ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Γιάννης Αγγελάκας είναι ο πιο ευλογημένος καταραμένος

Καθίσαμε απέναντί του, τον ρωτήσαμε για δρόμους, θεούς, διαβόλους, φως, μουσική και χόρεψαν μπροστά μας γυμνές οι απαντήσεις.

Ο περιπλανώμενος, που ανάλογα με την εποχή, προσδιορίζει καινούργιους τόπους, δημιουργώντας τη δική του κληρονομιά. Ο περιηγητής, που μέσα από τη διαρκή αναζήτηση, ξανασχεδιάζει τον χάρτη των προορισμών, απορρυθμίζοντας κάθε πιθανή νωχέλεια του προσχεδιασμένου πεπρωμένου. Ο ποιητής που μη διστάζοντας να αφήσει τους στίχους του έξω από τα βιβλία, τους πετάει με συνειδητή αυθάδεια στα πεντάγραμμα της φαντασίας του, βεβηλώνοντας με το ειρωνικό του βλέμμα όλες τις σιωπηρές συμφωνίες της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο ‘Προμηθέας’ που απελευθερώνει, σαν άλλος κλέφτης φωτιάς, τα λόγια από το κείμενο, εκτρέποντας τους κώδικες της τέχνης από τα αστικά σκοτάδια της καταστολής, στην μαγική ιδέα μιας γιορτής, εκεί όπου χωράνε όλοι οι θλιμμένοι λιποτάκτες. Ο συνθέτης που οι νότες του ξεχειλίζουν ένταση και ανατροπή, αποκρυπτογραφώντας νοήματα και ψυχές μέσα από ένα παρορμητικό ταξίδι καταιγιστικής ζάλης σε ένα ξαναμμένο αναλόγιο λουσμένο στο φως. Ο τραγουδιστής που προσεγγίζει την ερμηνεία με μια θεατρικότητα απαλλαγμένη από απομιμήσεις και ρυθμιστικές νόρμες, μετατρέποντάς την σε πράξη δύναμης, εισβολής και αντιπαράθεσης, με μια ριζοσπαστική αυθεντικότητα που ανασαίνει τους οργιαστικούς, παθιασμένους ήχους του ροκ και του πανκ.

Ο Γιάννης Αγγελάκας παραμένει ένας ακατάβλητος ‘ανυπάκουος’ μέσα σε ένα άκαμπτο Καθαρτήριο. Το λεκτικό του οπλοστάσιο συνεχίζει να παρασέρνει την ποιητική περιπέτεια στη μουσική της διάσταση με μια θαυμαστή ειλικρίνεια, με μια αντικομφορμιστική συνέπεια. Υποκινητής, εμπνευστής, ρομαντικός, αιχμηρός, μοναχικός, πραγματικός, με μια εφηβική ρωγμή που δεν σταματά να αιμορραγεί περιθώριο, αγάπη και φρεσκάδα. Ένας ερωτευμένος σχιζοφρενής που θα περπατά στις λεωφόρους του παράδεισου και θα διασταυρώνεται πάντα με τους χαμένους και τους ανεπιθύμητους…

Ο εξωτερικός παρατηρητής θα έκρινε την συνέντευξη που ακολουθεί ως μη κανονική. Αφού σύμφωνα με τη λογική του ‘όπως μας συνηθίσεις, είμαστε’, θα του είναι αδύνατον να καταλάβει τί δουλειά έχουν δύο δημοσιογράφοι σε μία συνέντευξη. Παρόλα αυτά, σίγουρα θα προσπαθούσε να κάνει μία τίμια περιγραφή των γεγονότων. Η οποία θα πήγαινε κάπως έτσι:

Ο Θανάσης, με το ενθουσιασμό του φαν που θα συναντήσει μετά από χρόνια αγάπης έναν διαχρονικό του ‘ήρωα’, φτάνει στο σημείο συνάντησης αρκετή ώρα νωρίτερα. Κάθεται στο τελευταίο τραπεζάκι από τη μεριά του πεζοδρομίου της οδού Ηπίτου και παραγγέλνει στην ευγενική σερβιτόρα του Bluebird ένα παγωμένο τσάι. Λίγη ώρα αργότερα, φτάνει και η Έρρικα. Φαίνεται κάπως αλαφιασμένη που ο Θανάσης περίμενε μόνος του και αρκετά χαρούμενη που θα συναντήσει μία από τις πιο γνώριμες φωνές των εφηβικών της χρόνων. Ο Γιάννης Αγγελάκας αγκαζέ με το ακαδημαϊκό τέταρτο έρχεται πάνω στην ώρα που η Έρρικα μιλά στον Θανάση για το μοντέλο των ‘καταραμένων καλλιτεχνών’. Ο Γιάννης, ανάβει τσιγάρο και μπαίνει κατευθείαν στο θέμα. Ως γνώστης και ως παράδειγμα.

