Αριστείδης Τσινάρογλου
ΜΟΥΣΙΚΗ

Τελικά, Παύλο Παυλίδη, έκανες σαν ταινία τη ζωή σου να κυλά;

Το 'σκασε από το σπίτι του στα 13 και από τη Νομική στα 18, γύρισε τη χώρα με ένα βανάκι που έγραφε «Μωρά στη Φωτιά», πήγε το ελληνικό ροκ δέκα βήματα παρακάτω με τα Ξύλινα Σπαθιά, κι έβγαλε μερικά από τα σημαντικότερα άλμπουμ των 10s. Και τώρα, λίγο πριν κυκλοφορήσει τον νέο του δίσκο, ο μεγάλος τραγουδοποιός εξηγεί στο OneMan γιατί αυτό που έχει σημασία είναι πάντα το επόμενο λιμάνι.

Δεν το γνώριζε, αλλά για σχεδόν δύο χρόνια υπήρχε ένας τύπος που περπατούσε μονίμως δίπλα του, που σε κάθε του βήμα -τραγούδια, συναυλίες, συνεργασίες- ήταν κάπου εκεί γύρω, αόρατος, κρυμμένος, χτυπώντας πόρτες και ζητώντας χάρες, από γνωστούς και αγνώστους -κυρίως αγνώστους και ευτυχώς με κατανόηση- για ένα και μόνο πράγμα: να κάνει μία συνέντευξη μαζί του.

Κάποια στιγμή, πέρσι το καλοκαίρι, κατάφερα -ναι, ξέρω, έκπληξη, αυτός ο «τύπος» ήμουν εγώ- να πάρω μία μικρή του δήλωση στο μικρό αφιέρωμα που ετοιμάσαμε για τα 20 χρόνια του Βραχνού Προφήτη. Και μετά ξανά σιωπή.

Όμως «ο χρόνος είναι παιδί, κλωτσάει μια μπάλα και τρέχει από πίσω της», και έτσι, μαζί με το καινούργιο καλοκαίρι, έφερε -επιτέλους- και μία ολοκληρωμένη κουβέντα με τον Παύλο Παυλίδη. Οι αφορμές ήταν πολλές. Η συναυλία στην Τεχνόπολη την 1η Σεπτεμβρίου, η νέα μπάντα, το νέο άλμπουμ, η νέα εταιρεία… Ένα σωρό πράγματα.

Οι δικές μου απορίες όμως πήγαιναν πολύ πιο πίσω στον χρόνο και με αφορμή τις δικές του αφορμές, -δεν ξέρω καν αν βγάζει νόημα αυτό-, του ζήτησα να μου τις λύσει μία προς μία, εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου, που εκείνος σήκωσε το τηλέφωνο του από τη Χαλκιδική και εγώ από την Αθήνα. Και ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος.

Σε βρίσκω στο σπίτι σου στην Ιερισσό, στο μέρος που έγραψες και την Όμορφη Μέρα αν δεν κάνω λάθος. Υπάρχουν άλλα τραγούδια εμπνευσμένα από τη ζωή σου εκεί; (Εκτός από εκείνο που αφορά τις Σκουριές)

Κοίτα, δεν μπορείς να πεις ότι ένα τραγούδι γεννιέται σε έναν τόπο ακριβώς, πιο πολύ είναι ότι σε έναν τόπο μπορεί να εμφανιστεί. Μπορεί να είναι εμπειρίες, μαζεμένες από διάφορα σημεία και διάφορες περιόδους, που κάποια στιγμή εμφανίζονται με τη μορφή τραγουδιού. Και κάπως έτσι συμπυκνώνεται ο χρόνος που έχεις ζήσει παλιότερα. 

Αλλά να σου πω την αλήθεια, καθώς περνάει ο καιρός, μένουν τα τραγούδια και κάπως γίνεται όλο και πιο αχνή η ανάμνηση της αφορμής και του τόπου.

Ωστόσο, ναι, η Όμορφη Μέρα είναι μια πολύ συγκεκριμένη παραλία και μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή της ζωής μου.

Έχεις μιλήσει πολλές φορές για τις ιστορίες που κρύβονται πίσω απ’ τα τραγούδια σου, ωστόσο πουθενά δεν έχω βρει κάτι για το Πάρε με μαζί σου. Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω απ’ αυτό το κομμάτι;

Έτσι όπως έρχεται στο μυαλό μου τώρα, ήμουν στο σπίτι κάποιων φίλων στη Θεσσαλονίκη και πρέπει να είναι η φράση που λέει μία κοπέλα στον Κόρτο Μαλτέζε, «πάρε με μαζί σου», δεν ξέρω σε ποιο τεύχος γιατί ήταν σε ένα καδράκι στον τοίχο, νομίζω στο σπίτι του Σωκράτη και της Μαργαρίτας, κάπου εκεί στα τέλη των 80s πρέπει να την είχα δει.

Α, τόσο πριν.

Ναι, γι’ αυτό σου λέω είναι πράγματα που καταλήγουν σε ένα τραγούδι. Μπαίνουν σε έναν, πώς να το πω, σε έναν σάκο με αναμνήσεις που κουβαλάς επί χρόνια, και κάποια στιγμή τον ανοίγεις και λες «α, αυτή η εικόνα, εκείνο το κορίτσι, που έλεγε εκείνη τη φράση «πάρε με μαζί σου». Και χωρίς να το καταλάβεις, τραβάς εκείνη ας πούμε την κλωστή κι ακολουθούν όλα τα υπόλοιπα λόγια από πίσω.

Συγγνώμη που επιμένω αλλά έχει τον αγαπημένο μου στίχο σου, το «ανατινάζεται το φως, τις Κυριακές τα μεσημέρια». Εννοεί κάτι παραπάνω ο στίχος που μπορεί να μην έχω πιάσει;

(σ.σ. γελάει) Όχι, εννοώ ακριβώς αυτό που περιγράφω. Ίσως γι’ αυτό και να είναι και ο αγαπημένος σου, γιατί με τρεις λέξεις λέει όλα αυτά, που ίσως θα θέλανε πολύ περισσότερες.

13 χρονών, σκαστός από το σπίτι

Θέλω να σε πάω λίγο πιο πίσω από όταν έγραψες αυτό το τραγούδι, τότε που πέρασες στη Νομική. Άρα στο σχολείο ήσουν ένας καλός μαθητής, έτσι; Διάβαζες.

