OPINIONS

Ο Γιάννης Μπέζος θέλει να σταματήσουμε να δουλευόμαστε μεταξύ μας

Σε μία συζήτηση που ξεκίνησε κάπως σουρεαλιστικά, ο αγαπημένος Γιάννης, υποδέχθηκε το ONEMAN στο σκηνικό της νέας του παράστασης, Ο Αρχοντοχωριάτης.

Ο ναυτικός κόμπος που ήταν δεμένο το στομάχι μου μία ώρα περίπου πριν τον συναντήσω, θα μπορούσε να λάβει τιμητικό βραβείο σε μία τελετή παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τόσο αγχωμένη ήμουν.

Όταν έναν άνθρωπο τον έχεις δει περισσότερες φορές έστω και μέσα από την τηλεόραση από όσες έχεις δει τους περισσότερους συγγενείς σου, όταν θυμάσαι πιο εύκολα ατάκες του από τις αντίστοιχες φίλων σου και όταν ασυναίσθητα σκας ένα χαμόγελο κάθε φορά που το κανάλι του επιλέγει να παίξει μία ακόμη επανάληψη σειράς του, τότε μία κανονική συνάντηση μαζί του δεν μπορεί να μη σου κόψει τα πόδια. Δεν το δέχομαι.

Το ραντεβού μας ήταν προγραμματισμένο για τις 20.00 στο θέατρο Βρετάνια. Κατέβηκα την Πανεπιστημίου με μία ανάσα (ίσως και με καμία) έχοντας στο μυαλό μου ένα “Μην αργήσεις” να στριφογυρίζει σαν ένα παλιό screensaver των Windows. Όσοι τον γνώριζαν φρόντισαν να με ενημερώσουν για τη σχέση του με το χρόνο. Και εγώ σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν ότι ενώ για σχεδόν όλους τους τηλεοπτικούς του χαρακτήρες γνωρίζω χωρίς υπερβολή τα πάντα, για τον ίδιο δεν ήξερα τίποτα. Απολύτως.

Έφτασα στο θέατρο στις 19.30. Καθώς τον περίμενα έπιασα μία σουρεαλιστική συζήτηση με τον Κώστα Φλωκατούλα, τον τηλεοπτικό Πολυμενέα του Καφέ της Χαράς. Με ρώτησε για το iPhone. Όταν συνειδητοποίησα ότι βρίσκομαι καθισμένη στα σκαλάκια του Θεάτρου Βρετάνια και μιλάω με τον έναν από τους εμβληματικούς τσιγκούνηδες της μικρής οθόνης για το κόστος ενός κινητού, πήρα επιτέλους ανάσα. Και μέσα μου, έσκασα και λίγο στα γέλια. Ήμουν έτοιμη.

Ήμουν έτοιμη να γνωρίσω το Γιάννη Μπέζο. Όχι το Γιάννη των Απαράδεκτων ή το Σμήναρχο Κάκαλο, τον κύριους Ζάχους, τον Αλέξανδρο Θεοτοκάτο ή το Διονύση Μαυροτσούκαλο. Όχι, είχε έρθει η ώρα να γνωρίσω τον Γιάννη Μπέζο.

Με υποδέχθηκε με ένα σοβαρό χαμόγελο. Περπατήσαμε ως τη σκηνή και καθίσαμε στο σκηνικό. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση, ήταν η πειθαρχία με την οποία ξεκίνησε να μου μιλάει. Μου ζήτησε να ξεκινήσουμε με έναν κάπως απόλυτο τόνο και για να είμαι ειλικρινής, μου έκοψε λίγο τη φόρα. Γι αυτό αποφάσισα να το πάω κάπως αντίστροφα από αυτό που κάνω συνήθως. Αποφάσισα να ‘σπάσω’ τον πάγο με μία σοβαρή ερώτηση που κατά πως φάνηκε, ταίριαζε στην περίσταση.

