ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Στέλιος Μάινας θέλει να μιλήσει για το βιβλίο του. Και τίποτα άλλο.

Πριν λίγο καιρό, ο καταξιωμένος ηθοποιός κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα γύρω από την ευθανασία αλλά και την ανθρώπινη μοναξιά με τίτλο Να θυμηθώ να παραγγείλω. Τι έχει όμως να πει για τους ανθρώπους που βιοπορίζονται από το ψώνιο τους, τη δικιά του γενιά που θεωρεί ανάπηρη (αφού στέρησε τους μύθους από την επόμενη), αλλά και το γεγονός ότι οι δημιουργοί οφείλουν να σκοτώσουν εκείνο που αγαπούν πιο πολύ;

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

«Η ευθανασία είναι μία βαθιά ανθρωπιστική κίνηση. Ο σκοπός της ευθανασίας δεν είναι να σκοτώσει ή να ξεφορτωθεί τον κόσμο. Ο σκοπός της είναι ακριβώς αυτό που οραματίστηκαν όλοι οι μεγάλοι στοχαστές από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα: ο άνθρωπος πρέπει να ζει καλά τη ζωή του αλλά και να πεθαίνει καλά» μου λέει ο Στέλιος Μάινας, καθώς καθόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον, στους διαδρόμους του Θέατρο Ακάδημος στην οδό Ιπποκράτους.

Όχι, δεν πρόκειται για την πλοκή από το νέο θεατρικό που συμμετέχει (το Dogville του Lars Von Trier έχει διαφορετική υπόθεση), ούτε για την επιστροφή στην τηλεόραση, μετά από 10 και πλέον χρόνια, με τον Σασμό. «Το τέλος ενός ανθρώπου, επαναπροσδιορίζει ολόκληρη τη ζωή του – είναι άδικο να είναι βασανιστικό, είναι απάνθρωπο να μην έρχεται με μία ηρεμία». 

Αυτή είναι η κεντρική θεματική του μυθιστορήματός του, Να θυμηθώ να παραγγείλω, που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Μεταίχμιο· η ιστορία της αναισθησιολόγου Άννας η οποία παίρνει μία γενναία απόφαση για να βοηθήσει έναν φίλο της μόνο και μόνο για να βρεθεί στη φυλακή.

«Είναι λογικό να υπάρχουν δεύτερες σκέψεις στο θέμα αυτό.  Ακόμη και εγώ που επέλεξα να καταπιαστώ με ένα τέτοιο δύσκολο ζήτημα στο μυθιστόρημά μου, δεν είμαι πεπεισμένος για το ποια είναι η αλήθεια» αναφέρει, καθισμένος οκλαδόν έχοντας πάρει ένα κάπως στοχαστικό ύφος. «Καταλαβαίνεις, τι θέλω να πω;».

Μία ολιστική επιστήμη

Το μυθιστόρημα του γνωστού ηθοποιού έχει κινηματογραφική σχεδόν ροή, κάνεις κρίσιμες ερωτήσεις χωρίς απαραίτητα να δίνει έτοιμες λύσεις, αγγίζει πολύ δύσκολα θέματα, αλλά μοιάζει την ίδια στιγμή 100% αληθινό. Οι ήρωες έχουν σάρκα και οστά – δεν είναι χάρτινοι.

Στους διαλόγους, μάλιστα, πιάνεις τον εαυτό σου να νομίζει ότι είναι κάπου εκεί δίπλα σου και συζητούν, καπνίζοντας τα τσιγάρα τους και πίνοντας τα κρασιά τους. Ακούς τα γέλια τους, βλέπεις τα σφιγμένα τους χείλη, βιώνεις τις μεγάλες νίκες και τις ακόμα μεγαλύτερες ήττες τους.

«Βιοποριζόμαστε από το ψώνιο μας» λέει σε κάποια φάση του βιβλίου, η αναισθησιολόγος Άννα, καθώς αναλογίζεται τις άπειρες θυσίες που έχει κάνει στα πλαίσια ενός ελληνικού κρατικού νοσοκομείου. Η ίδια δεν πήρε ποτέ της φακελάκι. Ρωτάω τον Στέλιο Μάινα, αν αυτή η ατάκα του θυμίζει κάτι. «Κοίτα να δεις» μου λέει, χωρίς καμία διάθεση να φανείς ήρωας: «Γράφεις πάντα με τα βιώματά σου. Όταν βιοπορίζεσαι από το ψώνιο σου, λοιπόν, είναι ευχής έργον».