Όχι, δεν ήμουν ιδιαίτερα καλός, απλώς όταν έφτασα στην 3η Λυκείου και κατάλαβα ότι είναι το διαβατήριο μου για να φύγω από τη Βέροια και να βρεθώ κι εγώ μόνος μου σε μια άλλη πόλη, ως φοιτητής, τότε έκανα την προσπάθειά μου και αυτό ήταν ό,τι κατάφερα.

Είχες πει σε συνέντευξη ότι από πάντα είχες τάσεις φυγής κι ότι είχες επιχειρήσει και μικρότερος να φύγεις.

Ναι, στα 13 ήταν η πρώτη φορά που έφυγα από το σπίτι μου.

Το ‘σκασες δηλαδή κανονικά;

Στα αλήθεια, ακόμα και τώρα όταν το σκέφτομαι, δεν είμαι σίγουρος για το τι ακριβώς συνέβαινε στο κεφάλι μου, πάντως είχα μια ακαταμάχητη διάθεση να το κάνω. Θυμάμαι είχαμε συμφωνήσει και με ένα φίλο μου να έρθει κι αυτός μαζί μου, ο οποίος, λογικό παιδί, τελευταία στιγμή είπε «όχι».

Βγήκα, λοιπόν, στον δρόμο και άρχισα να περπατάω, είχα κι ένα μικρό σακιδιάκι, με έναν χάρτη, κάτι μπισκότα, πράγματα που να ξέρω ότι μπορούσα να κουβαλήσω για να τη βγάλω για κάποιες μέρες.

Κατάφερα να πάω έναν νομό παρακάτω με ωτοστόπ. Είναι μια περιπέτεια των δεκατριών μου χρόνων. Και έχω διάφορες αναμνήσεις από εκείνο το διήμερο.

Κράτησε κι αρκετά δηλαδή.

Ναι… Μετά από δύο μέρες με είδε η αστυνομία της Κατερίνης να τριγυρνώ στους δρόμους και κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτό το παιδάκι. 

Η αίσθηση της ελευθερίας που έζησα εκείνο το διήμερο δεν συγκρίνεται με τίποτα απ’ ό,τι έχω ζήσει μετέπειτα. Έβγαινα κάθε τόσο απ’ τον δρόμο και έμπαινα στα χωράφια. Νομίζω ότι ποτέ δεν έχω δει πιο καθαρά τον κόσμο κι εκείνο το μικρό σπίτι μέσα στο άγνωστο και τα σταφύλια που έκλεψα από εκείνο το αμπέλι. Με πήραν στο τμήμα, τους είπα την ιστορία μου και έτσι ήρθαν οι γονείς μου και με φέρανε πίσω. 

Τρελαμένοι φαντάζομαι.

Δεν ήταν και πολύ χαρούμενοι (σ.σ. το λέει γελώντας κάπως πνιχτά).

Και ξέρεις ήταν πολύ πριν απ’ αυτές τις ταινίες, τα Goonies ή το Stand By Me, που τουλάχιστον στη δική μου τη γενιά, μάς έβαζαν ιδέες για κάτι αντίστοιχο. Εσύ από τι μπορεί να επηρεάστηκες;

Ίσως να με είχε επηρεάσει κάτι που είχα διαβάσει, ίσως το Χωρίς Οικογένεια του Έκτορα Μαλό -ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία που μου είχαν χαρίσει. Τώρα δεν θυμάμαι τι έλεγε ακριβώς, αλλά νομίζω ήταν εικονογραφημένο με κάποια γκραβούρα της εποχής, που μάλλον έδειχνε ένα παιδάκι σε έναν δρόμο που πήγαινε… που απλώς πήγαινε μπροστά. 

Πάντα όμως όταν ένα παιδάκι κάνει κάτι τέτοιο υπάρχει και ένα κίνητρο λιγότερο έως καθόλου ποιητικό. Θέλει να δηλώσει την παρουσία του πιο επιτακτικά ίσως επειδή το έχει για διάφορους λόγους ανάγκη. Ίσως κάπως έτσι ανεβαίνει και ένα παιδί για πρώτη φορά στο πάλκο. Σημασία έχει το πως εξελίσσεται η ιστορία μας και όχι τόσο το πως ξεκίνησε.

Δεν θέλω να γίνω αδιάκριτος αλλά αν το έκανε τώρα η κόρη σου, καταλαβαίνεις τι θα είχες πάθει, έτσι;

Δεν θα μου άρεσε καθόλου…

Φοιτητής στη Νομική (για λίγο)

Οπότε αργότερα που πέρασες στη Νομική για πόσο ασχολήθηκες; Για ένα εξάμηνο ας πούμε;

Περίπου τόσο αλλά καταλάβαινα ότι δεν είναι το πεδίο μου. Από την άλλη αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερός που μπήκα στη Νομική, γιατί αν είχα περάσει ας πούμε στη Φιλοσοφική, πολύ πιο δύσκολα θα έπαιρνα την απόφαση να σταματήσω τις σπουδές μου και να ασχοληθώ κατευθείαν με τη μουσική, με τέτοια επιμονή σε εκείνη την ηλικία.

Φοβάσαι δηλαδή ότι η Φιλοσοφική λόγω αντικειμένου μπορεί να σε μαγνήτιζε και να μην την παρατούσες;

Ακριβώς. Επειδή η ποίηση ήταν έτσι κι αλλιώς από τα πράγματα που με μάγευαν εκείνη την εποχή, και επειδή είχα αρχίσει ήδη να γράφω τραγούδια και το στιχουργικό κομμάτι είναι κάτι το φιλολογικό -και όχι νομικό- νομίζω πώς θα δυσκολευόμουν πολύ περισσότερο να την εγκαταλείψω.

Οι παραδόσεις που έκανε ο Μαρωνίτης στο τμήμα της Φιλολογίας, ήταν sold out. Ανέλυε την Οδύσσεια με έναν δικό του τρόπο, ήταν απολαυστικός ως ομιλητής. Θυμάμαι ας πούμε και τα μαθήματα φιλοσοφίας του Βώκου. Με καλούσαν φίλοι που σπούδαζαν εκεί και τα παρακολουθούσα μαζί τους.

Υπήρχαν κάτι τέτοιοι σπουδαίοι καθηγητές που σου τραβούσαν την προσοχή και σαφώς διαμόρφωναν και τον τρόπο που σκεφτόμασταν.

Και από την άλλη, τη δεκαετία του ‘80, το να τα παρατήσεις για να κάνεις τέτοια μουσική, ήταν σαφές πως δεν θα είχες καμιά προοπτική. Το φώναζαν όλοι και όλα.

Πώς το πήραν οι δικοί σου; Φαντάζομαι πως για τον πατέρα σου, επειδή ήταν και οικοδόμος, θα ήταν το καμάρι του το ότι «ο γιος του πέρασε στη Νομική», ότι θα ένιωθε πως επιτέλους οι κόποι του έπιασαν τόπο.

