Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Ο αυθεντικός Δημήτρης Σκουλός έχει επιβιώσει από 4.000 κάστινγκ

Ο κριτής του GNTM έχει, πάνω από όλα, καθαρό βλέμμα και γενναιόδωρη καρδιά.

“Βοήθεια, πνίγεται ο άνθρωπος, μα καλά, δεν το βλέπετε;;” ουρλιάζει ξαφνικά μια μεσήλικη κυρία από το διπλανό τραπέζι στο κεντρικό καφέ του Πειραιά που κάνουμε την συνέντευξη με τον πιο ‘αμείλικτο’ κριτή του GNTM. “Μην φοβάστε, είμαι γιατρός”, απαντά ένας κουστουμαρισμένος θαμώνας ο οποίος σηκώνεται και πλησιάζει αποφασιστικά τον κοκκινισμένο κύριο με το -σφηνωμένο στο λαρύγγι- κουλουράκι. Πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει, του χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά, του δίνει ένα πεταχτό φιλάκι και του ψιθυρίζει στο αυτί “Θα σου σφίξω λίγο το στομαχάκι τώρα. ΟΚ; Και μετά το κουλουράκι θα φύγει πουπ από το λαρυγγάκι”, πριν του κάνει την λαβή χάιμλιχ και του σώσει τη ζωή.

Σας φαίνεται φυσιολογικό να έχει όντως συμβεί το παραπάνω; Έτσι έχουμε συνηθίσει να φέρεται ένας γιατρός; Προφανώς και όχι. Ε, εξίσου παράλογο/εξωπραγματικό μου φαίνεται εμένα, που έχω βρεθεί -λόγω θητείας σε Nitro και Maxim- ‘κομπάρσος’ σε καμία 200αρια φωτογραφήσεις, να περιμένει το κοινό από ένα φωτογράφο με την εμπειρία του Δημήτρη Σκουλού να ‘γλυκαίνει’ τα αυτιά των κοριτσιών που στέκονται μπροστά του. Ακόμη και αν πρόκειται για την ίδια του την μοναχοκόρη, όταν με το καλό μεγαλώσει.

“Φυσικά και θα άφηνα την κόρη μου, αν το επιθυμούσε και είχε τα προσόντα, να γίνει μοντέλο και να δηλώσει συμμετοχή στο GNTM. Αφού πρώτα σπουδάσει κάτι και καλλιεργήσει το πνεύμα της. Το μόνο άγχος που θα είχα είναι ότι θα έπρεπε να ταξιδεύει στο εξωτερικό για να κάνει δουλειές, ότι θα ήταν δηλαδή μακρυά μου. Αυτό δηλαδή που είναι η ζωή ενός μοντέλου. Μιλάμε πάντα για τα κανονικά μοντέλα εννοείται, όχι για κάποιες που χρησιμοποιούν τον τίτλο εκ του πονηρού”.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson

Γιατί η εμπειρία, σε οποιαδήποτε επάγγελμα, σε κάνει γρήγορο, ψύχραιμο και αποφασιστικό. Σου γίνεται δεύτερη φύση το να κάνεις τη δουλειά και όχι να δίνεις σημασία στο τι κάνει, αισθάνεται ή ονειρεύεται από παιδί ο ‘άμαχος πληθυσμός’.

”Επειδή καταλαβαίνω ότι δεν είναι κανονικά μοντέλα αυτά που στέκονται μπροστά μου, προσπαθώ να είμαι όσο αντέχω πιο ‘στρογγυλός’. Γιατί αν μου είχε στείλει ένα πρακτορείο σε μια δουλειά κάποια από αυτά τα κορίτσια που δεν τηρούν τις στοιχειώδεις προδιαγραφές, θα τους είχα πάρει τηλέφωνο για να τους πω ότι μάλλον μου κάνουν πλάκα. Ειδικά αν καπάκι μου έλεγε κάποια ότι ήταν παιδικό της όνειρο, θα την έστελνα απλά σε ένα ψυχολόγο/ ψυχαναλυτή ή σε ένα παπά να την διαβάσει γιατί τα μοντέλα δεν τα λένε αυτά”.