Η ‘κατάρα’ της μουσικής σκηνής, η έμπνευση, το Νόμπελ του Ντίλαν

(Φωτογραφίες: Αγγελική Καλαμαρά)

Τότε με τις Τρύπες θυμάμαι, μας είχαν πάρει μια συνέντευξη και μας ρωτούσαν πως και γιατί εσείς οι καταραμένοι καλλιτέχνες κτλ κτλ,τους απάντησα έξω φρενών: Καταραμένοι εμείς; Το βάλανε μάλιστα και υπέρτιτλο στην συνέντευξη. Δεν την καταλάβαινα όλη αυτή την παραφιλολογία ‘εσείς η καταραμένη γενιά και η μουσική σας’. Εμείς νιώθαμε ευλογημένοι. Αυτοί μας έβλεπαν καταραμένους, κατεστραμμένους, μιλούσαν για την μυθολογία των ναρκωτικών. Φαντάσου, μια εποχή είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι είχα πεθάνει από πρέζα. (Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου). Το να κάνεις κάτι με πάθος,  φαίνεται εξωπραγματικό. Θαρρείς κι αυτό δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο σε φυσικά αίτια.

Πιστεύω πως με τις Τρύπες, ήμασταν μια φωτεινή περίπτωση. Καθόλου σκοτεινή. Βέβαια δεν καταλάβαινα ποτέ γιατί περνούσε αυτό το προφίλ. Ακόμα και σήμερα δεν το καταλαβαίνω… Κινητήρια δύναμη πάντα ήταν και είναι το φως. Τώρα πώς γίνεται αυτό να μεταφράζεται από κάποιους ανθρώπους ότι είμαστε καμένοι, κατεστραμμένοι;Τι να σου πω ,η ιστορία έχει αποδείξει πως όλη εκείνη η τρελή νιότη που αμφισβητούσε τους χορτάτους και ξιπασμένους νεοελληναράδες τότε, ήταν εντέλει το υγιές κομμάτι της κοινωνίας. Όλη αυτή η γενιά, όχι μόνο οι μουσικοί,όλα αυτά τα παιδιά που αμφισβητούσαν τον τρόπο ζωής το ’90. Φως μεταφέραμε. Αυτό τουλάχιστον παλεύουμε.Δεν την καταλαβαίνω αυτή τη μυθολογία. Φαίνεται ότι την χρειάζονται οι άνθρωποι για να παίρνουν και τις αποστάσεις τους από τα δυνατά συναισθήματα“.

Το να ζήσεις λίγο διαφορετικά από τις νόρμες μιας κοινωνίας και μάλιστα σε μια εποχή που οι νόρμες είναι ξεφτιλισμένες, φαντάζει μάλλον σκοτεινό. Τώρα αν κάποιοι παραμυθιάζονται και θέλουν να μιμηθούν μια μυθολογία, πρόβλημά τους

Ό,τι γράφω, το γράφω γιατί έχω τη διάθεση να το τραγουδήσω. Κάποια δεν τραγουδιούνται, οπότε τα παραθέτω παράλληλα με εκείνα που τραγουδήθηκαν. Αυτό κάνω τώρα με τη Γελαστή Ανηφόρα και τα Ήσυχα τραγούδια. Δεν ένιωσα ποτέ ούτε θεωρώ τον εαυτό μου ποιητή. Μουσικός είμαι, κάνω τις σκέψεις μου, συζητάω με τον εαυτό μου, συζητάω με τον κόσμο, ζω όλες αυτές τις αντιφάσεις που ζει ο καθένας προσπαθώντας να ζήσει στη σημερινή κοινωνία, τα σημειώνω ημερολογιακά. Κάποια γίνονται τραγούδια, κάποια δε γίνονται ή μπορεί να γίνουν αργότερα. Τα παραθέτω σ’ ένα βιβλίο μαζί με ένα CD, γιατί θεωρώ ότι όλα είναι μουσική. Και ο λόγος μου και η μουσική είναι μουσική“.

Κρεκουκική παρέμβαση: ‘Είχε πει κάποτε ο Μπομπ Ντίλαν ότι η έμπνευση, σ’ αυτόν τουλάχιστον, ερχόταν σαν θολές μορφές ή θολά αντικείμενα και ότι όλη η ιστορία ήταν να μπει μέσα σ’ αυτή τη θολούρα και βγαίνοντας, όταν θα τα έκανε στίχους και μουσική, να διατηρήσει τη θολούρα και να μην τα ξεκαθαρίσει, έτσι ώστε ο καθένας να μπορεί να τα ερμηνεύσει όπως θέλει’.

Ωραίο, πολύ ωραίο, να μπορεί ο καθένας να νετάρει εκεί που διαλέγει. Αλλά βέβαια μιλάει ένας άνθρωπος που τον έχει “διαλύσει” η έμπνευση“, συμπλήρωσε ο Γιάννης Αγγελάκας και είπε για τις εμπνεύσεις του.

Απ’ τη ζωή, από τις σχέσεις μου, από αυτά που βλέπω, από τους νταλκάδες μου, από τους έρωτές μου, από τις παρέες, από τις σκοτούρες που με κατατρέχουν, από οτιδήποτε. Είμαστε όντα, σκεφτόμαστε, νιώθουμε, κινούμαστε, έχουμε σώμα, έχουμε ψυχή, έχουμε μυαλό. Όλα αυτά καμιά φορά μαλώνουν μεταξύ τους, καμιά φορά τα βρίσκουν και βγαίνουν και ωραία τραγούδια“.