Ακριβώς έτσι όπως τα λες είναι. Ίσως το πιο σκληρό πράγμα που είχα να αντιμετωπίσω για περισσότερο από μια δεκαετία ήταν αυτό: την απογοήτευση των δικών μου ανθρώπων όταν τους είπα πως θα σταματήσω τις σπουδές και θα ασχοληθώ με τη μουσική.

Ήταν πάρα πολύ σκληρό για μένα να έχω προκαλέσει τόσο πόνο και απογοήτευση, οπότε καταλαβαίνεις μετά και πόσο μεγάλη ήταν η χαρά μου όταν κάποια στιγμή κατάλαβαν οι γονείς μου ότι τελικά μάλλον άξιζε τον κόπο που ασχολήθηκα.

Μωρά στη Φωτιά

Ακολούθησαν τα Μωρά στη Φωτιά. Δεν με νοιάζουν καθόλου όσα ακολούθησαν από όταν έφυγες από την μπάντα, ειλικρινά. Θέλω μόνο το πιο ωραίο περιστατικό που σου έρχεται στο μυαλό.

Κοίτα, και με τον Στέλιο και τον Γιώργο και την Κατερίνα έχουμε ζήσει τόσο απίστευτες στιγμές που στα αλήθεια δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω μία. Ήταν ο τρόπος ζωής, σκέψου ότι ζούσαμε στο στούντιο, κοιμόμασταν δίπλα στα τύμπανα. Ήταν όλο άλλο. Ήτανε τα 80s.

Ήταν κάτι σαν κοινόβιο δηλαδή το στούντιο;

Κάποια στιγμή, ναι. Αλλά τα πιο απίστευτα και εξωπραγματικά πράγματα τα ζήσαμε με εκείνο το φορτηγάκι ταξιδεύοντας…

Μπορώ να σου πω κάτι που το σκεφτόμουν πρόσφατα, ότι κάποια στιγμή εκεί γύρω στο ‘87 που τριγυρνούσαμε και ήμασταν στη Θάσο, είχαμε σταματήσει σε ένα βενζινάδικο. Οδηγούσε ο Γιώργος, εγώ ήμουν στη θέση του συνοδηγού και ο Στέλιος με την Κατερίνα είχαν κατέβει από το βαν.

Eκείνο το κόκκινο φορτηγάκι το μόνο που έγραφε πάνω ήταν «Μωρά στη Φωτιά», οπότε κάποια στιγμή, θυμάμαι ότι βλέπω σ ένα βενζινάδικο απ’ τον καθρέφτη του συνοδηγού τον τύπο που μας βάζει βενζίνη, μέσα στον καύσωνα εκείνης της εποχής, να διαβάζει σιγά-σιγά, να κάνει σπέλινγκ «Μω-ρα-στη-φω-τι-α» και να κοιτάει με απορία… Και να το ξαναδιαβάζει. Οπότε έρχεται κάποια στιγμή προβληματισμένος προς τα μένα και μου λέει «ρε φίλε, τι πουλάτε;».

(Γελάμε και οι δύο δυνατά)

Επίσης θυμάμαι πάλι στη Θάσο να κουβαλάμε τους ενισχυτές με γαϊδουράκια για να ανέβουμε στο αρχαίο θέατρο να παίξουμε και να επεμβαίνει κατόπιν η αστυνομία, με πρόσχημα δήθεν την αρχαιολογία, και να μας ακυρώνουν τη συναυλία, ενώ είχαμε ήδη κάνει προπώληση πάρα πολλά εισιτήρια.

Γενικώς περισσότερο μας κυνηγούσαν τότε, παρά μας χειροκροτούσαν. Ξέρεις, ήταν στα αλήθεια μία άλλη εποχή.

Τα χρόνια στο Παρίσι

Αργότερα, όταν όντως πάλεψες για το μεροκάματο (για παράδειγμα όταν στη Γαλλία έπαιζες σε ελληνικές ταβέρνες ή στη Θεσσαλονίκη κουβαλούσες καλοριφέρ) εκεί δεν σκέφτηκες ότι «με αυτό το χαρτί της Νομικής, ίσως να είχα βρει μία πιο εύκολη προσωρινή δουλειά, μέχρι να τα καταφέρω με τη μουσική»;

Όχι, γιατί όταν βρέθηκα στη Γαλλία και αναγκάστηκα να παίζω μουσική σε ελληνικά εστιατόρια για να επιβιώσω, ήταν για μένα κάτι μαγικό, γιατί καταλάβαινα πως έχω χώρο για να συνεχίσω να γράφω τα τραγούδια μου.

Μπορεί όλοι να κοιτούσαν τελείως υποτιμητικά ως προοπτική το να είσαι στο Παρίσι και να κάνεις κάτι τέτοιο, και όχι σπουδές για παράδειγμα, αλλά για μένα αυτό ήταν καταπληκτικό πανεπιστήμιο.

Σκέψου ότι έπαιζα με ένα τύπο -μπουζούκι αυτός, κιθάρα εγώ- και στα πόδια μου είχα ένα drum machine, το οποίο έπαιζε φυσικά με μαθηματική ακρίβεια. Το να δοκιμάσεις να παίξεις ένα τσιφτετέλι ή ένα χασαποσέρβικο επάνω σε μια τέτοια μηχανή ήτανε τόσο εκπαιδευτικό από ρυθμικής τουλάχιστον άποψης, που μετά από δύο μήνες είχε αλλάξει όλη μου η αίσθηση για το πόσο σημαντικό είναι να είσαι ακριβής σε σχέση με τον ρυθμό.

Μετά άρχισα να αγοράζω και μηχανήματα, κονσόλες εκείνης της εποχής (στην αρχή ένα τετρακάναλο μπομπινόφωνο, μετά ένα οκτακάναλο) και με αυτά έμαθα πως λειτουργεί η ενορχήστρωση και η παραγωγή.

Επίσης, είχα και κάποιους σπουδαίους φίλους, που ξέρανε περισσότερα από μένα και με βοήθησαν να μάθω. Κι έρχονταν στο στούντιο που είχαμε φτιάξει εκεί στο Παρίσι με τον Νίκο τον Καντάρη… 

Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi

Το Brancaleone…

Ναι. Ερχόταν κι ο Πλάτωνας, ο μπασίστας των Flowers of Romance, που μού έμαθε πολλά πράγματα για τον ήχο και μαζί με τον Γιάννη Μήτση με βοήθησαν να φτιάξω τα πρώτα ντέμο.

