ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Αλέκος Συσσοβίτης πάντα έβλεπε τη ζωή σαν σινεμά

Έζησε τα γοητευτικά 80s της Θεσσαλονίκης, δούλεψε στα μαγικά 90s της Μυκόνου αλλά αυτό δεν του ήταν αρκετό. Ο 58χρονος ηθοποιός ανοίγει τα χαρτιά του για το πώς ασχολήθηκε με την υποκριτική, για το πόσο εύκολα ξεφεύγεις όταν γίνεσαι διάσημος, για την τρέλα που κουβαλά για τα ρούχα και τον κινηματογράφο αλλά και για το πώς είναι να παίζεις έναν άνθρωπο της νύχτας ο οποίος έφτασε μέχρι το ντιβάνι της ψυχανάλυσης.

«Είχα μία συλλογή με 400 γραβάτες και ας μην είχαμε δουλειά εκείνη την περίοδο» μου λέει, γελώντας, ο Αλέκος Συσσοβίτης στην μπάρα του Faust, καθώς θυμάται μία ιστορία από τη ζωή του πριν ασχοληθεί με το σινεμά και το θέατρο. Στη σκηνή δεν υπάρχει κανείς, οι καρέκλες είναι γυρισμένες ανάποδα, πίσω από την μπάρα υπάρχουν μόνο τα μπουκάλια. Το πιο «θεατρικό» μπαρ της πόλης έχει μία παράξενη ηρεμία: σαν να ξεκουράζεται για να υποδεχθεί λίγες ώρες αργότερα τους θαμώνες του. Οι τοίχοι του όμως δείχνουν έτοιμοι να αφηγηθούν πάρα πολλές ιστορίες – όπως, δηλαδή, και ο ιδιοκτήτης του.

«Στη Θεσσαλονίκη τρώγαμε μέρες ολόκληρης σκαλίζοντας τις αμερικάνικες αγορές στην προσπάθειά μας να βγάλουμε μία ωραία εικόνα από ρούχα που ήταν πάμφθηνα και μεταχειρισμένα. Είχαμε αρρώστια με αυτό» αναφέρει σε νοσταλγικό ύφος, πριν συνεχίσει: «Είναι κάτι που πάλι το οφείλω στο σινεμά: βλέπαμε ταινίες του ‘50 και του ‘60 και θέλαμε να υιοθετήσουμε αυτά τα looks. Το όμορφο μου αρέσει παντού· στο ντύσιμο, στο φαγητό, στα τοπία, παντού».

Ο Αλέκος Συσσοβίτης είναι μία πολύ γνώριμη τηλεοπτική, θεατρική και κινηματογραφική φιγούρα. Αυτό το γνωρίζουμε όλοι. Εκείνο που σχεδόν κανείς δε γνωρίζει είναι το ποιος είναι άνθρωπος πίσω από τον γνωστό ηθοποιό, τον θεατρικό παραγωγό και ιδιοκτήτη ενός από τα πιο διαφορετικά μαγαζιά της πόλης, μαζί με τον συνέταιρό του Αντώνη Περιστεράκο. Είναι κάτι που μάλλον ο ίδιος το έχει επιλέξει: δεν του αρέσει να πέφτει φως στην προσωπική του ζωή. 

Απόψε όμως θέλει να μιλήσει για όσα κάνει μπροστά και πίσω από τη σκηνή – και μιλάει. «Ξέρεις ο κόσμος πια διασκεδάζει μέσα από το κινητό» προσθέτει με μία κάπως ξενερωμένη έκφραση. «Δε μου αρέσει καθόλου αυτό».

Ένας διαφορετικός άνθρωπος της νύχτας

 

ΣΤΟΥΣ ΡΟΛΟΥΣ ΤΟΥ, ο Αλέκος Συσσοβίτης βγάζει πάντα μία ένταση. Είναι ξεκάθαρα εξωστρεφής ο τρόπος που ερμηνεύει τους χαρακτήρες. Μπορεί εύκολα να σε «ψαρώσει», να σε βγάλει από το λήθαργο με μία ατάκα. «Η έντονη υποκριτική κάνει “κάτι” στον θεατή – σκέψου, για παράδειγμα, τον Gary Oldman, τον Al Pacino. Πάντα μου άρεσαν οι ηθοποιοί που έπαιζαν τους ρόλους τους εν θερμώ». Άλλωστε, σχεδόν ποτέ οι ρόλοι που επιλέγει δεν είναι εκείνοι του καλού παιδιού – το ακριβώς αντίθετο. 

«Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο άνθρωπο ο οποίος τυχαίνει να είναι και φιλάνθρωπος. Δε θα τον χαρακτήριζα με ευκολία ως “κλασικό κακό”, αφού βρίσκεται σε θέση άμυνας ενώ πρεπει να τονίσω ότι δεν έχει σκοτώσει ποτέ κανέναν στη ζωή του» αναφέρει χαρακτηριστικά για τον Σάκη τον Μόρτη, τον ρόλο που ερμηνεύει φέτος στη δραματική σειρά του ΣΚΑΙ, ΣτΟργή. «Προσπαθεί, επί της ουσίας, να διαχειριστεί μία κατάσταση η οποία ήταν μοιραία για αυτόν. Έφτασε να είναι χωμένος εξ’ ανάγκης μέσα στα κυκλώματα της νύχτας. Αυτή ήταν, δυστυχώς, η “διαπαιδαγώγησή” του».

Τι είναι εκείνο που τον κάνει όμως τόσο διαφορετικό; «Έγινε αυτός που έγινε αλλά δεν ξέχασε ποτέ τα ζόρια που έζησε στη ζωή του. Υπάρχει, μάλιστα, μία πολύ χαρακτηριστική ατάκα που λέει: “Μεγαλώσαμε στους δρόμους, δεν ξέραμε τι θα πει σπίτι”» αναφέρει ο γνωστός ηθοποιός, ενώ την ίδια στιγμή παίρνει θέση για μία λήψη πάνω στη σκηνή του Faust. Δείχνει να βρίσκεται εντός έδρας και στον φυσικό του χώρο καθώς μιλάει για την τελευταία τηλεοπτική του δουλειά. «Νιώθει, μία υποχρέωση· ότι πρέπει να κάνει κάτι για να βοηθήσει τον κόσμο. Ο δικός του τρόπος για να εξιλεωθεί, λοιπόν, είναι να βοηθήσει ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, ορφανά και άστεγους».

Αν, όμως, στις ταινίες και τις σειρές έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ανθρώπους της νύχτας που διαθέτουν έναν ιδιαίτερο προσωπικό κώδικα, είναι τουλάχιστον δύσκολο να τους φανταστούμε στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης. Αλλά σε τελική ανάλυση: γιατί όχι; «Ο χαρακτήρας που υποδύομαι πήγαινε  επί 3-4 χρόνια στα νοσοκομεία για εξετάσεις και έβλεπε τους καρδιολόγους επειδή νόμιζε ότι το πρόβλημά του ήταν στην καρδιά. Δεν τους άκουγε όμως όταν του έλεγαν με νόημα “πήγαινε και αλλού”. Έθαβε το πρόβλημά του» εξηγεί ο Συσσοβίτης ανάμεσα σε πόζες και χαμόγελα που παίρνει για την κάμερα.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό -το να καθυστερεί με νύχια και με δόντια ο κόσμος την επίσκεψη στον ψυχολόγο- τόσο συχνά γύρω μας; «Υπήρχε και υπάρχει μία βαθιά προκατάληψη στην Ελλάδα απέναντι στην ψυχανάλυση. Ιδιαίτερα, μάλιστα, από τους άντρες οι οποίοι νιώθουν άτρωτοι ενώ παράλληλα αναπτύσσουν σχεδόν μία φοβία με τους γιατρούς». Τι μπορεί λοιπόν να σε ταρακουνήσει; «Τυχαίνει να έχω πολύ καλή γνώση του πώς είναι να έχεις κρίσεις πανικού, αφού τις έχω ζήσει με συγγενικό μου πρόσωπο. Είναι κάτι το αδιαπραγμάτευτο – δεν ορίζεις καθόλου τον εαυτό σου, πιστεύεις ότι θα πεθάνεις. Ένα τέτοιο έκτακτο γεγονός σε αναγκάζει να ψάξεις για λύσεις». 

