ΦΑΓΗΤΟ

Το φαγητό που σιχαίνομαι

Όλοι έχουμε τα φετίχ μας στο φαγητό, καθώς και τα φαγητά που απλά σιχαινόμαστε. Εσύ τι δεν αντέχεις με τίποτα;

Εντελώς υποκειμενικό πράγμα η γεύση, όχι μόνο στο αγαπημένο, αλλά και στο πιο μισητό φαγητό του καθενός. Έτσι, τα σκουπίδια του καθενός μπορούν να κυμαίνονται από τα αναμενόμενα (πατσάδες, φακές) μέχρι τα αναπάντεχα (κάππαρη;!) μέχρι τα εντελώς σοκαριστικά (κάποιος ανάμεσά μας δεν τρώει μουσακά). Βάλτε ένα μεζεδάκι και απολαύστε τα μίση του κάθε μέλους της συντακτικής ομάδας του ΟΝΕΜΑΝ όταν η συζήτηση έρχεται στο φαγητό.

Βουρ στον πατσά (ΌΧΙ.) λέει ο Χρήστος Δεμέτης

Τρώω τα πάντα. Όταν λέμε τα πάντα, εννοούμε τα πάντα. Το ΜΟΝΟ φαγητό που σιχαίνομαι, δυστυχώς για μένα γιατί βοηθά σε καταστάσεις μέθης και αποφυγής hangover, είναι ο πατσάς. Το γράφω με πόνο ψυχής, αλλά πρόκειται για μεγάλη παραδοχή. Ξέρω ότι με αρνίσιο κεφαλάκι και ποδαράκια, θεωρείται θεσπέσιο έδεσμα, από εκείνα που κάνουν τους χορτοφάγους να ωρύονται (έχουν τα δίκια τους). Αλλά ναι, το ομολογώ, είναι και για μένα θέμα αισθητικής. Κάτι το χρώμα, κάτι η υφή, κάτι δεν πάει καλά με την όλη εικόνα και την “επεξεργασία” στην στοματική κοιλότητα. Μη μου πεις επίσης ότι δεν βρωμάει, ψέματα θα πεις. Κοίτα, λένε ότι ο πατσάς βρωμάει μέχρι να τον μαγειρέψεις. Εμένα μου βρωμάει και μετά. Δεν ξέρω αν έχω φάει τον λάθος πατσά μέχρι τώρα, αλλά πώς να το κάνουμε, οι αναπαραστάσεις μου είναι αρνητικές. Την Ανάσταση τη βγάζω με μαγειρίτσα. Με τα χρόνια την αγάπησα. Τον πατσά, ποτέ.

Σιχαίνεται την φέτα η Ελιάνα Χρυσικοπούλου

Συγνώμη Στέφανε ή Ρομίνα (δεν θυμάμαι ποιος από τους δυο σας σιχαίνεται όποιον σιχαίνεται την φέτα), αλλά πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα πιο απωθητικό από την όψη, την μυρωδιά και φυσικά την γεύση της φέτας. Βασικά μια από τις κορυφαίες απορίες μου είναι ποιος άρρωστος ήταν ο πρώτος που τόλμησε να πλησιάσει (και να εισάγει!) στο στόμα του κάτι που ανέδιδε τέτοιο μποχότο – για να μην μιλήσουμε για τον ανώμαλο που γουστάρει και το θολό, βρωμερό ζουμί που την περιβάλλει. Αυτοί οι ψυχικά διαταραγμένοι πέρασαν το ελαττωματικό τους γονίδιο στις επόμενες γενιές και έχουμε φτάσει σήμερα, αντί να θεραπεύουμε ιατρικά την ανησυχητική αυτή πάθηση, να την καμαρώνουμε σε κάθε μέσο ελληνικό τραπέζι,  δίπλα σε λαδερά, πάνω σε όσπρια, μέσα σε σούπες και σαλάτες, σκέτη στο φούρνο, χυμένη πάνω σε φαγητά ως σως, ακόμη και μαζί με καρπούζι. Ειλικρινά ανακατεύομαι.

Σιχαίνομαι το συκώτι. Είμαι ο Στέλιος Αρτεμάκης.