Πολλοί από εμάς δίπλα στον ορισμό της οικογενειακής κωμωδίας έχουμε τη φωτογραφία σας. Η συγκεκριμένη τιμητική σας θέση μου δημιούργησε την εξής απορία: Έχετε σκεφτεί ποτέ να εντάξετε το θέμα του bullying σε κάποια δουλειά σας;

Το bullying πάντοτε υπήρχε απλώς δεν το παίρναμε χαμπάρι. Και στα δικά μας τα χρόνια, τα ίδια γινόντουσαν. Τα ίδια και σκληρότερα. Τώρα απλώς φωνάζει ο άλλος την κάμερα, το καταγράφει και γίνεται θέμα. Και σωστά γίνεται.

 

Η Ελλάδα δεν χωρίζεται πριν την τηλεόραση και μετά την τηλεόραση. Είναι αστείο. Η τηλεόραση μπορεί να επισημοποιεί κάτι, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι αυτό το κάτι, υπάρχει μέσα μας. Υπάρχει σαν διάθεση μέσα στους γονείς, τους δασκάλους.

Παίρνει μία ανάσα και αρχίζει να παίζει με τα δάχτυλα ένα σχίσμα του καναπέ. Γυρνάει προς το μέρος μου.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Φερ’ ειπείν, αν εγώ, έχοντας μία σχετική εξουσία για παράδειγμα έχω μία σειρά, μία σκηνοθεσία, ένα θίασο και κάνω κατάχρηση αυτής της εξουσίας, ουσιαστικά bullying κάνω. Καταχρώμαι μίας σχέσης και φέρομαι απαράδεκτα απέναντι σε ανθρώπους που διεκδικούν το μεροκάματό τους. Σας περιγράφω κάτι που γίνεται κατά κόρον, αλλά δεν του δίνουμε σημασία. Το μεταφράζουμε ως καλλιτεχνική ανησυχία. Bullying είναι και αυτό.

Ίσως τελικά,  να έχουμε χάσει τους ορισμούς.

Δεν έχουμε χάσει τίποτα. Έτσι είναι η ζωή. Δυστυχώς, λυπάμαι που το λέω αλλά έτσι είναι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε με αυτά. Ίσα ίσα ειδικά με το σχολικό bullying οφείλουμε να ασχοληθούμε γιατί τα παιδιά δεν μπορούν εύκολα να τα διαχειριστούν αυτά. Πιστεύω ότι το κακό παράδειγμα έρχεται από τον κοινωνικό περίγυρο και όχι από την τηλεόραση. Ο πυρήνας είναι η οικογένεια. Είναι μία μικρή κοινωνία. Όταν το κλίμα ενός σπιτιού δεν αποκαλύπτει κάτι στο παιδί, δεν το βοηθάει δηλαδή να αναπτύξει την αισθητική και την ευαισθησία του, τότε αυτό θα καταφύγει σε άλλες λύσεις. Θα προσπαθήσει να δείξει τη δύναμή του.

 

Πάντως μιας και πιάσαμε το θέμα των ορισμών, βλέπουμε αρκετούς συναδέλφους σας το τελευταίο διάστημα να ανεβάζουν παραστάσεις ‘πειραγμένες’, αποδομημένες. Δεν θυμάμαι να το έχετε κάνει ποτέ.

Γιατί δεν ξέρω να το κάνω“.

Πώς σας φαίνεται λοιπόν αυτή η τάση;

Και αυτός ένας αρχοντοχωριατισμός είναι. Στους Έλληνες δεν αρκεί το μοντέρνο, θέλουν το μεταμοντέρνο. Βέβαια το μοντέρνο, έχει μία ιδιότητα: Πεθαίνει νωρίς. Η μόδα γενικά πεθαίνει νωρίς αυτή είναι η μοίρα της. Αλλιώς δεν είναι μόδα“.

Επαναλαμβάνεται όμως.

“Επαναλαμβάνεται γιατί οι συμπατριώτες μας αργούν να καταλάβουν λίγο. Αλλά, όταν καταλάβουν, δεν γλιτώνεις. Καταλαβαίνουν μία και καλή. Δεν τους ξεγελάς μετά.