Είχα γνωρίσει κι έναν σπουδαίο ηχολήπτη, τον Πέτρο Δόσο, που έχω να τον δω και χρόνια, ο οποίος τότε δούλευε σε πολύ σπουδαία στούντιο, όπως στο Studio Davout, και είχε συνεργαστεί ήδη ως βοηθός με τον Tony Visconti στο C’est comme ça των Rita Mitsouko, είχε δουλέψει και στο Casa Babylon των Mano Negra, το τελευταίο τους άλμπουμ…

Λίγο πριν τον συναντήσω δούλευε με τον John Lurie και μου διηγούταν απίστευτες ιστορίες.

Όλα αυτά δεν ήταν σπουδές ακαδημαϊκές, αλλά απέκτησα κάποιες τεχνικές γνώσεις που όταν γύρισα απ’ το Παρίσι, μου επέτρεψαν να δουλέψω ως ηχολήπτης στον Μύλο. Αυτό το χρωστάω στον Τίτο Καρυωτάκη και τον Χρήστο Χαρμπίλα και αυτό με έσωσε και μου έδωσε τον χώρο και τον χρόνο να σταθώ στην πόλη ώσπου τα Ξύλινα Σπαθιά να κάνουν την επιτυχία που κάνανε.

Προηγήθηκαν τα καλοριφέρ, βέβαια. Μπορεί να πήγαινα όμως και να ξεφόρτωνα καλοριφέρ μέσα στο κρύο, 7 η ώρα το πρωί, στο Καλοχώρι ας πούμε, να έπρεπε και να περάσω δίπλα από αγέλες με σκυλιά που περιφέρονταν άσκοπα, αλλά ήταν τέτοια η χαρά μου που είχα φτιάξει τα τραγούδια στα οποία πίστευα, που όλα αυτά δεν με φρενάρανε.

Δεν αισθανόμουνα δηλαδή ότι σε όλη μου τη ζωή θα κάνω αυτήν τη δουλειά.

Είχα πάντοτε την ελπίδα ότι ένα τραγούδι σαν τη Σιωπή θα μπορούσε να βρει τον δρόμο του.

Ωραία, μιας και μου λες για τη Σιωπή και μάλλον ξέρεις και τι κόλλημα έχουν οι φανς σου με αυτό το κομμάτι. Υποτίθεται ότι στο Παρίσι είχες γράψει στα αγγλικά όλο τον πρώτο δίσκο των Σπαθιών και σχεδόν τον δεύτερο μισό. Αναρωτιέμαι η Σιωπή στα αγγλικά, για τι πράγμα μπορεί να μιλούσε.

Κοίτα, πράγματι, και το Λιωμένο Παγωτό γράφτηκε στα αγγλικά πρώτα, και ο Βασιλιάς της Σκόνης, ο οποίος μάλιστα είχε και τρεις διαφορετικές στιχουργικές εκδοχές στα αγγλικά, και πολλά άλλα. Η Σιωπή όμως ήταν το πρώτο τραγούδι που έκανα κατευθείαν στα ελληνικά και εκεί πείστηκα ότι πρέπει να κάνω μόνο αυτό από εδώ και πέρα, να γράφω μόνο σε ελληνικό στίχο.

Πίσω στη Θεσσαλονίκη

Όταν γύρισες, πήγες την Ξεσσαλονίκη σε πολλές μεγάλες εταιρείες αλλά δεν τη δέχονταν, έτσι;

Το Ξεσσαλονίκη γράφτηκε στο στούντιο του Γιώργου Πεντζίκη. Είχα φέρει το ντέμο μου, του άρεσε πάρα πολύ και μου είπε να κάνουμε μαζί την παραγωγή και να το προτείνουμε στις εταιρείες. Και έγινε μια πρώτη παραγωγή, όπου ήταν στα τύμπανα ο Τάκης Μπάρμπας, στο μπάσο ο Κώστας Θεοδώρου, καταπληκτικοί μουσικοί και οι δυο τους, και μόνο ο Βασίλης Γκουνταρούλης από τη μετέπειτα σύνθεση των Σπαθιών.

Όταν, λοιπόν, τελείωσε αυτή η εκδοχή του Ξεσσαλονίκη -που δεν λεγόταν καν έτσι ο δίσκος αρχικά-, ο Πεντζίκης πήρε το ντέμο, πήγε στην Αθήνα, το δειγμάτισε στις περισσότερες  εταιρείες και όλες του απάντησαν ότι αυτό το υλικό μάλλον δεν θα μπορούσε να έχει καμία τύχη στην ελληνική πραγματικότητα.

Και τότε αποφάσισα πως θα κάνω τα Ξύλινα Σπαθιά, κι έτσι ήρθε ο Πάνος Τόλιος και ο Χρήστος Τσαπράζης στην ομάδα και είπα ότι αν έχει κάποια προοπτική στα αλήθεια, ίσως να προχωρήσουμε. Και εμφανίστηκε τότε και η Ano Kato η οποία το κυκλοφόρησε, και έγινε κατευθείαν αυτό που όλοι ξέρουμε ό,τι έγινε εκεί κοντά στο ‘93-’94.

Μου έκανε εντύπωση κάτι που είχες πει, ότι τα πρώτα κομμάτια όταν τα ‘φερες πήγες να τα παίξεις με τους Απροσάρμοστους.

Έγινε και αυτό. Γνώριζα προσωπικά τον Αλέκο Αράπη από την εποχή με τα Μωρά στη Φωτιά, γιατί είχαμε παίξει μαζί με τον Σιδηρόπουλο και τους Απροσάρμοστους σε κάποια live, και έτσι είχαμε γίνει κάπως φίλοι με τον Αλέκο.

Όταν γύρισα όμως και τους συνάντησα, είχαν περάσει μόλις δύο χρόνια από το θάνατο του Παύλου, οπότε ξέρεις, μπορεί απ’ τη μία να υπήρχε η σκιά του Παύλου και της απουσίας του, αλλά απ’ την άλλη ήμουν και χαρούμενος που συναντούσα το καλύτερο συγκρότημα εκείνης της εποχής.

Κατάλαβα όμως ότι ακόμα και αν ήθελα να το κάνω αυτό και να συνεχίσω με τους Απροσάρμοστους, δεν θα μπορούσα να μείνω στην Αθήνα εκ των πραγμάτων. Οπότε αυτό σταμάτησε εν τη γενέσει του, μια πρόβα γνωριμίας κάναμε όλη κι όλη και εκεί σταμάτησαν τα πράγματα, δεν πήγαν καθόλου παρακάτω.