Συκωταριά, μαγειρίτσα, κοκορέτσι, τηγανητά συκωτάκια. Έχουν όλα έναν κοινό παρονομαστή. Αυτό αυτό που αποθεώνει όλη η Ελλάδα το Πασχα και εγώ κάθομαι στη γωνίτσα μου κάνοντας το ένα facepalm μετά το άλλο. Το συκώτι. Αυτό που πρέπει να σου σερβίρουν όταν περνάς την πύλη της κόλασης. Αυτό που μικρός έκρυβα μέσα στα μάγουλα μου για να μη με δείρει η μάνα μου. Εντάξει και τις φακές έκανα έτσι αλλά τώρα τις λατρεύω. Για το συκώτι όμως επιμένω.  Και προκαλώ οιονδήποτε, να μου απαντήσει στα σχόλια στα εξής: Τι είναι αυτό που βρίσκεις στο συκώτι εσύ κρεατοφάγε κανίβαλε; Τι βλέπεις εσύ που εγώ δεν μπορώ; Πως είναι δυνατόν να κατασαβουρώνεις κάτι που είναι εντελώς στυφό, σκληρό, άγευστο, ψιλοξυνό, ψιλόπικρο (ακόμα και αυτό έχει το γούστο του), άγλυκο ; Αλήθεια, πως τα καταφέρνεις; Να μπορέσω κι εγώ ρε παιδάκι μου… Να βρω την υγειά μου λέμε…

 

Μποϋκοτάρει την κάππαρη ο Ηλίας Αναστασιάδης

Όταν δεν έπαιζα μπάσκετ στην αυλή της γιαγιάς μου, σκαρφάλωνα στις ελιές, πείραζα τα αντιπαθή έντομα βρωμούσες, με πιτσίλαγαν με το φονικό τους υγρό και τελικά ξανάπαιζα μπάσκετ όταν συνερχόμουν απ’ τα κλάματα. Η κάππαρη στο μυαλό μου θα έχει για πάντα τη γεύση μιας βρωμούσας. Έτυχε μικρός να φάω λίγη και για ώρες νόμιζα ότι μασούλησα ζωντανό οργανισμό. Η δύναμη αυτού του χορταρικού(;) είναι ότι μπορεί να επισκιάσει, ήτοι καταστρέψει κάθε άλλη γνωστή γεύση, παρότι η φίλη μου η Στέλλα ισχυρίζεται ότι αν η κάππαρη βραχεί, χάνει πολλή από την έντασή της. Αγαπητή Στέλλα, δεν υπάρχει κανένας λόγος για πειραματισμούς. Προτείνω να μαζέψουμε όλη τη σοδειά κάππαρης της χώρας, να αποζημιώσουμε τους παραγωγούς και να την κάψουμε σε μια κεντρική πλατεία. Θα μυρίσει λίγο, αλλά θα είναι η τελευταία φορά.

Δεν σιχαίνεται ουσιαστικά τίποτα η Ρομίνα Δερβεντλή (αλλά θα πει τα σαλιγκάρια)

Νομίζω ότι μπορώ να φάω- έστω να δοκιμάσω τα πάντα. Δώσε μου φιλέτο σολομού κοκκινιστό με σος καραμέλας, τριμμένη φέτα και πασπαλισμένα αμύγδαλα βουτηγμένα σε φυστικοβούτυρο με άρωμα σκόρδου (δεν υπάρχει το τελευταίο αλλά αν υπήρχε θα το δοκίμαζα) και πάρε μου την ψυχή. Κοινώς, ότι βλακεία σκεφτείς θα θέλω να τη γευτώ. Με εξιτάρει το άγνωστο και το περίεργο, το φαινομενικά αταίριαστο ρε παιδί μου. Θέλω να το δοκιμάσω. Σκατά με φράουλες; Ναι, βεβαίως, κόψε λίγο και για μένα.

Οπότε δεν νομίζω ότι σιχαίνομαι κάτι ιδιαίτερα. Δεν θυμάμαι τουλάχιστον. Και φυσικά αρνούμαι κατηγορηματικά να στηρίξω εκείνους που λένε ότι απεχθάνονται κάτι που δεν έχουν δοκιμάσει. Υποθέτω π.χ. ότι ο πατσάς δεν θα μου αρέσει. Δεν έχω φάει όμως ποτέ. Παλιά δεν έτρωγα με τίποτα το συκώτι. Τώρα το προσκυνάω. Ελιάνα, για εσένα δεν θα πω τίποτα, δεν αξίζει καν να ασχοληθώ, θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Η κάππαρη μου είναι αδιάφορη. Δεν ξέρω τι θα πουν οι παρακάτω, αλλά αν ο Στέφανος πει μελιτζάνες θεωρείστε ότι από πάνω του αιωρείται μια μούτζα.

