ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Η πιο ηρωική μου στιγμή

Η ομάδα του ONEMAN γράφει για εκείνες τις στιγμές που ο καθένας από εμάς ξεχωριστά έμεινε στην ιστορία ως ήρωας. Περίπου.

Δεν δεχόμαστε τις διάφορες ερμηνείες της λέξης “ήρωας”. Για τον καθέναν από εμάς “ηρωϊκή στιγμή” μπορεί να είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Από το να σώσεις κάποιο παιδί από βέβαιο θάνατο μέχρι να βάλεις ένα buzzer beater σε ένα φιλικό. Δημιουργήσαμε την ενότητα “Teamwork” στην οποία βλέπεις δημοσιευμένο αυτό το κείμενο για να φιλοξενούμε εδώ τέτοιου τύπου συλλογικά με σκέψεις, αναμνήσεις και πιστεύω των συντακτών και των συνεργατών του ONEMAN.

Πάμε να δούμε εκείνες τις φορές που κανείς δεν έψαχνε για ήρωα κι όμως βρήκε έναν στο πρόσωπο κάθε ενός από εμάς. Περιμένουμε και τη δική σου ηρωϊκή στιγμή στα σχόλια του κειμένου

Το πατσίτσιο στα εννιά μποφόρ του Πάνου Κοκκίνη

Παρμενίωνας 1999 και στο παλιό αμερικάνικο αντιτορπιλικό που αποτελούσε έδρα του Διοικητή της μοίρας (στο επιτελείου του οποίου υπηρετούσα) οι πάντες ξερνούσαν. Από τους φρέσκους από τη σχολή σημαιοφόρους μέχρι τους ανθυπασπιστές με τα 20 χρόνια στη θάλασσα. Αλλά κανείς δεν ξερνούσε περισσότερο από τον Αθηναίο ναύτη που κοιμόταν δίπλα μου, πάνω σε σακούλες σκουπιδιών γεμάτες με παλιά σήματα, στο δωματιάκι των σηματωρών στο πιο ψηλό σημείο του πλοίου. Εκεί δηλαδή που κουνούσε περισσότερο. Το παλικάρι ξερνούσε τόσο που δεν με άφηνε να κλείσω μάτι. Ευτυχώς γιατί εγώ ήμουν αυτός που τον πήρα είδηση όταν άρχισε να ξερνά αίμα, οπότε τον πήρα στην πλάτη (όχι μόνος, με παρέα) και, με κίνδυνο να μας πετάξει το κύμα στη θάλασσα, τον κατέβασαμε κάτω μέχρι να έρθει το ελικόπτερο να τον μαζέψει για να τον πάει στο νοσοκομείο.

Πού κολλάει το παστίτσιο, θα μου πεις. Αυτό ήταν η επιβράβευσή μου για την καλή πράξη καθώς όταν κατέβηκα στο εστιατόριο υπήρχε ένα ολόκληρο ταψί και μόνο δυο ναύτες σε όλο το πλοίο σε κατάσταση να το φάνε. Εγώ (παραδόξως) και ένας ψαράς από τη Χαλκιδική. Οπότε καθίσαμε στις απέναντι άκρες του τραπεζιού και αφήσαμε το κύμα να το φέρνει διαδοχικά μπροστά στο δικό μου ή το δικό του κουτάλι.

Το πέναλτι που έπιασε ο Θέμης Καίσαρης

Ήταν 05/05/2000. Πέμπτη. Είχε σύγκλιση πέντε πλανητών. Αλήθεια. Η ομάδα της παρέας που αποφάσισε να κατέβει σε πρωτάθλημα 5Χ5 έπαιζε τον τρίτο και καθοριστικό ημιτελικό. Ο νικητής έπαιρνε το εισιτήριο για τον τελικό και “ο αντίπαλός μας ήταν μια ομάδα αντιπαθητικών που μισούσαμε θανάσιμα”. Η φράση στα εισαγωγικά ήταν στο μυαλό και των δύο ομάδων. Μίσος, απύθμενο.