Και για τον Δημήτρη η ύπαρξη της κάμερας δεν αλλάζει το γεγονός ότι όλο αυτό που ζει είναι απλά ένα ακόμη casting. Ένα ακόμη casting από τα συνολικά πάνω από 4.000 που έχει κάνει στην 20χρονη καριέρα του. Αυτό είναι η απάντησή μου (η δική μου, ο Δημήτρης δεν ασχολείται με το τι λέει ο κόσμος για εκείνον, δεν έχει χρόνο για τέτοιες πολυτέλειες) σε όσους τον χαρακτηρίζουν ‘αγενή’.

“Εγώ στο τέλος της ημέρας είμαι απλά ένας άνθρωπος που θέλει να γελάει. Ένας άνθρωπος που, στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του. Η ουσία των πραγμάτων είναι ότι δεν ξέρω και δεν καταλαβαίνω από τηλεόραση. Εγώ μπροστά στην κάμερα είμαι ό,τι ακριβώς και εκτός”.

Ένας χαρακτηρισμός που τον αδικεί, αφού, μετά από τόσα χρόνια στην δουλειά, θεωρείται από τους πιο ευγενικούς φωτογράφους στο χώρο. Εκείνον για τον οποίο δεν έχει ακουστεί το παραμικρό. Εκείνον που δεν χάνει εύκολα την ψυχραιμία του. Με την εξαίρεση της απάντησης που έδωσε σε γνωστό εκδότη όταν του ζήτησε να πει στην επώνυμη που φωτογράφιζε για το εξώφυλλο να δείξει λίγο παραπάνω μπούστο.

“Είπα απλά ότι δεν κάνω τεστ Παπ. Ότι είμαι φωτογράφος, όχι γυναικολόγος. Και ότι αν θέλει να φωτογραφίζει έτσι τα κορίτσια, ας το κάνει ο ίδιος και ας ξεκινήσει με την γυναίκα του”.

Και, κάπου εδώ, σταματάμε να μιλάμε για οτιδήποτε έχει να κάνει με το GNTM (την φετινή σοδειά του οποίου θεωρεί, πάντως, καλύτερη από την περσινή).

“Πρέπει να ξέρουμε που πατάμε. Μην τρελαθούμε κιόλας. Δεν είμαστε καμία χώρα παραγωγής σουπερμόντελ, όπως η Βραζιλία, η Πολωνία ή η Ρωσία. Πόσα είναι τα σουπερμόντελ που έχει βγάλει η Ελλάδα; Μηδέν. Μοντέλα όμως που να κάνουν κάποιες δουλειές και να καταφέρουν να βγάλουν χρήματα, μπορούμε να έχουμε”.

Γιατί όταν έχεις μπροστά σου τον Λιονέλ Μέσι του μιλάς για το τόπι, του μιλάς για την κανονική δουλειά του, όχι για τα χόμπι του.

Στο GNTM δεν έχω το άγχος που έχω σε κάθε φωτογράφηση. Εκεί δηλαδή που όλα περνάνε και τελειώνουν σε μένα και χρεώνομαι το αποτέλεσμα 100% εγώ. Η φάση είναι πάντα ‘ο μπάτλερ το έκανε’ όπου εγώ, όπως και κάθε φωτογράφος, είμαι ο μπάτλερ. Αντιθέτως στο GNTM, πέρα από το γεγονός ότι έχω εμπιστοσύνη στον σκηνοθέτη και στην παραγωγή, είμαι απλώς αυτός που φαίνομαι μπροστά. Είμαι ένας από τους πολλούς”.

