ΦΑΓΗΤΟ

Οι Μοντέρνοι Καιροί είναι το καλύτερα κρυμμένο μυστικό της πόλης

Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος σπάει την πιο value for money γευστική ομερτά της Αθήνας.

Ζέστη. Αφόρητη ζέστη. Ένιωθες τον καυτό αέρα να σε αγκαλιάζει. Δεν ήταν, όμως, από εκείνες τις αγκαλιές σε μια σοροπιασμένη -και σουρουπιασμένη- παραλία, αλλά περισσότερο μια ζουληγμένη αγκαλιά της νονάς το Πάσχα, αυτή ακριβώς που πασχίζεις (τσι-τσινγκ) κάθε χρόνο να αποφύγεις. Εκείνο το απόγευμα, λοιπόν, δεν ήταν τίποτα άλλο από μια υψηλή ένδειξη της θερμοκρασίας. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Με τον διακόπτη μυαλού και σώματος στο safe mode, όπως προβλέπεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όπου οι κινήσεις πρέπει να περιοριστούν στα απολύτως απαραίτητα.

Υπό αυτές τις συνθήκες το χτύπημα του τηλεφώνου συνοδεύεται από ένα νοητό στρίψιμο νομίσματος. Κορώνα-πράσινο κουμπί, γράμματα-ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος, η κλήση σας προωθείται. Όσο το κινητό δονούσε πάνω στο τραπεζάκι του IKEA το νόμισμα στροβιλιζόταν στο μυαλό μου. Κορώνα. Απόκρυψη αριθμού. Μήπως τελικά ήταν γράμματα; Όχι, όχι. Κορώνα. Δεν έχω θέμα με τις αποκρύψεις. Το πραγματικό πρόβλημα είναι τα σταθερά αστικά τηλέφωνα που αρχίζουν με οτιδήποτε άλλο εκτός από 210 και προκαλούν μίνι-εγκεφαλικό κάθε φορά που εμφανίζονται στην οθόνη, δίνοντας την εντύπωση ότι ο αριθμός σχηματίστηκε σε κάποιο εξώκοσμο μέρος σαν το Πόρτο Ράφτη, ή το Κέιπ Κανάβεραλ.

Το “ευτυχώς που δεν ήταν σταθερό από 211 ή 213” διέκοψε ένα “ναι”. Ανέκαθεν το στόμα έκανε σόλο καριέρα, τα είχε σπάσει με το μυαλό εδώ και χρόνια γιατί η φάση είχε γίνει εμπορική.

-Έλα…

-Εσύ  είσαι;

-Ναι.

(δεν ξέρω πώς, αλλά συνεννοηθήκαμε)

-21.00

-Εκεί;

-Ναι.

-Ο άλλος;

-Κι αυτός.

-Μόνος σου.

-Κι εσύ. Μην το μάθει κανείς.

-ΟΚ, τα ‘παμε.

-Κλείσε.

-Εσύ κλείσε.

-Όχι εσυυυυ κλείσε.

-Μαζζζζζιιιιιί

-Εντάξει, με το 3

-1

-2

-3

Θα ορκιζόμουν ότι με είχε πάρει από καρτοτηλέφωνο, αν υπήρχαν ακόμη καρτοτηλέφωνα, αλλά ίσως να έφταιγε η τηλεόραση που έπαιζε μπάλα (τουλάχιστον να παίζει και κάποιος μπάλα σ’ αυτό το Euro, γιατί οι ομάδες ΔΕΝ…) που δεν άκουγα καλά, ή έστω το γεγονός ότι είχα ξαναδεί προσφάτως τα Φθηνά Τσιγάρα και είχα επηρεαστεί. Δεν ήταν όμως, το μέρος της κλήσης που είχε σημασία, όσο το περιεχόμενο της. Μια συνομιλία συνωμοτική, με καμπαρντίνα, γυαλιά, καπέλο και εφημερίδα.