Είναι φανερό ότι ο 58χρονος ηθοποιός έχει γνωρίσει από κοντά τη συγκεκριμένη κατάσταση. Φαίνεται στο πρόσωπό του. Πώς όμως πείθεται τελικά ένας άνθρωπος της νύχτας να φτάσει στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης; «Η συμβουλή των φίλων του είναι εκείνη που τον οδηγεί μέχρι το ντιβάνι της ψυχολόγου (σ.σ: την οποία υποδύεται η Μαρία Ναυπλιώτου). Έτσι, αρχίζει να αποβάλλει όσα ήταν συσσωρευμένα όχι τόσο στον νου όσο στο σώμα. Εδώ βρίσκεται το σημαντικότερο και το διδακτικότερο: το περιβάλλον μας ορίζει τη διαπαιδαγώγησή μας».

Είναι σίγουρο πως οι ηθοποιοί βάζουν κομμάτια του εαυτού τους και των εμπειριών τους στους ρόλους. «Εισπράττουμε σαν σφουγγάρια ό,τι βιώνουμε. Αγάπη ή βία – ανάλογα με το τι υπάρχει μέσα στο σπίτι. Το σώμα λοιπόν απορροφά τις εμπειρίες όπως ακριβώς τις απορροφά το μυαλό» εξηγεί σε πολύ ήρεμο ύφος, χωρίς καμία διάθεση δραματοποίησης. «Και μπορεί να λέμε ότι θα θωρακίσουμε τον εγκέφαλό μας, το κορμί όμως -όσο υπομονετικό και αν είναι- κάποια στιγμή αντιδρά. Θέλει να αποβάλλει το σαράκι που το κατατρώει. Έτσι, δημιουργούνται οι κρίσεις πανικού».

Τελικά, υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει τους ανθρώπους της νύχτας από εκείνους της μέρας; «Η νύχτα είναι πιο σκληρή από τη μέρα – δημιουργούνται άλλες δυναμικές. Αν κάποιος όμως κουβαλά αξίες, όσο βαθιά και να βρεθεί μέσα στο σκοτάδι, όσο και αν βουτήξει στα σκατά, κάποιους κώδικες τιμής θα τους συντηρήσει. Κάτι, δηλαδή, που συμβαίνει στην περίπτωση του Σάκη του Μόρτη». 

Θεσσαλονίκη στα 80s, Μύκονος στα 90s

«ΣΤΑ 25 ΦΕΥΓΩ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ για να κατέβω μόνιμα στην Αθήνα. Τα καλοκαίρια, βέβαια, έλειπα από τότε που ήμουν 16 χρονών, αφού πήγαινα στη Μύκονο και δούλευα σεζόν. Τέλειωσα τεχνικός αυτοκινήτων, δούλεψα σε συνεργεία, αλλά δε με ενδιέφερε ποτέ. Ασχολήθηκα με τα μπαρ και με το μόντελινγκ μέχρι που ήρθε η ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου το 1995 (Ελεύθερη Κατάδυση) η οποία έβαλε το σινεμά και την ηθοποιία στη ζωή μου» θυμάται ο Αλέκος Συσσοβίτης, καθώς καθόμαστε και πάλι στην μπάρα του Faust.

Έχει αλλάξει ρούχα ήδη μία φορά. Αντί για το κόκκινο πουλόβερ φορά ένα εμπριμέ πουκάμισο. Είναι φανερό ότι γνωρίζει πολύ καλά το παιχνίδι του στυλ. «Στις αρχές μου έλεγαν ότι έχω αίσθηση του κάδρου. Ναι, μάλλον με βοήθησε το μόντελινγκ. Πιο πολύ όμως με βοήθησε το γεγονός ότι ήμουν φανατικός του κινηματογράφου ήδη από την εφηβεία μου. Αν δεν είχα το μικρόβιο του σινεμά δε θα ασχολούμουν με την υποκριτική. Ήταν άλλωστε μία διαφυγή από τη σκληρή πραγματικότητα της Θεσσαλονίκης στα 80s» εξομολογείται ο 58χρονος ηθοποιός.