 

Υπάρχουν παραστάσεις που απλώς αλλοιώνουν τα κείμενα αλλά υπάρχουν και παραστάσεις που αλλοιώνουν μεν το κείμενο αλλά δεν αλλοιώνουν την καρδιά του κειμένου. Έχει μεγάλη σημασία να λαμβάνουμε υπόψη μας την πρόθεση του ποιητή να γράψει κάτι. Πολλές παραστάσεις το κάνουν αυτό και μεγαλουργούν. Άλλες, είναι ανόητες. Όταν γίνονται τέτοιες απόπειρες είναι πάρα πολύ φυσιολογικό να γίνουν και ανοησίες. Δεν είμαι κατά αυτής της λογικής ασχέτως αν δεν καταπιάνομαι με αυτήν. Δεν είναι η καρδιά μου προς τα εκεί. Δεν είμαι κατά γιατί αν δεν υπάρξουν και αυτά, δεν θα πάμε μπροστά. Πρέπει να κινηθεί λίγο η μηχανή. Αυτό το βλέπουμε συνήθως να το πετυχαίνουν νέοι άνθρωποι χάρη στον ενθουσιασμό τους.

 

Ίσως φταίει το γεγονός ότι έχουμε ανάγκη από έναν ήρωα.

Ενώ κανονικά έχουμε ανάγκη από παραδείγματα, εμάς μας αρέσουν οι ήρωες και ας είναι και παραμυθένιοι“.

 

Γελάει και εγώ μαζί του. Το ‘παραμυθένιοι’ το έχει πει με εκείνον τον εντελώς ‘μπεζίστικο’ τόνο, αυτόν που χρησιμοποιεί στις σειρές όταν θέλει να ειρωνευτεί κάποιον ή κάτι.

Μήπως τελικά αυτά τα παραμύθια να είναι ο λόγος που ο κόσμος, παρά την οικονομική στενότητα στηρίζει το θέατρο;

Χάνεται λίγο και κοιτά προς τις άδειες θέσεις κοινού μπροστά του. Δευτερόλεπτα αργότερα και σαν να αντάλλαξε μερικές συνθηματικές κουβέντες με τις κόκκινες βελούδινες πλάτες τους, γύρισε απότομα προς το μέρος μου.

Βλέπουμε ότι ο κόσμος πηγαίνει περισσότερο στο θέατρο σε δύσκολες περιόδους. Όπως αυτή που διανύουμε τώρα. Αν ανατρέξει κάποιος στο παρελθόν που δεν ζήσαμε εμείς, στην περίοδο του πολέμου, του εμφυλίου, των καταστροφών για παράδειγμα, θα δει ότι πάντοτε υπήρχε μία τάση των ανθρώπων να συνευρίσκονται σε ένα χώρο και να συμμερίζονται ένα χρόνο με τον κόσμο που βρίσκεται επί σκηνής. Και αυτό συμβαίνει μόνο στο θέατρο. Δεν συμβαίνει στις συναυλίες. Γιατί οι συναυλίες είναι πιο εκτονωτικές.

Το θέατρο είναι άλλη επικοινωνία, είναι χρόνος ζωής”.

Το θέατρο πιστεύετε ότι θα μπορούσε όπως τόσα άλλα αγαθά, να ηττηθεί από τη συνήθεια;

Δεν υπάρχει περίπτωση. Είναι ανάγκη του ανθρώπου. Όλοι μας, και εσείς αυτή τη στιγμή θέατρο παίζετε και εγώ απέναντί σας το ίδιο κάνω. Είναι μία ανάγκη σύμφυτη με τον άνθρωπο. Όλοι οι άνθρωποι θέλουν τη μεταμφίεση. Θέλουν να αλλάξουν. Αλλά το κυριότερο είναι ότι υποδύονται ότι είναι κάτι άλλο όσο ζουν. Ο Πιραντέλλο έχει αναλώσει τη ζωή του πάνω σε αυτά.