Το Νόμπελ στον Μπομπ Ντίλαν συζητιόταν χρόνια, δεν ήρθε ξαφνικά. Πριν μερικά χρόνια το είχαμε ξανακούσει. Από την πρώτη στιγμή που το άκουσα, μου άρεσε πάρα πολύ. Φέτος ήταν η χρονιά που του το έδωσαν, αλλά αυτή είναι μια ιστορία που κοντεύει δεκαετία τώρα, για το αν θα πάρει ο Ντίλαν το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Γιατί να μην το πάρει; Ο Ντίλαν έστειλε το τραγούδι πολύ ψηλά. Δηλαδή το τραγούδι του Ντίλαν μπορούσε ένας να το ακούσει ως λαϊκό τραγούδι, ως φιλοσοφικό δοκίμιο, ως περιθωριακό τραγούδι. Πόσες διαστάσεις και στιχουργικά και μουσικά ο άνθρωπος“.

Οι Beatles, το πανκ και το μπουζούκι του Τσιτσάνη

 

Στα 13, 14 ανακαλύπτουμε τους Beatles, ανακαλύπτουμε τους Stones, μετά έρχονται οι Pink Floyd, στην ίδια γενιά είμαστε περίπου, έχεις καταλάβει. Δεν ήταν κάτι διαφορετικό. Νεάπολη, λαϊκή συνοικία, πολιτικό τραγούδι που δε μας άρεσε καθόλου και πληροφορίες μέσω Γιάννη Πετρίδη στο πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ  για το τι γίνεται στον κόσμο, αλλά και το τρίτο πρόγραμμα του Χατζιδάκι, όταν ήμαστε πιτσιρίκια, ήτανε μαγεία“.

Μετά, αφού τα είχαμε ακούσει όλα αυτά και είχε αρχίσει το art rock, Genesis και τέτοια τα βαριόμασταν. 18 χρονών, ζούσα πια μόνος μου, έφυγα από το σπίτι, έβγαινα στον δρόμο κάθε μέρα τότε, κόσμος, φίλοι, παρέες, τρέλες, ε, ήρθε και το πανκ για να μας απογειώσει. Και μουσικά. Νομίζω πριν από το πανκ, δεν είχα σκεφτεί να παίξω μουσική. Με το που ξεκίνησε το πανκ, είχαμε να πούμε κι εμείς πράγματα, δεν χρειαζόταν να είμαστε του ωδείου. Και φτιάχναμε τις πρώτες μπάντες και παίζαμε“.

Μία ιστορία

Δεκαετία ’60. Νεάπολη, λαϊκή συνοικία, αλάνες, ελάχιστα αμάξια, μες στους δρόμους. Οι Κυριακές ήταν η μέρα που βρισκόμαστε οικογενειακά γιατί οι γονείς μας δουλεύανε και δεν τους βλέπαμε μέσα στη βδομάδα“.

Εκείνες τις Κυριακές λοιπόν, σε μία από τις εκπομπές της Minos EMI κλπ στο ραδιόφωνο που ξεκίναγε πάντα με σήμα την εισαγωγή από την ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’ (με το σόλο του Τσιτσάνη). Την πρώτη φορά που το άκουσα, κινητοποιήθηκα. Ρώτησα τον πατέρα μου για το μπουζούκι. ‘Τι είναι αυτό;’“.

Έρρικας απορία: Στο ποπ σκυλάδικο, πώς φτάσαμε;

Κάθε κοινωνία έχει τη μουσική που της αξίζει.

Από το λαϊκό στο σκυλάδικο, μία κοινωνία δρόμος

Η κοινωνία που έζησα εγώ ως παιδί είχε γνήσια λαϊκότητα, είχε αλληλεγγύη. Δεν τα είχε ως έννοιες, αλλά ως ουσία. Εγώ μεγάλωσα με πολλές μαμάδες στη γειτονιά. Η γειτόνισσα απέναντι όταν έλειπαν οι δικοί μου, μας τάιζε, μας φρόντιζε, η κόρη της η μεγαλύτερη μας διάβαζε. Έζησα αυτήν τη γειτονιά. Και αυτόν τον κόσμο που άκουγε πολύ ωραία μουσική και ζούσαν πολύ συναισθηματικά μεταξύ τους. Ήμασταν δεμένοι, ήμασταν όλοι μια οικογένεια, κάθε γειτονιά ήταν και μια οικογένεια. Όλοι βρίσκονταν τότε σε κατάσταση συναισθηματικής εγρήγορσης.

Μετά οι ίδιοι άνθρωποι, δέκα χρόνια μετά ας πούμε, αρχές δεκαετίας ’70, γκρεμίσανε τις γειτονιές, για να χτίσουν τις πολυκατοικίες. Απομονώθηκε ο καθένας. Εκεί που η κάθε Κυριακή ήταν μια γιορτή της γειτονιάς. Κυριακές πρωί αλλάζανε φαγητά, παίζανε μουσικές, δεν υπήρχε τηλεόραση, όλα αυτά ας πούμε. Μετά μαντρωθήκαμε όλοι στα διαμερισματάκια, είχαμε την τηλεόραση και έσκασε μύτη η καινούργια μουσική για τις καινούργιες συνθήκες.