Γραφικοί ή όχι, το είχαμε πάρει πολύ σοβαρά, το ματς σήμαινε τα πάντα για εμάς. Αποτέλεσμα κανονικής διάρκειας 3-3. Παράταση. Φάγαμε γκολ τρία λεπτά πριν λήξη, 4-3. Ισοφαρίσαμε από θαύμα σε 4-4 στην τελευταία επίθεση, με βολίδα του αμυντικού μας στο γάμα. Σκεφτήκαμε πως ο ήρωας της τελευταίας στιγμής είχε ψυχολογία και τον βάλαμε να χτυπήσει το πρώτο πέναλτι. Ωραία ιδέα, αλλά το έχασε. Απ’το πρώτο κιόλας χτύπημα μπήκα στο “πρέπει να πιάσω πέναλτι”. Έφαγα το πρώτο, 0-1. Ο αρχηγός Τσάρλι ανέλαβε το δεύτερο πέναλτι, χαμένο κι αυτό. Το “πρέπει να πιάσω πέναλτι” μόλις είχε κάνει limit-up. Έφαγα και το δεύτερο, 0-2. Ο Τσάρλι απ’την ντροπή πήγε να φύγει απ’το γήπεδο. Ευτυχώς δεν κατάφερε να ανοίξει την πόρτα γιατί έτρεμαν τα χέρια του.

Ο Ιάσονας πήρε το 3ο και ευστόχησε, 1-2. Έπρεπε να πιάσω ένα, να μείνουμε ζωντανοί. Το έκανα, παρέμεινε το 1-2. Ο Νίκος ανέλαβε το 4ο δικό μας πέναλτι, μέσα και 2-2. Τώρα έπρεπε να ευστοχήσουν για να διατηρήσουν το προβάδισμα. Δοκάρι και άουτ, ισοφαρίσαμε σε 2-2 κι έμενε ακόμα ένα πέναλτι για κάθε ομάδα. Παρενέβη ο διαιτητής, που μας εξήγησε πως τα πέναλτι εκτελεί η πεντάδα που τελείωσε το ματς, άρα το τελευταίο για κάθε ομάδα το εκτελούν οι τερματοφύλακες. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ΚΑΙ ΜΑΣ ΤΟ ΛΕΣ ΤΩΡΑ;;; Αλλά, μάλλον ήταν καλύτερα έτσι. Δεν πρόλαβα να αγχωθώ. Στήθηκα πίσω απ’την μπάλα με “φόρα Σώκρατες”. Ένα βήμα. Όχι γιατί θα έκανα το τέλειο πλασέ (που τέχνη για κάτι τέτοιο), αλλά γιατί είχα ήδη αποφασίσει τον τρόπο εκτέλεσης: Μύτος, στο κέντρο και ψηλά, με δύναμη. Κι ο,τι γίνει. Σφύριξε, εξαπέλυσα το δολοφονικό μύτο του άμπαλου, ο απέναντι μου έκανε τη χάρη να ξαπλώσει, η μπάλα πήγε εκεί ακριβώς που ήθελα. Περάσαμε μπροστά 3-2 κι έμενε η δική του εκτέλεση.

Έζησα αυτό που έχει περιγράψει ο Τζόρνταν. Αυτό που ξαφνικά όλα κινούνται σε slow motion κι εσύ βρίσκεσαι τόσο μέσα σ’αυτά ως πρωταγωνιστής, όσο και έξω απ’αυτά, ως θεατής. Έπεσα δεξιά, μάντεψα σωστά και με θυμάμαι να βιάζομαι να τρέξω να πανηγυρίσω πριν καν αποκρούσω την μπάλα.

Χωρίς μπρατσάκια για τον Χρήστο Χατζηιωάννου

Ήρωας δεν είμαι. Δεν έχω σώσει κανέναν από βέβαιο θάνατο, ατύχημα ή κάτι τέτοιο. Γιατί οι ήρωες κρύβονται στις μέσα σελίδες των εφημερίδων και όχι στα πρωτοσέλιδα (double facepalm).