Η ζωή κάνει κύκλους, αλλά η αφετηρία είναι πάντα στην πλατεία Ομονοίας

Πέντε η ώρα το πρωί και ο μαυριδερός εργάτης από τον Παπάδο της Μυτιλήνης περιμένει υπομονετικά να περάσει το φορτηγό και να τον μαζέψει για να πάει για δουλειά στην οικοδομή. Αυτό που κάνει από τα 13 του, όταν αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και να μπει στην βιοπάλη. Οι τσέπες του είναι άδειες. Αλλά η καρδιά του είναι γεμάτη από αγάπη για την γυναίκα του, την ωραία του χωριού που παντρεύτηκε νωρίς νωρίς, και την οικογένεια που έχουν φτιάξει μαζί. Μια οικογένεια 4 ατόμων που μένει αρχικά σε ένα δωματιάκι 10τ.μ. στην Άνω Νέα Σμύρνη.

“ΑΝ ΕΠΑΙΡΝΑΝ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΙ, ΕΙΧΑΜΕ ΝΑ ΦΑΜΕ”

“Αν τον έπαιρναν να δουλέψει, είχαμε να φάμε. Αν δεν τον έπαιρναν, δεν είχαμε. Θυμάμαι ότι, επειδή η μητέρα μου δεν είχε λεφτά να μου πάρει κρέμες, έλιωνε κουκιά και ρεβύθια και μου τα έδινε. Στην πορεία, κάνοντας 2-3 δουλειές κάθε μέρα επί δεκαετίες, ο πατέρας μου κατάφερε να προκόψει. Κατέληξε να έχει δικό του συνεργείο 15 ατόμων και να φτιάχνει, ως εργολάβος, οικοδομές”.

Δώδεκα χρόνια αργότερα, ένας ψηλόλιγνος πιτσιρικάς (βλέπε 1,92 ύψος), φορώντας την στολή της εφηβικής ομάδας μπάσκετ του Πανιωνίου στην οποία παίζει ασσόδυο, περιμένει υπομονετικά τα ξημερώματα ένα άλλο φορτηγό, περίπου στο ίδιο σημείο στην πλατεία Ομονοίας. Συγκεκριμένα το φορτηγό που ξεφορτώνει περιοδικά και εφημερίδες προκειμένου να είναι ο πρώτος που θα αγοράσει με το χαρτζιλίκι του, όλο το χαρτζιλίκι του, ό,τι περιοδικό φωτογραφίας κυκλοφορεί.

“Στο σχολείο πέρασα πολύ δύσκολα λόγω του χρώματος του δέρματός μου. Με έλεγαν μονίμως γύφτο. Μου έγινε από τότε ψυχαναγκαστικό συνήθειο να πλένομαι 2-3 φορές την ημέρα. Σκεφτόμουν ότι ‘αν με λένε γύφτο, είμαι και βρώμικος, πάει, καταστράφηκα”.

Το όνομα του είναι Δημήτρης και, όπως ακριβώς ο πατέρας του πριν από αυτόν, θα καταφέρει να φτιάξει και να συντηρήσει τη δική του οικογένεια με άξονα το ταλέντο αλλά και την σκληρή δουλειά. Το δικό του όπλο για να προκόψει ήταν αρχικά μια Kodak instamatic (δώρο του πατέρα του στην μητέρα του) με την οποία φωτογραφίζει από πιτσιρικάς ό,τι του γυαλίσει στο μάτι. Αλλά αυτό, το κάρμα του, είναι κάτι που δεν γνωρίζει ο ίδιος ακόμη. Ο λόγος που ξεκινάει η ιστορία μας από εδώ είναι γιατί ο θάνατος του Στράτου, όπως λεγόταν ο πατέρας του, πριν από 4 χρόνια, ήταν εκείνη η στιγμή και εκείνη η σκηνή με την οποία θα ξεκινούσε μια πιθανή κινηματογραφική βιογραφία του Δημήτρη.