Ήταν όμως τόσο δύσκολη η δεκαετία του 1980 στον Βορρά; «Πουλούσα φελιζόλ έξω από το γήπεδο του ΠΑΟΚ στα 10 μου, όταν η Τούμπα φλεγόταν, οι δρόμοι έκλειναν από τους punks και υπήρχε τρομερή ανεργία στην πόλη. Ήταν σκληρές εποχές για τα λιμάνια του Βορρά. Κι όμως, η Θεσσαλονίκη ήταν μαγική τότε – είχε κάτι το πάρα πολύ έντονο, το ζηλευτό και κάτι που φοβάμαι ότι έχει πια χαθεί».

Μπορείς να φανταστείς τον Συσσοβίτη να βρίσκεται κρεμασμένος σε μία κερκίδα του ΠΑΟΚ. Έχει τη σωματοδομή και την παρουσία για κάτι τέτοιο. Την ίδια όμως στιγμή βγάζει από το πορτοφόλι του και μου δείχνει παλιές φωτογραφίες: άψογο κοστούμι σε στυλ 50s, τραγιάσκα, γυαλιά αεροπόρου και η απολύτως απαραίτητη vintage μοτοσικλέτα δίπλα του. Εικόνες που θυμίζουν παλιό ιταλικό σινεμά. «Όταν ήμουν πιο μικρός, αν δεν ήμουν ντυμένος όπως ακριβώς είχα στο μυαλό μου, δεν έβγαινα από το σπίτι» αναφέρει με νόημα, σαν ένα αόρατο κλείσιμο του ματιού.

Η «μαγική» Θεσσαλονίκη των 80s δεν του ήταν αρκετή. Έψαχνε τρόπο να την κάνει. «Δε μου αρκούσε ούτε και η ξέφρενη διασκέδαση στη Μύκονο. Μπορεί να δούλευα μέχρι και 16 ώρες τη μέρα, αλλά η φάση ήταν rock n’ roll». Μήπως όμως δεν άντεχε άλλο στο Νησί των Ανέμων; «Θα μπορούσα να ασχοληθώ με μαγαζιά ή και με το real estate – ευκαιρίες είχα. Στο είπα όμως και πριν: δε μου αρκούσαν αυτά, ήθελα κάτι παραπάνω» ξεκαθαρίζει, πριν συνεχίσει: «Έτσι, όταν μου δόθηκε το προνόμιο και το δικαίωμα να μπω στο σινεμά είπα “ναι”. Ήταν εκείνα τα χρόνια που μου έδωσαν τη δυνατότητα να μπορώ να κάνω κάποια πράγματα. Ήμουν πάντα καλός παρατηρητής».

Ο Αλέκος Συσσοβίτης σου απευθύνεται και έχεις την αίσθηση ότι παίζει σε ταινία. Προσέχει την εμφάνισή του, προσέχει τον τρόπο που εκφράζεται, δείχνει να έχει πάντα αίσθηση του κάδρου. «Έβλεπα 3 ταινίες την ημέρα με κάνα δύο κολλητούς, που ήταν και αυτοί “άρρωστοι” με το σινεμά και την ποίηση. Είχαμε τρέλα με το ευρωπαϊκό και τνο αμερικανικό κινηματογράφο, και το πώς έκανε τέχνη τα βιώματα της φτώχειας και της καταπίεσης. Μία τρέλα που την κουβαλούσαμε στο λιμάνι, στη νύχτα, στη μέρα, παντού».