15 ετών. Κατασκήνωση προσκόπων στο Λουτράκι και ο Γ. είναι ένα αρκετά “δύσκολο παιδί” στην πρώτη του χρονιά σε κατασκήνωση. Ο Γ. έμενε στα Παιδικά Χωριά S.O.S και το να φύγει από αυτό το περιβάλλον υπεραγάπης, του ήταν δύσκολο. Ακόμα και για λίγες ημέρες. Οπότε, σαν υπεύθυνός του, τον είχα πάντα στον νου μου. Έκλαιγε στον ύπνο, φοβόταν στη σκοπιά, έμενε νηστικός στο φαγητό. Αυτό όμως που με στεναχωρούσε πιο πολύ απ’ όλα ήταν ότι δεν μπορούσε να χαρεί ούτε το παιχνίδι στη θάλασσα. Ήταν το μόνο παιδί που φόραγε μπρατσάκια με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι να τον πειράζουν κι εκείνος να μένει στην άμμο μόνο και μόνο για να μην δεχθεί την καζούρα.

Δεν θυμάμαι πώς τον έπεισα να με εμπιστευτεί και να μπει μαζί μου στη θάλασσα χωρίς μπρατσάκια. Θυμάμαι μόνο να τον έχω αγκαλιά και να του δείχνω πώς να χτυπά δυνατά τα πόδια του, πώς να χρησιμοποιεί τα χέρια του, πώς να μην πέφτει σαν βαρίδι μέσα στο νερό από τον πανικό.

Πιο πολύ όμως απ’ όλα θυμάμαι εκείνο το χαμόγελο όταν βγήκε αργότερα στην παραλία και έτρεξε να με πάρει αγκαλιά για να με ευχαριστήσει που του έμαθα κολύμπι. Δεν του είχα μάθει κολύμπι προφανέστατα. Τον είχα βοηθήσει όμως να ξεπεράσει έναν φόβο του. Κι εγώ τους ανθρώπους που με έκαναν να ξεπεράσω τους δικούς μου φόβους σε αυτή τη ζωή, τους θεωρώ τους δικούς μου προσωπικούς ήρωες.

ΥΓ: Κάποια άλλη ημέρα θα σας πω για τότε που τερμάτισα αγώνα 10 χλμ με το Καλλιμάρμαρο σε standing ovation την στιγμή που έμπαινα στο στάδιο. Φυσικά, εκείνη την ώρα βραβεύονταν οι νικητές του ειδικού αγώνα για παιδιά με αναπηρίες. Κλειστά μάτια, “για μένα χειροκροτάνε”.

Από του σκύλου τα δόντια ο Freddos

Ήταν Κυριακή 22 Απριλίου του 2012, 10 το πρωί, στη μαρίνα του Φλοίσβου. Μια παρέα 8 ατόμων, ανάμεσα τους κι εγώ, είχαμε βρεθεί για τρέξιμο λίγο νωρίτερα. Ναι, αυτό που φαντάζεστε γινόταν – ήταν ένα από τα πρώτα #1morekm στην ιστορία του θεσμού αυτού.  Κοινώς, είχα φροντίσει μέσω του blog και του newsletter, να μαζευτούμε για τρέξιμο και είχα επιλέξει το Φλοίσβο. Συναντιόμαστε, συστηνόμαστε, άγνωστοι οι περισσότεροι μεταξύ μας γαρ, και ξεκινάμε το τρέξιμο μια ζεστή μέρα που υποσχόταν μπόλικη υγρασία και ιδρώτα. Δείτε και μια φωτό από τότε

 

Μετά από 3μιση χιλιόμετρα, τρέχουμε κατά μήκος της μαρίνας που όπως φαντάζεσαι είναι γεμάτη σκάφη. Ξαφνικά, στα 30 μέτρα μπροστά βλέπουμε έναν 55άρη σε πανικό να φωνάζει:

“ΒΟΗΘΕΙΑ! ΕΧΕΙ ΠΕΣΕΙ ΣΤΟ ΝΕΡΟ! ΔΕΝ ΦΤΑΝΩ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΕΒΑΣΩ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ ΕΠΙΠΛΕΕΙ!”.