Τα σαλιγκάρια από την άλλη τα έχω δοκιμάσει και μπορώ να υποστηρίξω την γνώμη μου. Και αν εξαιρέσω την πολύ νόστιμη σαλτσούλα, ένα γλιστερό πράγμα που κολλάει στο λαιμό και δεν λέει να κατέβει δεν είναι του γούστου μου. Το είχα φτύσει, θυμάμαι, στη χαρτοπετσέτα. Και δεν το κάνω συχνά αυτό. Αλλά για να πω την αλήθεια, επειδή ακούω από πολλούς ότι είναι τρομερό έδεσμα, θα του έδινα μια ακόμα ευκαιρία. Μια ζωή την έχουμε. Δεν γαμι%εται, θα το ξαναδοκιμάσω.

 

Ο Πάνος Κοκκίνης σιχαίνεται την καρύδα

Συμφωνώ και επαυξάνω με τη Ρομίνα. Μια ζωή την έχουμε, οπότε είμαι πρόθυμος να δοκιμάσω τα πάντα. Και, πάνω κάτω, το έχω ήδη κάνει. Μερικές φορές μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό, όπως τις τάρτες φρούτων που -από την 6η δημοτικού και μετά- τις βλέπω και ξερνώ. Δεν φταίνε εκείνες, αλλά η λαιμαργία μου. Εκείνη που με έκανε να δοκιμάσω τη συγκεκριμένη χρονιά στα γενέθλια μου τάρτες και από τα 12 κουτιά που μου είχαν φέρει οι φίλοι μου (που ήξεραν το κολλημμά μου). Με αποτέλεσμα το στομάχι μου να εκραγεί. Το πρόβλημα μου με την καρύδα είναι διαφορετικό και ανεξήγητο. Έχω πιέσει τον εαυτό μου, ως άσκηση θάρρους, να τη δοκιμάσει αλλά αδυνατό να συγκρατήσω την αηδία που νοιώθω κάθε φορά που αυτό το άσπρο πράγμα -που μου θυμίζει σαπισμένο ροκανίδι- αγγίξει τον ουρανίσκο μου. Είναι κυριολεκτικά το μοναδικό πράγμα που μπορεί να με σταματήσει από το να φάω κάποιο γλυκό. Κάτι που σημαίνει ότι μια ζωή τώρα κάνω αναγκαστικά τη δίαιτα της καρύδας, αφού τρώω τα πάντα εκτός από αυτή.

Τον μουσακά ο Στέφανος Τριαντάφυλλος

Παλαιότερα με κατηγορούσαν ότι είμαι “τσάμπα χοντρός”. Κι εγώ τους απαντούσα “ε όχι και τσάμπα”. Δεν ξέρω αν έχουν δίκιο, αλλά αυτό που είναι σίγουρο ότι στο μενού μου έχουν διαγραφεί τα μισά φαγητά, όσα δηλαδή έζησαν στη θάλασσα, ή έχουν κάτι να κάνουν με λαχανικά (αγκινάρες, μπρόκολο, κουνουπίδι) ή λέγονται “φασολάκια”, “μπάμπιες”, “αρακάς”, “κουκιά” κτλ… Το χειρότερο μου, όμως, είναι ένα. Ο έξω-από-δω της διατροφικής μου πυραμίδας: ο μουσακάς.

Ο μουσακάς μου θυμίζει τους τύπους που γεννήθηκαν για μεγάλα πράγματα και πέταξαν το ταλέντο τους στα σκουπίδια. Τα “αιώνια ταλέντα” που δεν έγιναν ποτέ σούπερ-σταρ, επειδή κάτι στο δρόμο τους πήγε στραβά. Συνήθως οι κακές παρέες. Ε λοιπόν ο μουσακάς θα μπορούσε να είναι ένα εξαιρετικό φαγητό, αν δεν είχε ποτέ πάρε-δώσε με τη μελιτζάνα. Αν για παράδειγμα απέφευγε τις κακοτοπιές και αντί για το ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, συναντούσε πχ χοντρό μακαρόνι, θα είχε γίνει ένα ωραιότατο παστίτσιο και θα είχε γράψει ιστορία. Η απόφαση των υπόλοιπων υλικών, ωστόσο, να συνεταιριστούν με τη μελιτζάνα αποτέλεσε και τη γαστρονομική καταδίκη τους. Το μόνο που κατάφερε να κερδίσει είναι τον τίτλο του πιο σιχαμένου φαγητού, κερδίζοντας στο νήμα τα παπουτσάκια. Γενικότερα η μελιτζάνα βρωμάει, έχει άσχημη γεύση και νομίζω ότι μεταξύ μας ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος χωρίς δαύτη.