Κοιτώντας τον καθρέφτη στα μάτια

«Πρέπει να γνωρίσεις και το φως και το σκοτάδι, να δεις όλα τα χρώματα της παιδικοεφηβικής περιόδου. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις να επιβιώνεις»

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΒΟΛΗ, ο Αλέκος Συσσοβίτης έχει ζήσει πολλά. «Μεγάλωσα σε μία οικογένεια γεμάτη αγάπη αλλά και γεμάτη πολύ σκοτάδι, και κλάματα και κρίσεις πανικού. Τα αρνητικά ποτέ δεν κατευθύνθηκαν προς το πρόσωπό μου βέβαια. Για εμένα, υπήρχε πάντα μία μεγάλη αγκαλιά. Απλά, μεγαλώνοντας αρνείσαι να δεχτείς ακόμα και αυτήν την αγκαλιά – είσαι υποψιασμένος για το τι άλλο μπορεί να κρύβει» μου λέει με μία κάπως εξομολογητική διάθεση.

Έχει προλάβει τα σκληρά ελληνικά 80s, έχει ζήσει την ξέφρενη διασκέδαση στη Μύκονο των 90s, αλλά και τα χρόνια που η ελληνική τηλεόραση ζούσε χρυσές εποχές. Σκέφτομαι αν όλο αυτό, σε συνδυασμό με τη διασημότητα, τον επηρέασε σε κάποια φάση. «Παλιότερα, δεν πολυσκάλιζα το πώς συμπεριφέρομαι στους γύρω μου. Νόμιζα ότι μπαίνω στα παπούτσια τους, ενώ έμπαινα διατηρώντας επί της ουσίας τη δική μου οπτική γωνία. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, κοιτάζω όλο και περισσότερο τον εαυτό μου στον καθρέφτη». Όσο μιλάει, δείχνει να έχει σκεφτεί καλά -και πολύ προσεκτικά- τα όσα λέει. Απλά, μάλλον ασυναίσθητα, έχει γύρω πάνω στον πάγκο.

«Μεγάλωσες με πολύ αγάπη δίπλα σε μία όμορφη θάλασσα ή έζησες μέσα στα σκοτάδια; Στη δεύτερη περίπτωση είναι σχεδόν σίγουρο πως μία ζωή θα ταΐζεις τα σκοτάδια σου. Η μεταστροφή απαιτεί πάρα πολύ κόπο και χρόνο». Εκείνος, έχει κάνει άραγε ειρήνη με τον εαυτό του; «Σε κάποια κομμάτια έχω κάνει μεγάλη πρόοδο. Σε κάποια άλλα πάλι νιώθω ότι βρίσκομαι σε μία κινούμενη άμμο που με τραβά προς τα κάτω».

Σήμερα είναι ένας πολύ αναγνωρίσιμος Έλληνας ηθοποιός και ιδιοκτήτης ενός πολύ γνωστού μπαρ-θεατρικού χώρου. Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα βέβαια. «Μεγάλωσα σε μία πολύ φτωχή οικογένεια και έπρεπε να δουλεύω από 13 χρονών στις οικοδομές τα καλοκαίρια. Από την άλλη, υπήρχε μία πολύ μεγάλη οικογένεια (ποντιακής καταγωγής από την πλευρά της μητέρας μου) η οποία έκανε τα πάντα να μοιάζουν πιο όμορφα. Είχε από όλα η παιδική μου ηλικία· και κακά και καλά». Αναρωτιέμαι αν ο 13χρονος Αλέκος είχε φανταστεί ποτέ την πορεία του αρκετές δεκαετίες μετά.

Η εφηβεία του είχε ένταση, αλλά όχι εξάρσεις. Όταν όλοι οι άλλοι ήταν στις καφετέριες, εκείνος ήδη γνώριζε πως είναι να δουλεύεις για να επιβιώσεις. Υπήρχε ένα «βάρος» μέσα του που τον κρατούσε γειωμένο. «Μόνο κακομαθημένος δε θα μπορούσα να βγω από την παιδική μου ηλικία» λέει με απόλυτη σιγουριά, πριν συνεχίσει: «Πρέπει να γνωρίσεις και το φως και το σκοτάδι, να δεις όλα τα χρώματα της παιδικοεφηβικής περιόδου. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις να επιβιώνεις».