Γιατί όμως οι άνθρωποι κυνηγούν το ψώνιο τους; «Για να γίνει κάποιος γιατρός πρέπει να το αγαπάει πάρα πολύ. Είναι ένα επάγγελμα με τρομερές απαιτήσεις, αφού είναι δυσανάλογο αυτό που σου δίνει πίσω. Η ιατρική είναι η μητέρα των ανθρωπιστικών επιστημών, είναι μία ολιστική επιστήμη» αναφέρει, μιλώντας με βαθύ σεβασμό.

Μήπως, όμως, αυτό ο σεβασμός κρύβει και κάτι άλλο; «Όταν ήμουν 15 χρονών ονειρευόμουν να γίνω γιατρός. Η ροπή μου, βέβαια, προς αυτό το επάγγελμα -για να το πάω και ψυχαναλυτικά- έχει να κάνει με την εσωτερική μου άρνηση σε αυτό που λέμε “τέλος”» μού εκμυστηρεύεται ο διακεκριμένος ηθοποιός κατεβάζοντας λίγο τον τόνο της φωνής του, σαν να μην πρέπει να μας ακούσει κάποιος.

Η φωνή του έχει μία υπνωτιστική δύναμη. Δεν είναι μόνο ότι μένεις καρφωμένος σε όσα λέει, απορροφάς σαν σφουγγάρι κάθε του συλλαβή. «Δεν μπορεί ο άνθρωπος να δεχθεί μαθηματικά το τέλος, γι’ αυτό μονίμως εφευρίσκει κάτι άλλο που θα δώσει την ελπίδα και τη λύση· όπως τον γιατρό. Γιατί τελικά τι είναι ο γιατρός; Μία άλλη δύναμη που δίνει την ελπίδα ότι δε θα έρθει το τέλος. Το βιβλίο μου, λοιπόν, είναι μία σπουδή ακριβώς πάνω σε αυτό το τέλος».

Ο Στέλιος Μάινας πέρασε ένα μέρος από τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του σβήνοντας και γράφοντας. Εντυπωσιακό. Ιδιαίτερα αν αναλογιστείς το πόσο βεβαρυμένο είναι το πρόγραμμά του εδώ και πάρα πολύ καιρό. Τη μέρα που συναντηθήκαμε έδειχνε εξαντλημένος από τις πολύωρες πρόβες και τα γυρίσματα – κάπως σαν γιατρός σε εφημερία.

«Σε αυτήν την κόλαση υπάρχει σωτηρία». Του υπενθυμίζω μία φράση από το βιβλίο του η οποία λαμβάνει χώρα στις γυναικείες φυλακές όπου έχει βρεθεί η πρωταγωνίστριά του. Λίγο πριν, κάτι φριχτό έχει συμβεί. Κι όμως, κάποιες κρατούμενες βρίσκουν το σθένος να δείξουν το ανθρώπινο πρόσωπό τους. «Η φυλακή είναι ένας αντικατοπτρισμός της κοινωνίας. Έχω την αίσθηση ότι οι συνθήκες του εγκλεισμού και του καταναγκασμού φέρνουν ακραίες αντιδράσεις· και άρνηση, και αλληλεγγύη».

Ναι, αλλά ποια είναι η δικιά του εξήγηση για τη δυνατή σκηνή που μας δίνει στο μυθιστόρημά του; «Η μεγάλη ελπίδα του ανθρώπου είναι ότι ακόμα και στις πιο μεγάλες καταστροφές υπάρχει ένα μικρό ψήγμα από αυτήν» λέει, ενώ την ίδια στιγμή φαίνεται να σκέφτεται πολύ προσεκτικά την επόμενη φράση του: «Ή τουλάχιστον έτσι θα ήθελε να είναι. Η φράση μου αυτή περιέχει και μία ευχή. Άλλωστε, αν ο άνθρωπος αποδεχθεί ότι στο σκοτάδι δεν υπάρχει έστω και ελάχιστο φως, τότε οδεύει προς την καταστροφή του».

