γέμιζε τα θέατρα ακόμα και τα χρόνια της βαθιάς Ελληνικής Οικονομικής Κρίσης.

Εκείνη την Άννα Καρένινα την έχουμε γράψει 100 φορές. Είναι στο Αυστηρώς Κατάλληλο, στις Τρεις Χάριτες και τώρα μπήκε και στο Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη.

«Αν εμείς οι μεγαλύτεροι δεν κρατάμε τα μπόσικα, εμείς που διαψευστήκαμε χίλιες φορές, τότε ποιοι; Πρέπει να είμαστε πιο στοργικοί και πιο μετριοπαθείς στον τρόπο που εκφραζόμαστε»

Πίσω από τις κάμερες

Η Άννα Βαγενά μας έκανε το «καλλιτεχνικό προξενιό». Ένα προξενειό που κρατά ακόμα όπως βλέπεις, από τον ίδιο εκείνο άνθρωπο που «έβγαλε» εκτός από εμάς τον Λάκη Λαζόπουλο και τη Δήμητρα Παπαδοπούλου.

Στη Μεταπολίτευση είχαμε γίνει όλοι μικροί Βελουχιώτηδες. Είναι λογική η φανατίλα στη νεολαία, τη βλέπουμε και σήμερα.

Στη δεκαετία του ‘80 πάσχαμε από σοβαροφάνεια. Ό,τι ήταν ανάλαφρο, ήταν και ανάξιο λόγου.

Όταν οι πιο μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι παίρνουν τις απόψεις τους τόσο στα σοβαρά, είναι κρίμα. Διαπίστωσες κάτι; Δεν είναι και σίγουρο πως είναι η απόλυτη αλήθεια. Ας κρατάμε λίγο και μία επιφύλαξη. Ας έχουμε την επίγνωση ότι είμαστε άνθρωποι και ίσως κάνουμε λάθος. Έχει κάποιο νόημα δηλαδή να κάψουμε στην πυρά τις κόπιες του Όσα παίρνει ο άνεμος επειδή έχει μία αρνητική φυλετική απεικόνιση; Αυτά θυμίζουν τις καταστροφές που έκανα οι Ταλιμπάν.

Οι άνθρωποι πάντα βρίσκουν τρόπους να φανατίζουν και να φανατίζονται. Είναι κάτι που είδαμε και τη δεκαετία της Ελληνικής Κρίσης. Κάτι πραγματικά τρομακτικό. Αν εμείς οι μεγαλύτεροι δεν κρατάμε τα μπόσικα, εμείς που διαψευστήκαμε χίλιες φορές, τότε ποιοι; Πρέπει να είμαστε πιο στοργικοί, πιο επιφυλακτικοί, και πιο μετριοπαθείς στον τρόπο που εκφραζόμαστε.

Ο έρωτας είναι απόλυτο συναίσθημα. Περνάει άλλες φορές στο μίσος, και άλλες φορές στην αγάπη – συναισθήματα πολύ πιο σχετικά.

Δεν έχουμε Facebook, Twitter και τέτοια. Έτσι, δεν έχουμε έρθει σε μεγάλη επαφή με την κουλτούρα του cancel.

Η σαρκοφαγία υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα. Στα κοινωνικά δίκτυα βρίσκουμε τη «γειτονίτσα» που δεν υπάρχει πια – εκεί, δηλαδή, που μαζεύονταν και μαζεύονται όλες οι κυρά-Κατίνες και κάθονται για να κουτσομπολέψουν.

Κάποτε σε ένα γύρισμα που είχαμε με μία όμορφη ηθοποιό έγινε το εξής: πέρασε ένα πούλμαν γεμάτο αγοράκια και της φώναζαν «διάφορα». Ένα-ένα δε θα τολμούσαν ούτε καν να ανοίξουν το στόμα τους. Το ανώνυμο πλήθος έχει τελείως άλλη βαρβαρότητα.

Η «δημοκρατία του θράσους» είναι κάτι που εγκαινιάστηκε από τους δημοσιογράφους. Τώρα, δείχνει έτοιμη να καταπιεί ακόμα και αυτούς που την εγκαινίασαν.

Δε μας έχουν ευχηθεί ποτέ «ψόφο». Θα πρέπει να είναι πολύ σοκαριστικό να το βλέπεις γραμμένο.

Οι Έλληνες μπλέκουμε τη δημοκρατία και την ισονομία με την ισοπέδωση. Υπάρχουν πράγματα που δεν τα κρίνεις, εκείνα σε κρίνουν. Είναι δυνατόν να βάζεις «αστεράκια» στον Luchino Visconti και τον Θάνατο στη Βενετία; Ποιος είσαι;