Πώς λοιπόν ήρθε το Faust μέσα στον κυκλώνα της Ελληνικής Οικονομικής Κρίσης; «Ήταν τρελό ρίσκο. Εκείνα τα χρόνια όλοι έβγαζαν τα λεφτά τους στο εξωτερικό. Εμείς τότε έπρεπε να υλοποιήσουμε το σχέδιο για το Faust. Καμιά φορά το timing είναι πολύ σημαντικό. Άλλωστε, δεν ήταν μία απόφαση της στιγμής, το έψαχνα για 2-3 χρόνια. Ήθελα να βρω κάτι που θα μου έδινε και την οικονομική ευμάρεια και την πιθανότητα για μία καλλιτεχνική έκφραση. Το συζητούσαμε και το σχεδιάζαμε για πάνω από 12 μήνες. Όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, κοιταχτήκαμε στα μάτια, και είπαμε το “ναι”»

Η απάντηση δε με καλύπτει πλήρως, οπότε επιμένω. Μου ακούγεται καθαρή τρέλα εκείνη η επιλογή. «Πάντα με τραβούσε το άγνωστο, και πάντα αναλάμβανα το ρίσκο για τις μεγάλες αλλαγές στη ζωή μου» λέει, χαμογελώντας, ο 58χρονος ηθοποιός.

Ξαναρωτάω, πιο συγκεκριμένα, τι ήταν εκείνο που ήθελαν να φτιάξουν. Η απάντησή του είναι σαφής: «Ένα κυριλέ καμπαρέ».

Το τίμημα της δημοσιότητας

«Όταν παιζόταν το "Είσαι το ταίρι μου", υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσα να περπατήσω με ευκολία στον δρόμο»

«ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ 20 ΧΡΟΝΙΑ έχει αλλάξει ραγδαία η συμπεριφορά των ανθρώπων. Ήταν πιο χύμα, πιο ελεύθερα, πιο παγανιστικά τα πράγματα. Βέβαια, σε εκείνη την ταινία υπάρχουν φράσεις που σήμερα θα τις θεωρούσαμε σεξιστικές. Δύσκολα θα στεκόταν το σενάριο» μού εξηγεί, όταν τον ρωτάω για το πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα από το Η αγάπη είναι ελέφαντας (2000). Μία ταινία, δηλαδή, όπου μαζί με τον Θοδωρή Αθερίδη οργώνουν τα club για να βρεθούν πιασμένοι σε ένα -λίγο κωμικό, λίγο τραγικό- ερωτικό τρίγωνο με τη Δήμητρα Ματσούκα.

Ήταν η ίδια περίοδος που έγινε γνωστός σε κάθε μήκος και πλάτος της ελληνικής επικράτειας. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πόσο πολύ μπορεί να άλλαξε τη ζωή του η τεράστια επιτυχία που είχε το Είσαι το ταίρι μου. «Ήμουν από τους “γνωστούς” ηθοποιούς του καστ, ενώ η εμπειρία μου από το μόντελινγκ αλλά και τα νυχτερινά μαγαζιά με κρατούσαν αρκετά γειωμένο – ακόμα και ως μπάρμαν είχα συνηθίσει να με κοιτούν 200-300 άτομα. Τα βλέμματα των άλλων πάνω μου δεν ήταν κάτι καινούργιο για μένα. Ναι, όλη αυτή η επιτυχία μπορεί να σε κάνει υπερόπτη και αλαζόνα, να ξεφύγεις».

Ξέφυγε; «Όχι. Και δεν εκμεταλλεύτηκα την επιτυχία. Δεν πάτησα πάνω σε αυτήν για να εμφανίζομαι παντού και πάντα, ούτε προσπάθησα να παίξω σε όποιο σίριαλ βρέθηκε στον δρόμο μου, παρότι οι προτάσεις ήταν άπειρες. Πάντα ήμουν επιλεκτικός». Πραγματικά, προσπαθώ να φέρω στο μυαλό μου σε πόσα σίριαλ τον θυμάμαι. Δεν είναι και τόσο πολλά.