 

“Αυτό βλέπει το κοινό στη σκηνή. Αυτό ακολουθεί. Η διαφορά με την πραγματική ζωή είναι ότι στο θέατρο αυτό που γίνεται γίνεται κωδικοποιημένα και επαγγελματικά.

Δεν είναι ωστόσο και λίγα τα παραδείγματα που το κοινό ακολουθεί και τους ίδιους τους συντελεστές.

Αυτό είναι θέμα εμπιστοσύνης. Μπορείς να μην είσαι πάντοτε αντάξιος αυτής, με την έννοια ότι μπορεί να κάνεις μία αποτυχία. Δεν μπορεί να μην κάνεις. Πολλές φορές όμως το κοινό βαθμολογεί και τις προθέσεις, όχι μόνο τα αποτελέσματα.

Το κοινό, συγχωρεί;

Συγχωρούμε με την έννοια ότι κατανοούμε την πρόθεση του άλλου. Δεν συγχωρούμε τον άνθρωπο που προσπαθεί να μας ξεγελάσει.

Άρα μήπως τελικά δεν είναι θέμα λήθης αλλά συγχώρεσης;

“Δεν καταλαβαίνουμε τι κάνουμε ακριβώς. Το παιχνίδι της Δημοκρατίας είναι πολύ μεγάλη τέχνη. Η Δημοκρατία είναι γέννημα πνευματικών ανθρώπων.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν έχουμε δημοκρατία.

Και μόνο το γεγονός ότι το υποστηρίζουν και ακούγονται σημαίνει ότι έχουμε. Θα πρέπει να ζήσουν την εποχή που δεν είχαμε. Γιατί εγώ τα έζησα και κατάλαβα τη διαφορά.

 

Και τα υψηλά ποσοστά ενός ακροδεξιού κόμματος, πώς τα εξηγείτε; Αλήθεια, σας αγχώνουν;

Δεν με αγχώνει τίποτα από όλα αυτά. Μου δείχνει ότι αυτοί οι άνθρωποι, κάπου υπήρξαν. Δεν αναφέρομαι στα στελέχη αλλά στους ψηφοφόρους. Ξέρετε ο φασισμός και ο δεσποτισμός είναι προσωπικό θέμα, δεν είναι πολιτικό. Μπορείς να το πετύχεις ακόμα και σε μία οικογένεια που είναι πολύ δημοκρατική.

 

Μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός ανακούφισης ενώ εκείνος πείραζε για μία ακόμη φορά την ξεχειλωμένη σχισμή του καναπέ. Ετοιμαζόμουν να του κάνω την επόμενη ερώτηση όταν άθελά μου, κοίταξα και εγώ προς τις άδειες θέσεις. Προς μεγάλη μου έκπληξη, παρατήρησα ότι δεν ήμασταν τόσο μόνοι. Μέλη του θιάσου με γλυκά κουλουράκια στα χέρια μας παρακολουθούσαν. Αθόρυβοι. Έκανα λίγο πιο πίσω να ακουμπήσω το χερούλι του καναπέ και άνοιξα -επιτέλους- το στόμα μου.

Επιστρέφω στο κομμάτι της ανόδου του θεάτρου για να την αντιπαραβάλλω με την αντίστοιχη ας την πούμε στασιμότητα με ροπή προς τα κάτω της τηλεόρασης. Σας προβληματίζει το γεγονός ότι ένας από τους δύο χώρους, φθίνει;

Η τηλεόραση βρίσκεται στα κανονικά της επίπεδα. Τα προηγούμενα ‘ανεβασμένα’, ήταν γελοία. Όλες αυτές οι ανοησίες που είχε. Όλη αυτή η τρομερή παραγωγή που ούτε στις ΗΠΑ δεν υπήρχε. Δεν μπορεί μία τόσο μικρή χώρα να αντέξει τέτοια παραγωγή. Είχαμε φτάσει τις 40 σειρές και δεν ξέρω πόσες εκπομπές. Πρώτα πρώτα δεν υπάρχουν στελέχη να τα κάνουν όλα αυτά και δεύτερον δεν υπάρχει κοινό και αγορά να τα απορροφήσει όλα αυτά. Κάποιοι θα πούνε ότι δεν έχουν δουλειά.