Εφόσον πια είχε χαθεί η λαϊκότητα, αρχίζει ένα τραγούδι το οποίο ήτανε ο Νταλάρας, το ‘Να τανε το 21’, η ‘Τζαμάικα’. Όλα αυτά δεν μου άρεσαν καθόλου

Αλλά όλοι αυτά ακούγανε, όλοι.

Έβλεπα τη μεταμόρφωση των ανθρώπων από ανθρώπους σε κάτι άλλο. Αυτή η μεταμόρφωση μεταμόρφωσε και το γούστο τους, την αίσθησή τους, κλειστήκαν μπροστά σε μια τηλεόραση, άρχισαν να βλέπουν ο ένας τον άλλο με στραβό μάτι, ακούγανε πια την καινούργια μουσική, η οποία ήταν ανόητη. Ε, από εκεί και μετά άρχισα να νιώθω πια ότι πρέπει να μεγαλώσω σύντομα για να σηκωθώ να φύγω, γιατί είχα πολύ γερές μνήμες από το τι σημαίνει λαϊκή ωραία ζωή“.

Η Νεάπολη ήταν μια συνοικία όπως είναι το Αιγάλεω στην Αθήνα. Οι γειτονιές μεταμορφώθηκαν σε μπλοκ με διαμερίσματα. Έπειτα ήρθε η μεταπολίτευση. Με το ΚΚΕ στα μεγαλεία του και τον πατέρα μου μέλος του. Τότε άρχισαν να δημιουργούνται κάποιες περίεργες παρέες. Ήμουν μέσα σ’ αυτές.

Ήμασταν τα πιο παράξενα παιδιά που ντυνόμασταν αλλιώς, γουστάραμε το ροκ, αλλάζαμε δίσκους, κλέβαμε ο ένας απ’ τον άλλο. Άρχισαν να δημιουργούνται στη Νεάπολη οι πρώτες ροκ κοινωνίες πιτσιρικάδων που ήταν έξω από κόμματα, έξω από πολιτικές, γνωρίζοντας πολύ καλά το καλαμπούρι που παιζόταν και αν θέλεις, νιώθαμε και τι θα παιχτεί

Θανάσης στην μικρή περιοχή: ‘Ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη σε όλο αυτό;’

Πόσοι καλλιτεχνάρες κάνανε καριέρες πάνω στο πολιτικό τραγούδι, πήραν υπουργεία, κάνανε περιουσίες, εκεί που μιλάγανε για το λαό γίνανε όλοι πάμπλουτοι. Τακιμιάσανε με τις κατά καιρούς εξουσίες, οι τύποι που κάνανε υποτίθεται πολιτικό και επαναστατικό τραγούδι. Οπότε τώρα για ποιους καλλιτέχνες μιλάμε; Υπάρχουν οι καλλιτέχνες που νιώθουν πως οφείλουν να υπενθυμίζουν ότι παιδιά κάπου χάνεται το παιχνίδι, υπάρχουν οι άλλοι που λένε ‘μια χαρά είστε παιδιά’, σας τραγουδάμε τώρα τα τραγουδάκια μας, άλλαξε η κοινωνία, μια χαρά είμαστε όλοι, εσείς στα χαμηλά κι εμείς απ’ τα ψηλά. Ακόμα και σήμερα ντρέπομαι να με αποκαλούν καλλιτέχνη.

Πάντα υπήρχε ένα μέρος της κοινωνίας που δεν έπεφτε στην παγίδα των ΜΜΕ, με τη γενικευμένη κουλτούρα του σκυλάδικου από τα ιδιωτικά κανάλια, υπήρχαν άνθρωποι που δεν τσιμπάγανε, ψάχνονταν και ψάχνονται και σήμερα οι γενιές μέσα από το ίντερνετ να ακούσουν το διαφορετικό, αυτό που θεωρούν αυτοί πιο αληθινό. Βλέπεις την αισθητική κάποιου και καταλαβαίνεις και πώς σκέφτεται, πώς αισθάνεται. Δεν περίμενα δηλαδή από τους ανθρώπους που ακούνε σκυλάδικο, να με ξαφνιάσουν ή να βοηθήσουν ποτέ κάποια κατάσταση να πάει μπροστά“.

Το ταλέντο, οι μπάντες και τα πατατάκια με τις τρύπες

 

Δεν υπάρχει καμία εύνοια. Όποιος έχει κάτι να κουβαλήσει, ένα όραμα, μια ιδέα, μια αισθητική, μια άλλη αντίληψη, το κάνει. Και τώρα είναι ακόμα ευκολότερο. Γιατί τότε ήταν οι εταιρείες που έπαιζαν το παιχνίδι και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που επέβαλαν μια συγκεκριμένη υποκουλτούρα για να κρατάνε και τον κόσμο.

