ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Νίκο Ευσταθίου, πώς είναι να δουλεύεις για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας;

Ο 29χρονος δημοσιογράφος συνεργάστηκε για έξι μήνες με τον διεθνή φορέα που ακούστηκε όσο κανένας άλλος την περασμένη χρονιά. Πώς όμως είδε την πανδημία, τα fake news, αλλά και τον ρόλο του ΠΟΥ μέσα στο πολύπλοκο αυτό σκηνικό;

«Ξύπνησα, πήρα το αεροπλάνο, προσγειώθηκα στη Μυτιλήνη και έκανα το πρώτο μου meeting στις 8 η ώρα το πρωί» μου λέει μέσω Skype ο Νίκος Ευσταθίου. Ο 29χρονος δημοσιογράφος ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας σε μία πολύ δύσκολη περίοδο: από τη μία ήταν η πανδημία του κορονοϊού, και από την άλλη η πυρκαγιά που έκαψε ολοσχερώς τον καταυλισμό της Μόριας. «Μόλις είχε ξεσπάσει η φωτιά στη δομή και υπήρχαν γύρω στα 30 επιβεβαιωμένα κρούσματα. Ήταν ένα πραγματικό υγειονομικό emergency».

Για περίπου έξι μήνες, η καθημερινότητα για τον Νίκο Ευσταθίου (ακόμα και τα Σαββατοκύριακα, αφού συχνά ήταν on call) ήταν συνυφασμένη με αυτό που έγραφε το συμβόλαιο συνεργασίας: Risk Communications Emergency Consultant για τον ΠΟΥ Οργανισμό Υγείας.  «Βρέθηκα στη Μόρια ήδη από την πρώτη μου μέρα στη δουλειά». Τι όμως συνάντησε εκεί;

 

 

 

«Συνάντησα τη νέα δομή, το προσωρινό κέντρο που στήθηκε στο Μαυροβούνι. Είδα πώς δημιουργήθηκε από το μηδέν με τη συνεργασία όλων των φορέων. Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος γιατί έπρεπε να μετεγκατασταθεί ο πληθυσμός. Ο ΠΟΥ κλήθηκε να βοηθήσει την ελληνική κυβέρνηση και έστειλε τρεις ομάδες γιατρών σε διάστημα περίπου τριών μηνών» αναφέρει ο νεαρός δημοσιογράφος, πριν συνεχίσει: «Ήμουν εκεί στο στήσιμο της πρωτοβάθμιας δομής υγείας και παρακολούθησα το πώς ανταποκρινόταν ο ΕΟΔΥ στο testing».

Τι πήγε καλά και τι πήγε στραβά; «Υπάρχουν πάρα πολλοί φορείς που νοιάζονται και με σωστή συνεργασία μπορεί να γίνει καλή και αποτελεσματική δουλειά. Αν ένας καταυλισμός δε στηθεί αρχικά σωστά δημιουργούνται χρόνια προβλήματα – σαν και αυτά που αντιμετώπισαν οι γιατροί του ΠΟΥ όταν βρέθηκαν στη Μόρια λόγω της πυρκαγιάς αλλά διαπίστωσαν πως οι ανάγκες ήταν περισσότερο δομικές».

Μιλώντας με τον Νίκο Ευσταθίου για τον ΠΟΥ

Νίκος Ευσταθίου

Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία για έναν 29χρονο δημοσιογράφο;
Το προφίλ μου ταίριαζε σε αυτό που έψαχνε ο οργανισμός παρά το νεαρό της ηλικίας μου. Η επικοινωνία έχει αλλάξει πολύ σήμερα, η γραφειοκρατία του ΟΗΕ και των διεθνών οργανισμών όμως παραμένει.Έτσι, πολλοί φορείς αναζητούν νεαρά άτομα τα οποία θα μπορούσαν να βοηθήσουν με τις νέες ψηφιακές δεξιότητες που διαθέτουν.

Προσωπικά, έχω σπουδές πάνω στο κομμάτι της επικοινωνίας για διεθνείς οργανισμούς και έχω δουλέψει στο παρελθόν στο crisis communication, κάτι που επανήλθε δριμύτερο στο προσκήνιο λόγω της Covid-19. Το ζητούμενο, λοιπόν, για τη θέση ήταν το πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε τις δυσνόητες -και ίσως βαρετές- επιστημονικές αλήθειες προσιτές και ενδιαφέρουσες στον κόσμο. Βρέθηκα σε κάποια interviews και, τελικά, με επέλεξαν.