Ναι, γιατί όταν υπήρχαν όλη αυτή η δουλειά, όλες αυτές οι ευκαιρίες κάτι δεν κάναμε καλά. Κάτι δεν έγινε καλά.

Με την ίδια λογική και στο θέατρο τώρα, γίνονται πάρα πολλές δουλειές.

Το θέατρο είναι άλλη ιστορία. Το θέατρο θα έχει πάντα άλλη δυναμική. Η τηλεόραση είναι μία οικιακή συσκευή. Εμείς την έχουμε κάνει το άστρο της Βηθλεέμ. Δεν είναι. Μία οικιακή συσκευή είναι που την ανοίγουμε όποτε θέλουμε εμείς.

 

Το θέατρο δεν πρέπει να δώσει την οικειότητα της τηλεόρασης. Η τηλεόραση ψυχαγωγεί, κάνει συντροφιά αλλά δεν συγκινεί. Δεν είναι η αποστολή της αυτή. Είναι μία άλλη συνθήκη. Είμαι σπίτι μου και χειρίζομαι το χώρο όπως θέλω εγώ. Ενώ στο θέατρο, κατά κάποιον τρόπο λες εσύ στο θεατή ‘θα κάτσεις εκεί’. Στην τηλεόραση λέει αυτός ‘θα πάω όπου θέλω’.

Κανάλια κλείνουν, την ώρα που καινούρια θέατρα ανοίγουν. (Το χαβά μου εγώ)

Ή κάνουν ότι είναι θέατρα. Έχουν ερασιτεχνικό στυλ οι παραστάσεις τους.

Δηλαδή δεν τις επισκέπτεστε;

Τακτικά. Αν χωράω κάπου να κάτσω και έχει ενδιαφέρον, μου αρέσει πολύ να τις παρακολουθώ. Αλλιώς, δεινοπαθώ. Είναι 1000 παραστάσεις το χρόνο. Η παράσταση πια είναι ανταμοιβή όχι αμοιβή. Το βρίσκω συναρπαστικό ένας άνθρωπος να επιλέγει να κάνει αυτό με την ελπίδα ότι κάποιος θα τον δει από το να κάνει διάσπαρτες συμμετοχές και να γίνεται μπάρμαν για να βγάλει τα προς το ζην, αλλά είναι και ψυχοφθόρο.

 

Πάνω σε αυτό και στην προσπάθεια που αναφέρατε και είναι πράγματι αξιοθαύμαστη θα ήθελα να μου σχολιάσετε την άποψη ότι κάποιος γίνεται ηθοποιός για να μπορεί να λέει ότι είναι ηθοποιός.

Εδώ γίνονται πολιτικοί για να λένε ότι είναι πολιτικοί. Η πολιτική είναι μεγάλη τέχνη. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι θα πεις ψέμματα οπωσδήποτε.

Η πρόσφατη μικρή εμπειρία σας στην πολιτική με την υποψηφιότητα στο κόμμα της ΔΗΜΑΡ δεν φαίνεται να σας έκανε και πολύ φίλο της πολιτικής.

Μου τονίζει ότι ήταν ιδιαιτέρως μικρή, και επιστρέφει στο κομμάτι της πολιτικής. Γενικά.

 

Η πολιτική δεν έχει επίπεδα ηθικής δικαίου, είναι θέμα τι συμφέρει κάθε φορά τον τόπο μου. Εδώ έκανε συμμαχία ο Στάλιν με το Χίτλερ τι μου λέτε τώρα.