Σπριντάρουμε (sic) και τον πλησιάζουμε.

“Γλύστρησε και έπεσε το σκυλί μου στο νερό. Βοηθήστε παιδιά, δεν μπορεί να κολυμπήσει λόγω βάρους κι εγώ δεν φτάνω”

Κάνω την κίνηση να βοηθήσω, ξέρετε αυτή την κίνηση που κάνεις να συμμαζέψεις το τραπέζι όταν το έχουν ήδη συμμαζέψει οι άλλοι, ελπίζοντας κάποιος να βοηθήσει πιο γρήγορα από εμένα αλλά η μπλόφα μου δεν πιάνει, μόνο εγώ έχω κινηθεί. Ξαπλώνω στο τσιμεντένιο κράσπεδο, δυο άλλοι μου κρατάνε τα πόδια και απλώνομαι προς το νερό.

Εκείνη τη στιγμή βλέπω για πρώτη φορά το σκύλο. Είναι ένα rottweiler.

Τώρα εσείς μπορεί να φαντάζεστε κάτι τέτοιο:

 

Η αλήθεια όμως είναι ότι ήταν πιο κοντά σε κάτι τέτοιο:

 

Μεγάλο, με αυτή την κλασσική χοντρή αλυσίδα γύρω από το λαιμό, αγριεμένο, φοβισμένο για τη ζωή του και μόνο με το κεφάλι έξω από το νερό. Κι εγώ να έχω βουτήξει στον αέρα με 2 άντρες να μου κρατάνε τα πόδια και με τα χέρια μου προς το σκύλο.

Και στο μυαλό μου να κυριαρχεί ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ: Ότι το ροτβάιλερ έχει τόσο δυνατά σαγόνια και μύες γύρω από αυτά που έτσι και σου αρπάξει το χέρι είναι ικανό να στο ξεριζώσει. Και να αναρωτιέμαι ότι αν μου αρπάξει το χέρι την ώρα που προσπαθεί να σώσει τη ζωή του, πιθανότατα θα μάθω αν ισχύει αυτό.

Με έντεχνη φιγούρα στον αέρα, πάω στο πλάι του, μπαίνω ο μισός στο νερό, το αρπάζω από το λουρί και το πίσω πόδι και το σηκώνω από το πλάι αδιαφορώντας για τον ήχο πόνου που έκανε με την ατσαλοσύνη μου.

10 δευτερόλεπτα αργότερα ήταν στην αγκαλιά του ιδιοκτήτη του κι εγώ μούσκεμα από τα ειδυλλιακά λιμανόνερα, παρέα με άλλους 7 δρομείς που επευφημούσαν (αλλά ήθελαν και να τρέξουμε άλλα 5 χιλιόμετρα παρά το ότι δεν ήθελα ούτε εγώ να με ακουμπήσω). Τέλος καλό όλα καλά.

Άσχετο: από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, τα βράδια φωσφορίζω από τη μέση και πάνω. Ανεξήγητο το πως και το γιατί.