 

Σιχαίνεται το ψητό ψάρι ο Θανάσης Κρεκούκιας

Αν και η καταγωγή μου είναι από το ένδοξο ψαροχώρι του Μαράθου Τριφυλίας, σιχαίνομαι τα ψητά ψάρια. Τελεία. Και παύλα. Αηδία. Σιχαμάρα. Ξερνάω βατραχοπέδιλα. Και φασκελώνω ροφούς, τσιπούρες, φαγκριά, συναγρίδες και λοιπούς σιχαμένους συγγενείς. Άει στο γέρο διάολο μεσημεριάτικα. Φιλότιμες οι προσπάθειες της μαγιονέζας, αλλά όταν τη βάλω σε ψητό ψάρι τη σιχαίνομαι κι αυτή. Οπότε δεν υπάρχει σωτηρία. Ή μάλλον, υπάρχει. Ψωμοτύρια, αυγά τηγανητά, πατατινούλες τηγανητές και καπάκι φάσκελα και κατάρες στην αηδία που τρώνε οι υπόλοιποι. Τα ψάρια που προορίζονται να γίνουν ψητά, θα έπρεπε να απαγορεύεται η αλιεία τους. Να ψαρεύουν μόνο αθερίνα, γαύρο, μαρίδα, άντε και καμιά σαρδέλα, όλα μικρά και για το τηγάνι. Και παστές αντζούγιες και ρέγγες. Με τηγανητά κρεμμύδια, ψιλοκαμμένα, ελιές και ζυμωτό ψωμί από τη θεία μου τη Γεωργία. Και ένα κιλό φέτα. Και τσίπουρα. Και ρούκουνες. Και άγιος ο Θεός. Αλλά όχι ψητά ψάρια. Ψητό τσιτσί ναι. Μέχρι εκεί όμως. Όχι ψάρια. Ψητά. Μακριά. Φάτε τα εσείς. Εμείς δώσαμε. Αλλά αν έχουμε ψάρια ψητά, θα σας τα δώσουμε κι αυτά. Αυτά τα ολίγα και πάω να φάω ένα ξεροψημένο κοτόπουλο. Κι εσείς φάτε τον ξεροψημένο ροφό. Καλή όρεξη!

Τις φακές ρε παιδιά ο Θοδωρής Δημητρόπουλος

Ναι γεια σας τι κάνετε, μήπως ξεχάσατε κάτι; Οι φακές είναι η παγκόσμια σταθερά του φρικτού φαγητού. Όταν θες πάντα να δώσεις έμφαση στην σαπίλα ενός πράγματος το βάζεις σε δίλημμα με φακές. Τις προάλλες είχα μια πολύ κουραστική μέρα και το βράδυ ξενέρωσα με κάτι που έγινε, οπότε είχα αυτό που λέμε, μια μέρα “χειρότερη κι από φακές”. ΦΑΚΕΣ ΠΑΙΔΙΑ. Ήταν το πρώτο και μοναδικό φαγητό για το οποίο έκανα επανάσταση σπίτι, ότι απλά δεν πρόκειται να το ξαναφάω, δε με νοιάζει τίποτα, ας πίνω αμπούλες σιδήρου αφού κάνει τόσο καλό. Δε με νοιάζει, πώς το λένε. Οι φακές είναι εδώ για να γεμίζουν με εύκολα punchlines τα εκατομμύρια αστεία μας, για να μας εκνευρίζουν όταν πρέπει να τις υποστούμε (υποστείτε δηλαδή, εγώ έχω πάνω από δεκαετία να τις βάλω στο στόμα μου, BOOM!) για να υπάρχει τελοσπάντων το κοσμικό άλλο άκρο του, πχ, να είναι χειμώνας και να σκεπάζεσαι με φρέσκα παπλώματα. Για κάθε ανατριχιαστική ομορφιά της ζωής πρέπει να υπάρχει το αντιστάθμισμα, δηλαδή οι φακές. Το λέει η αρχή διατήρησης του awesome. Χωρίς τις φακές θα ήμασταν χαμένοι, οπότε ευχαριστώ όσους τις τρώτε, ευχαριστώ όσους σηκώνετε στις πλάτες σας το σταυρό για να μπορούμε όλοι να έχουμε φρέσκα παπλώματα και να σκεπαζόμαστε το χειμώνα.

 

Ποιο φαγητό σιχαίνεσαι εσύ περισσότερο;