ΦΑΓΗΤΟ

Στο Παραδοσιακό σε παίρνει η τσίκνα από το χέρι

Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να βρεις αυτό το μικρό εστιατόριο στην Πλατεία της Αγίας Ειρήνης

Η διαδικασία γίνεται κάπως έτσι. Κάθε δεύτερο φεγγάρι συγκαλείται μια συνάντηση στην κουζίνα του γραφείου. Σχηματίζεται ένας κύκλος και αφού πιαστούν όλοι χέρι-χέρι μου ζητούν να τους μοιράσω σοφία γύρω από το αγαπημένο θέμα αυτού του site, το φαγητό.

“Πες μας, εσύ που τα γνωρίζεις όλα, που πρέπει να πάμε να φάμε” με ρώτησε ο Χρήστος. “Χρήστο, θα σου πω. Αλλά δεν ξέρω αν είσαι έτοιμος” του απάντησα, με έκδηλη την απορία αν αντέχουν τόση αλήθεια μαζεμένη. Κοιτώντας τα μάτια του Τζέιμι Όλιβερ του Παγκρατίου να “γεμίζουν”, κάμφθηκε η όποια αντίσταση. “Διάολε, κι εγώ κάποτε σαν και εσάς ήμουν…” φώναξα κοιτώντας τον Ηλία Αναστασιάδη, που η σχέση του με το φαγητό είναι πιο αστεία και από όλα τα ανέκδοτα με τις ξανθές μαζί και αποφάσισα να τους ανοίξω την πόρτα της γνώσης και να τους προσκαλέσω να σκουπίσουν τα πόδια τους στο χαλάκι της ασχετοσύνης.

Εκείνη την ημέρα ακούστηκαν μια συμπαντική αλήθεια και μια ευχή/κατάρα. Η πρώτη είναι λίγο ξεκάρφωτη με το θέμα , αλλά θα τη μοιραστώ κι αυτή με το ποίμνιο μου: να βάζετε τυροκαυτερή στο σουβλάκι. Η δεύτερη είναι να “φάτε στο “Παραδοσιακό” στο κέντρο”.

Θα παραδεχτώ ότι δεν είναι εύκολο. Το να το βρεις, δηλαδή. Όχι το να φας. Η προσπάθεια να δώσεις οδηγίες είναι ένα τσικ πιο εύκολο από το να γράψεις το επόμενο βιβλίο του Νταν Μπράουν. Α) Επειδή δεν έχει ταμπέλα απ’ έξω (εδώ με πολύ ζόρι έχει όνομα) Β) Επειδή βρίσκεται στον μικρότερο ίσως δρόμο στην Ελλάδα. Την οδό Βασιλικής στη γωνία χίψτερ και Αγίας Ειρήνης, που ζήτημα αν έχει μήκος πάνω από τρεις απλωτές του Μάικλ Φελπς.

Ο ασφαλέστερος τρόπος για να το βρεις είναι να σταθείς στο κέντρο της πλατείας και να επιτρέψεις στο αόρατο χέρι της τσίκνας να σε πάρει από τη μύτη και να σε οδηγήσει σε ένα από τα τρεπαζάκια, όπως γινόταν δηλαδή στα κινούμενα σχέδια. Αν είσαι λίγο μπουκωμένος και δεν πιάσει ούτε αυτό το κόλπο, τότε απλά πέρνα το Θρούμπι στο αριστερό σου χέρι, κάνε μερικά βήματα στην οδό Βασιλικής (το μικρό δρόμο που καταλήγει στην Αιόλου) και θα το βρεις απέναντι από ένα πρακτορείο ΟΠΑΠ. Αν θέλεις ρίξε και μια τριάδα, όχι εσύ Ηλία και ψάξε να βρεις τραπέζι.

Ναι, όπως όλα τα καλά μυστικά, έτσι και αυτό έχει υψηλό βαθμό δυσκολίας. Πρέπει πρώτα να το βρεις και στη συνέχεια να κατορθώσεις να βρεις τραπέζι για να φας τελικά. Περιπέτεια ολόκληρη. Δύο ταινίες με Ιντιάνα Τζόουνς, τουλάχιστον.

Το “Παραδοσιακό” δεν έχει ταμπέλα. Έχει μια μικρή κουζίνα και μερικά τραπεζάκια έξω, σκορπισμένα ανάμεσα σε πλαστικές καρέκλες. Δείχνει εκπληκτικά πρόχειρο και αντιτουριστικό (εδώ ο χαρακτηρισμός “τουριστικό” είναι κακός, φαντάσου το “αντιτουριστικό”), αλλά με μια δεύτερη ματιά θα διαπιστώσεις ότι είναι πολύ καθαρό και προσεγμένο. Αν είσαι από αυτούς που πηγαίνουν σε ένα μαγαζί για το φαγητό, τότε θα σε κερδίσει αμέσως. Γιατί προσφέρει αυτό ακριβώς: καλό φαγητό.