Δεν τον κατηγορώ όμως τον Δ. Πρέπει να παίρνει τις προφυλάξεις του. Δεν ξέρεις ποιος μπορεί να παρακολουθεί. Το “εκεί” είναι από αυτά τα “εκεί” που λίγοι ξέρουν και έτσι ακριβώς πρέπει να παραμείνει. Εμείς που πάμε συχνά για παράδειγμα, φροντίζουμε να διαλέγουμε κάθε φορά μια διαφορετική διαδρομή. Ακόμη και τα ckeck-in γίνονται σε άσχετα μαγαζιά, αυτά τα υπεράνω υποψίας, για να μη δίνουμε στόχο. Γιατί είπαμε: δεν ξέρεις ποιος μπορεί να παρακολουθεί.

Κανείς δεν θα ήθελε να μαθευτεί το καλύτερο φυλαγμένο μυστικό της πόλης, γιατί που ξέρεις μπορεί να το γράψουν ακόμη και στο Oneman.

ΟΚ, τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι αλήθεια, εκτός από το ότι εκείνη την ημέρα είχε πολλή ζέστη, ότι τα τηλέφωνα μου με τον Δημήτρη δεν βγάζουν ποτέ νόημα και ότι οι Μοντέρνοι Καιροί είναι το καλύτερα φυλαγμένο μυστικό της πόλης.

Κι επειδή είμαι σίγουρος ότι δεν έχεις ακούσει ποτέ τους Μοντέρνους Καιρούς, που βρίσκονται πίσω από το Γηροκομείο, κρυμμένοι κάπου πίσω από την Πανόρμου με μοναδικό γνωστό στίγμα το ανοιχτό μπάσκετ που είχαμε αλώσει πριν χρόνια με το Κουκάκι, θα αναρωτιέσαι γιατί ακριβώς δεν τους έχεις ακούσει.  Κι εγώ θα αναρωτιόμουν αν δεν το ήξερα. Αν, δηλαδή, δεν ήμουν τόσο γαμάτος όσο – ξέρω ‘γω – ΕΓΩ.

Φαντάσου τον Βάρις από το Game of Thrones. Που τα μαθαίνει όλα. Που οι πληροφορίες φτάνουν με μαγικό τρόπο στα αυτιά του, είτε πρόκειται για όργια στο Γουέστερος, είτε για συνωμοσίες στο Γουίντερφελ. Έτσι κάπως γίνεται με μένα και το φαγητό. Είτε πρόκειται για σαντουιτσάδικο στο Μενίδι, είτε για μπεργκεράδικο στον Πειραιά. Τα μαθαίνω. Όλα.

Οπότε, επίτρεψε μου να σου πω τι πρέπει να ξέρεις για τους Μοντέρνους Καιρούς; Α) Ότι είναι το μαγαζί που δεν έχεις ακούσει ποτέ με το καλύτερο φαγητό. Β) Ότι είναι πολύ πολύ πολύ οικονομικό, σε βαθμό κακουργήματος Γ). Ότι είναι από τα λίγα μαγαζιά που σερβίρουν με την ίδια αυτοπεποίθηση και κρέας και ψάρι. Δ) Ότι έχει Σάκη.

Τι σημαίνει Σάκης; Πρέπει να πας, να τον γνωρίσεις και θα καταλάβεις. Την πρώτη φορά που με είχαν πάει δεν ήταν εκεί. “Ναι, αλλά έλειπε ο Σάκης” μου είπαν. “Και” τους είπα. “Θα καταλάβεις” μου είπαν μετά. Και κατάλαβα. Τη δεύτερη φορά. Ο Σάκης είναι πιο Σάκης και από τον Ρουβά. One-man-show. Λόγος να πηγαίνεις μόνο εκεί. Είναι το αλάτι και το πιπέρι πάνω στα υπέροχα πιάτα. Αλλά, είπαμε. Θα καταλάβεις. Και όταν πας και καταλάβεις θα γυρίσεις και θα γράψεις στα σχόλια “κατάλαβα”.