 

Επιτρέψτε μου μία χαζή μάλλον, απορία: Πώς γίνεται οι πολιτικοί να πρέπει να λένε ψέμματα, οι ηθοποιοί να είναι δουλειά τους να λένε ψέμματα και παρόλα αυτά η όποια προσπάθεια των δεύτερων να αποκτήσουν την ιδιότητα των πρώτων να μην τους έχει βγει;

Η δική μας η δουλειά είναι να λες το μεγάλο ψέμα με μεγάλη αλήθεια. Είναι άλλο πράγμα από την πολιτική που λέει ο άλλος θα κάνω κάτι γνωρίζοντας μέσα του ότι λέει ψέμματα. Και το διαστροφικό είναι ότι και ο ψηφοφόρος ξέρει ότι του λέει ψέμματα. Γι αυτό και βλέπεται ότι δεν υπάρχει και λύση. Σε καμιά πενηνταριά χρόνια, θα ξεφύγει η κοινωνία από αυτό το σαράκι. Λέει δεν υπάρχει άλλη λύση. Υπάρχει πάντα λύση, αλλά ο κόσμος έχει πάθει μία λοβοτομή και δίνει απίστευτες διαστάσεις στο ασήμαντο. Σε αυτό φταίνε και ο Τύπος και η Τηλεόραση.

Το ‘κοινό’ μας πλέον, μετριέται στα δάχτυλα των δύο χεριών. Δύο από τους θεατές μας μιλούν σιγανά και εκείνος τους κοιτά κάπως αγριεμένα. Σταματούν στο δευτερόλεπτο.

Ο κόσμος που σας συναντά στο δρόμο, πώς εκδηλώνει το θαυμασμό του;

Δεν ασχολείται κανείς μαζί μου στο δρόμο. Ασχολούνται μαζί σου όταν θέλεις εσύ να ασχοληθούν. Για έναν παράδοξο τρόπο σου δίνουν σημασία και σε βλέπουν όταν εσύ προκαλείς κάτι. Ο κόσμος έχει τόσα δικά του προβλήματα που δεν τον ενδιαφέρει καθόλου πώς κυκλοφορώ εγώ.

Το πολύ πολύ να μου ζητήσουν να βγάλουμε μία φωτογραφία, γεγονός που δεν με χαροποιεί ιδιαιτέρως. Δεν μου αρέσει ούτε να τραβάω ούτε να με τραβάνε φωτογραφίες.

Συνήθως στους σκηνοθέτες αρέσει να τους τραβάνε φωτογραφίες.

 

Το χαμόγελό του σχεδόν με έκανε να ξεχάσω ότι την παράσταση του Αρχοντοχωριάτη την σκηνοθετεί ο ίδιος και να ρίξω και μία συμπονετική ματιά στη Φραντζέσκα που μας παρακολουθούσε από κάτω. Λέω σχεδόν, γιατί συνέχισα με το δικό μου ‘παράπονο’.

Να υποθέσω επομένως ότι δεν σας ενοχλεί που δεν υπάρχει σχολή θεατρικής σκηνοθεσίας στην Ελλάδα.

Δεν με ενοχλεί καθόλου. Δεν χρειάζεται. Αυτά είναι σχετικά. Στις σχολές, είναι όλα ακαδημαϊκά. Τα παιδιά μόλις βγαίνουν συνειδητοποιούν ότι όλα αυτά είναι αρλούμπες. Γι αυτό πρέπει να κλείσουν όλες οι σχολές να ησυχάσουμε.

 

Μπορεί ένας συνάδελφος σε μία σχολή να μη μας γεμίζει το μάτι και επί σκηνής να μας εκπλήξει.

Άρα τελικά, τι χρειάζεται ένας ηθοποιός για να κάνει αυτό που λέμε γκελ επί σκηνής;

Ταλέντο και πάθος. Δυστυχώς και τα δύο δεν εξηγούνται. Απλώς τα καταλαβαίνεις.

 

Δεν λέγεται εύκολα σε κάποιον ότι δεν το χει. Και δεν λέγεται εύκολα γιατί όλοι νομίζουν ότι το ελληνικό θέατρο περιμένει αυτούς. Βγαίνουν κάθε χρόνο από τις Σχολές 300-400 παιδιά. Είναι φρίκη.