Σκέφτομαι πως το Να θυμηθώ να παραγγείλω του Στέλιου Μάινα δε δίνει έτοιμες ερωτήσεις αλλά σε ωθεί στο να κάνεις τις σωστές ερωτήσεις. Να αναρωτηθείς τελικά: είναι σημαντικό το τέλος ή ο τρόπος που έρχεται;

«Ποτέ των ποτών δεν είχα σκεφτεί να γίνω συγγραφέας στη ζωή μου»

Μία ανάπηρη γενιά που έχασε το παραμύθι

Έχω πάρα πολλές ερωτήσεις που θα ήθελα να του κάνω. Έχω πρακτικά μεγαλώσει μαζί του. Τον έχω δει στο σινεμά, στο θέατρο, στην τηλεόραση (σε δεκάδες επαναλήψεις). Προσπαθώ να μείνω στο θέμα μας, αν και κάποια στιγμή ξεφεύγω λίγο. Με σταματά όσο πιο ευγενικά γίνεται: «Δεν πρέπει να εκμεταλλεύεσαι την επωνυμία σου, όταν είσαι ηθοποιός. Δε θα ήθελα ποτέ να ταυτίσω την αναγνωρισιμότητά μου με κάτι που δεν είναι η δουλειά μου – το θεωρώ άδικο. Μου θυμίζει τους ανθρώπους της show-biz που γίνονται πολιτικοί»

Το σέβομαι απόλυτα. Θα έλεγα ότι το χαίρομαι κιόλας, ιδιαίτερα όταν σκεφτώ πως οι άνθρωποι του θεάτρου και της τηλεόρασης συχνά-πυκνά προμοτάρουν τις δουλειές τους με σχεδόν ρομποτικό τρόπο.

Είναι λοιπόν το πρώτο του μυθιστόρημα και το δεύτερο βιβλίο μυθοπλασίας που κυκλοφορεί με το όνομά του, ένα όνειρο που διατηρούσε από την παιδική ηλικία; Ο Στέλιος Μάινας κοιτά λίγο προς το ταβάνι και απαντά με ένα ελαφρό μειδίαμα: «Ποτέ των ποτών δεν είχα σκεφτεί να γίνω συγγραφέας στη ζωή μου».

Πώς λοιπόν έμπλεξε σε αυτήν την περιπέτεια; «Το πραγματικό και ρεαλιστικό έναυσμα της γραφής έγινε πριν από περίπου 25 χρόνια, όταν με είχε φωνάξει ο Οδυσσέας ο Ιωάννου, διευθυντής τότε του Μελωδία, και μου είχε προτείνει να συμμετάσχω στην εκπομπή πολιτικού λόγου 4Χ4, όπου τέσσερις πνευματικοί άνθρωποι θα έλεγαν την άποψή τους πάνω σε ένα θέμα. “Ας το κάνω είπα” μετά τις αρχικές επιφυλάξεις μου. Έτσι ξεκίνησα να γράφω».

Την επόμενη χρονιά και για τα επόμενα τρία χρόνια, κάθε Κυριακή, 10 με 12 το πρωί, έκανε την εκπομπή «Εμείς του ‘60 οι εκδρομείς». Όλη την εβδομάδα ασχολιόταν με το να τη γράψει. Αντίστοιχα, εκείνη την εποχή του πρότειναν να δίνει ένα κείμενο το μήνα στο περιοδικό ΟΜ – τα κείμενα αυτά μαζεμένα έγιναν η πρώτη συλλογή διηγημάτων του.

Άρα, λογικά το θέατρο ήταν πάντα το μεγάλο του όνειρο, έτσι δεν είναι; «Και ηθοποιός από σπόντα έγινα» λέει χαμογελώντας. «Διοίκηση επιχειρήσεων σπούδαζα (που δε μου άρεσε), ιατρική δεν τόλμησα καν να δοκιμάσω, ενώ δεν πέρασα στη Νομική που έδωσα. Το θέατρο μπήκε στη ζωή μου όταν ήμουν φοιτητής μέσα από τις ερασιτεχνικές φοιτητικές παραστάσεις. Εκεί ανακάλυψα έναν άλλον κόσμο που δεν τον είχα υπόψη μου, και όπως φάνηκε με ενδιέφερε πολύ. Με ενθουσίασε».

Εκείνος βρήκε τη μαγεία που έψαχνε πάνω στο σανίδι. Στο μυθιστόρημά του όμως, διαβάζουμε μία οξεία κριτική απέναντι στη δικιά του γενιά, μέσα από τα λόγια μίας έφηβης: «Οι ήρωες και το παραμύθι: δύο βασικά συστατικά της ανάπτυξης των νέων, τα οποία εσείς μας στερήσατε». 