Δεν μπορεί, κάπως θα τον επηρέασε το hype που απέκτησε το Είσαι το ταίρι μου στις αρχές των 00s. Το σκέφτεται για λίγο, καρφώνοντας το βλέμμα του στις προθήκες του μπαρ. «Κοίτα, σε πρακτικό επίπεδο την άλλαξε πάρα πολύ: εκείνη  την εποχή δεν μπορούσα να περπατήσω με ευκολία στον δρόμο».

Η συζήτηση πηγαίνει ξανά στην έννοια του ρίσκου. Μου εξηγεί ότι ποτέ δεν το φοβήθηκε, αρκεί να του άρεσε αυτό που έκανε. Έτσι, υπήρξαν παραγωγές στο Faust (αλλά και μία-δυο εξωτερικές) οι οποίες μπορεί να μην πήγαν και τόσο καλά εμπορικά, έσκισαν όμως καλλιτεχνικά. Αυτό του αρκεί και του περισσεύει.

Νέοι ρόλοι, καινούργιες προκλήσεις

ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΦΕΤΟΣ τον Αλέκο Συσσοβίτη πέρα από τη ΣτΟργή του ΣΚΑΙ; «Θα εμφανίζομαι στο Θέατρο Αθηνά, στο διάσημο αστυνομικό θρίλερ του Frederick Knott με τίτλο Στο πέμπτο σκαλοπάτι σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Κοένπου έχει μεταφερθεί και στο σινεμά από τον Alfred Hitchock ως Dial M for Murder (1954)- μαζί με τους Φαίη Ξυλά, Αποστόλη Τότσικα, Αλέξανδρο Βάρθη και Γιάννη Στεφόπουλο».

Θέατρο, τηλεόραση. Τι γίνεται όμως με το σινεμά; Ο 58χρονος ηθοποιός έχει περάσει τους τελευταίους μήνες αρκετό καιρό στην Κρήτη. Ο λόγος; Θα ερμηνεύσει τον Νουρήμπεη στην κινηματογραφική μεταφορά του Καπετάν Μιχάλη του Νίκου Καζαντζάκη. Άλλος ένας «κακός» δηλαδή στη μεγάλη λίστα από «κακούς» που έχει παίξει στην καριέρα του.

Ή μήπως δεν είναι έτσι; «Κάνει τα αδύνατα-δυνατά για να μη σφάζονται Έλληνες με τους Τούρκους. Φτάνει σε σημείο να “φανερώσει” τη γυναίκα του στον Καπετάν Μιχάλη στα πλαίσια της φιλίας τους. Είναι διπλωμάτης και τρομερά γενναιόδωρος, αφού χαραμίζει τον έρωτά του χωρίς δεύτερη σκέψη. Επί της ουσίας, αυτοκαταστρέφεται και οδηγείται στην αυτοκτονία από τις καλές του προθέσεις. Γιατί λοιπόν τον θεωρούμε κακό; Επειδή είναι Τουρκοκρητικός; Πρόκειται για έναν καθαρά τραγικό χαρακτήρα» εξηγεί υποστηρίζοντας, όχι άδικα, τον χαρακτήρα που ερμηνεύει.

Ναι, είναι άλλη μία πολύ γεμάτη χρονιά για τον Αλέκο Συσσοβίτη. Έχω σηκωθεί από το σκαμπό του μπαρ και αναρωτιέμαι πώς τα προλαβαίνει όλα. «Όταν έχεις συνηθίσει από μικρός το “ξύλο” όλα γίνονται» απαντά καθώς μου κλείνει το μάτι.

Έχω όμως μία τελευταία απορία: τον ταυτίζουν άραγε με τον Νίκο Μπεζεντάκο από το Είσαι το ταίρι μου; «Ναι, ακόμα και σήμερα με φωνάζουν Νίκο Συσσοβίτη» λέει χαμογελώντας πλατιά. «Παλιά αυτό με εκνεύριζε πάρα πολύ. Το έβλεπα σαν μια αίσθηση στασιμότητας. Ο κόσμος όμως σου μεταφέρει τη δική του χαρά, τη δική του εμπειρία, τις δικές του αναμνήσεις. Τώρα πια το δέχομαι ευχάριστα όλα αυτά – δεν έχω λόγο να μην το κάνω».