Στη σχολή είσαι σε ένα μικρόκοσμο, μόλις βγεις εάν βρεις δουλειά σου λένε πήγαινε εκεί πες καλημέρα και φύγε. Και συνήθως δεν μπορείς να κάνεις ούτε αυτό.

Αν αναλαμβάνατε την καλλιτεχνική διεύθυνση ενός θεάτρου, του Εθνικού για παράδειγμα με ποιο ρεπερτόριο θα θέλατε να ασχοληθείτε; Πιο κλασικό, πιο μοντέρνο, και τα δύο;

Θα ακολουθούσα την τακτική που πολύ ορθά ακολουθεί  η τωρινή Διεύθυνση του Εθνικού και έχει μία βεντάλια ενδιαφερόντων. Αυτή είναι η αποστολή του Εθνικού. Δεν μπορεί να περιχαρακώνεται.

Κατά καιρούς, το Εθνικό το κατηγορούν ότι στους κόλπους του ευδοκιμούν οι μεγαλύτερες κλίκες.

Δεν βαριέστε. Είναι θέμα συγκυρίας. Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι μονίμως δυσαρεστημένοι.

Ίσως επειδή δεν βρίσκουν δουλειά.

Μα, στη δουλειά αυτή πάντοτε υπήρχε ανεργία 90%.

Γέλια, χαρές, λουλούδια. Παίρνει το σοβαρό του ύφος και μου λέει.

‘Δεν υπάρχει συγγραφέας που δεν τον ανακάλυψαν’ που έλεγε και ο Μπόρχες.

Θα δεχόσασταν να σας σκηνοθετήσει ένας νέος σκηνοθέτης;

 

Η γνώμη για τη σκηνοθεσία άρχισε να μυρίζει έντονα μπαρούτι, οπότε προσπάθησα να αποφορτίσω το κλίμα με λίγη λήθη.

Πώς ήταν η αίσθηση από την πρώτη σας παράσταση;

Την πρώτη παράστασή μου, δεν τη θυμάμαι. Δεν θυμάμαι τίποτα από όλα αυτά. Θυμάμαι ότι ήταν μια πάρα πολύ καλή εμπειρία αλλά δεν θυμάμαι την επαφή με το κοινό. Όταν είμαστε νέοι, είμαστε και πιο τολμηροί. Όσο περνάνε τα χρόνια, η ευθύνη μεγαλώνει και αισθάνεσαι ανυπεράσπιστος.

Είχε χαλαρώσει, το ίδιο και εγώ. Ήταν το ιδανικό φινάλε. Γι αυτό πάτησα το στοπ. Παρόλα αυτά, η τύχη θέλησε να μην είναι αυτή, η ατάκα που θα κλείσει το σημερινό κείμενο.

Καθώς με πήγαινε προς την έξοδο, κάποιος από το ‘κοινό’ μας του είπε: “ Γιάννη μου πόσο σ αγαπώ. Μόνο με την πολιτική μην μπλέξεις“.

Πληροφορίες Παράστασης

Κάθε Τετ., Κυρ. 7.15 μ.μ., Σάβ. 6.15 μ.μ. και κάθε Πέμ.-Σάβ. 9 μ.μ. στο Θέατρο Βρετάνια

Συντελεστές:  Γιάννης Μπέζος (Μετάφραση – Διασκευή – Σκηνοθεσία), Ιωάννα Πανταζοπούλου (Σκηνικά – Κοστούμια), Χρήστος Τσιόγκας (Φωτισμοί), Ντένια Στασινοπούλου (Βοηθός σκηνοθέτη), Κάρολος Παυλάκης (Παραγωγή)

Παίζουν: Γιάννης Μπέζος, Άννα- Μαρία Παπαχαραλάμπους, Τάσος Γιαννόπουλος, Κώστας Φλωκατούλας, Δημήτρης Κανέλλος, Αλμπέρτο Φάις, Δημήτρης Λιόλιος, Αμαλία Νίνου, Θανάσης Ισιδώρου, Ντένια Στασινοπούλου, Ελένη Τσιμπρικίδου, Φιλιώ Φωτιάδη