Όταν του θυμίζω την ατάκα, γνέφει καταφατικά. «Η δικιά μου η γενιά δεν αφέθηκε στην παραμυθία. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο αγαπημένος μου συγγραφέας,  έλεγε ότι δεν εμπνεύστηκε από πουθενά τη Φόνισσα όποτε του έκαναν την αντίστοιχη ερώτηση. Ο συγγραφέας, λοιπόν, έχει υποχρέωση να αναπλάσει ένα γεγονός, να το βάλει στη σφαίρα της παραμυθίας. Η παραμυθία είναι η παραβολή. Οι άνθρωποι δε θέλουν να τους λες την αλήθεια στα μούτρα, θέλουν να τους μιλάς με παραβολές. Και ο Μπρεχτ δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιούσε τους “μεγάλους μύθους” για να φτιάξει τα έργα του, πατούσε πάνω σε λαϊκές παραδόσεις για να περάσει ό,τι ήθελε να περάσει».

Κάνει μία παύση όσα μιλά. Πιάνει το βιβλίο του στα δύο χέρια, σαν να θέλει να συγκεντρώσει τις σκέψεις του: «Είμαστε ανάπηρη γενιά, σας στερήσαμε το παραμύθι, εμείς είχαμε ανάγκη να δούμε ωμά τα πράγματα. Αλλά οι επόμενες γενιές επανήλθαν δριμύτερες. Γιατί δεν είναι παραβολή το Star Wars;»

«Επισκεύαζα τον εαυτό μου γράφοντας - η γραφή είναι σωτήρια για τον πνευματικό μου κόσμο, με γειώνει ξανά στην πραγματικότητα»

Μία πολύ προσωπική δουλειά

«Μαλακίες. Μαλακίες. Μαλακίες» λέει δυνατά, ενώ κρατά το βιβλίο και κάνει ότι διαβάζει κάποια φανταστικά προσχέδια. «Βλέπεις τον εαυτό σου, καταλαβαίνεις δηλαδή ότι μπορεί να μην πηγαίνεις πουθενά» λέει χαρακτηριστικά και χωρίς περιστροφές. «Το βιβλίο είναι δημιούργημα περισσότερο από 10 ετών. Ήταν 600 σελίδες αλλά έμειναν μόνο οι 300. Επέλεξα να κοπούν πράγματα που αγαπούσα πάρα πολύ μόνο και μόνο για έναν λόγο: για την οικονομία του πράγματος. Όπως μου είχε πει ένας φίλος: “ο συγγραφέας πρέπει να σκοτώσει αυτό που αγαπά. Να το εκτελέσει εν ψυχρώ”».

Για τον Στέλιο Μάινα, η συγγραφή είναι μία πολύ προσωπική δουλειά, και μπορεί ο πολύ κόσμος να τον θεωρεί έναν εξωστρεφή πρωταγωνιστή του ελληνικού θεάτρου και της τηλεόρασης, ο ίδιος όμως νιώθει πως είναι ένας εσωστρεφής καλλιτέχνης. «Η συγγραφή είναι μία “τσαγκαρική καθημερινότητας” στην οποία πρέπει να μπαίνεις ακόμα και αν δεν έχεις τίποτα στο μυαλό σου – ακόμα και αν είναι τελείως άδειο. Μέσα από την επαναληπτικότητα, από τη ρουτίνα βρίσκεις το πλαίσιο για να ακολουθήσεις μία πορεία».

Τον ρωτώ αν νιώθει και εκείνος να χάνεται μέσα στους ρόλους, όπως συχνά λένε ότι παθαίνουν οι διάσημοι ηθοποιοί του Χόλιγουντ που ακολουθούν το method acting. «Όχι δε χάνεσαι σε κανέναν ρόλο – μαλακίες είναι αυτά, συγγνώμη που το λέω έτσι θρασύτατα. Χάνεις το τι ψάχνεις και τον προορισμό σου, γιατί το κάνεις όλο αυτό. Η γραφή σε επαναφέρει, είναι ένα καθρέφτης».

Προσπαθώ να αντιληφθώ τι μπορεί να βρίσκει στο γράψιμο ένας καταξιωμένος ηθοποιός. Σίγουρα, δεν είναι το κυνήγι της δόξας, αφού το όνομά του είναι γνωστό ακόμα και στο τελευταίο ακριτικό χωριό. «Το γράψιμο για μένα είναι το επισκευαστικό κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Επισκεύαζα τον εαυτό μου γράφοντας – η γραφή είναι σωτήρια για τον πνευματικό μου κόσμο, με γειώνει ξανά στην πραγματικότητα. Ο καλλιτέχνης πρέπει να επαναπροσδιορίζει τους στόχους του».