Το «όχι» του Θανάση Κρεκούκια

Ήταν Μάιος του 1982. Τελείωνα την Α’ Λυκείου στη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Είχα ήδη μαζέψει 14 ποινολόγια και 4 αποβολές στη διάρκεια της σεζόν (sic). Σύμφωνα με τον κανονισμό της σχολής, όταν συμπλήρωνες 9 ποινολόγια και 3 αποβολές, σε έστηναν στο σημείο του πέναλτι και σε έστελναν από εκεί που ήρθες. Ήταν δεδομένο λοιπόν ότι θα με διώξουν. Μια μέρα εκείνου του Μαΐου με ειδοποίησαν να παρουσιαστώ στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου. Με το που μπήκα, είδα να με περιμένουν ο Γερμανός «Όμπερστουρμφίρερ» μαζί με τον Έλληνα Λυκειάρχη. Δεν γράφω τα ονόματα, γιατί έχουν πεθάνει και οι δυο, οπότε ας μην τους βγάλω στη φόρα. Πήρε τον λόγο ο Λυκειάρχης: «Λοιπόν Κρεκούκια, για χάρη του ξαδέρφου σου ο οποίος υπήρξε σε αυτή τη σχολή υπόδειγμα αρετής, εκπαιδευτικών επιδόσεων και λαμπρής συμπεριφοράς (και ο ξάδερφος έχει πεθάνει, είχε περάσει όμως από εκεί με άριστα σε όλα τη δεκαετία του ’60), αποφασίσαμε με τον κύριο διευθυντή να σου δώσουμε μια τελευταία ευκαιρία. Θα γονατίσεις μπροστά μας, θα ζητήσεις συγνώμη για τα σημεία και τα τέρατα που έχεις κάνει εδώ τα τέσσερα αυτά χρόνια και θα μας ικετέψεις να σε συγχωρήσουμε». Κόκαλο εγώ. Η πρώτη μου σκέψη ήταν «Χριστέ μου, είναι δυνατόν να αντιμετωπίζω τόση μαλακία μαζεμένη;». Ήξερα ότι αν το έκανα, θα γλύτωνα την οικογενειακή καταιγίδα, η οποία προμηνυόταν τουλάχιστον σφοδρή. Όμως σκέφτηκα, αυτές τις παπαριές δεν τις λες σε ένα παιδί 16 χρονών. Όντας μάλιστα εκπαιδευτικός. Δεν το θεώρησα «ηρωισμό» τότε, ούτε τώρα το θεωρώ. Αλλά οι λέξεις «δεν θα το κάνω, θα φύγω και θα φροντίσω να σας ξεχάσω όσο πιο γρήγορα γίνεται» μου φάνηκαν ότι πιο φυσιολογικό θα μπορούσα να απαντήσω. Και τις είπα. Και όταν βγήκα από το γραφείο, ακούγοντας βρισιές και προσβολές και από τους δυο, ήμουν τελείως ήρεμος. Και με έδιωξαν. Και χέστηκα πατόκορφα για πάρτη τους. Η καταιγίδα στο σπίτι ξέσπασε, ήταν τουλάχιστον σφοδρή, αλλά πέρασε. Αυτό που δεν πέρασε, ήταν το δικό τους. Των δυο γελοίων που διεύθυναν ένα σχολείο. Και μετά πήγα στο 7ο του Παγκρατίου. Και βρήκα την υγειά μου. Σήμερα, τρεις δεκαετίες μετά από το συμβάν, συνεχίζω να βρίσκομαι με τους παλιούς μου συμμαθητές από τη Γερμανική. Όλοι τους είναι η ωραία μου ανάμνηση από εκείνο το σχολείο. Αντίθετα, τους δυο γερμανοτσολιάδες τους ξέχασα πολύ γρήγορα. Όπως τους το είχα πει. Και χαίρομαι που κράτησα την υπόσχεσή μου.

Πατώντας ξανά Ελλάδα ο Ηλίας Αναστασιάδης

Όσο και να προσπαθώ να αποδείξω το αντίθετο ή να τσακώνομαι με αναγνώστες, η ιστορία δείχνει ότι είμαι ευαίσθητο(ύλη)ς τύπος, νοσταλγικός και γενικά απροσάρμοστος σε νέες καταστάσεις. Η φίλη μου η Κατερίνα Β. με είχε ψήσει την Άνοιξη του 2003 να συμπληρώσουμε τα χαρτιά για να πάμε Εράσμους στη Σουηδία, τα συμπληρώσαμε, με δέχτηκαν, δε θυμάμαι τι έγινε με την Κατερίνα. Την ώρα που φίλοι και γνωστοί με ενημέρωναν σε κάθε ευκαιρία πόσο κωλόφαρδος είμαι για την εμπειρία που θα ζήσω, εγώ έκανα υπολογισμούς για το πόσες μέρες ακριβώς θα λείψω από τα πάτρια. Μην στα πολυλογώ, έφτασα 15Αυγουστο στη νότια Σουηδία, θα γυρνούσα για πάντα τον Δεκέμβρη και ο αθεόφοβος είχα κλείσει και μίνι επιστροφή τον Νοέμβριο.