Το μενού είναι λιτό και απέριττο: ψημένο ψωμί (ξέρουν πως να με κερδίσουν), δύο σαλάτες, χόρτα (αν έχει), χειροποίητη τυροκαυτερή (όσο καυτερή θέλουμε να είναι μια τυροκαυτερή – δηλαδή πολύ), κοκκινιστό, μακαρόνια και τα κρεατικά της ψησταριάς που είναι και το δυνατό σημείο του μαγαζιού. Μπιφτέκια, συκώτι, κοτόπουλο και μπριζόλες. Και πατάτες. Αλλά μην παραγγείλεις. Δεν θα σου φέρει. Όχι γιατί έχει κάτι μαζί σου, αλλά επειδή τα κυρίως πιάτα συνοδεύονται από ΤΟΣΕΣ ΠΟΛΛΕΣ πατάτές,  δεν αξίζει να πάρεις ξεχωριστή μερίδα. Θα πάνε χαμένες.

 

Ας πέρασουμε στο παρασύνθημα. Το συκώτι; Εκπληκτικό. Επ! Σε βλέπω. Και σ’ ακούω. Μην πεις “δεν μ’ αρέσει το συκώτι”. Ξέχνα τις βλακείες που έλεγες παιδί, δεν είσαι 10 χρονών. Ούτε είσαι ο Ηλίας Αναστασιάδης. Το συκώτι είναι ό,τι καλύτερο. Ειδικά αν ξέρεις να το ψήνεις, γιατί ξέρεις το συκώτι “απλά πρέπει να το δει η φωτιά”. Τίποτα παραπάνω.

Το κοτόπουλο; Εκπληκτικό. Τόσο που ο διάλογος ήταν ο εξής. “Γιατί παίρνεις κοτόπουλο; Ήρθαμε εδώ για να πάρεις κοτόπουλο”;  Ναι. Ένα πιάτο που πόσο-καλό-να-ναι ήταν τόσο καλό. Όσο για τη μπριζόλα; Μμμμ…. Η μπριζόλα. Με κέρδισε από την αρχή. Όταν την είδα, δηλαδή, να προσγειώνεται στο τραπέζι κι ενώ ξεχείλιζε από το πιάτο. Ζουμερή και μαλακιά. Ήταν τα μπριζολάκια του Τέλη σε μπριζόλα. Όχι από τις πιο ευφάνταστες παρομοιώσεις, αλλά καταλάβατε…

Και δεν είναι μόνο το φαγητό… Είναι και το σέρβις. Ο κατσιδοφόρος σερβιτόρος (παλιός παίκτης ποδοσφαίρου εθνικών κατηγοριών – πλήρης επιβεβαίωση) είναι χαμογελαστός, άκρως εξυπηρετικός και δεν προσπαθεί σε καμία περίπτωση να σε εκμεταλλευτεί. Μειώνει τη μερίδα -και την τιμή- αν δεν πεινάς πολύ, φέρνει σακούλες για να πάρεις μαζί σου ότι περισσέψει, συμβουλεύει, προτείνει, κερνάει τσικουδιά.

 

Τσικουδιά. Χειροποίητη. Όχι αστεία.

Είναι κι η μόνη που “βαράει”. Γιατί οι τιμές είναι οι καλύτερες που θα βρεις. Το ξαναγράφω: οι τιμές είναι οι καλύτερες που θα βρεις. Η καμπύλη ποιότητα – τιμή σπάει τα charts (διπλής, τριπλής – ότι θες) σε σημείο παρεξηγήσεως. Ξέρεις, “τύπου μεγάλων” (δηλαδή κάποτε μεγάλων – πλέον σε απειλητικά κοντινή ηλικία με τη δική μας) που διαπληκτίζονται για τον λογαριασμό:

-Όχι, σε παρακαλώ.

– Εγώ σε παρακαλώ.

– Όχι, εγώ σε παρακαλώ…

Ποιότητα. Και τιμή. Στην οδό Βασιλικής θα πας για να φας. Και να πιες. Για να διαπιστώσεις ότι ο στίχος του Τερζή λέει όλη την αλήθεια. Ότι, δηλαδή, στα υπόγεια είναι η θέα. Αν και το “Παραδοσιακό” δεν είναι υπόγειο. Κι η μοναδική θέα που έχει είναι το πρακτορείο απέναντι και τα νούμερα του Κίνο που αναβοσβήνουν. Δεν ξέρω γιατί μου ήρθε αυτός ο στίχος. Λέει, ωστόσο, την απόλυτη αλήθεια. Όπως κι εγώ.