Στο κλασικό πια εξώφυλλο του πρώτου δίσκου των Σπαθιών, που δείχνει δύο παιδάκια, πού τα βρήκατε; Από πού είναι αυτή η φωτογραφία;

Αυτή είναι μία φωτογραφία που είχε ήδη ο Σίμος ο Σαλτιέλ, είναι αυτός που είχε κάνει το εξώφυλλο από τα Μωρά στη Φωτιά, οπότε τον ήξερα από εκεί αλλά όταν γύρισα πια στην Ελλάδα, είχε κάνει ήδη εξώφυλλα και για τις Τρύπες, οπότε είχε μπει μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο πιο ενεργά.

Έτσι πήγα κατευθείαν σ’ αυτόν και μου έδειξε κάποιες φωτογραφίες, και για κάποιο λόγο αυτή έκανε κάτι σαν έκρηξη στο κεφάλι μας με το που την είδαμε. Τον ρωτάω «ποια είναι αυτά τα παιδάκια;» και μου απαντάει «είναι δύο παιδάκια Ρομά που συνάντησα κάπου στο Καπάνι στη Θεσσαλονίκη, εκεί στην αγορά, και τα φωτογράφισα».

Ίσως να είχε ενδιαφέρον να έβλεπες πώς είναι αυτά τα παιδιά σήμερα. Πώς για παράδειγμα συμβαίνει με το εξώφυλλο στο Nevermind, που βλέπεις το μωράκι πώς είναι σήμερα στα 30 του.

Ναι, ναι (σ.σ. το λέει πραγματικά ενθουσιασμένος). Πολύ θα ήθελα αλλά δεν είχα αυτήν την τύχη.

Το πιστεύεις ότι φέτος είναι η πρώτη χρονιά που σκέφτηκα «πόσο χρονών θα είναι άραγε αυτά τα παιδάκια και πώς θα είναι σήμερα και πού να είναι;». Θα είχε πλάκα.

Και το εξώφυλλο του Πέρα απ’ τις πόλεις της Ασφάλτου είναι και πάλι του Σίμου του Σαλτιέλ, και επιλέχτηκε με τον ίδιο τρόπο. Στην πρωτότυπη φωτογραφία όμως το παιδί στο εξώφυλλο κρατούσε μια γουρουνοκεφαλή που τότε μας είχε φανεί πολύ ακραία και όχι τόσο ταιριαστή.

Θα είχε ενδιαφέρον να γινόταν ένα remaster σ’ αυτόν τον δίσκο και να έμπαινε η πρωτότυπη φωτογραφία.

Πάντως στιχουργικά, πιστεύω ότι σε εκείνους τους πρώτους δίσκους κάποια κείμενά σου είχαν μια νεανική αφέλεια, μια ανεμελιά, ας την πούμε, με την καλή έννοια (πχ τα «ξέρω ένα παιδί που μου λέει πώς σε ξέρει» ή το «τσάρκα πα ρα ρα ραμ»). Εννοείται ότι με τα χρόνια έγινες πολύ καλύτερος αφηγητής, αλλά μήπως σου λείπει λίγο κι εκείνη η περίοδος;

Υποτίθεται ότι κάνουμε όλο αυτό το πράγμα για να εξελισσόμαστε. Θα ήτανε κάπως κωμικοτραγικό να γράφω με τον ίδιο τρόπο ή να μην έχει προχωρήσει ο τρόπος που γράφω. Θα ήταν σαν να μην κατάλαβα τίποτα όλα αυτά τα χρόνια.

Όλο αυτό είναι και μια διαδικασία αυτοεξερεύνησης και αυτογνωσίας. Οπότε είναι θεμιτό νομίζω να προχωράει και το ύφος και το περιεχόμενο.

Το πιο περίεργο μέρος που έχεις γράψει στίχο σου; Ή η πιο άκυρη στιγμή;

Είναι τόσες πολλές οι στιγμές που έχει συμβεί αυτό, που δεν θυμάμαι καν την τελευταία.

Σίγουρα άλλαξε η ζωή μου από την ώρα που αποκτήσαμε κινητά και το δικό μου πλέον, είναι σαν κάποιου είδους σημειωματάριο -και μουσικών ιδεών και στιχουργικών.

Ποτέ δεν ήμουν ο τύπος που είχε συνέχεια μαζί του ένα μπλοκάκι κι ένα μολύβι και σημείωνε τις ιδέες που του έρχονταν, οπότε πριν τα κινητά, σίγουρα έχω σκεφτεί πάρα πολλά πράγματα τα οποία χάθηκαν στον χρόνο. Τώρα αυτό δεν συμβαίνει.

Η Άνοιξη για παράδειγμα, ένα τραγούδι το οποίο συμπεριλαμβάνεται στον επόμενο μου δίσκο, προήλθε από μία απλή σημείωση του μουσικού θέματος, έτσι, κάποια στιγμή στο πιάνο.

Όταν παίξατε στο Hacienda, είχες νιώσει κάποιο δέος ή δεν ήσουν φαν της σκηνής του Madchester;

(σ.σ. γελάει) Το αστείο είναι πως όταν παίξαμε στο Hacienda, που ήταν μάλλον και η τελευταία χρονιά που λειτουργούσε, δεν είχαμε συναίσθηση που βρισκόμασταν, δεν το ξέραμε ως χώρο. Έτσι, όταν επιστρέψαμε και μας ρωτήσανε ο φίλοι μας «πού παίξατε στο Manchester;» και τους είπαμε πού, κάποιοι απ’ αυτούς χοροπηδούσανε και νομίζανε ότι τους κάναμε πλάκα. Μετά καταλάβαμε κι εμείς ότι παίξαμε σε έναν από τους πιο ιστορικούς χώρους.

Οπότε να φανταστώ ότι δεν ήσουν ποτέ ιδιαίτερα φαν των Stone Roses, των Happy Mondays, γιατί διαφορετικά μπορεί και να το ήξερες το μέρος.

Κοίτα, θα μπορούσα και να το ξέρω ως την εκκίνηση πολλών άλλων συγκροτημάτων γιατί από εκεί έχουν περάσει και οι Joy Division, και οι Clash, και οι Pistols, οι πάντες. Όταν παίξαμε εμείς ήταν ακόμη στην ιδιοκτησία των New Order, σκέψου.