Ήταν η πρώτη μου φορά μακριά από τους δικούς μου για πάνω από 10 μέρες. Ήταν τρεις γεμάτοι μήνες που σκεφτόμουν Αθήνα, Εξάρχεια, τους κολλητούς μου, το σπίτι μου και η καρδιά μου έκανε κρακ. Ήμουν τόσο φλώρος στο Erasmus που διάβαζα ατελείωτα και δεν έκανα ούτε τέσσερα λεπτά σεξ. Αυτός ήμουν. (Μετά οι λιθοβολισμοί παρακαλώ). Όπως καταλαβαίνεις, η χρυσή μέρα που θα ξαναγύριζα σαν ήρωας που επιστρέφει απ’ το Αφγανιστάν είχε τέτοιο hype στον κύκλο μου αντίστοιχο με αυτό της πρώτης άφιξης του Ντομινίκ Ουίλκινς στην Ελλάδα.

Μετά από δύο πτήσεις, οχτώ ώρες στο πέρα δώθε και δύο Toblerone μεγάλες, περίμενα τις αποσκευές, ήξερα ότι έξω είναι ο κόσμος μου και ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΑ καθυστερούσα να βγω. Ήθελα να κορυφώσω την αγωνία. Με είχαν πάρει ήδη δύο τηλέφωνα τύπου ‘έχουν βγει όλοι από την πτήση σου, είσαι σίγουρος ότι προσγειώθηκες στην Αθήνα;’, έλεγα κάτι αρλούμπες και με τα πολλά βγήκα.

Οι κολλητοί μου ήταν εκεί. Ο αδερφός μου ήταν εκεί. Οι γονείς μου επίσης. Η μητέρα μου πρέπει να έκλαιγε ήδη κάνα τριήμερο στη σκέψη ότι θα ξανάβλεπε τον κανακάρη της. Με πήραν κι εμένα τα ζουμιά.

(Δεν έχασες κάτι στην εξιστόρηση. Όντως από Erasmus γυρνούσα. Απλά ανέκαθεν ‘το ζούσαμε’ οικογενειακώς. Ήμουν και 20 χρονών. Όχι, δεν το σώζω έ;)

Η ασίστ του Στέλιου Αρτεμάκη

Δεν θυμάμαι τα ονόματα, δε θυμάμαι τις χρονιές αλλά σίγουρα πανεπιστημιακό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου κάπου στα late nineties. Ξέρεις τώρα, μπύρες, grunge, ξενύχτια και την επόμενη μέρα όλοι μπραβάντο ότι είμαστε μπαλαδόροι που για κάποιο λόγο δεν είχαν καταφέρει να κάνουν καριέρα. Φάση Τζορτζ Μπεστ όλοι.

Ο πρώτος αγώνας είναι με τους πρωταθλητές της προηγούμενης χρονιάς, η σχολή δεν έχει ξανακατεβάσει ομάδα, έχουμε κάνει μία προπόνηση όλη κι όλη για να δούμε ποιος ξέρει μπάλα και τι θέσεις θα παίξουμε, δηλαδή ότι να ‘ναι. Που βγαίνει και στο γήπεδο. Το σκορ είναι γύρω στο 6-0 μηδέν στο πρώτο ημίχρονο.