Τι σε ενδιαφέρει στο κομμάτι της επικοινωνίας;

Ποιος είναι ο σωστός τρόπος για να γίνουν οι επιστημονικές ιδέες γνωστές στο ευρύ κοινό αλλά και το πώς πολεμάς -με ποιον τρόπο, ποια στρατηγική- την παραπληροφόρηση στο σύγχρονο πεδίο της επικοινωνίας.

Πώς είδες να λειτουργούν τα fake news στο ελληνικό μιντιακό οικοσύστημα την περίοδο της πανδημίας;

Η φύση της δουλειάς ήταν τέτοια ώστε καθημερινά να παρακολουθώ όλες τις ειδήσεις, πέρα από τα παραδοσιακά ελληνικά media και μέχρι τους διαδρόμους των social media. Κάθε ομάδα κάθε χώρας έκανε ένα report στον ΠΟΥ σχετικά με το τι συνέβαινε: πού στεκόμαστε, πού βρισκόμαστε σε σχέση με την υπόλοιπη περιφέρεια (στη δικά μας περίπτωση η Ευρώπη).

Είχε μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός πως το αντιεμβολιαστικό κίνημα στην Ελλάδα ήταν εξαρχής σχετικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της υπόλοιπης Ευρώπης, κάτι που μου προκάλεσε προσωπικά έκπληξη. Φυσικά, υπήρχαν αρκετοί δισταγμοί για τα καινούργια εμβόλια, ειδικά αρχικά με τα mRNA, η τακτική όμως του να κουνάς το δάχτυλο προς το κοινό είναι σίγουρη αποτυχία.

Σε κάθε περίπτωση υπήρχαν και κωμικοτραγικές καταστάσεις: προσωπικά, είχε ενδιαφέρον να πρέπει να αναλύσω το εξώφυλλο του Μακελειού, έχοντας παράλληλα υπόψη ότι κάποιοι θα εκμεταλλευτούν τις θεωρίας συνωμοσίας, οι οποίες γεννιούνται στο κενό που δεν καλύπτει η ειδησεογραφία.

Υπάρχει κάποιο μυστικό;

Πρέπει να θυμόμαστε πως τα κοινωνικά δίκτυα πολλές φορές ευνοούν μειοψηφίες που αρέσκονται στο να ανεβάζουν τους τόνους. Μάλιστα, η θέση των χρηστών που ζουν μέσα σε αυτές τις φούσκες είναι ακόμα χειρότερη, αφού ακολουθώντας συνεχώς θεωρίες συνωμοσίας στα social media, μοιραία δε βλέπεις τίποτα άλλο σχεδόν πέρα από αυτές.

Πρόκειται για επικοινωνιακές τακτικές που πατούν πάνω στα ένστικτα αυτών των ανθρώπων που είναι ήδη νευρικοί και πολύ φοβισμένοι. Ακόμα, όμως, και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει να σηκώσεις το δάχτυλο, αφού δεν πρόκειται να ανταποκριθούν σε αυτό. Οφείλεις να προσεγγίσεις τον κόσμο με υπομονή και με τρόπο που εκλαϊκεύει την επιστήμη, που την κάνει κατανοητή, που την κάνει ιστορία. Ο διχασμός και η αναγκαστική σίτιση της αλήθειας δεν οδηγεί πουθενά.

Πώς σου φάνηκαν οι αντιδράσεις των πολιτών στην πανδημία και τι εικόνα έχουν οι Έλληνες στο θέμα της υγείας;

Οι Έλληνες ζούμε κοντά με τις μεγαλύτερες ηλικίες -με τους γονείς, τους παππούδες- και έτσι υπήρξαμε πολύ πιο προσεκτικοί από όσα εύσημα μας δίνουμε. Η ανταπόκριση του κόσμου στο πρώτο lockdown ήταν εντυπωσιακή.

Ωστόσο, η κοινωνία μας έχει διάφορα προβλήματα σχετικά με το πώς αντιλαμβάνεται το θέμα υγεία. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα (πάνω στο οποίο και δούλεψα) είναι το πρόβλημα της μικροβιακής αντοχής. Στην Ελλάδα παίρνουμε αντιβιοτικά με το παραμικρό, αφού υπάρχει μία κουλτούρα που υπαγορεύει ότι αποτελούν τη λύση σε όλα τα προβλήματα.

Έτσι, η χώρα μας είναι μία από τις πρώτες παγκοσμίως στη μικροβιακή αντοχή αφού τα μικρόβιά μας έχουν μεταμορφωθεί σε super-bugs. Κάτι που συμβαίνει και στα νοσοκομεία μας λόγω της υπερβολικής χρήση αντιβιοτικών.

