ΦΑΓΗΤΟ

Η τέλεια ψητή πατάτα και πώς θα τη φτιάξεις μόνος σου

Μια απλούστατη μέθοδος που θα κάνει τραγανή τη φλούδα και λαχταριστά κρεμώδη τη σάρκα της.

Αν έπρεπε να προσδιορίσουμε πολύ συνοπτικά τη σχέση του Έλληνα με την πατάτα, θα μπορούσαμε να σταθούμε στο γεγονός ότι τη χρησιμοποιεί συχνά στον ενικό.

Αντίθετα με τη σχέση του Έλληνα με τα αυγά, τα παϊδάκια, τα μακαρόνια, τις χυλοπίτες ή τα νουντλς, η σχέση του με την πατάτα είναι μια σχέση στον ενικό – η σχέση με την πατάτα. Κάθε τέτοια σχέση του ελληνικού λαού με το φαγητό έχει έναν αυξημένο βαθμό πατριωτισμού (η φασολάδα, η μπομπότα, ο μουσακάς) και μια καλή ιστορία που τη συνδέει άμεσα ή έμμεσα με το ελληνικό DNA. Η ιστορία της πατάτας είναι αυτή η ευρέως διαδεδομένη, με τον Καποδίστρια, στις απαρχές του νέου ελληνικού κράτους. Και όπως όλες οι ιστορίες που σχετίζονται με την Επανάσταση του 1821 και την περίοδο αμέσως μετά απ’ αυτή, μπορεί να είναι ή μπορεί να μην είναι ακριβής.

(Ζωγραφικό έργο του Δημήτρη Χατζόπουλου από τη σειρά ‘Πατάτες με λάδι σε ξύλο’)

Τέλος πάντων. Αν έπρεπε να αναλύσουμε κάπως τη σχέση του Έλληνα με την πατάτα, θα μπορούσαμε να τη χωρίσουμε σε επιμέρους πληθυντικές σχέσεις διαφορετικής έντασης. Η σχέση μας με τις τηγανητές πατάτες είναι ερωτική. Αγαπάμε και τις πατάτες φούρνου, αλλά με μια κάπως μητρική αγάπη – στο μυαλό μας βρίσκονται πάντα δίπλα σε ένα κοτόπουλο και μέσα στο φούρνο του πατρικού μας σπιτιού και συνήθως είναι Κυριακή. Με τις βραστές πατάτες έχουμε μια ευκαιριακή σχέση. Ένα on and off πράγμα. Τις θυμόμαστε όταν έχουμε σούπα ή όταν είμαστε άρρωστοι. Ο πουρές είναι η διαστροφή μας. Κανείς δεν θα δηλώσει πολύ ανοιχτά ότι τον γουστάρει, όλοι από μέσα μας θα παραδεχτούμε ότι όσο πιο ‘βρώμικος΄ είναι, τόσο καλύτερη δουλίτσα κάνει (υπάρχει έστω κι ένας που να προτιμάει τον σπιτικό πουρέ από τον ετοιματζίδικο;).

Κάπου ανάμεσα σ’ όλα αυτά, αλλά και λίγο πιο έξω, αποστασιοποιημένη και σε έναν μοναχικό δρόμο είναι η ψητή πατάτα. Η λιγότερο ‘ελληνική’ εκδοχή της πατατούλας. Όσοι έχουν τζάκι τη βάζουν πού και πού να ψήνεται σε μια γωνίτσα, τυλιγμένη με αλουμινόχαρτο, όσοι έχουν βαρεθεί τα μπέργκερ και τα σουβλάκια την τσιμπάνε ως εναλλακτική του βρώμικου, γεμιστή με κιμά, τσένταρ ή μπέικον ή όλα μαζί, ανάλογα την καντίνα – αλλά μέχρι εκεί. Στάνταρ θέση στην καθημερινότητά μας δεν έχει κερδίσει.

Αυτές τις μέρες της νηστείας, πάντως, η ψητή πατάτα είναι μια τίμια και νόστιμη επιλογή. Και υπάρχει ένας απλός τρόπος να γίνει ακόμα πιο νόστιμη, ειδικά αν την ψήνεις στον φούρνο της κουζίνας σου (αν την ψήνεις στο τζάκι θα γίνει έτσι κι αλλιώς ωραία, αν τη βάλεις στα μικροκύματα θα γίνει έτσι κι αλλιώς χάλια).

Η διαφορά που μπορεί να κάνει τη διαφορά, είναι στο κόψιμο. Την επόμενη φορά που θα επιχειρήσεις να ψήσεις πατάτες, μην τις κόψεις στη μέση ή σταυρωτά. Δοκίμασε τη μέθοδο που προτείνουν οι μάγειρες του πολύ καλού blog The Gunny Sack. Προσπάθησε να αφήσεις άθιχτο τον πυρήνα της πατάτας κι άνοιξέ την περιμετρικά.

Ξεκίνα χαράσσοντας με ένα μικρό μαχαίρι ομόκεντρους κύκλους γύρω από τον πυρήνα και στη συνέχεια κόψε την πατάτα κάθετα στη χάραξη. Κάπως έτσι:

Σύμφωνα με την Tonia που έχει εμπνευστεί τη μέθοδο και τη συνταγή, μ’ αυτό το κόψιμο η πατάτα θα ψηθεί ιδανικά και θα γίνει τραγανή απ’ έξω και κρεμώδης εσωτερικά. Η συνταγή που προτείνει (δεν είναι καθόλου νηστίσιμη) είναι η εξής:

Άλειψε ολόκληρη την πατάτα με λίγο λάδι, πασπάλισέ τη με χροντρό αλάτι, τοποθέτησέ τη σε αλουμινόχαρτο και άσε τη να ψηθεί για μισή ώρα περίπου. Στο μισάωρο πέρνα με λίγο λάδι τις ανοιχτές πλευρές τις, αλάτισε ξανά και βάλ’ τη στο φούρνο για μισή ακόμα ώρα. Μετά από μια ώρα ψήσιμο, η πατάτα θα δείχνει κάπως έτσι:

Πρόσθεσε μπόλικο τσένταρ και φλούδες τραγανού μπέικον και βαλ’ τη στον φούρνο για 5 ακόμα λεπτάκια.

Όταν τη βγάλεις, θα έχεις μια εικόνα για το πώς μοιάζει το τζακ ποτ των jacket potatoes.