“Ο πατέρας μου ήταν γίγαντας. Τον έχω Θεό. Όταν πέθανε άλλαξαν τα πάντα. Ήταν η χειρότερη στιγμή στη ζωή μου. Εκείνο που μου είπε, μαζί με την μάνα μου, όταν παντρεύτηκα, ήταν δυο και μόνο πράγματα. ‘Δεν θα αφήσεις ποτέ τη γυναίκα σου χωρίς λεφτά. Εσύ δεν θα έχεις δραχμή στις τσέπες σου, αλλά εκείνη θα έχει πάντα’. Και ‘όταν ανοίξετε σπίτι θα έχετε ένα κοινό ταμείο”.

Ένας βίος και πολιτεία που περιλαμβάνει πολλά ξενύχτια κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων στην Πάτρα (εκεί που για πρώτη φορά στη ζωή του απέκτησε το δικό του δωμάτιο) και πολλή μουσική (έκανε καθημερινή μουσική απογευματινή εκπομπή στο ραδιόφωνο παίζοντας acid jazz).

“Μου άρεσε να βγαίνω πολύ. Αλλά δεν ήμουν ποτέ κακό παιδί. Σκέψου ότι δεν έχω μεθύσει, ούτε έχω πάρει ποτέ ναρκωτικά. Δεν έχω καπνίσει καν μαύρο. Και, όταν έβγαινα, έπινα ένα ποτό όλο το βράδυ. Μαρτίνι με σπράιτ, που ήταν ό,τι πιο ελαφρύ μπορούσα να βρω”.

Ένα βίος που επίσης περιλαμβάνει ένα πέρασμα από κανονικές δουλειές και δυο all day καφέ -μαζί με την αδελφή του- στην Πασαρέλα στο Πασαλιμάνι (Άφρο και Κακάο) πριν έρθει η κομβική συνάντηση με τον Βαλάντη που τα άλλαξε όλα.

“Δούλευα για ένα διάστημα στο τμήμα marketing εταιριών. Αλλά δεν μου άρεσε, είχα πάθει κατάθλιψη. Ταυτόχρονα, τα βράδια, έπαιζα μουσικές σε μαγαζιά τύπου Memphis, Buzios και Bo. Υπήρχαν μέρες που πήγαινα κατευθείαν στην δουλειά και κοιμόμουν στην καρέκλα. Κάποια στιγμή, στα 27 μου, αποφάσισα να πάρουμε, μαζί με την αδελφή μου, το μαγαζί ενός φίλου μας που δεν πήγαινε καλά. Στην πορεία αναλάβαμε και το διπλανό καφέ. Τα τρία πρώτα χρόνια δεν είχα λεφτά, φαντάσου, ούτε για τσιγάρα. Μου έπαιρνε ο πατέρας μου. Η όλη ιστορία κράτησε συνολικά δέκα χρόνια και βρέθηκα να χρωστάω 100.000 ευρώ σε πρόστιμα εξαιτίας του συγχωρεμένου του λογιστή που είχα ο οποίος αποδείχθηκε τελικά ότι είχε πρόβλημα με τον τζόγο”.

Ναι, ο Βαλάντης. Αυτός ήταν ο πρώτος που διέκρινε το ταλέντο του Σκουλού, δίνοντάς του την ευκαιρία να του φτιάξει την πρώτη του αφίσα.

”Είχε έρθει σε ένα από τα καφέ ο Βαλάντης, είδε τυχαία κάτι φωτογραφίες μου που είχα φέρει να δείξω στην αδελφή μου, με την οποία γνωρίζονταν, οπότε μου ζήτησε να τον φωτογραφίσω για την αφίσα του. Θυμάμαι ότι μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση τα πόσα λεφτά είχα πάρει. Είπα μέσα μου ‘πλάκα μου κάνετε, θα το συνεχίσω”.

Μια συνέχεια που περιλαμβάνει τεστ για πρακτορεία, τις πρώτες φωτογραφήσεις και μια γεμάτη δεκαπενταετία όπου ο Δημήτρης θεωρείται κατά γενική ομολογία ένας από τους τοπ φωτογράφους στην Ελλάδα.