Ο ΠΟΥ έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου λέγοντας πως αν συνεχίσουμε σε αυτόν τον ρυθμό, μέχρι το 2050 τα μισά μας φάρμακα δε θα δουλεύουν. Ασθένειες, λοιπόν, που θα μπορούσαν να θεραπευτούν δε θα θεραπεύονται πια.

Αν μας έμαθε κάτι η Covid-19 είναι πως ο πλανήτης, τα ζώα και οι άνθρωποι είναι ένα οικοσύστημα. Χρειάζεται, λοιπόν, μία αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον όρο της υγείας. Δεν μπορεί επειδή έχουμε ανακαλύψει φάρμακα να θεωρούμε τους εαυτούς μας άτρωτους και να εκμεταλλευόμαστε τον πλανήτη και τα άλλα πλάσματα ασύστολα. Χρειάζεται μία γενική επιτήρηση των πάντων.

Η πανδημία ήταν, τελικά, μία καλή ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε την αξία της υγείας.

Τι πιστεύει ο ΠΟΥ για τις υγειονομικές ανισότητες ανάμεσα στα κράτη;

Αυτό που υποστηρίζει ο οργανισμός είναι πολύ συγκεκριμένο: καμία χώρα δεν μπορεί να είναι πραγματικά ασφαλής αν δεν είναι όλες οι χώρες πραγματικά ασφαλείς. Μία πραγματικότητα, δηλαδή, που τη βλέπουμε να διαδραματίζεται μπροστά μας καθώς αρκετά κράτη δε διαθέτουν τα απαραίτητα εμβόλια. Εκεί, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να υπάρξει μία ακόμα πιο δυνατή μετάλλαξη του ιού, η οποία θα αποτελέσει μείζον πρόβλημα για όλον τον πλανήτη.

Τέλος, να πως ότι η ανισότητα στην υγεία ακόμα και εντός των χωρών αποτελεί πληγή, και αυτό γιατί η υγεία είναι και πρέπει να είναι ένα δημόσιο αγαθό. Η Covid-19 ήρθε να το υπενθυμίσει σε όλους μας: δε νοείται βιωσιμότητα και ανάπτυξη αν δεν έχεις έναν υγιή πληθυσμό.

Ποιοι είναι κάποιοι βασικοί στόχοι του ΠΟΥ;

Η πρόσβαση στην υγεία όσων περισσότερων ανθρώπων γίνεται μέχρι το 2050, η προετοιμασία της παγκόσμιας κοινότητας για καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης (κάτι που υπήρχε και πριν την Covid-19 αλλά η πανδημία το επισήμανε και το υπογράμμισε), και, τέλος, η γενικότερη προώθηση της υγείας και ευεξίας, πέρα από την εκ των υστέρων αντιμετώπιση των ασθενειών.

Τι ρόλο έπαιξε η παγκοσμιοποίηση στην πανδημία;

Τεράστιο. Σε έναν κόσμο που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος και σε μία μέρα θα πραγματοποιηθούν όλα αυτά τα αεροπορικά ταξίδια, μία πανδημία είναι πολύ δύσκολο να ανακοπεί νωρίς. Έχουμε τα εργαλεία να το κάνουμε και ελπίζω ότι μετά το μάθημα της Covid-19, τα κράτη θα αντιληφθούν την ανάγκη να εργαστούν όλα μαζί προς έναν κοινό σκοπό.

Και η τεχνολογία;
Η τεχνολογία είναι από μόνη της ένα εργαλείο. Μπορείς να τη ρυθμίσεις με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνει ένα φανταστικό μέσο που λύνει απίθανες προκλήσεις και δίνει τρομερές ευκαιρίες, όπως, βέβαια, μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις με λάθος τρόπο οδηγώντας τον κόσμο προς μία δυστοπία. Δεν πρέπει να είμαστε ούτε τεχνοφοβικοί, ούτε τεχνο-οπτιμιστές πιστεύοντας ότι μπορεί από μόνη της η τεχνολογία να λύσει τα πάντα. Σίγουρα, πάντως, μπορεί να βοηθήσει πολύ όπως είδαμε και στην περίπτωση της Covid-19.

Μάλιστα, με βάση όλα όσα μου έχουν πει αναλυτές και εμπειρογνώμονες, πιστεύω πως τα επόμενα δέκα χρόνια θα είναι η δεκαετία της υγείας. Όλη αυτή η τεχνολογία -και κυρίως η τεχνητή νοημοσύνη- θα εφαρμοστεί πλέον στην παροχή της υγείας με θαυμαστά αποτελέσματα.