Ήταν καταπληκτική εμπειρία γιατί ενώ παίζαμε Κυριακή, είχαμε πάει μία ημέρα πριν και προλάβαμε το πάρτι του Σαββάτου. Ακόμα τότε το club έκανε εκείνα τα φοβερά πάρτι με κάτι τεράστιους ξυλοπόδαρους δεινόσαυρους…

Ήταν και στο 24 Hour Party People όλα αυτά, και για να σου πω την αλήθεια, περισσότερο όταν είδα αυτήν την ταινία κατάλαβα πού ακριβώς έπαιξα…

«…ίσως να είναι αυτή η τελευταία βραδιά της γης»

Ιστορικά, η τελευταία σας συναυλία ως Ξύλινα Σπαθιά, ποια ήταν;

Ήταν στα Μέγαρα. Θυμάμαι τη φοβερή χειμωνιάτικη λιακάδα, ήταν μια λαμπρή ημέρα. Και με θυμάμαι να λέω στη σκηνή «αυτή είναι η τελευταία συναυλία των Ξύλινων Σπαθιών». Και μία που με ρωτάς συχνά και για τις ιστορίες πίσω απ’ τα τραγούδια, το τραγούδι που περιγράφει το αίσθημα εκείνου του τέλους είναι το Όλα όσα αγάπησα.

Αισθάνθηκα ότι ήταν σαν ένα καράβι το οποίο άραξε εκεί, και κάθε φορά που περνάω δίπλα από εκείνο το ξενοδοχείο που είναι επάνω στη θάλασσα, μέσα μου έχω την αίσθηση ότι από κάτω είναι ένα αόρατο καράβι αραγμένο, για πάντα εκεί, το οποίο είναι τα Ξύλινα Σπαθιά.

Πώς το θυμάσαι αυτό το live, ήσασταν κάπως απομακρυσμένοι; Συγκινημένοι;

Όχι, αλλά είχανε προηγηθεί άλλα σοβαρότερα, και προβλήματα υγείας, δεν θέλω τώρα να μπω σε λεπτομέρειες, ποιος ήταν ο τρόπος με τον οποίο διαλυθήκανε. Σίγουρα πάντως δεν έγινε σε μια μέρα.

Ο πρώτος solo δίσκος και το μούδιασμα του κοινού

Έχω ακούσει ότι τα χρόνια από το Αφού λοιπόν ξεχάστηκα μέχρι το live στη Σύρο, ότι ήταν λίγο μια περίεργη περίοδος για σένα. Ότι ήσουν σε μια φάση, σαν να ένιωθες ότι ο κόσμος πρέπει να σε ανακαλύψει ξανά.

Σίγουρα ήτανε η πιο δύσκολη περίοδος. Φαινόταν πως το κοινό των Ξύλινων Σπαθιών είχε απογοητευτεί από τη διάλυσή τους, και προφανώς την χρεωνόμουν εγώ. Πήρε αρκετό καιρό ώσπου να καταλάβει ότι είμαι σε μια νέα τροχιά, ότι κάνω και κάπως διαφορετικά πράγματα.

Έτσι κι αλλιώς ήταν μεγάλο σοκ για τον κόσμο το ότι αντί να βγάλω έναν προσωπικό ροκ δίσκο, πήγα κι έβγαλα το Αφού λοιπόν ξεχάστηκα, που εκείνη την εποχή έμοιαζε σχεδόν με αυτοκτονική κίνηση, επαγγελματικά τουλάχιστον.

Και το Άλλη μια μέρα ήταν ένας ήχος, πολύ πιο προσωπικός, δεν θύμιζε Σπαθιά, ήταν κάτι καινούργιο. Γενικά πήρε καιρό στον κόσμο να καταλάβει ότι έχω κάτι άλλο στο μυαλό μου, κι ότι θα κάνω δίσκους που μπορεί και να μην είναι οι αναμενόμενοι.

Πάντως γύρισε αυτό κάποια στιγμή. Ήταν το 2008; Ήταν το 2010 με το Αυτό το πλοίο που όλο φτάνει; Πάντως κάπου εκεί ξανάρθε ο κόσμος δίπλα σου.

Ναι, τότε γύρω στο 2008, τότε που κάναμε και τη Σύρο, άρχισε να φαίνεται πως θέλει και πάλι να δει τι είναι αυτό που κάνουμε ως B-Movies πια.

Πώς σε επηρέασε εκείνο το διάστημα; Το ότι παρουσίασες ας πούμε το Άλλη μια μέρα σε ένα μισοάδειο Gagarin, ότι μετά αναγκαζόσουν να παίζεις σε χώρους πολύ μικρότερους από ό,τι είχες συνηθίσει. Όλο αυτό πώς το βίωσες;

Κοίτα, σίγουρα πιανόμουν από την ίδια τη μουσική, δηλαδή αισθανόμουν πως έχω κάνει έναν καλό δίσκο, ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος από το αποτέλεσμα αλλά το καταλάβαινα ότι μπορεί και να πάρει καιρό στον κόσμο για να μπει στον κόπο να δει τι είναι οι Θεριστές, όπως και τα άλλα κομμάτια που ήτανε κάπως αλλιώτικα.

Το μόνο που μπορείς να κάνεις έτσι κι αλλιώς, θες δεν θες, είναι να συνεχίσεις να κάνεις όσο καλύτερα γίνεται τη μουσική σου.

Άλλωστε ποτέ δεν πίστευα ότι οι στίχοι που γράφω και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζω τη μουσική ότι είναι απαραίτητα και ο πιο εμπορικός τρόπος, καταλαβαίνεις τι λέω; Δεν αιφνιδιάστηκα δηλαδή από τις αντιδράσεις του κόσμου.

Εντάξει, όταν βγήκε οι πρώτοι δίσκοι με τα Σπαθιά έκαναν επιτυχία γιατί ίσως να ήταν και η συγκυρία τέτοια, η ίδια η εποχή να ζητούσε άλλο ένα μεγάλο συγκρότημα μετά τις Τρύπες, καταλαβαίνεις.

Ήθελε το δίπολο.

Ναι. Μετά όμως προχωρώντας καταλάβαινα ότι οι μουσικές μου επιλογές μπορεί να αλλάξουνε πολύ δραστικά τον αριθμό του πλήθους που με παρακολουθεί, και φυσικά αυτό το αποδέχτηκα.

Ακόμα και η αποδοχή του κόσμου κάνει τη βόλτα της. Μία έρχεται μία φεύγει.

Δικαιώθηκες πάντως που δεν έμεινες σε αυτό το βόλεμα του «ροκ μύθου των 90s», που δεν σε αφορούσε να παίζεις συνέχεια δέκα «επιτυχίες» σου.

Αισθάνομαι ότι, και στα live που κάνω, αλλά και μέσα μου, συμπεριλαμβάνω όλες τις εποχές που έχω παίξει, οπότε δεν νιώθω πως μου λείπει κάτι.