“Φωτογράφησα κάποια στιγμή κάποιες φίλες που ήθελαν να γίνουν μοντέλα, παρόλο που δεν είχα εμπειρία. Όταν είδαν τις φωτογραφίες στο πρακτορείο τους, με πήραν και ξεκίνησα να δουλεύω κανονικά. Τον πρώτο μήνα είχα ήδη προλάβει να κάνω φωτογράφηση για το Votre Beaute και το ΚΛΙΚ. Τα πράγματα από τότε πήραν τον δρόμο τους από μόνα τους”.

Ένας φωτογράφος που σαφώς είχε και έχει τις δυνατότητες να κάνει καριέρα στο εξωτερικό. Το μόνο πρόβλημα; Οι γάτες.

“Έχω φύγει για ένα διάστημα στο Παρίσι και έχω ταξιδέψει στο εξωτερικό για να φωτογραφίσω για ξένα περιοδικά. Αλλά δεν το κυνήγησα γιατί κάθισα και σκέφτηκα τι πραγματικά θέλω από τη ζωή μου. Είπα ότι ‘αν έχω το ταλέντο και τα καταφέρω έξω’, εκεί όπου είσαι μονίμως με μια βαλίτσα στο χέρι, ‘θα καταλήξω στα 60-65 μου να μένω μόνος μου σε ένα σπίτι με πέντε γάτες και άλλα πέντε εξώφυλλα ξένων περιοδικών πάνω στο τραπεζάκι να τα βλέπω και να τα χαίρομαι’. Τι προτιμώ; Αυτό ή να φτάσω στην ηλικία αυτή και να έχω την οικογένειά μου δίπλα μου; Και ας μην έχω κάνει εξώφυλλα ξένων περιοδικών. Είναι κάτι που σκεφτόμουν επί μήνες. Η κατάληξη ξέρεις ποια είναι”.

Ωραίος τύπος. Και τελειομανής. Ένα μικρόβιο που μάλλον μου ‘κόλλησε’ αφού είμαι έτοιμος να κάνω delete σε ό,τι έχω γράψει ως τώρα. Τι με ενοχλεί; Ότι δεν έχω προλάβει να σου μεταδώσω το αληθινό ρεζουμέ από την συνάντησή μου μαζί του. Εκείνο που θεωρώ ως το βασικό του χαρακτηριστικό. Το ότι δηλαδή είναι πέρα για πέρα γνήσιος. Ότι γελάει δυνατά και αυθεντικά. Και, πάνω από όλα, ότι σε κοιτάζει στα μάτια όταν μιλάς (με αυτό το όντως ψαρωτικό βλέμμα) και απαντά αφοπλιστικά ειλικρινά. Σε εμένα, στην σερβιτόρα που του λέει ότι τον βρίσκει αδυνατισμένο, στην φωτογράφο μας, στους πάντες.

“Tι μου έχει μάθει η ζωή για τις γυναίκες; Με μια λέξη, ανασφάλεια. Οι πιο πολλές έχουν ανασφάλεια. Για την ακρίβεια, αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι όσο πιο ωραία είναι μια γυναίκα, τόσο μεγαλύτερη ανασφάλεια κρύβει μέσα της. Κάτι που με κάνει να απορώ. Επίσης ότι είναι πλέον λίγο πιο κακομαθημένες από ό,τι πρέπει. Κάτι για το οποίο φταίμε εμείς οι άντρες”.

Η μόνη στιγμή, ουσιαστικά, στιγμή που γυαλίζει/αστράφτει το μάτι του είναι όταν μιλά για την μοναχοκόρη του (έχει το ίδιο όνομα με την δική μου) και την Πειραιώτισσα γυνάικα-ισορροπιστή του με τα γατίσια γαλαζοπράσινα μάτια για την οποία γίνεται χαλί να τον πατήσει (με την εξαίρεση όποτε έχει αγώνα ο Ολυμπιακός ή όταν κανονίζει να πάει για μπάσκετ με τους φίλους του).