Όσο χαμηλότερης αισθητικής είσαι, τόσο πιο βολικός πολίτης για την εξουσία είσαι

Εμείς πιτσιρικάδες ψάχναμε για ένα τραγούδι και είχαμε την επιλογή σε ένα-δυο δισκάδικα που φέρνανε εισαγωγές να το βρούμε. Και τώρα, το ίδιο συμβαίνει, μη νομίζετε. Γιατί όποιος θέλει βρίσκει τον Παντελίδη, αλλά και όποιος θέλει θα βρει το άλλο, το διαφορετικό“.

Ερρικίσιο διάλειμμα για διαφημίσεις: ‘Είχα διαβάσει στο News247.gr και τη Μηχανή του Χρόνου ότι σας είχαν προτείνει ως Τρύπες να διαφημίσετε πατατάκια με τρύπες. Αλλά δεν αποδεχθήκατε την πρόταση’.

Απορώ πώς ξέφυγε αυτό, δεν θυμάμαι να το έχουμε πει ποτέ σε συνέντευξη. Είναι αλήθεια. Το 2000-2001, κάπου εκεί. Δεν προσέγγισαν εμάς, προσέγγισαν τον Γιώργο τον Χριστιανάκη, που ήταν τότε κάτι σαν εκπρόσωπος του γκρουπ και παίζαμε και μαζί. Αυτοί ήταν σίγουροι ότι θα πούμε ναι. Αυτοί ήταν σίγουροι, ήταν διαφημιστές, θα τους δώσουμε χρήμα και θα πούνε ναι. Είχαν ετοιμάσει όλο το πρότζεκτ, θέλανε το Δε χωράς πουθενά, την εισαγωγή. Δεν θα παίζαμε εμείς, απλά θα φαινόταν μια μπάντα θολά να το παίζει, δεν θα ήμασταν εμείς. Και θα χρησιμοποιούσαν το “Δε χωράς πουθενά”, οι πατάτες λέγονταν Τρυπάτες και κάνανε μια προσφορά και όσο τους έλεγε όχι ο Χριστιανάκης, αυτοί ανεβαίνανε, πρέπει να πάθανε και υπαρξιακό στο τέλος, γιατί διπλασίασαν το ποσό, έδωσαν ένα μυθικό ποσό και όταν άκουσαν κι εκεί όχι, τα μαζέψαν και φύγανε. Αλλά αυτά συμβαίνουν ακόμα και σήμερα, έχουν ζητήσει το Σιγά μην κλάψω και άλλα τραγούδια από Τρύπες κατά καιρούς. Μας παίρνουν και μας λένε, εσείς δεν θα σοβαρευτείτε ποτέ;

Λίγα λόγια για τις μπάντες της εποχής μας

Τα τελευταία χρόνια βλέπω ότι υπάρχει μεγάλο ρεύμα με αγγλόφωνο στίχο, με πολύ ωραίες μουσικές. Υπάρχει πολύ ωραίο ρεύμα, γίνονται πράγματα. Εμένα αυτό που μου λείπει είναι κάτι καινούργιο πάλι και πάνω στον ελληνικό λόγο και στον ήχο. Κάτι να μας κουνήσει λίγο ρε παιδί μου, να μας ταράξει, να πούμε ‘νάτο, ήρθε’“.

Τα νέα παιδιά είναι λίγο πιο αμήχανα σήμερα. Δεν ξέρουν τι να πούνε. Ενώ υπάρχουν εκατομμύρια ερεθίσματα κάθε μέρα.

Μια βόλτα αν κάνεις στην Αθήνα, αν έχεις μια δημιουργικότητα μέσα σου, θα σου βγει. Μαζί με την κατάθλιψη θα σου βγει και μια απάντηση σε όλο αυτό. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έχουμε καινούργιες μπάντες να μιλάνε ελληνικά, να τα λένε ωραία και να τα παίζουν και ωραία.

Έκτακτο Δελτίου Καιρού από τον Θανάση Κρεκούκια: ‘100 Βαθμοί Κελσίου. Πώς βρεθήκατε;’

Είμαι ενθουσιασμένος. Νόμιζα ότι, επειδή εμείς ζούσαμε σε χρόνια πιο ρομαντικά αν θέλεις, ήταν εύκολο να πάμε από την απέναντι μεριά. Τώρα που τα πράγματα είναι τόσο σκληρά, και μηχανιστικά και οικονομικίστικα, το να βλέπεις παιδιά αποφασισμένα να ζήσουν από τη μουσική, να είναι χαρούμενα, δημιουργικά, ορεξάτα, είναι μεγάλη υπόθεση. Μου έχει δώσει μεγάλη δύναμη το πάρε-δώσε με αυτή την παρέα. Είναι τέτοια παιδιά όλα. Αποφασισμένοι να ζήσουν με χαρά, δημιουργία, μουσική, με τρέλα“.

Η Θεσσαλονίκη και η Επανωμή

Η Θεσσαλονίκη έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Δεν ήταν έτσι. Ήταν στο σκοτάδι για δεκαετίες από εθνοεπαγγελματίες δήθεν πατριώτες, άλλοι είναι για φυλακή, άλλοι είναι στη φυλακή“.