Εγώ ως λιγάκι σχετικός γιατί είχαμε γήπεδο 70-80 μέτρων στο σχολείο, είμαι ο μόνος που κάπως τρέχει, παίζω κέντρο, αλλά οι περισσότερες μπάλλες περνάνε από δίπλα μου και εγώ τις κοιτάω. Κάτι μαρκάρω από εδώ, βάζω καμιά κόντρα παραδίπλα, είναι και ένα παλικάρι που παίζει καλά σαν κεντρικός αμυντικός και τέλος πάντων βγαίνουμε από το ταμπούρι μας. Και ενώ το σκόρ έχει πάει ήδη γύρω στο 8-0, έχω κλέψει μια μπάλα και βλέπω έναν δικό μας προωθημένο, καφενείο. Του στέλνω μια πάσα σχεδόν από το κέντρο και την κάνει γκολ.

Αυτή η πάσα είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή μέχρι τώρα στη ζωή μου. Έχω κάνει το τρέξιμο-παιχνίδι της ζωής μου και έχω βγάλει την ασσίστ για το γκολ της τιμής. Άσχετο που μετά θυμάμαι μια ατάκα από το ταξίδι της επιστροφής και με προσγειώνει: “Μάγκες 11-1 χάσαμε… και να ‘χαμε και γκόμενες… να τους πούμε τουλάχιστον εμείς γ@m@wε ρε”.

Τρίποντο παραμονής στην Πετρούπολη για τον Στέφανο Τριαντάφυλλο

“Η αλήθεια είναι μοναδική. Ψεύτικες είναι οι μόνο οι εκδοχές της”. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό. Η δεύτερη είναι ότι πρέπει να γυρίσω άμεσα το “Cloud Atlas” στο video club (ναι παίρνω ακόμη ταινίες από το video club – στηρίζω την τοπική οικονομία). Η τρίτη ότι ίσως το να χρησιμοποιήσω μια ατάκα από μια Κινέζα-σερβιτόρα-ρομπότ-θεότητα προϊστορικών ανθρώπων του μέλλοντος, για να περιγράψω την πιο ηρωική μου στιγμή ήταν μάλλον λάθος. Αν, όμως, μου έμαθε κάτι εκείνη η βραδιά στο κλειστό της Πετρούπολης, είναι ότι σημασία δεν έχει ο πρόλογος, αλλά ο επίλογος.

Ήταν η 2η μου χρονιά στο Κουκάκι, η πρώτη της ομάδας στην Β’ ΕΣΚΑ. Είχα career high σε πόντους και career low σε κιλά. Μετά από μια αρκετά συμπαθητική χρονιά χρειαζόμασταν οπωσδήποτε τη νίκη για να παραμείνουμε στην κατηγορία. Αντίπαλος; Η -4η αν θυμάμαι καλά- Ίριδα Πετρούπολης. Παίζαμε εκτός έδρας στο μικρό γήπεδο της Ίριδας που έχει χαρακτηριστικά μικρό χώρο γύρω από τις τέσσερις γραμμές και μια εξέδρα-εξώστη. Οι πιθανότητες δεν ήταν με το μέρος μας, καθώς πριν το ματς μάθαμε ότι δεν θα έπαιζε ο καλύτερος περιφερειακός της ομάδας, ο Γάλλος. Κάπως έτσι -φανερά αδυνατισμένος- επέστρεψα στη βασική 5άδα, μετά από μια σειρά αγώνων με μικρή συμμετοχή και συγκομιδή που θύμιζε περισσότερο βαθμούς φοιτητών σε εξεταστική, παρά πόντους.

Το καλό για μας ήταν ότι ο Τασούλης ήταν πολύ καλός στα τάκλιν. Το κακό για την Ίριδα ότι παίζαμε μπάσκετ κι έτσι ο “καλός” τους (Ηλιόπουλος) αποβλήθηκε από το πρώτο ημίχρονο (αγκαζέ με τον Τασούλη) με ντισκαλιφιέ. Κάπως έτσι το ματς έγινε ροντέο κι ο αντίπαλος από τέρας αδιαφορίας ξαφνικά σκύλιασε. Κοίτα να δεις πράγματα.