“Από την στιγμή που γεννήθηκε η κόρη μου, ό,τι γίνεται και ό,τι κάνω η σκέψη μου είναι πάντα στα κορίτσια μου. Πριν το γάμο έβγαινα κάθε βράδυ, κώλο δεν έβαζα μέσα. Τώρα είμαι μόνο σπίτι-δουλειά, δουλειά σπίτι. Δεν θέλω να χάνω ούτε στιγμή. Σκέψου ότι όταν γεννήθηκε η μικρή είπα ότι εδώ πληρώνονται όλα. Από την άποψη ότι θα αρχίσει να βγαίνει και εκείνη από νωρίς και θα μένω ξύπνιος να την περιμένω να γυρίσει. Μόνο σε αυτό, τίποτα άλλο. Γιατί κατά τα άλλα ήμουν πάντοτε ΟΚ με τις γυναίκες. Φαντάσου ότι με όλες τις πρώην μου μιλάω μια χαρά. Δεν έχω χωρίσει ποτέ άσχημα”.

Η αλήθεια είναι ότι, παρότι ο Δημήτρης μοιράστηκε απλόχερα το χρόνο του μαζί του, δίνοντάς μου την ευκαιρία να μιλήσω και με την γυναίκα του που ήρθε να τον βρει στην πορεία στο καφέ, έχω ένα απωθημένο από εκείνον.

“Η έκθεση στη δημοσιότητα δεν είναι πολύ εύκολο πράγμα. Αν δεν είσαι σοβαρός άνθρωπος και δεν πατάς γερά στα πόδια σου, είναι πολύ εύκολο να το χάσεις. Πρέπει να είσαι συνειδητοποιημένος και χορτάτος από τη ζωή σου. Αν είχα πάει στο GNTM πιτσιρικάς, πριν παντρευτώ, μπορεί και να την είχα ψωνίσει. Από την άλλη έχει την πλάκα του όταν παίρνουν την μαμά μου φίλες της από την Μυτιλήνη και της λένε ‘είδαμε τον γιόκα σου’. Εκείνη φουσκώνει από περηφάνια οπότε και εγώ χαίρομαι με τη χαρά της”.

Συγκεκριμένα να δοκιμάσω ένα πιάτο από την σπεσιαλιτέ της χρυσοχέρας μάνας του, τα σαλιγκάρια με κόκκινη σάλτσα και κρεμμύδια. Εκείνο το πιάτο που του έχει ο Δημήτρης τη μέγιστη αδυναμία.

“Η Μπουμπού (σ.σ. το παρατσούκλι που της έχει δώσει) δεν μαγειρεύει. Είναι άλλο πράγμα αυτό που συμβαίνει όταν μπαίνει στην κουζίνα. Και πάντοτε μας έκανε δυο φαγητά την ημέρα”.

Η μάνα του, η κόρη του, η γυναίκα του. Είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι ένας τέτοιος άνθρωπος, που αγαπάει τόσο βαθιά και εμφανώς τις γυναίκες του, θα μπορούσε να φερθεί ποτέ άσχημα επίτηδες (ή για λόγους τηλεθέασης) στην κόρη κάποιου άλλου που θα βρεθεί μπροστά του προκειμένου να γίνει μοντέλο; Η απάντηση είναι προφανής. Όχι. Με τίποτα σου λέω.

“Τι μου έχει μάθει η ζωή για τα μοντέλα; Ότι είναι μικρά κοριτσάκια, παιδάκια ουσιαστικά, που πρέπει να τα αγαπάς και να τα σέβεσαι. Εγώ, στα 50 μου, σαν μπαμπάς τα βλέπω πια. Και όχι, μιας και ρωτάς, δεν έχω κάνει ποτέ σχέση σε μοντέλο. Ούτε νομίζω ότι θα μπορούσα ποτέ να κάνω. Γιατί το ωραία γυναίκα δεν σημαίνει απαραίτητα και ενδιαφέρουσα γυναίκα. Οι πολύ ωραίες γυναίκες πολλές φορές είναι και οι πιο βαρετές”.

Η φωτογράφηση πραγματοποιήθηκε στο Darling στoν Πειραιά.