Ο Στέλιος Μάινας μου διηγείται πώς έχει έρθει κοντά, πρόβα την πρόβα και παράσταση την παράσταση, με σπουδαία κείμενα του ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού – από τις τραγωδίες και τον Shakespeare μέχρι το σύγχρονο ρεπερτόριο. Για το πώς οι ηθοποιοί οφείλουν να διαβάζουν με πολύ προσεκτικό μάτι όσα πρόκειται να αφηγηθούν στο κοινό. (Μάλιστα, μου λέει ότι χαίρεται πολύ να βλέπει ότι η νέα γενιά των συναδέλφων του είναι πολύ πιο «διαβαστερή» από τη δικιά του).

«Για μένα ο πυρήνας της λογοτεχνίας είναι η αφήγηση – να πεις, δηλαδή, μία ιστορία» αναφέρει χαρακτηριστικά, πριν συνεχίσει: «Ακόμα και τεράστιοι συγγραφείς -όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Παπαδιαμάντης- έμαθαν δουλεύοντας για εφημερίδες. Έμαθαν πως πρέπει να πουν μία ιστορία η οποία θα γίνει καταληπτή, κάτι δυνατό που θα ωθήσει τους αναγνώστες να αγοράσουν και το επόμενο φύλο».

Γίνεται παραστατικός, στην προσπάθειά του να μου δώσει να καταλάβω ακριβώς τι εννοεί. Χτυπά τα δάχτυλα στο χέρι του, σαν να κρατά ένα αόρατο ραβδί που δίνει ρυθμό, και μού λέει: «Έτσι, μαθαίνεις να είσαι πάντα alert, να έχεις πυκνότητα, απεύθυνση, ακρίβεια, λιτότητα και πλούτο. Επί της ουσίας, οι ίδιοι κανόνες ισχύουν στη λογοτεχνία, το θέατρο, το σινεμά. Η μεγάλη τέχνη είναι η αφήγηση, ο μεγάλος δάσκαλος είναι ο Όμηρος». 

Περισσότερη από μιάμιση ώρα έχει περάσει χωρίς να το καταλάβω. Είναι πολύ εύκολη δουλειά να ακούς τον Στέλιο Μάινα να μιλά. Λίγο πριν πατήσω το stop στο ηχογραφικό, έρχεται στο μυαλό το βασικό συναίσθημα που μου προκαλούσε η αφήγηση για την Άννα, την αναισθησιολόγο-πρωταγωνίστρια του Να θυμηθώ να παραγγείλω.

«Πόσο άγρια παλεύει η ηρωίδα σου με τη μοναξιά;» τον ρωτάω. Χαμογελάει. Είναι κάπως σαν να τη γνωρίζει προσωπικά. Να έχει δει την πορεία της με τα ίδια του τα μάτια. «Η συγκεκριμένη ηρωίδα έχει απόλυτη επίγνωση, όπως λέει και ο Shakespeare, της μοναχικής εξόδου. Φεύγεις μόνος, εντελώς μόνος. Η πορεία μας στη ζωή είναι μία ενδοσκόπηση μίας μοναχικής πορείας – απλά η συγκεκριμένη ηρωίδα έχει τη συνείδηση. Για όλους μας τα ίδια ισχύουν. Ό,τι καλό ή κακό μας συμβαίνει στη ζωή, είναι κάτι που μας πηγαίνει πιο ώριμους (ή και πιο ανώριμους) προς το μεγάλο αντίο. Απλά εύχεσαι να οδεύεις προς το τέλος με λίγο μεγαλύτερη συνείδηση της αυθυπαρξίας σου».

Περπατάμε προς τα έξω, μακριά από τους διαδρόμους του Θέατρο Ακάδημος και προς το φως του αθηναϊκού μεσημεριού. Έχω ήδη αρχίσει να σκρολάρω στο κινητό μου, αφού είμαι πρακτικά εθισμένος σε αυτό. Προλαβαίνω να ρωτήσω, όμως, τον Στέλιο Μάινα για το τι πιστεύει εκείνος ότι βρίσκει ο κόσμος στα βιβλία. «Ο κόσμος έχει ανάγκη να βρίσκει άξονες. Το διάβασμα σου δίνει αυτή τη δυνατότητα, αφού είναι ένα τανγκό ανάμεσα σε δύο· τον αναγνώστη και τον συγγραφέα».

– «Είσαι με αυτοκίνητο;», με ρωτάει καθώς περνάμε την πόρτα της εξόδου.

-«Εγώ μηχανή. Μηχανόβιος, πώς να το κάνουμε»;

Μετά από όλη αυτήν την κουβέντα, ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω. Ναι, ο Στέλιος Μάινας είναι ένας εσωστρεφής καλλιτέχνης – πάντα όμως φυλάει μία μεγάλη έκπληξη για το φινάλε.