Θανάσης απορρημένος: ‘Πώς ήρθε η απόφαση να πας στην Επανωμή;’

Την πήρα από το ’94. Μ’ άρεσε πάντα η φύση και η ησυχία, από πιτσιρικάς. Όταν ήθελα να γράψω πήγαινα σε διάφορα νησάκια, εποχές Απρίλη, Μάρτη. Μου άρεσαν πάντα οι βόλτες, η φύση, τα νησιά, η απομόνωση. Δεν είναι κάτι που μου ήρθε καθώς μεγάλωνα, το είχα από πιτσιρικάς. Γύρω στο ’94 ήμουν 34 χρονών, πήγα προς Επανωμή. Είχα χορτάσει τη Θεσσαλονίκη, την είχα ζήσει, είχε αρχίσει να βυθίζεται, οπότε πήρα ένα σωσίβιο και πήγα παραπέρα να κολυμπήσω, που ήταν πιο ήσυχα“.

Μέσα σε δέκα χρόνια, από μια πόλη με χαρούμενα παιδιά, με γνήσια παιδιά, με στέκια, με έτσι, έγινε ένα σκοτεινό υπόγειο με σκυλάδικα, παραθρησκευτικά

Ο ρατσισμός, οι πρόσφυγες και το σημείο μηδέν του αριστερού και του φασίστα

 

Είδαμε ξαφνικά πολλούς Έλληνες να στηρίζουν, να βοηθούν τους πρόσφυγες, αυτό ήταν συγκινητικό. Δηλαδή, καμάρωνα βλέποντας πώς αντέδρασαν άνθρωποι απλοί, από ένστικτο, με αγάπη για το όλο θέμα. Κατά τα άλλα, στο θέμα με την Ακροδεξιά πρέπει κάποτε να πάμε στην ουσία του πράγματος. Απουσία παιδείας, καλλιέργειας. Πρέπει να δούμε τι γίνεται“.

Έρρικα με πανό ‘Φασίστες κουφάλες, έρχονται κρεμάλες’: ‘Οι ακροδεξιοί δεν έχουν παιδεία, συμφωνούμε απόλυτα σε αυτό, οι αριστεροί που λογικά έχουν, πώς γίνεται να ζητούν ακριβώς τα ίδια;’

Δεν σημαίνει ότι όλοι οι αριστεροί έχουν παιδεία, όπου και να κοιτάξεις δεξιά-αριστερά μπορείς να δεις ανθρώπους απαίδευτους,απομονωμένους σε ασφυκτικά υπερεγώ, δίχως καλλιέργεια και συναισθηματική νοημοσύνη, αγενείς, έτοιμους να παραφερθούν, χωρίς καμία ψυχραιμία και σε εποχές συναισθηματικής πανούκλας,σαν κι αυτή που ζούμε τώρα, το μείγμα γίνεται εκρηκτικό και δυσοίωνο“.   

Με το ‘φασίστες κουφάλες, έρχονται κρεμάλες’, κατεβαίνεις στο επίπεδο του φασίστα

Το να τους παίξεις με τους ίδιους όρους, δε λέει. Αν πέσεις πάνω σ’έναν βλάκα και είσαι αδύναμος πνευματικά, συναισθηματικά, ηθικά, το πιο πιθανό είναι να φερθείς κι εσύ σαν βλάκας. Το θέμα είναι να δούμε πώς θα καλλιεργηθούν οι άνθρωποι. Και η απάντηση σε αυτό είναι πάντα η ουσιαστική παιδεία. Από εκεί και πέρα, ο κάθε άνθρωπος ανάλογα με τι φόρα έχει και τι βαθμό συνειδητότητας επιδιώκει, αναλαμβάνει από μόνος του την αυτοεκπαίδευσή του. Γιατί η επίσημη παιδεία, είναι για να μας κάνει όντα μηχανιστικά, να δουλεύουμε μόνο για την οικονομία, σαν γρανάζια, να μην σκεφτόμαστε, να μην έχουμε ελεύθερο χρόνο, να μην έχουμε ελεύθερη σκέψη, να μην έχουμε τίποτα. Έτσι μας θέλουν και γι’ αυτό συντηρούν αυτό το είδος παιδείας, το οποίο διαιωνίζει αυτό το είδος βλακείας που μαστίζει και τον πλανήτη και τη χώρα μας“.

Αυτοί που φεύγουν (στο εξωτερικό) Αγγελακικά πλασμένοι

Λυπάμαι, αν και καταλαβαίνω τα παιδιά που φεύγουν έξω. Τώρα που ταξιδέψαμε και βλέπω Έλληνες που ζούνε και παλεύουν να ζήσουν έξω, βλέπω ότι τα μυαλά τους είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση, είναι πιο θετικοί, πιο δημιουργικοί. Μπορεί να έφευγα, λυπάμαι που το λέω, αλλά πώς να ζήσεις σ’ αυτή τη χώρα; Είναι υπέροχη, είναι θαυμάσια από φυσική ομορφιά, αλλά πάσχει από κατοίκους. Όλοι αγαπάμε αυτή τη χώρα γιατί είναι όμορφη. Γιατί εδώ ζήσαμε, εδώ μεγαλώσαμε, οι πρώτοι μας έρωτες, σχέσεις, φιλίες, όλα εδώ είναι. Να τα αφήσεις όλα και να φύγεις, είναι οδυνηρή απόφαση. Αλλά αν δεν μπορείς να ζήσεις άλλο εδώ; Αν είναι να χάσεις την αξιοπρέπειά σου, τον αυτοσεβασμό σου, την επιβίωση, να δουλεύεις σαν σκλάβος για 300 και 400 ευρώ τον μήνα, αν είσαι νέος κι έχεις φόρα, θα πας κάπου αλλού να βρεις τη ζωή, να βρεις τον εαυτό σου, να βρεις το χρόνο σου.