Αισθάνομαι πολύ τυχερός που παίζω 30 χρόνια, και ξέρω ότι αν πάμε τώρα να παρουσιάσουμε τον δίσκο μας στην Αθήνα, θα παίξουμε δύο βράδια στο Gagarin. Μπορεί στην εποχή των Σπαθιών να παίζαμε και τρία, και τέσσερα, δεν είναι αυτό όμως που κάνει τα πράγματα να θεωρούνται σπουδαία ή όχι.

Σπουδαίο είναι να βγαίνεις και να αισθάνεσαι πώς έχεις ακόμη να πεις κάτι καινούργιο, ότι έχεις όρεξη να πας σε αυτό που λένε: στο επόμενο λιμάνι. Ότι ακόμα ταξιδεύεις.

Έχεις ασχοληθεί πολύ με τον φόβο στους στίχους σου. «Θα ‘ρθει μια μέρα που θα αφήσω αυτόν τον φόβο πίσω μου», «άφησα τον φόβο να φύγει»…

Ναι, το παράκανα κάπως (σ.σ. γελάει λίγο).

Τι είναι «φόβος» για σένα;

Είναι αυτό που λέω στο Άφησα τον φόβο να φύγει… Είναι ένας μεγάλος άσπρος σκύλος, που φοβήθηκα όταν ήμουν μικρός, που μου είχε κλείσει τον δρόμο. Θα ήμουνα οκτώ χρονών παιδάκι.

Αληθινό περιστατικό;

Ναι, είχε γίνει στη Βέροια, όταν γύρναγα απ’ το σχολείο. Γι’ αυτό και τον συμπεριλαμβάνω τον σκύλο στο τραγούδι και του λέω «δεν υπάρχει πια λόγος, μπορείς να φύγεις, μπορείς να εξαφανιστείς».

Στα τραγούδια σου έχουν βρει στήριγμα πολλά παιδιά που έχουν περάσει από καταθλίψεις, από αγχώδεις διαταραχές… Ειδικά αυτά τα τραγούδια για τον φόβο, μιλάνε πολύ διαφορετικά σε κάποιον που πάσχει ψυχικά από ό, τι στους υπόλοιπους. Υπάρχουν άνθρωποι που να στο έχουν πει αυτό, ότι τους έχεις βοηθήσει σε τέτοιες καταστάσεις;

Αυτό μου συμβαίνει από την αρχή της μουσικής μου πορείας, δεν συμβαίνει τώρα, συμβαίνει ανέκαθεν. Και από του πρώτους δίσκους των Σπαθιών ακόμη, έρχονταν άνθρωποι και μου λέγανε ότι «οι στίχοι σου μου δίνουν δύναμη» ή «ότι είναι κάτι τραγούδια, που είναι πολύ σημαντικά για μένα, γιατί με βοήθησαν πάρα πολύ σε εκείνη και εκείνη τη φάση».

Αυτό είναι, πώς να στο πω, το ωραίο κομμάτι της κοινωνικής επαφής που έχεις μέσω της μουσικής. Αισθάνεσαι χρήσιμος.

Το νέο άλμπουμ και οι διασκευές στα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου

Η προηγούμενη δεκαετία ξεκίνησε με σένα να βγάζεις πολύ συχνά νέο άλμπουμ, σχεδόν κάθε δύο με τρία χρόνια είχαμε νέα σου δουλειά. Τώρα, πώς κι έχεις πέντε χρόνια να βγάλεις;

Κοίτα, έχουμε βγάλει δύο singles με τους B-Movies, τη Νέα Βαρβαρότητα/Απέναντι, και το Δεσποινίς/Άφησα τον φόβο να φύγει.

Ναι αλλά η Νέα Βαρβαρότητα βγήκε κάπου το 2018… Νιώθω ότι είναι κάπως σαν να έκανες λίγο πίσω τότε, πώς ενώ πήγαινες να βγάλεις δίσκο, κάπως το μετάνιωσες και τελικά κρατήθηκες.

Η αλήθεια είναι πως όταν έβγαλα τους δύο δίσκους την ίδια σχεδόν χρονιά, την Πυρκαγιά σ’ ένα σπιρτόκουτο και το Στον διπλανό ουρανό, χόρτασα κάπως κι εγώ ο ίδιος και επειδή εμπλέκομαι στις παραγωγές πολύ σοβαρά, για το πώς θα ακούγεται ο δίσκος, για το ποιο θα είναι το ύφος του ήχου, όλο αυτό είναι και αρκετά χρονοβόρο κι επίπονο. Οπότε είπα στον εαυτό μου να κάτσει ένα διάστημα, αισθανόμουνα ότι θέλω να πάρω τον χρόνο μου.

Τώρα έρχεται ένας νέος δίσκος από ό,τι ξέρεις με εννιά κομμάτια που θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο. Ήδη έχουμε βγάλει τρία singles απ’ αυτόν τον δίσκο, και κατά πάσα πιθανότητα τον Σεπτέμβριο θα έρθει άλλο ένα.

Συγγνώμη που επιμένω, απλά όταν κυκλοφόρησες δύο τραγούδια το ‘18, εγώ το πήρα ως προμήνυμα νέου δίσκου και όταν αυτός δεν ήρθε, αναρωτήθηκα τι μπορεί να συνέβη. Ότι μπορεί να μην ήσουν ευχαριστημένος με τον ήχο για παράδειγμα ή με τα κομμάτια.

Όχι, αντίθετα, μου άρεσε πάρα πολύ. Και πρέπει να σου πω και κάτι πολύ σημαντικό, ότι ακριβώς πριν δύο χρόνια την ώρα που ήμουν έτοιμος να βγάλω τον δίσκο, μού έγινε πρόταση από την κόρη του συνθέτη του Γιάννη Μαρκόπουλου, να κάνω έναν άλλον δίσκο με διασκευές σε τραγούδια του.

Ο συνθέτης γινόταν 80 χρονών, και μου φάνηκε πολύ τιμητικό και ενδιαφέρον. Και πράγματι έχω κάνει έναν διπλό δίσκο με διασκευές και επειδή έδωσα προτεραιότητα εκεί, καθυστέρησε να βγει ο προσωπικός μου δίσκος.

Ο δίσκος του Μαρκόπουλου είναι έτοιμος, απλά με το που ήμασταν έτοιμοι να τον κυκλοφορήσουμε, ξεκίνησε η πρώτη καραντίνα και άλλαξαν τα σχέδια μας.