Κατάλαβες;

Όπως κάθε καλό μυστικό που σέβεται τον εαυτό του έτσι και οι Μοντέρνοι Καιροί είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο που δεν προδίδεται από το εξώφυλλο. Αν περάσεις απ’ έξω δεν θα καταλάβεις ποτέ ότι μέσα κρύβεται θησαυρός. Μοιάζει περισσότερο με μαγαζί του ’80, κάτι μεταξύ επαρχιώτικου σουβλατζίδικου, καφενείου που ανήκει σε ιπποδρομιάκια καφετζή και αναψυκτηρίου. Με τις αντίστοιχες καρέκλες και τον ανάλογο κιτρινωπό φωτισμό. Ναι, αλλά στα υπόγεια είναι η θέα. Όχι ότι είναι υπόγειο, αλλά εντάξει το ‘πιασες το νόημα.

Τίποτα από αυτά όμως δεν έχει σημασία μόλις έρθουν τα πιάτα. Για παράδειγμα το τρίπλεξ (τρεις διαφορετικές αλοιφές “χειροποίητες όχι τίποτα ετοιματζίδικες” όπως θα ακούσεις τον Σάκη να λέει), οι σπιτικές πατάτες, η σαλάτα με την ντομάτα τη σωστή (να ξέρεις, τα καλά τα μαγαζιά από την ντομάτα και τα λοιπά λαχανικά την κρίνεις – εγώ θα σου πω), τα χόρτα που είναι must και τα λοιπά μπινελίκια.

Πριν περάσουμε στα σοβαρά τα θέματα. Ο Σάκης έχει και κρέας και ψάρι. Ξέρω τι σκέφτεσαι. Γίνεται; Κι όμως γίνεται. Και το παινεύεται κιόλας. Γιατί αυτό είναι το μυστικό του. Η πρώτη ύλη. Καλής ποιότητας κρέας και καλό ψάρι. Το κεμπάπ, για παράδειγμα, είναι απίστευτο. Ούτε στα γνωστά νεο-κεμπαπτσίδικα (ξέρεις αυτά που είναι τα νέα μπεργκεράδικα, που ήταν τα νέα frozen yogurt) δεν βρίσκεις τέτοιο. Να λιώνει στο στόμα. Τον ρωτάς πως γίνεται και σου εξηγεί ότι “έχω έναν τύπο που κάνει αυτό και μου δίνει το άλλο”. Το ίδιο και η μπριζόλα. Με το μπαρντόν: η μπριζολάρα. Τεραστίων διαστάσεων και πεντανόστιμη. Αυτή που νομίζεις ότι κανονικά ανήκει σε Στεγόσαυρο, αλλά είναι χοιρινή. Και το νιώθεις με το όλο σου το είναι.

Το ίδιο ισχύει και με τα ψάρια. Μπαρμπούνια και πάει λέγοντας. Και καλαμαράκια. Κι επίσης πάει λέγοντας. Να γλείφεις τα δάχτυλα σου. Ή απλά να τα σκουπίζεις στην χαρτοπετσέτα και να παραγγέλνεις κι άλλα. Και να τα ακούς από τον Σάκη ότι τρως πολύ. Πες μας κάτι που δεν ξέρουμε ρε Σάκη. Όπως για παράδειγμα πως είναι δυνατόν να τρώμε τόσο καλά (και τόσο πολύ) και να πληρώνουμε τόσα λίγα; Καλά όχι ότι έχουμε μεγάλο πρόβλημα μ’ αυτό, αλλά λέμε. Τίμιοι. Τέτοιοι είναι οι Μοντέρνοι Καιροί. Πιο Τίμιοι και από τον Τίμιο Γίγαντα, Αργύρη Καμπούρη.

Με άλλα λόγια, οι Μοντέρνοι Καιροί είναι τόσο καλοί “ναι, αλλά δεν θα το γράψεις στο Oneman”. Μονοφαγάδες, τι να λέμε τώρα. Από εκεί που έρχομαι we don’t share food, αλλά αυτό το φαγητό πρέπει να μοιράζεται. Ούτως ή άλλως κανείς δεν είναι τόσο γρήγορος για να προλάβει να φάει το δικό μου.

Τώρα ξέρετε. Αλλά δεν το μάθατε από μένα.

Μοντέρνοι Καιροί: Νικολάου Γεννηματά 17, Αθήνα