Έχω χάσει φίλους αγαπημένους που έχουν φύγει. Αλλά καλά κάνουν. Που να ζήσεις, στο τρελοκομείο; Πουθενά δεν είναι ρόδινα, αλλά είναι λίγο καλύτερα από εδώ. Πρώτα απ’ όλα, όσους φίλους έχω, πήγανε και βρήκανε ωραίες δουλειές, πάνω στον τομέα που τους ενδιέφερε, τελείως αξιοκρατικά. Εδώ πέρα οι ίδιες αξίες, τα ίδια μυαλά η ίδια αλητεία συνέχεια. Δηλαδή, αν δεν έφευγε ο Ξενάκης ή ο Καστοριάδης με το περίφημο πλοίο για Γαλλία τότε που τους μαζέψανε μετά τα Δεκεμβριανά, τι θα΄χανε εδώ; Θα ‘χαμε ακούσει αυτές τις μουσικές; Θα ‘χαμε ακούσει όλες αυτές τις θαυμάσιες σκέψεις; Να φύγουν, να φύγουν, να πάνε στην παγκοσμιότητα, γιατί έχουμε ενέργεια, μπορούμε να κάνουμε πράγματα“.

Μία ουτοπία φτιαγμένη αλά Έρρικα: ‘Υπάρχει μια σειρά βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Philip K. Dick, το Man in the High Castle, η οποία περιγράφει τη ζωή αν είχε επικρατήσει ο Χίτλερ. Αν εδώ δεν είχε γίνει η μεταπολίτευση και είχε μείνει ο Παπαδόπουλος, πώς λες να ήμασταν; Εσύ, θα είχες μείνει;’

Δεν θα ‘μενα και δεν θα ήμασταν. Απλώς δεν θα ήμασταν. Θα είχαμε φύγει όλοι. Όσοι είχαμε κάποια ανησυχία, θα είχαμε φύγει. Ό,τι συμβαίνει και τώρα. Γιατί σιγά. Η δημοκρατία των οικογενειών που μας κυβερνάει, δεν διαφέρει και πολύ“.

Ο Τσίπρας, ο Trump και η εναλλακτική προοπτική

Πάντα θα υπάρχει εναλλακτική προοπτική, αλλά πάντα θα είναι η μειοψηφία. Πότε επιτέλους αυτό το ανήσυχο και ευφυές κομμάτι της κοινωνίας θα μπορέσει να κινήσει κάπως τα νήματα, να αλλάξει λίγο το πράγμα, δεν ξέρω. Προς το παρόν τα μέσα, η τηλεόραση, όλα αυτά, ελέγχουν το μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων και τους οδηγούν υπνωτισμένους από δω κι από κει.

Είναι γελοίο τώρα, καθόμαστε και συζητάμε ότι ο Τσίπρας όντως έκανε βλακείες και ήταν ψεύτης και όλα αυτά, ως εναλλακτική τι έχουμε; Τον Μητσοτάκη; Άντε ξανά στον φαύλο κύκλο

Πρέπει να δημιουργηθεί ένα κίνημα μέσα στον καθένα μας. Οι Έλληνες περάσαμε όλη αυτή την κρίση χωρίς να κάνουμε καμία αυτοκριτική. Οι αγανακτισμένοι, πιστεύω αν έβγαινε κάποιος και τους έλεγε ότι επιστρέφουμε πίσω στα σκυλάδικα, στην τηλεόραση, στη σάχλα, στη δολοφονική ελαφράδα, θα πάρετε και τα λεφτά σας πίσω, μια χαρά, θα γύρναγαν σπίτια τους και θα συνέχιζαν το έγκλημα. Πρέπει να δημιουργηθεί άλλη σκέψη και η άλλη σκέψη θα φέρει ίσως άλλη πολιτική“.

Αν κοιταχτούμε στον καθρέφτη, ε, κάτι θα φτιάξουμε, κάτι, που θα το νιώσουμε στην καθημερινότητα. Ακούγεται αισιόδοξο αυτό. Αλλά είμαι αισιόδοξος σε επίπεδο χιλιάδων χρόνων. Δηλαδή μπορεί σε χίλια χρόνια να γίνει κάτι. Προς το παρόν όμως, κάπως πρέπει να συντηρείται αυτή η φλογίτσα για να φτάσουμε εκεί. Γιατί αλλιώς άμα σβήσει κι αυτό και παραιτηθούμε όλοι σ’ αυτή τη αφόρητη ζωή που θέλουν να μας επιβάλλουν, σ’ αυτούς τους ρυθμούς, θα καταντήσουμε μυρμήγκια, μελίσσι, να δουλεύουμε μόνο, να φτιάχνουμε μέλι για να μας το παίρνουν οι επιτήδειοι“.