Και τελικά τελείωσε και η συνεργασία μου με την Inner Ear όπως και με τους B-Movies. Τώρα πια συνεργάζομαι με τη United We Fly, και αποφασίσαμε μαζί ότι το πιο σωστό θα ήταν να βγάλω πρώτα τον δικό μου δίσκο, μιας που τελείωσαν και οι B-Movies και έχω πλέον και καινούργιο συγκρότημα, ώστε να κάνουμε το ξεκίνημα με την καινούργια ομάδα με έναν προσωπικό δίσκο και όχι με ένα δίσκο διασκευών.

Ο καινούργιος δίσκος, μπορείς να περιγράψεις λίγο τι ήχο θα ‘χει;

Δεν ξέρω αν θέλω να περιγράψω τον ήχο του δίσκου, προτιμώ να κυκλοφορήσει πρώτα. Ας πούμε όμως ότι Το Μάτι του Κυκλώνα και η Άννα είναι δύο κομμάτια όχι και τόσο αντιπροσωπευτικά του δίσκου. Η Άννα είναι περισσότερο ένα τραγούδι που μουσικά τουλάχιστον μοιάζει να έρχεται από το παρελθόν, ενώ τα υπόλοιπα κομμάτια είναι διαφορετικά.

Νομίζω πως έχει κάποια φρεσκάδα αυτό που έχουμε κάνει, και πως σίγουρα ο ήχος είναι κάπως ας το πω, πιο απλωμένος και πιο εξωστρεφής.

Οι γυναικοκτονίες και η Άννα που όλο λέει ότι κάποτε θα φύγει

Η Άννα είναι πιο δυναμικός χαρακτήρας από τη Μαίρη και σε συνδυασμό με κάποιους στίχους πχ «η πόλη αυτή βιάζει τα παιδιά της και τα πνίγει», «ότι όλοι όσοι προσπάθησαν να την ταπεινώσουν στα γόνατα θα πέσουν», μήπως αναφέρεσαι και σ’ αυτήν τη χρονική συγκυρία που δυναμώνει ο λόγος των γυναικών, που τα βάζουν με τον σεξισμό, την πατριαρχία;

Η αλήθεια είναι ότι η Άννα γράφτηκε περίπου τρία χρόνια πριν ξεσπάσει όλο αυτό το κίνημα.

Όταν άρχισαν ξαφνικά να βγαίνουν στην επιφάνεια οι βιασμοί και όλη αυτή η φρίκη, σκέφτηκα πως θα πιστέψει ο κόσμος ότι αναφέρομαι σ’ αυτά επί τη ευκαιρία και ότι οι στίχοι είναι σχόλιο στην επικαιρότητα ενώ δεν ήταν έτσι. Αλλά μετά είπα «τι σημασία έχει»; Είναι τόσο σημαντικό ότι αναπτύσσεται, ραγδαία μάλιστα, η αίσθηση ότι πρέπει να γίνει επιτέλους κάτι εδώ και τώρα. 

Μακάρι το τραγούδι αυτό να συμπληρώνει κάτι από την εικόνα και να ενώνεται έστω εν αγνοία του αρχικά με τις φωνές όλων κατά της γυναικοκοτονίας, του σεξισμού και της πατριαρχίας που επί αιώνες αιώνων βασανίζουν την ανθρωπότητα, διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και «βιάζουν συνειδήσεις», όπως έλεγε και ο ποιητής, από το Αφγανιστάν μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου.

Το τέλος των B-Movies πότε ήρθε; 

Οι B-Movies σταμάτησαν μέσα στην καραντίνα μ’ έναν ας πούμε φυσιολογικό τρόπο μετά από 14 χρόνια. Δεν είναι και λίγο. Έχω τεράστια αγάπη και εκτίμηση σε όλους του μουσικούς που πέρασαν από αυτήν την ομάδα.

Τόσα χρόνια μουσικό ταξίδι και αληθινή περιπλάνηση χαράζονται μέσα σου βαθιά.

Ποιοι είναι πίσω από τη νέα μπάντα;

Η καινούργια ομάδα φτιάχτηκε κυριολεκτικά με αντίστροφο τρόπο. Μέσα στην καραντίνα έπαιξα πρώτα μόνος μου μετά με το Φώτη Σιώτα, κατόπιν ήρθε στο μπάσο ο Δημήτρης Τσεκούρας και κάναμε κάποια λάιβ ως τρίο και κατόπιν ο Τζέο στα πλήκτρα και ο Θάνος Μιχαηλίδης στα τύμπανα. 

Πρώτη μας συναυλία όλοι μαζί ήταν στο Ηρώδειο. Πιο ανάποδα δεν γίνεται… Είναι όλοι καταπληκτικοί και πολύ έμπειροι μουσικοί. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που παίζω μαζί τους και που αποτυπώθηκε η επαφή μας στον δίσκο που έρχεται το φθινόπωρο και πολύ άτυχος που η πανδημία συνεχίζεται και δεν ξέρουμε πως θα εξελιχθεί και για πόσο ακόμη οι συναυλίες όπως τις ξέραμε θα είναι μακρινό όνειρο.

Την 1η Σεπτεμβρίου στη συναυλία στην Τεχνόπολη θα παίξετε και επιπλέον τραγούδια απ’ αυτά που έχουν ήδη κυκλοφορήσει;

Δεν το έχω αποφασίσει ακόμα αυτό, αλλά μιας και είναι να έρθει ο δίσκος τον Νοέμβριο δεν θέλω να τον παρουσιάσουμε πριν βγει, γιατί έχουμε πια και το φαινόμενο όπου από ένα κινητό μπορεί να ανέβουν τα τραγούδια στο διαδίκτυο και αυτό ξέρεις δεν είναι καθόλου καλό.

Δηλαδή έχουμε βγάλει την Άννα, την Άνοιξη, το Μάτι Του Κυκλώνα. Στο Ηρώδειο παίξαμε και το Μαύρο Σύννεφο, οπότε θέλουμε να κρατήσουμε και λίγο το υλικό να παρουσιαστεί σε μια ενότητα.

Και κάτι τελευταίο πριν κλείσουμε. Τελικά, μετά από τόσα χρόνια, κατάφερες τη ζωή σου να την κάνεις σαν ταινία να κυλά;

Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ όλο και περισσότερο να κάνω την ταινία μου να κυλάει σαν ζωή. Το ζήτημα είναι πάντα τι συμβαίνει όταν η φαντασία συναντά την πραγματικότητα. Δεν έχει και τόση σημασία το πως θα πας κάπου αλλά το ποιος θα επιστρέψεις.

 

Ο Παύλος Παυλίδης θα εμφανιστεί live στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων την 1η Σεπτεμβρίου 2021.

Ώρα Έναρξης: 21:00

Είσοδος: από 10 €

Εισιτήρια: https://www.viva.gr