Κερδίζαμε, μας έφτασαν και τελικά ο αγώνας πήγε παράταση, μετά από δύο χαμένες δικές τους βολές στην εκπνοή. “Δώστε μου τη μπάλα και φύγετε από τη μέση” φώναξα (από μέσα μου). Τελικά αποδείχτηκε ότι κληρονομικό χάρισμα είχε μόνο ο Μπίλι, ο ψηλός, που μάζεψε την άμυνα γύρω του στο post και μου έβγαλε τη μπάλα ξανά στη γωνία, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ήμουν ο μοναδικός που θα του την έδινα πίσω. Την έπιασα, τη ζύγισα, τη σούταρα. Με το που έφυγε από τα χέρια μου, έκανα ως συνήθως 1-2 βήματα πίσω για να χαζέψω την πορεία της, όπως κάνουν οι ακοντιστές όταν βλέπουν το ακόντιο να πετάει. Μέσα. Το -2 έγινε +1.

Ο πάγκος είχε μπει μέσα και εγώ είχα βγει έξω. Δεν θυμάμαι καν αν πανηγύρισα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι το γήπεδο της Ίριδας ήταν πολύ μικρό, οπότε όταν ξεκίνησα να τρέχω για να επιστρέψω στην άμυνα για τα τελευταία δευτερόλεπτα (επαγγελματίας, όχι μαλακίες) χτύπησα στην πυροσβεστική φωλιά που ήταν στον τοίχο και γύριζα κουτσαίνοντας. Ένας σύγχρονος Ελ Σιντ. Ένας μοντέρνος Ουίλις Ριντ. Ευχαριστώ παιδιά, δεν κάνει τίποτα. Τη δουλειά μου έκανα.

H φωτιά εν ώρα πτήσης του Στέφανου Νικήτα

Το αεροπλάνο ήταν στα 33.000 πόδια. Οι αεροσυνοδοί μάζευαν το γεύμα. Σε λίγη ώρα έπρεπε να δεθούμε ξανά…πλησιάζαμε τις Άλπεις όπου έχει πάντα αναταράξεις. Στο παράθυρο έβλεπα τη Λίμνη της Γενεύης και στο βάθος τον τεράστιο όγκο των χιονισμένων Άλπεων.

Ξαφνικά ακούω ένα θόρυβο και βλέπω φωτιά στη μηχανή του αεροπλάνου. Οι άλλοι επιβάτες δε κατάλαβαν τίποτα καθώς δυστυχώς καθόμουν ακριβώς δίπλα στο φτερό. Ο πιλότος ζήτησε από τις αεροσυνοδούς να πάνε στο πιλοτήριο και τους έδωσε οδηγίες να είναι ψύχραιμες. Ένα μετεωρολογικό μπαλόνι είχε ξεφύγει στον ουρανό και είχε μπει στην μηχανή με αποτέλεσμα να την καταστρέψει. Ο πιλότος δεν ήθελε να πάρει το ρίσκο να περάσει τις Άλπεις με μια μηχανή, ούτε μπορούσε να προσγειωθεί σε κάποιο αεροδρόμιο της Ελβετίας γιατί είχε ακόμα πολλά καύσιμα.

Αποφάσισαν να πάμε στο Μόναχο αφού πρώτα άδειασαν ορισμένα καύσιμα στη Λίμνη της Γενεύης. Στη συνέχεια ανακοίνωσε ότι υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα και θα αλλάξουμε κατεύθυνσή. Προσγειωθήκαμε με αφρούς στο Μόναχο. Όταν βγήκαμε από το αεροπλάνο περνούσα μπροστά από τον κυβερνήτη ο οποίος είχε χάσει 100 χρόνια από τη ζωή του. Άνοιξα το πακέτο με τα τσιγάρα και του έδωσα ένα. Θυμάμαι του είπα: “Είδα τι έγινε. Η θέση μου ήταν δίπλα στο φτερό.”

Πες μας κι εσύ τη δική σου ηρωϊκή στιγμή στα σχόλια

Και κάνε μια βόλτα στην ενότητα Teamwork να δεις κι άλλα συλλογικά κείμενα που έχουμε γράψει ως τώρα