Ναι, ήμουν σίγουρος ότι θα βγει ο Trump. Αυτά είναι προσχεδιασμένα. Απλά δεν μπορώ να καταλάβω ποιο είναι το σχέδιο. Το τελικό σχέδιο”.

Οι ποιητές, οι δίσκοι και το θεατρικό που δεν έγραψε

 

Έρρικας απορία ΙΙ: Θα έγραφες ποτέ ένα θεατρικό;

Θα ήθελα, αλλά δεν τα καταφέρνω. Γράφω πολύ ωραία, αυτά που γράφω. Τα τραγούδια μου. Εν πάση περιπτώσει, δεν έχω δεχτεί ακόμα αυτή την πρόκληση από τον εαυτό μου. Δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει αργότερα. Προς το παρόν με νοιάζει σε ένα τετράστιχο να πω όσο πιο πολλά μπορώ. Δεν με ενδιαφέρει να μακρηγορώ“.

Οι ποιητές του

Δεν μπορώ να σου πω έναν. Είναι τέσσερις-πέντε. Γουίλιαμ Μπλέικ, Έλιοτ, Καβάφης, αυτοί οι τρεις μου ήρθαν τώρα, αμέσως“.

Δεν έχω ιδέα τι επιρροή μπορεί να είχαν όλοι αυτοί στο γράψιμό μου. Δεν είχα στο μυαλό μου να γράψω σαν τον Έλιοτ, αλλά οτιδήποτε διαβάζουμε, οτιδήποτε ζούμε, ακόμα και οι κουβέντες που κάνουμε, μπορεί κάπου να με βγάλουν δημιουργικά. Αλλά σαν ποιητές, είναι αυτοί που με ακολουθούνε και πάντα όταν κάνω βόλτες ή απομονώνομαι, έχω βιβλία τους μαζί μου. Τους διαβάζω ξανά και ξανά“.

Οι δίσκοι του

Να διαλέξω έναν από τους δίσκους μου; Ε, το Κεφάλι. Από τις Τρύπες. Το Κεφάλι γεμάτο χρυσάφι. Έχει να κάνει με μια αδυναμία που έχω σε αυτόν τον δίσκο. Αν μου έλεγες να διαλέξω έναν από την μετά τις Τρύπες εποχή μου, θα διάλεγα το τελευταίο τα ‘Ησυχα Τραγούδια Για Ανέμελα Λιβάδια’, γιατί είναι φρέσκο και το αγαπάω“.

Κρεκούκιας Unplugged: ‘Ας υποθέσουμε ότι γινόταν μια πυρηνική καταστροφή και πήγαινες σε πυρηνικό καταφύγιο και σου έλεγαν να πάρεις μαζί σου μόνο πέντε βινύλια. Ποια θα ήταν αυτά;’

Αυτό είναι από εποχή σε εποχή. Είναι τι στιγμή θα έρθει η πυρηνική έκρηξη. Αν γινόταν αύριο, θα έπαιρνα σίγουρα Μπαχ, το ‘Bringing it all back home’ του Μπομπ Ντίλαν, το ‘Axis: Bold as love’ του Τζίμι Χέντριξ, τώρα επειδή αυτόν τον καιρό ασχολούμαι με τον Τζον Κέιτζ θα έπαιρνα κάποια έργα του, μάλλον και καμιά συλλογή από την πανκ εποχή, πανκ, ποστ πανκ, κάτι που έβγαζε η Virgin, κάτι πράσινες, κόκκινες, τις θυμάσαι;

(σ.σ.: Τις θυμόταν)

 

Το μαγνητόφωνο σε εκείνο το σημείο σταμάτησε την καμπυλόγραμμη πορεία του. Ο Γιάννης, ο Θανάσης, η Έρρικα θα ήθελαν πολύ να συνεχίσουν εκείνο τον διάλογο περί έρωτος και άλλων δαιμονίων αλλά απουσία αλκοόλ πρακτικά, ήταν αδύνατον. Άλλωστε και με τον καφέ δεν είχαν συζητηθεί λίγα.

Με την τελευταία γουλιά πορτοκαλάδας να ανεβαίνει βασανιστικά και θορυβωδώς στο καλαμάκι της, η Έρρικα αποφάσισε να απομακρυνθεί από το μικρό τραπεζάκι και να τραβήξει μία φωτογραφία τους δύο άντρες που παρότι έχουν μοιραστεί χρόνια, λύπες, χαρές μαζί, μόλις γνωρίστηκαν.

Το πρόγραμμα των συναυλιών του Γιάννη Αγγελάκα και των 100º C (Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Καστοριά & Πύργος).

Το καινούργιο άλμπουμ + βιβλίο του Γιάννη Αγγελάκα και των 100º C, ‘Ήσυχα τραγούδια για ανέμελα λιβάδια’.